Ήταν στην χώρα τής Ρουμανίας έφθασε ή καλλιέργεια του βαμβακιού, έδωσε ψωμί στον εργαζόμενο.
Στήν πρεσβυτέρα ενός παπά δεν άρεσε ή απασχόληση αυτή. Άποκάλεσε το βαμβάκι «φυτό του διαβόλου, που θά άνάψη φωτιά στο πρεσβυτέριο». Πράγματι, μπήκαν ληστές στο σπίτι του παπά. Άφήρεσαν τά χρήματα.
Έβαλαν τον παπά σε μεγάλους μπελάδες.
’Άν τό βαμβάκι ήτανε χόρτο τού διαβόλου, τον καπνό, που με τόση επιμέλεια καλλιεργούμε στήν χώρα μας, πώς νά τον χαρακτηρίσουμε; Δεν γνωρίζω πόσο χρησιμοποιείται στην ιατρική καί πόσες ίσως ζωές ανακουφίζονται, αλλά πόσες χιλιάδες είναι αυτοί πού χάνονται κάθε μέρα από τό κάπνισμα.
Έλεγε ένας γερμανός ιατρός κάποτε στο μοναστήρι:
-’Άν υπήρχε τρόπος νά ξεφράζουμε τά αγγεία τών ανθρώπων, θά ζούσαν τριακόσια χρόνια. Αλλά νά τά βουλώνουμε μόνοι μας μέ τά πάθη μας, μέ τον τρόπο ζωής μας, είναι τρομερό, είναι έγκλημα. Αυτοκτονία θά μπορούσα νά το χαρακτηρίσω.
Γίνεται στήν πατρίδα μας ή καλλιέργεια μέ τόση σπουδή, σάν νά πρόκειται γιά σωτήριο φάρμακο. Από πολλούς μήνες τυραννιούνται νά κάνουν πρασιές καί ειτα νά τό μεταφυτέψουν σέ καλά οργωμένο χωράφι. Τό δέ μεταφύτευμα απαιτεί χέρια καί συνήθως όλη ή οικογένεια βρίσκεται στά χωράφια.
Την εποχή αυτή έφεραν ένα θύμα τής βίας του φυτεύματος στο μοναστήρι. Μια κόρη δεκαεξάχρονη συνωδευόταν από τήν μάννα και τον μεγαλύτερο αδελφό. Έβγαζε την γλώσσα μέσα σε πολλά σάλια καί τήν έφθανε στο καρύδι του λαιμού της. Τό έγλειφε ακόρεστα. Θέαμα άποκρουστικό και σιχαμερό. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο μεγάλη γλώσσα. Ούτε τής μοσχίδας δεν είναι τόση, όταν τον μόσχο της γλείφη.
Προηγήθηκε εξομολόγηση τής οικογένειας. Τήν έπαύριο ήρθε καί ό δύστηνος πατέρας, μαύρος σάν τό ράσο μου άπό τήν πίκρα του.
Σε τρεις μήνες σταμάτησε νά μακραίνη τήν γλώσσα της, αλλά δεν είχε σωστή επικοινωνία. Καπνός καί διάβολος άντάμωσαν στο χωράφι καί κατέστρεψαν τήν μονάκριβη κόρη. Έπειτα φύγαμε άπό τήν περιοχή· δεν γνωρίζω τήν συνέχεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου