Μακαρία ή έγκλειστος
Συνηθίσαμε
νά θεωρούμε πώς τό συναξάρι δέν στοιχεί απόλυτα γεγονότα.
Δέν έχει ακρίβεια
στην διήγησή του ό συγγραφέας. Έχει αφήσει νά απλώνεται ή φαντασία του καί τό
συναίσθημά του ελεύθερα, σάν να πρόκειται περί μυθιστορήματος. Καί όμως,
συναξάρι δεν σημαίνει αύτό, αλλά κείμενο πού διαβάζεται στην σύναξη των πιστών
καί τό ακροάζονται όλοι μέ περισσή εύλάβεια.
Συναξάρι είναι ή πραγμάτωση τού Εύαγγελίου καί όχι
πλαστή διήγηση, γιά νά συγκινήση τον αναγνώστη ή τον ακροατή.
Έχει τον προσωπικό χαρακτήρα τού συγγράψαντος, είτε
είναι ξηρή είτε είναι γλαφυρή διήγηση, αλλά δέν παρουσιάζει ανύπαρκτα πρόσωπα καί
πράγματα. Βέβαια, τό ενθουσιαστικό στοιχείο δέν λείπει, αλλά, χωρίς αύτό,
τίποτε το μεγάλο δέν θά γινότανε στον κόσμο. Έτσι κι εγώ πιστεύω ότι ή
προσηγορία «έγκλειστος» δέν είναι υπερβολή, είναι. αληθινή πέρα γιά πέρα γιά
την άμμάδα Μακαρία.
Ή Μακαρία είχε καταγωγή από τήν Δωδεκάνησο, ίσως τό
νησί τής Σύμης. Καλογέρευε πολλά χρόνια στο σπίτι της
Είχε όλες τις συνήθειες των μοναχών, πλήν τής
ύπακοής. Χρόνια είχε κόψει τήν κρεοφαγία. Ζούσε λιτά σάν ασκήτρια. Στο μοναστήρι
τό πρώτο άριστον ήταν κρέας. ’Όρθια σηκώθηκε μόλις τό αντίκρισε στο πιάτο της.
- Αποκλείεται
νά ξαναφάω κρέας. Στο σπίτι μου δεν έτρωγα στο μοναστήρι θα τρώγω; Δεν γίνεται.
Μετέφερα την επιθυμία της καί την αντίδρασή της στον Γέροντα.
- Ή
νέα δόκιμος αποποιείται την κρεοφαγία.
- Πέστε
της να φυγή χωρίς λόγια.
Ή δόκιμος αμέσως άρχισε να τρώγη πρώτα τό κρέας κι έπειτα
τα μακαρόνια.
- Αυτή
-είπε ό Γέρων- κάνει για μοναχή. Κρατήστε την στο κοινόβιο, θά βοηθήση. Ανέλαβε
μαγείρισσα. Είχε δυνατό χαρακτήρα, αποφασιστικότητα καί σιγουριά γι’ αυτά που
έκανε· πράγμα χρειαζούμενο γιά τό διακόνημά της. Τό μαγειρείο εκείνα τά χρόνια
είχε τρεις σταυρούς. Ό ένας ήταν ή καύσιμη ύλη. Τά θαλασσόξυλα τί φωτιά νά κάνουν
γιά νά γίνη φαγητό; Έπειτα άπό φοβερό κάπνισμα φαινότανε φλόγα. Ό δεύτερος: οί
δίαιτες των ασθενών. Ό Γέροντας έβλεπε τον ασθενή ως ευνοούμενο του Θεού, πού
έπρεπε τό μοναστήρι νά τού συμπαρασταθή στον σταυρό του. Άλλωστε, ό μοναχός
γίνεται Κυρηναΐος στον πόνο τού αδελφού του. Καί ό τρίτος σταυρός: ή μακρά καί
μεγάλη φιλοξενία του Γέροντα. Όσοι πέρναγαν, άγνωστοι καί γνωστοί, έπρεπε νά
φάνε. Καί τά δυο πιάτα στην αρχή, γίνονταν τέσσερα καί μετ’ ου πολύ τα τέσσερα
δέκα. ’Από πού νά βγουν οί απρόβλεπτες αυτές μερίδες; Ούτε ψυγείο υπήρχε, για νά
διατηρούν φαγητά, ούτε πετρογκάζι για κάποια γρήγορα παρασκευάσματα. Σχεδόν
μόνη της αρκετά χρόνια σήκωσε όλο τό βάρος του μαγειρείου.
Ό κόπος του εικοσιτετραώρου δεν έπέτρεπε στις
δυνάμεις της καί στην αναπηρία της να είναι από τις πρώτες αδελφές στήν εωθινή
προσευχή. Κάποια αυγή ραθύμησε περισσότερο του δέοντος. ’Άρχισε τής μαργαρίτας
τό τραγούδι: «Να σηκωθώ ή να μη σηκωθώ;’Άς καθίσω ακόμα λίγο». Όπότε βλέπει να
εισέρχεται στο δωμάτιό της ένας παππούς μοναχός, συνοδευόμενος από κάποιον νέο.
Λέγει ό παππούς:
- Έλα,
γιατρέ μου, να δής τί έχει αύτή ή καλογριά και δεν με τιμά. Εμείς κάθε μέρα τις
δεχόμαστε τις καλογριές στο σπίτι μας καί αύτή έρχεται καθυστερημένη.
Ταραγμένη άρχισε νά φωνάζη:
- ’Όχι,
όχι, δέν έχω τίποτες. 'Αμαρτωλή είμαι. Έρχομαι αμέσως.
(Τό μοναστήρι είχε δύο παρεκκλήσια: του μεγάλου
Αντωνίου καί του αποστόλου Λουκά, όπου πολλές φορές τον χρόνο έκαναν
ακολουθία.) Άπό τότε ποτέ ή Μακαρία δέν έλειψε άπό τήν ακολουθία. Ποδάρωσε γιά
τήν έκκλησία περισσότερο άπό τις άλλες κι ας είχε άνάπηρο τό πόδι της. Τήν
ρώτησα:
- Σέ
μεγάλη κούραση τί είναι προτιμότερο ό κανόνας ή ή άκολουθία;
- Καλόν
είναι νά γίνωνται καί τά δύο, άδελφέ μου- είναι αναγκαία γιά τήν πνευματική μας
πορεία. Ή άκολουθία για μάς τούς φορτισμένους μέ ευθύνες διακονημάτων, πού στερούμεθα
χρόνο μελέτης, είναι σπουδαία διατριβή. Χωρίς αυτήν είναι σάν ν’ αρχίσουμε νά διαβάζουμε,
χωρίς νά γνωρίζουμε τό αλφάβητο. Χωρίς τήν άκολουθία πώς νά νιώσουμε τό νόημα
τών άγιων εορτών; Έλειψε ή άκολουθία από τον μονάχο: είναι σάν νά βγάλεις τά
μάτια του άλλου καί νά του πής «Περπάτα».
Τό 1969 ήρθανε κι άλλα πρόσωπα στο μοναστήρι καί ξελασκάρισε
ολίγον από τήν σκλαβιά τής κουζίνας. Κάποιο απόγευμα του Ιουλίου καθίσαμε μέ
τον Γέροντα στον ίσκιο του Πυργου.Κούτσα-κούτσα νά ή Μακαρία.
- Γέροντα,
αν έχη ευλογία, να υπάγω στο μοναστήρι του Θεολογου για το όποιο ακούω πολλά.
- Καλογριά
μου, από πότε είσαι στην Πάτμο;
- Τό
’44, Γέροντα, πρέπει νά ήρθα.
- Καί
δεν ένδιαφέρθηκες νά προσκύνησης τον Θεολόγο και Οσιο; Θώρει, αδελφέ μου, αναισθησία.
- Γέροντά
μου, νύχτα μπαίνω στο μαγειρείο, νύχτα βγαίνω
_ Πότε χρόνος ελεύθερος γιά προσκύνημα;
- Στο
σπήλαιο του Θεολόγου προσκύνησες τουλάχιστον;
- Οχι,
Γέροντά μου.
Ή άμμάς Μακαρία δεν είχε άποκλείστρα σπήλαιο ή
κρεμαμενο βαρέλι, όπως μάς διηγείται ή «Φιλόθεος Ιστορία» του Θεοδωρήτου, αλλά
την μικρή της καί άβολη κουζίνα του μοναστηριού. Ασκηση είχε την ορθοστασία,
την υπομονή και τήν συνεχή φροντίδα νά εύχαριστήση ξένους, μοναχούς και αρρώστους.
- Ή
τύχη του μάγειρα είναι πολύ σκληρή -λέγει ό μοναχός Θεόκτιστος ό Δοχειαρίτης. Ό
κόπος του μάγειρα δεν μένει, δεν φαίνεται πουθενά. Τήν άλλη κιόλας μέρα δεν
υπάρχουν σημάδια από τά ξενύχτια του. Τό φαγητό γίνεται περιττώματα, πού
αποβάλλεται τις περισσότερες φορές μαζί μέ τον μάγειρα στον λάκκο του βορβόρου.
Δέν παύω νά μνημονεύω τήν βοήθειά της στούς
ασθενείς καί πόσο προσπαθούσε νά κάνη τά βρώματα νόστιμα. Έπασχε καί ή ίδια καί
ήξευρε πολύ καλά τί σημαίνει διαιτώμενος άνθρωπος. Έκοιμήθη, πλησιάζοντας τά ογδοήκοντα
εν δυναστείαις.
Πιστεύω εκεί νά γλύτωσε τό πυρ τής κολάσεως, μιά
καί τόσο τήν κούρασε εδώ ή συνεχώς αναμμένη εστία, καί νά απολαμβάνει πλούσια
τήν δροσιά πού τόσο στερήθηκε ή καλή μας άμμάδα.
Ένα κουσουράκι είχε: παρεσύρετο από πρόσωπα, στά
όποια έδιδε
εμπιστοσύνη, καί σχημάτιζε γνώμη από ακούσματα, και δυστυχώς μετρούσε πολύ ή
γνώμη της στο κοινόβιο. Τα λίγα γράμματά της ελαφρύνουν την θέση της και ή φωτιά
ή νοητή, πού την τυράννησε, θεωρώ πώς τα κατέκαυσε όλα κι έγινε πολίτης τ’ ουρανού.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου