Λαχτάρα, που έμεινε μόνο ( ; ) λαχτάρα , άραγε ;
Πολλά μεσημέρια, πάμπολλα θάλεγα, μετά τη δουλειά, με μια τυρόπιτα στο χέρι , παίρναμε ( με φίλες ) το δρόμο για το πεδίο του Άρεως απ' όπου ξεκινούσαν τα λεωφορεία για το Μήλεσι. Η στάση μας, πάντα, το μοναστήρι του γέροντα Πορφυρίου.
Στο λεωφορείο , λέγαμε , όταν επιστρέψει η κάθε μία μας στην πατρίδα της, θα τραγουδάμε το τραγούδι , " κι συ ζωή βασανισμένη, μην ξεχνάς τον Ωρωπό... ".
Ανεβαίναμε την ανηφόρα με την ελπίδα και τη λαχτάρα πάντα να δούμε το γέροντα, να μας πει ένα λόγο, να ασπαστούμε τ' αγιασμένο χέρι του, να παρηγορηθούμε και να αγαλιάσσει η καρδιά μας απ΄τη γαλήνια και παιδική μορφή του.
'Ηταν, πολλές οι φορές, που μας έπιανε το χέρι μας και μετρούσε το σφυγμό μας και μας έλεγε τα δέοντα...
Σε μία φίλη μου, γιατρό, που είχε σοβαρό θέμα με τις αρθρώσεις της και είχε γυρίσει πολλούς γιατρούς , της είχε πει : να κάνεις ενέσεις χρυσού και θα γίνεις καλά.
Μία, απ τις πάμπολλες φορές , αφού πήραμε ευχή , κατεβήκαμε στην αυλή και ήμασταν έτοιμες να κατηφορίσουμε το δρόμο για να περιμένουμε το λεωφορείο , για την επιστροφή μας στην Αθήνα. Σκεφτήκαμε, πως έχει πολλή ζέστη, ήταν κατακαλόκαιρο, και καλύτερα να καθόμασταν στο μοναστήρι , στη σκιά της εξώπορτας, να περάσει η ώρα και μετά να φύγουμε.
Εκεί που καθόμασταν , ακούμε ένα , γκραν, και άνοιξε η πόρτα και μπροστά μας ήταν ο παππούλης- ο πατήρ Πορφύριος.
Από πάνω απ το παράθυρο , ακούσαμε μία φωνή - της αδελφής του της μοναχής Πορφυρίας, που μας έλεγε : πιάστε το Γέροντα, πιάστε το Γέροντα.
Τον '' αρπάξαμε '' στην κυριολεξία με τόση λαχτάρα . Τον έβαλα στα δεξιά μου και τον έπιασα αγκαζέ με το ένα χέρι και με το άλλο ακουμπούσα τη χοντρή τη ζακετούλα του κι τη χάιδευα διακριτικά.
" Θα σας πει που θα τον πάτε ! ", φώναξε απ το παράθυρο πάλι η αδελφή του .
Ήταν τυφλός και όμως μας έλεγε που θα στρίψουμε , που θα ανηφορίσουμε λιγάκι κλπ. Ώσπου φτάσαμε σε ένα σημείο του μοναστηριού που ήταν ένας κύριος , που κάτι έφτιαχνε- μαστόρευε εκεί.
'' Άντε , τώρα φύγετε '' , μας είπε , με κείνη την παιδική και λίγο βραχνή φωνή του. Πήραμε την ευχή του, ασπαστήκαμε το χέρι του και κατηφορίσαμε για τον κεντρικό δρόμο πετώντας απ τη χαρά μας. Τέτοια γλυκύτητα ...
Όταν επέστρεψα με μετάθεση στη Θεσσαλονίκη, στη βάση μου, του τηλεφωνούσα κάποιες φορές. Το είχε πάντα στο κρεββάτι του το τηλέφωνο.
Έλεγα μέσα μου τότε : Πως θα τον χωρέσει η γης αυτόν τον γίγαντα , αυτόν τον μεγάλο άγιο Θέε μου , πώς ;!
Λένε , μερικοί, πως προβάλλοντας τους αγίους των ημερών μας, προβάλλουμε τον εαυτό μας. Ίσως δεν είναι έτσι ακριβώς. Ίσως ο παφλασμός της καρδίας , οι νοσταλγίες , τα τόσο δυνατά βιώματα , ο απολογισμός της ευθύνης και η συναίσθηση του '' χωρίς Εμού ουδέν δύνασαι " , τελικά , να θέλουν να εξωτερικευτούν , κάνοντας συγκοινωνούς και τους άλλους, προς δόξαν Θεού , που είναι πολύ θαυμαστός εν τοις αγίοις Αυτού.
Ας μας δίνει την ευχή του, γιατί όλοι μας, ανεξαιρέτως, την έχουμε ανάγκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου