Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Εισήγηση πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Παγώνη, Αρχιερατικού Ρεντίνης, στην Ημερίδα που διοργανώθηκε,προς τιμήν του αγιασμένου λευίτη του Κυρίου, πατέρα Ιωάννη Καλαϊδη.







Σεβασμιώτατε, άγιοι πατέρες, αδελφοί και αδελφές μου


Ποτέ δεν περίμενα ότι θα είχα την μεγάλη τιμή να πω σε όλους εσάς και πέρα από σας τις εμπειρίες μου σχετικά με τη ζωή και τις μέρες που έζησα κοντά στον υπέροχο αυτό ιερέα και άνθρωπο.


Η ζωή του όλη ήταν νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και ταπείνωση. Είχε πολλά βάσανα, πολλές δοκιμασίες, αλλά τα ξεπερνούσε με καρτερικότητα και ταπείνωση. Ο Θεός όμως τον αντάμειψε με πολλά χαρίσματα. Η δυνατή του προσευχή, η διορατικότητά του, ο καλός του λόγος, η ταπείνωσή του τον καθιέρωσαν στα μάτια των πιστών ως άγιο.  Θα μπορούσα να μιλώ μέρες για τον π. Ιωάννη, όμως νιώθω μέσα μου ένα γλυκόπικρο συναίσθημα, που μ’ αναγκάζει να περιοριστώ μόνο για 10 λεπτά και 2-3 περιστατικά που έζησα μαζί του. το 1991 όταν στο κτήμα μου την Καλλικράτεια Χαλκιδικής έχτιζα ένα μικρό παρεκκλησάκι προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου και με υπόδειξη του πατρός Ιωάννη μετά από ένα τρομακτικό ατύχημα που είχε ο γιος μου, με άδεια την Μητροπόλεως Κασσανδρείας, κι ενώ ήμουν κοσμικός, έρχεται μαζί με την κόρη του Θεοδώρα αργά το απόγευμα και γονατίζει εδαφιαία μέσα στα τσιμέντα και τους σοβάδες και σταυροκοπιέται κλαίγοντας. Όταν σηκώθηκε δεν είχε ίχνος σκόνης. Η κόρη του τον παρακάλεσε να ευλογήσει κι ένα δωματιάκι που είχα για κατοικία. Αφού το ευλόγησε μου λέει «Παιδί μου εδώ θα γίνονται πολλά θαύματα!». Η σύζυγός μου από τη λαχτάρα της να πάρει την ευλογία του π. Ιωάννη τράβηξε την πόρτα του δωματίου και κλειστήκαμε έξω. Τα κλειδιά ήταν πίσω από την πόρτα. Της είπα «Δεν πειράζει! Θα σπάσω το τζάμι και θα μπούμε!». Αυτή όμως, με την αγάπη και την πίστη που είχε και έχει, μου λέει: «Όχι! Ο π. Ιωάννης είπε ότι θα γίνονται θαύματα εδώ!». Ήταν δεδομένο. Πιανόμαστε από το χέρι και αρχίζουμε το τροπάριο του Αγίου Γεωργίου: «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής…» και κάνει κλακ η πόρτα και ανοίγει χωρίς καμία επέμβαση.
       



Μια άλλη φορά μας καλεί στο σπίτι της η κυρία θεοδώρα, που κι εδώ κοντά είμαστε, στη Θεσσαλονίκη, επειδή μας ζήτησε ο πατέρας της. O π. Ιωάννης, πίσω από το αυτί είχε μια μεγάλη μαύρη ελιά και του είπαν ότι ήταν καρκίνος. Με παρακάλεσε να φέρω από το εκκλησάκι της Καλλικράτειας λίγο λάδι από την καντήλα του Αγίου Γεωργίου. Πράγματι, το έφερα και το έδωσα. Την άλλη μέρα το πρωί μας παίρνουν τηλέφωνο να ξαναπάμε. Πράγματι η ελιά είχε εξαφανιστεί. Και ζήτησε να μεταβούμε στην εκκλησία για να ευχαριστήσει τον άγιο που λάτρευε. Ήταν μια κρύα, βροχερή μέρα. Φτάνοντας στο εκκλησάκι ήμασταν περίπου 10 άτομα. Αρχίσαμε την παράκληση του Αγίου Γεωργίου. Τελειώνοντας μας παρακάλεσε να τον αφήσουμε μόνο του. Οι υπόλοιποι πήγαμε στο δωματιάκι να πιούμε τσάι. Βλέποντας όμως ότι αργεί πήρα μια ομπρέλα και πήγα να τον πάρω. Φτάνοντας στην πόρτα της εκκλησίας τον ακούω να μιλά με κάποιον. Μπαίνοντας τον ρωτώ: «Με ποιον μιλάς γέροντα;». Κι εκείνος χαμογελώντας μου λέει: «Μα με τον άγιο γιέ μου!». Βλέποντάς με να τα χω λίγο χαμένα, μου λέει: «Άκουσε παιδί μου, όταν έναν άγιο τον αγαπάς, προσεύχεσαι σ’ αυτόν, τον υπηρετείς, αργά ή γρήγορα θα σου φανερωθεί. Και θα μιλάς μαζί του, όπως εγώ μιλώ με σένα. Εγώ, στον άγιο Γεώργιο χειροτονήθηκα. Του Αγίου Γεωργίου παντρεύτηκα. Τον Άγιο Γεώργιο υπηρέτησα. Έρχεται πάντα όταν τον επικαλούμαι. Άλλωστε, στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου είμαστε και κτήτορα πατρός Γεωργίου». Είπα: «Μα εγώ δεν είμαι ιερεύς!». «Θα γίνεις, παιδί μου», μου λέει, «θα γίνεις». Χωρίς άλλη κουβέντα πήγαμε στο δωματιάκι.
        



Κάποτε σε ένα ταξίδι στη Μυτιλήνη, με κατοίκους από την περιοχή των Σερρών, ζήτησε να πάω κι εγώ μαζί τους. Πράγματι, δέχτηκα. Φτάνοντας, όλος ο κόσμος έμενε σε χώρους έξω από το μοναστήρι. Ο γέροντας, η παπαδιά, η κόρη τους κι εγώ μείναμε σε ένα διαμέρισμα μέσα στο μοναστήρι. Μετά το δείπνο, ο γέροντας κι εγώ μείναμε σε ένα δωμάτιο και στο άλλο η παπαδιά με την κόρη της. Τα πόδια του ήταν κουρασμένα. Τα έβαλε σε μία καρέκλα, με ένα μαξιλάρι ψηλά για να ξεκουραστούν. Πέσαμε για ύπνο. Νομίζοντας ότι κοιμάμαι ήρθε από πάνω μου, με σταύρωσε, είπε κάποιες ευχές και μετά γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι του και προσευχόταν για όλο το γκρουπ, από ένα σημειωματάριο που είχε πάνω του. Πάνω από το κρεβάτι του είχε ένα παράθυρο που έβλεπε στην εκκλησία του αγίου Ραφαήλ. Δεν ξέρω αν ερχόταν κάποιο φως απ’ έξω, αν ήταν όλα θεοσκότεινα. Αυτός όμως φεγγοβολούσε.
       


Κάποτε αρρώστησε νομίζω από το στομάχι και πήγε στο Παπανικολάου. Ήταν όμως πολύ στενοχωρημένος ,γιατί δεν έβρισκε τον πνευματικό του για να πάρει ευλογία. Συμπτωματικά ήταν στο σπίτι μου ο δικός μου πνευματικός, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γερμανός ο Θεοδωρουπόλεως  από την Κωνσταντινούπολη. Του λέω «Μην ανησυχείς, θα έρθουμε μαζί στο νοσοκομείο.» Χάρηκε πολύ. Μόλις τον είδε, χάρηκε πολύ. Πετάχτηκε από το κρεβάτι, κλαίγοντας κι αγκαλιαστήκανε. Κάτι όμορφο αισθάνθηκα μέσα μου. Άρχισα κι εγώ να κλαίω. Να του λέει: «Πότε θα τον κάνουμε ιερέα, αυτόν γέροντα;» Κι εκείνος να του απαντά: «Σε λίγο, σε λίγο». Έλεγε πάντοτε ότι δεν πρόκειται να πεθάνει αν εγώ δεν γίνω ιερέας. Μόλις έγινα διάκονος, τον επισκέφτηκα στο σπίτι της κυρίας Θεοδώρας. Ήταν τόσο μεγάλη η συγκίνησή του που μ΄ αγκάλιασε κλαίγοντας από χαρά, πήρε ένα ξύλινο σταυρό, το φίλησε και σχεδόν πέφτοντας μαζί μου στον καναπέ λιποθύμησε. Τότε φοβήθηκα πολύ, γιατί θυμήθηκα που έλεγε ότι ν δεν γίνω εγώ ιερέας αυτός δεν θα πεθάνει.
       


Λίγο πριν κοιμηθεί, βρισκόμαστε στο σπίτι του στο Νεοχώρι. Η αναπνοή του ήταν βαριά. Με πιάνει από το χέρι και κοιτώντας με στα μάτια μου λέει: «Πατέρα Γεώργιε, αυτή τη στιγμή σου παραδίδω την ιεροσύνη μου, με ό,τι σημαίνει αυτό». «Τι είναι αυτά που λες, γέροντα» του λέω. «Σε λίγο καιρό θα σε ειδοποιήσω να έρθεις». Πράγματι, στις αρχές Αυγούστου του 2009 με ειδοποιεί η κυρία Θεοδώρα ότι ο πατέρας της με ζητά. Φτάνω στο Νεοχώρι, μαζί με την παπαδιά μου κι έναν τότε ιερομόναχο, σήμερα αρχιμανδρίτη. Βλέπουμε το γέροντα συνδεδεμένο με οξυγόνο να δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Μόλις με βλέπει χαμογελά και μου λέει να του διαβάσω ακολουθία για ψυχορραγούντα.  Εγώ το αρνιέμαι. Αυτός επιμένει. Περνάνε ώρες. Μου σφίγγει το χέρι, με παρακαλεί. Ώσπου, τον είδα να δακρύζει. Τότε και γω λύγισα και μαζί με τον ιερομόναχο κάναμε την ακολουθία για ψυχορραγούντα. Μετά από λίγο φύγαμε, λέγοντας στην κυρία Θεοδώρα ότι ο πατέρας της μέχρι αύριο το μεσημέρι θα έχει φύγει. Φυσικά δεν μας πίστεψε. Την άλλη μέρα το μεσημέρι, ο γέροντας έφυγε για την άνω Ιερουσαλήμ.
        Ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: