Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 18 Απριλίου 2020
Τα ιδιαίτερα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας και της Λαμπρής στον Πόντο | Θωμαΐς Κιζιρίδου
Η δημοσιογράφος Θωμαΐς Κιζιρίδου
περιγράφει πώς οι πρόγονοί της σε κλίμα κατάνυξης γιόρταζαν τις Άγιες Ημέρες
και την «εορτή των εορτών»
Το παρελθόν οι άνθρωποι της κάθε
εποχής, το κουβαλούμε σαν πανωφόρι. Φοράμε την εμπειρία αυτή σαν προστασία από
το κρύο. Κουβαλάμε τις ρίζες που μας έφεραν στη ζωή. Από αυτή την εμπειρία
αρθρώνεται ο λόγος μας, διαμορφώνεται ο χώρος μας. Κι όταν πρόκειται για το
εκκλησιαστικό λαϊκό παρελθόν μας, τότε είναι όλα φανέρωση της νεκρανάστασης.
Τούτες τις μέρες των παθών και της Ανάστασης ντυνόμαστε τη σεμνότητα της
κατάνυξης και τον δυναμισμό της μελλοντικής Ζωής.
Με την βοήθεια της δημοσιογράφου Θωμαΐδος Κιζιρίδου, που κατάγεται από τον
Πόντο και ασχολήθηκε με πολύχρονη επιτόπια έρευνα στην Τραπεζούντα με κίνδυνο
της ασφάλειάς της, με τα ήθη και τα έθιμα των προγόνων της, θα χαρούμε ένα
ταξίδι στα μεγαλοβδομαδιάτιακα έθιμα, αλλά και στην αναστάσιμη χαρά της Λαμπρής
όπως εορταζόταν στον Πόντο. Με γενναιόδωρη διάθεση μας παραχώρησε για την Ο.Α
μνήμες που οφείλουμε να διατηρήσουμε αλησμόνητες:
Το
Πάσχα οι Πόντιοι το ονόμαζαν Λαμπρή. Τη θεωρούσαν «εορτή εορτών» και «πανήγυρις
πανηγύρεων». Πριν από τον ερχομό της Μ. Εβδομάδας, είχαν προηγηθεί οι δουλειές
του σπιτιού, η γενική καθαριότητα, το άσπρισμα και το χάσεμα (το καθάρισμα όλων
των ξύλινων επιφανειών με ζεστό νερό).
Τα τσιγκούλια
Η
Κυριακή των Βαΐων ήταν πολύ σημαντική στον Πόντο, γιατί τότε εορτάζεται η
θριαμβευτική υποδοχή που έγινε στον Ιησού, στα Ιεροσύλυμα, όπου τον υποδέχτηκαν
οι κάτοικοι μετά βαΐων και κλάδων. Το
βάγιο είναι το γνωστό σε όλους μας θαμνώδες φυτό, η δάφνη. Οι ιερείς, λοιπόν,
μοίραζαν στους εκκλησιαζόμενους την Κυρακή των βαΐων, κλαδιά δάφνης. Στη Σαντά
μάλιστα, αν το κλαδί που έδινε ο ιερέας είχε περιττό αριθμό μπουμπουκιών, ήταν
αίσιος οιωνός, ενώ εάν σπίτια με καλαθάκια γεμάτα βάγια κι έψελναν: «Βάι- βάι
και των Βαΐων, σεν κερκέλ κι εμέν αβόν-ι», που σημαίνει, ήρθαμε να σας
ευχηθούμε για τη γιορτή των Βαΐων, κρατήστε εσείς το κουλούρι και δώστε σε μένα
το αυγό. Επίσης, δίνανε στα παιδιά και τσιγκούλια,
που ήταν κόκκοι βρασμένου καλαμποκιού, με κοπανισμένη ψύχα φουντουκιού, καθώς
κι από ένα ωμό αυγό. Οι Έλληνες του Πόντου θεωρούσαν ευλογημένο φυτό το βάιον, ώστε
από αυτό βγάλανε και το υποκοριστικό Βαΐτσα, δίνοντάς το σαν όνομα στις αγελάδες
που είχαν γεννηθεί την Κυριακή των Βαΐων. Στον Πόντο σε μεγάλο ποσοστό,
τηρούσαν αυστηρή νηστεία όλη τη Μ. Σαρακοστή και τηρώντας μ’ ευλάβεια το έθιμο,
τη συγκεκριμμενη ημέρα, κατέλυαν τρώγοντας λάδι και ψάρι. Έτσι, όλοι, μικροί
μεγάλοι ετοιμάζονταν με χαρά να υποδεχτούν την Ανάσταση του Κυρίου, λέγοντας
την ευχή, «Καλή Ανάσταση να έχουμε!».
Τη
Μ. Εβδομάδα, πενθούσε όλη η οικογένεια, δεν επιτρεπόταν κανένα τραγούδι, καμία
μουσική, κανένα γλέντι. Νήστευαν όλοι, προσεύχονταν και ζητούσαν συγχώρεση ο
ένας από τον άλλο. Τη Μ. Τετάρτη ο παπάς γύριζε στα σπίτια κι έκανε ευχέλαιο.
Οι νοικοκυρές είχαν έτοιμα ωμά αυγά, περίπου μισή οκά αλεύρι και κάμποσο αλάτι,
που τα «ευχέλιαζε» ο παπάς. Στον παπά, από κάθε σπίτι δίνανε, αντί για χρήματα,
δυο ή τρία αυγά. Η Μ. Πέμπτη ήταν μεγάλη μέρα, μεγάλη γιορτή, μέρα πένθους. Στα
Σούρμενα, όπως μας πληροφορεί ο Ερμόλαος Ανδρεάδης, τη Μ. Πέμπτη πήγαιναν νωρίς
στην εκκλησία για να κοινωνήσουν. Όταν γύριζαν σπίτι, έβαφαν με κόκκινη βαφή τα
ψαλμένα ωβά. Ακόμη χρησιμοποιούσαν κρεμμυδότσουφλα, που έβγαζαν καφετί χρώμα.
Σπάνια τα έβαφαν πράσινα. Επίσης, μερικά αυγά τα έβαφαν με μελανί χρώμα μοβ και
τα πήγαιναν στο νεκροταφείο τη Δευτέρα του Θωμά. Τα περισσότερα, όμως, αυγά τα
έβαφαν το Μ. Σάββατο.
Τα κερκελία
Τη
Μ. Πέμπτη επίσης, παρασκεύαζαν και τα κερκελία, δηλ. τσουρέκια ζυμωτά με αυγά
και μαγιά σε σχήμα πλεξούδας, με αλυσίδα γύρω-γύρω, από το ίδιο ζυμάρι. Έβαζαν
από πάνω 6-7 αυγά για στολίδι. Έφτιαχναν, όμως και τσουρέκια με τα ίδια υλικά,
χωρίς όμως να τα στολίσουν με κόκκινα αυγά. Το βράδυ πήγαιναν στην εκκλησία για
ν’ ακούσουν τα 12 Ευαγγέλια και όπως σ’ όλες τις περιοχές του Πόντου, έτσι κι
εδώ, βάζανε τα κόκκινα αυγά κάτω από την Αγία Τράπεζα να ευλογηθούν. Εκεί τ’
άφηναν μέχρι την Ανάσταση. Η κάθε οικογένεια, μέσα στο καλάθι με τ’ αυγά είχε
και χαρτί με τ’ όνομά της, για να μη μπερδευτούν. Επίσης στην εκκλησία τη Μ.
Πέμπτη έρχονταν κρυφά από τους άντρες τους και οι χανούμισσες, για ν’ ακούσουν
τα 12 Ευαγγέλια, γιατί πίστευαν ότι το άκουσμά τους ασκεί θεραπευτική επίδραση
στους αρρώστους. Οι δικές μας, άφηναν τις χανούμισσες να μπουν στην εκκλησία,
αφού πρώτα υπόσχονταν ότι δεν θα προσβάλλουν τη χριστιανική θρησκεία. Μάλιστα
έλεγαν, «να γίνω θυσία για το έθιμό σας, να κοπεί η γλώσσα μου». Τέλος, όταν
γύριζαν οι πιστοί από την εκκλησία για τα σπίτια τους, κρατούσαν αναμμένα
κεριά, αυτά που είχαν, καθώς άκουγαν τα 12 Ευαγγέλια και, όταν έφταναν στα
σπίτια τους, τα έσβηναν και τα τοποθετούσαν στο εικονοστάσι.
Ο στολισμός του Επιταφίου, το μοιρολόι,
η φοβέρα στα άκαρπα δέντρα και ο ζακότζ’, ο νυχτοφύλακας του Μ. Σαββάτου
Τον Επιτάφιο
τον στόλιζαν τα κορίτσια από νωρίς τη Μ. Παρασκευή με λουλούδια. Οι επίτροποι
της εκκλησίας βάζανε στις δάφνινες αψίδες πέντε λαμπάδες, που συμβόλιζαν τα
πέντε καρφιά του μοιρολογιού (ένα ποίημα το «Μοιρολόγι της Παναγίας» που λέγανε
οι πιστοί). Έβαζαν και άλλες πιο μικρές ολόγυρα, που τις άναβαν όταν άρχιζαν τα
εγκώμια. Την ώρα που ψέλνανε «έραναν τον τάφο», ορμούσαν όλοι ν’ αρπάξουν μια
από αυτές τις λαμπάδες. Αυτές τις φύλαγαν στο εικονοστάσι του σπιτιού , μαζί με
τα σταυρολούλουδα και τα χρησιμοποιούσαν για διάφορα γιατροσόφια και ξόρκια,
«καλόν είχαν ‘α, επεκάπνιζαν τον άρρωστον ή τον κακάν», δηλ. το είχαν για καλό,
κάπνιζαν τον άρρωστο με τα καιόμενα άνθη του Επιταφίου ή αυτόν που ήταν
ανήμπορος σωματικά.
Επίσης,
κατά τη μέρα της Μ. Παρασκευής νήστευαν όλοι μέχρι την ακολουθία των Ωρών και
μάλιστα πολύ αυστηρά έτσι, ώστε ο λαός έλεγε: «τη Μεγάλ’ Παρασκευήν εφτά χρονών
παιδίν, εφτά φοράς ελιγώθεν και νερόν ‘κι εδώκαν ατο να πίν’», δηλ. τη Μ.
Παρασκευή εφτά χρονών παιδί, εφτά φορές λιποθύμησε από τη δίψα και νερό δεν
επέτρεψαν να του δώσουν να πιει. Στη Σαντά, τη Μ. Παρασκευή υπήρχε το έθιμο να
φοβερίζουν τα άκαρπα δέντρα. Ο νοικοκύρης με μια αξίνα απειλούσε ότι θα τα
κόψει, αν δεν καρποφορούσαν τον επόμενο χρόνο. Φημολογείται πως τον επόμενο χρόνο
χλόαζαν και καρποφορούσαν.
Το
Μ. Σάββατο το πρωί, στον Μέγα Εσπερινό, οι γυναίκες μάζευαν τα φύλλα δάφνης που
σκορπούσε ο ιερέας ψάλλοντας «Ανάστα ο Θεός κρίνων τη γην» και τα έκαιγαν κατά
την απόδοση της γιορτής του Πάσχα. Τη στάχτη από αυτά τη χρησιμοποιούσαν σαν
φάρμακο για κάποιο μέλος του σώματος που έπασχε ή πάθαινε κάτι.
Στην Τραπεζούντα
το Μ. Σάββατο, πολύ πρωί, ο νοικοκύρης κατέβαινε στην αγορά για τα τελευταία
ψώνια για το πασχαλινό τραπέζι. Το βράδυ του Μ. Σαββάτου θα λούζονταν όλοι,
πρώτα τα παιδιά και μετά οι μεγάλοι, στην ασχανά (κουζίνα), όπου έβραζε το νερό
μέσα στο χαλκόν (καζάνι). Ακολουθούσε το άλλαγμαν, φροντίζοντας να βάλουν όλοι
τους καθαρά εσώρουχα. Επίσης άλλαζαν και τα σεντόνια. Κατόπιν έπεφταν νωρίς να
κοιμηθούν, γιατί γύρω στις 3 μετά τα μεσάνυχτα, θα τους χτυπούσε την πόρτα για
να ξυπνήσουν ο ζαγκότζον. Αυτός ήταν
ο νυχτοφύλακας, που λεγόταν παζβάντς,
αλλά μόνο γι’ αυτή τη νύχτα είχε αυτό το όνομα, σαν εξαιρετικό τίτλο, για
εξαιρετικό λειτούργημα. Τη νύχτα του Μ. Σαββάτου, λοιπόν, χτυπούσε με την ίδια
μαγκούρα και με ιδιαίτερο ρυθμό τις πόρτες των χριστιανών, για να ετοιμαστούν
για την εκκλησία όλοι ανεξαιρέτως, εκτός από τους άρρωστους ή αυτούς που
φύλαγαν τα μωρά. Η συνήθεια να χτυπάει ο ζαγκότζ’
τις πόρτες έμεινε από την εποχή που οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει στους
χριστιανούς να έχουν καμπάνες, ακόμη και σήμαντρα.
Το Αναστάσιμο Φως, τα λαμπροκέρια, τα αυγά του «καλού λόγου» και η βραστή
κότα αντί για το καθιερωμένο αρνί
Η Ανάσταση
γινόταν στο προαύλιο της εκκλησίας και μόλις ακουγόταν το Χριστός Ανέστη,
άρχιζε ένα πανδαιμόνιο από κάθε είδους και κατασκευής βεγγαλικά. Η «απόλυση»
γινόταν με τα ξημερώματα και επέστρεφαν όλοι στα σπίτια τους, κρατώντας στα
χέρια τους αναμμένες τις λαμπάδες. Με το αναστάσιμο Φως άναβαν το καντήλι. Τα λαμπροκέρια τα φυλούσαν και τα άναβαν σε
ειδικές περιπτωσεις, όπως για βασκανία και για χαλαζι. Επίσης οι ναυτικοί τα
είχαν μαζί τους και τα άναβαν σε τρυκιμία. Όταν επέστρεφαν σπίτι από την
Ανάσταση, τους περίμενε το στρωμένο τραπέζι. Πριν φάνε, αρχίζαν με το
τσούγκρισμα των αυγών, όχι όμως από τα αγιασμένα. Ένα από αυτά το έβαζαν στο
εικονοστάσι.Στην Ινέπολη μάλιστα, σύμφωνα με τον Κων. Αλεξιάδη, οι νεόνυμφοι
τον πρώτο χρόνο της στέψεώς τους, πήγαιναν στην Ανάσταση με τις λαμπάδες του
γάμου τους. Στη Σινώπη, μετά την Ανάσταση όταν επέστρεφαν σπίτι, έπαιρναν από
το εικονοστάσι το κόκκινο αυγό του περασμενου χρόνου, κάθονταν στο τραπέζι, το
καθάριζαν κι έτρωγε ο καθένας λίγο, για χάρη του Χριστού. Κατόπιν, έπαιρναν τα
νέα αυγά του Καλού Λόγου, όπως τα έλεγαν εκεί, κι αφού τσούγκριζαν, κατόπιν ο
καθένας έτρωγε το αυγό του. Επίσης εβαζαν ένα νέο αυγό στο εικονοστάσι.
Στην
Τραπεζούντα δε συνήθιζαν το πασχαλινό αρνί, το οποίο αντικαθιστούσε η βραστή
κότα. Τις τρεις μέρες του Πάσχα γίνονταν οι επισκέψεις σε συγγενικά και φιλικά
σπίτια και ήταν μέρες του οικογενειακού γλεντιού. Το Πάσχα δε συνήθιζαν να
κάνουν δώρα. Εξαίρεση γινόταν στους αρραβωνιασμένους. Σε όσους πενθούσαν ή ήταν
φτωχοί, οι γείτονες και οι συγγενείς έστελναν αυγά και τσουρέκια. Το ίδιο
έκαναν και στους γνωστούς τους Τούρκους, που με τη σειρά τους ανταπέδιδαν, όταν
γιόρταζαν το Μπαϊράμι τους, στέλνοντας μπακλαβάδες και άλλα γλυκίσματα.
Τα
έθιμα που κατέγραψε συμπεριλαμβάνοντάς τα στην έρευνά της η δημοσιογράφος Θωμαΐς
Κιζιρίδου, σήμερα ματώνουν μια πληγή που κακοφορμίζει εδώ και καιρό, από την
αρχή της Πανδημίας. Οι ακολουθίες, το Χριστός Ανέστη, το Πασχαλινό τραπέζι, τα
κεράσματα οι αγκαλιές και το πανηγύρι της Ανάστασης μας θυμίζει τι δεν έχουμε.
Σφιγμένη η καρδιά, άδειο το στομάχι από πείνα -όχι υλική:
Σαν τα ορφανά εγγόνια της Σταχομαζώχτρας του Παπαδιαμάντη που έγλειφαν τον πάγο
από τη στέγη γιατί το τσουκάλι ήταν άδειο. Δεν ήξεραν πότε θα ερχόταν η
λύτρωση, σχεδόν την είχαν ξεχάσει. Όμως τότε ακριβώς, ήρθε η επιταγή από την
Αμερική και τα ορφανά έφαγαν φρέσκο ψωμάκι, πλύθηκαν, φόρεσαν τα καλά τους και
πήγαν στην Εκκλησιά να γιορτάσουν. Να αναθαρρήσουμε λοιπόν και…
Καλή Ανάσταση
_________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 15.04.2020
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου