Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Παρασκευή 17 Απριλίου 2020
Δημήτριου X. Καππαη .ΚΟΛΑΣΗ, ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ
Δημήτριου
X. Καππαη
ΚΟΛΑΣΗ,
ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ
Κόλαση αποκαλείται ή πνευματική κατάσταση στην
οποία οδηγείται ό άνθρωπος εκουσίως, λόγω της άρνησης μετοχής του στή σωτήρια
χάρη τού Αγίου Πνεύματος. Ή κόλαση, στήν
όρθόδοξη θεολογία δέν είναι τόπος ή μέρος, άλλά μια βιωματική κατάσταση, στήν οποία
εισέρχεται ό άνθρωπος με βάση τα έργα του κατά τον εγκοσμιο βίο. Για αυτό η κόλαση
δεν είναι τόπος «δικής» για τον αμαρτωλό
άλλα η μη δυνατότητα θέασης και βίωσης της μακαριότητας του Θεού,
με βάση την καθαρότητα της «καρδιάς» του ανθρώπου, ή οποία μέσω της Εκκλησίας θεραπεύεται
και οδηγείται στο φωτισμό και στην εν Χριστό τελείωση, μέ τή σύνεργό χάρη του ' Αγίου
Πνεύματος2.
Στην
' Αγία Γραφή ή λέξη «κόλαση», συναντάται είτε αυτούσια, είτε σέ στίχους πού τήν
περιγράφουν έμμεσα. Στήν Καινή Διαθήκη, το μέρος αυτό περιγράφεται μέ ζωηρά
υλικά σύμβολα και παραστάσεις, οπως «τό πυρ τό αιώνιον» (Ματθ. ιηΊ8), «το πυρ το
άσβεστον, όπου ό σκώληξ αυτών ού τελευτά και το πυρ ού σβέννυται» (Μάρκ. θ'
48), ως«τό σκότος το έξώτερον», οπου είναι «ό κλαυθμός και ό βρυγμός των όδόντων»,
(Ματθ. η'12), ή ως «κόλασις αιώνιος», «άπελεύσονται ουτοι εις κόλασιν αιώνιον,
οί δέ δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. κε' 46) και άλλα3.
Τά
πιό πάνω τονίζονται διότι δέν είναι δυνατόν νά παρουσιαστούν διαφορετικά οί
υπερφυσικές πραγματικότητες και ή άπερίγραπτη οδύνη τών άνθρώπων πού βρίσκονται
μακριά άπό τόν Θεό, άκόμη και μετά το θάνατό τους4.
Μέσα
άπό τήν Όρθόδοξη παράδοση και θεολογία, καταλαβαίνει κανείς εύκολα ότι ή
κολασμένη ζωή δέν είναι μία ιδιαίτερη κατάσταση πού επιβάλλει ό Θεός βάσει ενός
νόμου5.
Γι’
αύτό στην Όρθόδοξη Εκκλησία ή ζωή και ή άθανασία δέν έχουν πιά σχέση με άμοιβές
και τιμωρίες, αλλά έρμηνεύονται ως ύψηλά επιτεύγματα, ως διαρκής πορεία στο
θείο φώς. Έτσι, παράδεισος και κόλαση, είναι ή ίδια πραγματικότητα, βιούμενη μέ
διαφορετικό τρόπο, άνάλογα μέ την προετοιμασία
της ψυχής κατά τή διάρκεια του έγκόσμιου βίου6.
Σύμφωνα
μέ τόν Αγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, ό όποιος άναφέρεται στο θέμα αύτό, το φώς τού
Χριστού είναι ένα, «άλλά ούκ ένιαίως, αλλά φωτίζει και άλλους καίει κατά τον Μέγα
Βασίλειο, ό όποιος τονίζει οδηγείται ό άνθρωπος εκουσίως, λόγω της άρνησης
μετοχής του στή σωτήρια χάρη τού Αγίου Πνεύματος. Ή κόλαση, βάση τά έργα του
κατά τόν έγκόσμιο βίο του. Γι’ αύτό ή στήν όρθόδοξη θεολογία δέν είναι τόπος ή
μέρος, άλλά μια βιωματική κατάσταση, στήν οποία εισέρχεται ό άνθρωπος με κόλαση
δέν είναι τόπος «δίκης» γιά τόν άμαρτωλό άλλά ή μή δυνατό- διαφόρως μετέχεται».
Επίσης το ίδιο «πυρ» είναι αυτό πού άλλους ακόμη ότι, «το σκότος το αδιαπέραστο
και το χωρίς φως πυρ», θά είναι ή αιώνια κατοικία τών καταδικασμένων. Κατά
τόν'Άγιο Ισαάκ τόν
Σύρο,
κόλαση είναι ή μάστιγα της άγάπης. Όπως πολύ ξεκάθαρα άναφέρει και ό Αγιος
Ιωάννης ό Δαμασκηνός στο διάλογο κατά Μανιχαίων, ή κόλαση «δεν είναι τίποτα
άλλο παρά φλόγα πού επιθυμεί την κακία και τήν άμαρτία και φλόγα πού άστοχει
στην έπιθυμία. Όσοι λοιπόν επιθυμούν και δεν έχουν τά αντικείμενα της έπιθυμίας
τους, καταφλέγονται άπό αυτήν τήν έπιθυμία»7.
Και
όλα αυτά δεν θά τελούνται για μικρό ή έστω γιά μεγάλο χρονικό διάστημα, άλλά
εις αιώνας αιώνων. Όπως, λοιπόν, ή Βασιλεία τού Θεού θά είναι αιώνια, έτσι και
ή κόλαση θά είναι αιώνια.
Στήν
παραβολή τού πλουσίου και τού φτωχού Λαζάρου, στήν οποία φαίνεται ή κατάσταση
μετά θάνατον, βλέπουμε τόν πλούσιο νά αδυνατεί νά βιώσει τόν παράδεισο έξ
αιτίας της άνελεήμονης συμπεριφοράς του. Αντίθετα ό Λάζαρος, ό όποιος ύπέμεινε
καρτερικά και χωρίς γογγυσμό τίς δυσκολίες της ζωής, βιώνει τά άγαθά της
Βασιλείας του Θεού9.
Έδώ,
θά τονίζαμε ότι, άπό τόν πλούσιο της παραβολής, όπως συμβαίνει και σέ πολλούς
άλλους συνανθρώπους μας, άπουσιάζει αυτό πού οί Αγιοι ονομάζουν μνήμη θανάτου.
Ό πλούσιος δέν σκέφτηκε ή άκόμη δέν πίστευε ότι κάποτε θά πεθάνει, γι’ αύτό δέν
φρόντισε καθολου τήν ψυχή του. Ζούσε μόνο γιά νά άπολαύσει, νά κερδίσει, νά συσσωρεύσει,
χωρίς νά κάνει τίποτα γιά τόν συνάνθρωπό του, χωρίς νά δείξει έμπρακτα τήν
άγάπη του πρός τόν πλησίον, όπως άναφέρει ρητά ή πρώτη έντολή τού Θεού. 'Η
άπουσία της μνήμης τού θανάτου τόν έκανε σκληρό, άπάνθρωπο και άδιάφορο γιά
τούς άλλους. Το αποτέλεσμα αύτής της στάσης ζωής το ακούμε στήν έξόδιο
άκολουθία μέ τά πιο κάτω λόγια: «και τότε εκπορεύονται οί τά αγαθά ποιήσαντες
εις άνάστασιν ζωής, οί δε τά φαύλα πράξαντες είς ανάστασιν κρίσεως»10.
Ό
Βυζαντινός δογματικός και άντιρρητικός συγγραφέας Εύθύμιος Ζιγαβηνός, ό οποίος
άκμασε στά τέλη τού 11ου - άρχές 12ου αί., άναφέρει πώς «δίκαιοι και άδικοι»
περνούν άπό το πύρ της Θείας παρουσίας, άλλά οί μέν περνούν άλώβητοι, οί δέ
καιόμενοι». Μέ τά πιό πάνω φαίνεται ξεκάθαρα ότι «παράδεισος» και «κόλαση» δέν
είναι δύο διαφορετικοί τόποι. Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις (τρόποι), πού προκύπτουν
άπό τήν ϊδια άκτιστη πηγή και βιώνονται ώς δύο διαφορετικές εμπειρίες.
Ολοκληρώνοντας
το άρθρο αύτό θά τονίζαμε κατ’ έπανάληψη ως κατακλείδα ότι, «παράδεισος» και
«κόλαση» είναι ό τρόπος μέ τον όποιο βιώνουμε ό καθένας μας τή θέα τού Θεού,
άνάλογα μέ τήν κατάσταση της καρδιάς μας11.
Οί
άνθρωποι, όπως τονίζει και ό Αγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, θά δεχθούν άνάλογα η
τήν κολαστική η τήν φωτιστική ιδιότητα της Χάριτος: «τω φωτιστικω δηλονότι και
κολαστιω, κατ άξίαν έκάστου της εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον»12.
Ή
κάθε στιγμή λοιπόν, της ζωής μας έχει σωτηριολογική σημασία. Ή κερδίζουμε τήν
αίωνιότητα, τήν αιώνια κοινωνία με τόν Θεό, ή τη χάνουμε. Έργο λοιπόν της
Εκκλησίας, οπως σημειώνει πολύ ορθά ότι. Γεώργιος Μεταλληνός, δεν είναι νά
«στέλνει» στον παράδεισο ή στήν κόλαση, άλλά νά ετοιμάζει τόν άνθρωπο γιά τήν
τελική κρίση ώστε νά βλέπει αιώνια τήν ’Άκτιστη Χάρη και Βασιλεία τού Θεού ως παράδεισο
και όχι ως κόλαση13.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Περισσ. βλ. Μητροπολίτη Ναυπάκιου
Ιερόθεου Βλάχου, «'Η κόλαση και ό παράδεισος: τόπος η τρόπος;», ίστοχώρος, «'Η
άλλη όψις», ήμ. άνάκτησης, 12 Όκτωβρίου 2019.
2. Βλ. Νικολάου Ματσούκα, Ιστορία της
Φιλοσοφίας, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 549.
3. "Αλλες αναφορές στην Καινή Διαθήκη
περί παραδείσου και κολάσεως ύπάρχουν στόΕυαγγέλιο του Λουκά κγ' 43 όπου ό
Χριστός λέει στόν ληστή: «σήμερον μετ’ έμοϋ έσμέν τω παραδείσω», στο Ματθ. κε'
41 οπου ή κόλαση άναφέρεται ώς πυρ αιώνιον, ή στο Ματθ. κε' 30 πού άναφέρεται
ώς «σκότος εξώτερον, ή στο Ματθ. ε' 22 ώς «γέεννα πυρός». Με αυτούς και άλλους
τροπους δηλώνεται αυτό πού εννοούμε μέ τόν ορο «κόλασις».
4. Βλ. Βασ. X. Ίωαννίδη, "Αδης (Καινή
Διαθήκη και Όρθόδοξος Θεολογία), Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Α',
στ. 414.
5. Βλ. Νικολάου Ματσούκα, Δογματική και
Συμβολική Θεολογία Β', Άθήναι, σ. 544.
6. Βλ. και Νικολάουτ Ματσούκα, Ιστορία της
Φιλοσοφίας..., σ. 549.
7. Βλ. Ίωάννου Δαμασκηνού, «I. Κατά
Μανιχαίων Διάλογος. II. Πρός τούς Διαβάλλοντας...», (άπόδοση - σχόλιο Νίκος
Ματσούκας), σ. 97.
8. Λκ. ις' 19-31.
9. Περισσότερα γιά το θέμα αύτό βλ. Ιερόθεου
Βλάχου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου, Ή ζωή μετά τόν θάνατο, 'Ιερά
Μονή Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, Θ', έκδ. Άκταίφνιο Θηβών 2005, όπου
διατυπώνονται οί έρμηνεΐες πού δίνει ή Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας
σχετικά μέ τόν Παράδεισο και τήν Κόλαση.
10. Ίω. ε'29.
11. Ό. π.
12. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά έργα 11 ΕΠΕ, σ. 498.
13. Βλ. π. Γεωργίου Μεταλληνοϋ, δ. π.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
X. ΚΑΠΠΑΗΣ
Θεολόγος,
Διδάκτωρ Θεολογίας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου