Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 29 Μαΐου 2021

Προλογος του υπο εκδοσιν βιβλιου μου για την ιστορια της ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ και του Γέροντα ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ.


Προλογος του υπο εκδοσιν βιβλιου μου για την ιστορια της ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ και του Γέροντα ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ 
ΔΑΜΑΛΑΣ
Ἀρχικά νόμισα πώς πρόκειται γιά κανένα ἀπομεινάρι τῆς τουρκοκρατίας, ὅπως τά τόσα ἄλλα τοπωνύμια πού χρησιμοποιοῦν πεισματικά οἱ γέροι  «ἀμόρφωτοι» στὴν πατρίδα μας, πού ἀναζήτησε καί ἐπέβαλε τά ἀρχαία τοπωνύμια  μετά την σύσταση του νεοελληνικοῦ  κράτους.
Ἔτσι λοιπόν ὀνομάζουν οἱ ντόπιοι την Τροιζήνα την πρωτεύουσα τῆς Τροιζηνίας ἀπέναντι ἀπ τον Πόρο.
Ἔπεσε στά χέρια μου μιά ἐνδιαφέρουσα ἀρχαιολογική μελέτη τοῦ Ἄδωνι Κύρου γιά την ἄγνωστη στούς πολλούς Καστροπολιτεία στό νησάκι Δοκός ἀνάμεσα ἀπό Ὕδρα καί Ἑρμιόνη.
Βουπορθμός εἶναι ὁ πορθμός μεταξύ Δοκοῦ καί τοῦ ἀπόκρημνου ἀκρωτηρίου Μουζάκι τῆς Έρμιονίδος.
Κατά την ἀρχαιότητα το ἀκρωτήριον αὐτό εἶχε το ὄνομα Βουκεφάλα γιατί ὁ ὀρεινός του ὄγκος ἔμοιαζε με βόδι. Τό ὄνομα αὐτό σιγά-σιγά μετατράπηκε σε Βοῦ-Πορθμός.
Ἐξ ἄλλου καί το ὄνομα Μουζάκι πού μᾶς κληρονόμησε ἡ τουρκοκρατία προέρχεται ἀπό το ἀλβανικό muzat πού σημαίνει ρύγχος βοδιοῦ. 
Στά πρῶτα βυζαντινά χρόνια ὁ πολυσύχναστος γιά τους ναυτικούς αὐτός Πορθμός ἐνδέχεται νά παραφράστηκε σε Πορθμό- Δαμάλεως ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Βόσπορος (Βοός-Πόρος) ἀναγράφεται ἀπό  μερικούς βυζαντινούς συγγραφεῖς ὡς Δαμάλεως- Πόρος (Βοῦς=Δαμάλι).              Ἔτσι λοιπόν ἐγκαταλείφθηκε το δυσκολοπρόφερτο  ὄνομα Άπεροπία πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες γιά τόν Δοκό καί χρησιμοποιήθηκε πιά το ὄνομα Δαμαλάς καί ἡ Καστροπολιτεία τοῦ Δοκοῦ ἔγινε Κάστρο τοῦ Δαμαλᾶ ἤ «κάστρο τοῦ Ἀφέντη τῶν Δαμαλῶν», ὅπως τό βρίσκουμε σε ἀραβική μετάφραση ἑνός χαμένου στά ἑλληνικά κειμένου τοῦ δεκάτου μ.Χ. αἰῶνα. Σε αὐτό ὁ Μητροπολίτης Μονεμβασίας Παῦλος διηγεῖται την μεταφορά τῶν λειψάνων τῶν σπουδαιοτέρων Ἁγίων Μαρτύρων τῆς Ἱσπανίας, πού τυχαία βρέθηκαν μέσα στά ἐρείπια τῆς Καστροπολιτείας τοῦ Δοκοῦ καί μεταφέρθηκαν στήν Μονεμβασία. Πρόκειται για την Ἁγία Εὐλαλία, Πολιοῦχο τῆς Βαρκελώνης, τον Ἅγιο Βαλέριο τῆς Σαραγόσα, τον Ἅγιο Βικέντιο, Πολιοῦχο τῆς Βέρνης καί ἄλλους ἀνώνυμους Συμάρτυρες τους, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν κατά τούς διωγμούς του Διοκλητιανοῦ τον τρίτο μ.Χ. αἰῶνα.
Ο τελευταῖος πού χρησιμοποιεῖ το ὄνομα Άπεροπία γιά τόν Δοκό εἶναι ὁ Παυσανίας στίς «Περιηγήσεις» του τον 2ο μ.Χ. αἰῶνα. 
Το ὄνομα «Δοκός» ἐμφανίζεται μόλις τον 17ο αἰῶνα σε χάρτες καί πλοηγικούς ὁδηγούς ἀπό την ἀρβανίτικη οἰκογένεια Duko (ἑλληνιστί Δοκός ἤ Δουκός) τῆς Ὕδρας, πού τον εἶχε στήν κυριότητά της.
Η ἀρχαιολογική ἔρευνα του Ἄδωνι Κύρου ὁδηγεῖ στόν προσδιορισμό του φθινοπώρου τοῦ ἔτους 673 μ.Χ. γιά την ἐπίθεση τῶν Ἀράβων καί καταστροφή τῆς Καστροπολιτείας καί τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Δοκοῦ. Στά πλαίσια τῆς προετοιμασίας τῆς μεγάλης τους ἐπίθεσης με σκοπό νά καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη πού ἔλαβε χώρα ἀνεπιτυχῶς ἕνα χρόνο ἀργότερα, οἱ Ἄραβες κατέστρεψαν ὅλα τα σημαντικά κάστρα καί λιμάνια ἀνεφοδιασμοῦ στά νησιά καί τα παράλια τοῦ Αἰγαίου πελάγους.         Ὅσοι ἀπό τους κατοίκους γλύτωσαν μετακινήθηκαν πρός στήν ἀπέναντι τροιζηνιακή ἀκτή, παίρνοντας μαζί τους καί το ὄνομα Δαμαλοί. Ἔτσι ἀπότομα ἡ Ἐπισκοπή Τροιζῆνος μετονομάζεται στά τέλη τοῦ 8ου αἰῶνα σε Ἐπισκοπή Δαμαλῶν καί ἡ Τροιζήνα (ἡ ὁποία σημειωτέον εἶχε καί αὐτή ἐρημωθεῖ ἀπό τις ληστρικές ἐπιδρομές τῶν Ἀράβων) καί ἡ γενικώτερη περιοχή της παίρνει τό ὄνομα Δαμαλάς καί ἐμφανίζει μεγάλη ἀνάπτυξη σε ἀντίθεση ἀπό τον ερημωμένο Δοκό.                                                           Ἔτσι ἡ Ἐπισκοπή Τροιζῆνος ἤ Φαναρίου ἤ Πεδιάδος, ὅπως την ἀναφέρουν τά  συναξάρια  τῆς  ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν Βίο του Ἁγίου μάρτυρος Λεωνίδου (16 Ἀπριλίου) καί “τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων ἑπτά Ἁγίων Γυναικῶν” πού συνελήφθησαν τό 250 μ.Χ. ἐν Τροιζηνία, μετονομάζεται σέ Ἐπισκοπή Δαμαλῶν. 
Τό 968 μ.Χ. πέρασε ἀπό την Τροιζηνία ὁ  ἐκ Πόντου καταγόμενος Ὅσιος Νίκων ὁ Μετανοεῖτε ὁ ὁποῖος ἐπί δύο μῆνες δίδαξε τό Ευαγγέλιο και μέ τό κήρυγμά του ἐπανέφερε στην ὀρθόδοξο πίστη τούς κατοίκους της περιοχῆς. 
Ο ἀρχαιολόγος Παῦλος Λαζαρίδης γράφει στό Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας (XAE 2, 1960-1961, περίοδος Δ', σελ. 195-227, Ἀθήνα 1962) ὅτι: «Ἐπεσκέφθη καί ἐμελέτησε τά ἐρείπια της Ἐπισκοπῆς Δαμαλά ὁ Ἀκαδημαϊκός κ. Ἀ. Ὀρλάνδος. Τα ἀποτελέσματα τῆς ἐρεύνης ταύτης ἐδημοσιεύθησαν εἰς το ὑπ' αὐτοῦ ἐκδιδόμενον Ἀρχεῖον τῶν Βυζαντινῶν Μνημείων τῆς Ἑλλάδος 1. Τήν ὕπαρξιν τῆς ἐκκλησίας ταύτης διεῖδεν ὁ ὀξυδερκής καί παρατηρητικός ὀφθαλμός τοῦ σοφοῦ  Ἐρευνητοῦ καί σεβαστοῦ διδασκάλου μου, τήν ὁποίαν χαρακτηρίζει ὡς βασιλικήν καί χρονολογεῖ ἐμμέσως, περιγράφων τα ἀρχιτεκτονικά μέλη, τα ὁποία ἀνεῦρεν ἐν μέσῳ τῶν ἐρειπίων, εἰς τον 6ον αἰῶνα».
 «Η μελέτη αὕτη εἶναι πολυτιμοτάτη, διότι ὄχι μόνον ἐξετάζει το μνημεῖον ἀπό ἀρχιτεκτονικῆς καί γενικώτερον ἀπό ἀρχαιολογικῆς ἐπόψεως, ἀλλά δίδει καί τήν πολιτικήν καί ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν τῆς Τροιζῆνος, τῆς περιοχῆς δηλαδή ἐκείνης, ἡ ὁποία ἀπό τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπαντᾶ ὑπό τήν ἐπωνυμίαν ‘’Δαμαλάς’’. Το ἔτος 1959 ἐνήργησα, κατ΄ ἐντολήν τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας, καθαρισμόν των ἐρειπίων τῆς μεγαλοπρεποῦς βυζαντινῆς ἐκκλησίας, τῆς γνωστῆς ὡς Ἐπισκοπῆς τοῦ Δαμαλά. Ἡ ἐκκλησία αὐτή, εὑρισκομένη ἐπί ὑψώματος παρά τους πρόποδας τοῦ ὅρους Ἀδέρες καί δυτικῶς τοῦ χειμάρρου Κρεμαστοῦ, τοῦ κατά την ἀρχαιότητα καλουμένου Ὑλικοῦ καί Ταυρίου, ἦτο ἤδη κατά το δεύτερον ἥμισυ τοῦ παρελθόντος αἰῶνος (19ος) κατερειπωμένη».
Ο ἀκριβής τίτλος τῆς ἐπισκοπῆς ἦταν Ἐπισκοπή Δαμαλῶν καί Πεδιάδος. Πεδιάς ἐκαλεῖτο ἡ Ἐπιδαυρία, δηλαδή ὁ γεωγραφικός χῶρος πού κατέχουν σήμερα ἡ παλαιά καί ἡ  Νέα Ἐπίδαυρος. Στήν Νέα Ἐπίδαυρο ἀκόμα οἱ ἡλικιωμένοι χρησιμοποιοῦν το ὄνομα Πιάδα (σύντμηση τῆς λέξης Πεδιάδα) γιά την πατρίδα τους.                                                                             Η Ἐπισκοπή Δαμαλῶν καί Πεδιάδος ἀνῆκε διοικητικά στήν Μητρόπολη Κορίνθου καί ἐπί Λατινοκρατίας (1204-1484) ἀπέκτησε Λατῖνο Ἐπίσκοπο.                Ἀπό τό 1210 μ.Χ. ἑως τό 1382 περιέρχεται στήν κυριότητα τοῦ Δουκάτου τῶν Ἀθηνῶν -Βουργουνδική οἰκογένεια τοῦ Γουλιέλμου de la Roche, κατόπιν στόν ντε Τριέν καί διά ἐπιγαμίας στήν Γενοβέζικη οἰκογένεια Zaccaria-  δυνάστες τῆς Χίου). Στήν προσφάτως ἀνακαινισμένη Ἱερὰ  Μονή Ἁγίου Δημητρίου Τροιζήνας ὑπάρχει σε μαρμάρινη ἐπιτείχιο ἐπιγραφή το οἰκόσημο τῶν Γάλλων de la Roche. Βεβαίως εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Λατῖνοι συνήθιζαν νά ἀφήνουν τήν σφραγῖδα τους καί νά ἐκλατινίζουν τίς ὀρθόδοξες κατακτήσεις τους. Στήν συγκεκριμένη ὅμως περίπτωση, ἡ μαρμάρινη μεγέθους 180Χ60 ἑκατοστῶν πλάκα με το οἰκόσημο των de la Roche προσφέρει τήν πολύτιμη πληροφορία ὅτι ἡ  ἵδρυση τῆς ἱστορικῆς Ἱεράς Μονῆς Ἅγιου Δημητρίου Δαμαλά πρέπει να τοποθετηθεῖ πολύ νωρίτερα ἀπό το 1455 ὅπως ὑποστηρίζεται ἀπό τήν ἰσχύουσα ἄποψη.                                                                            Ἀπό τό 1382 ὁ Δαμαλάς περιῆλθε στούς Παλαιολόγους καί ὅπως ἦταν φυσικό ἡ Ἐπισκοπή Δαμαλά καί Πεδιάδος ἐπανῆλθε στη δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Κατά τίς δεκαετίες πού ἀκολούθησαν ἐφαρμόστηκαν σχέδια εὐρέως ἐποικισμοῦ τῆς σχεδόν ἐρημωθείσας περιοχῆς ἀπό ὀρθοδόξους χριστιανούς Άρβανίτες.                                                                                                Ἡ κατάληψη του Δαμαλά ἀπό τους Τούρκους γίνεται σέ ἀπροσδιόριστη χρονική στιγμή ἀλλά πρό του 16ου αἰῶνα. Ἡ Ἐπισκοπή Δαμαλῶν καί Πεδιάδος ἀντέχει καί συνεχίζει νά ὑφίσταται καί ἐπί τουρκοκρατίας,  ὑπαγόμενη πάντα στήν Μητρόπολη Κορίνθου καί δι΄αύτῆς στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἔτσι συναντοῦμε ἐπιγραφές σέ ναΐσκους τοῦ Λυγουριοῦ καί τῆς Νέας Ἐπιδαύρου, ὅπου μνημονεύονται οἱ Ἐπίσκοποι “Δαμαλῶν καί Πεδιάδος”. Σέ μία ἀπό αὐτές διαβάζομε “Ἀρχιερατεύοντος τοῦ Θεοφυλάκτου Ἐπισκόπου Δαμαλῶν καί Πεδιάδος κυρίου Ἰακώβου ἐν ἔτει ἀπό Χριστοῦ ΑΨΙ (1710) ἐν μηνί Μαρτίῳ”.
Στόν έξωνάρθηκα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Δημητρίου Καρακαλά (13 χιλιόμετρα ἀπό τό Ναύπλιο, 6 χιλιόμετρα ἀπό το χωριό Ἅγιος Ἀδριανός) ὑπάρχει τεράστια παράσταση λαϊκῆς τέχνης μέ τόν ὡς ἄνω ἐπίσκοπο νά ἐλευθερώνεται ἀπό τον Ἅγιο τροπαιοφόρο Δημήτριο ἀπό τήν δεινή σκλαβιά στήν ὁποία περιέπεσε, ὅταν ξανοίχτηκε στήν θάλασσα μπροστά ἀπό τόν Δαμαλά προσπαθῶντας νά ψαρέψει μεγάλα ψάρια “ἀνοικτῆς” θαλάσσης καί αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό Ἀλγερινούς πειρατές. Διακρίνεται ἔφιππος στά καπούλια του ἀλόγου του Ἁγίου Δημητρίου, ἐνῶ ἡ λαϊκή μοῦσα τοῦ ἀφιέρωσε τό ἐξῆς εἰρωνικό εξάστιχο.
 Πίσκοπε τοῦ Δαμαλά                                                                                                                                                                                                δίχως νοῦ,δίχως μυαλά,                                                                                                                              τά λιανά δέν ἤθελες                                                                                                                                    τά μεγάλα γύρευες                                                                                                                               τράβα τό χερόμυλο                                                                                                                             κούνα τ΄άραπόπουλο.
Σύμφωνα μέ τήν λαϊκή παράδοση, δέν τοῦ ἔφτανε ἡ σκληρή ἀγροτική δουλειά ὁλημερίς ἀλλά τόν ἀνάγκαζαν μετά νά κουνάει τήν μωρουδιακή κούνια τοῦ  ἀραπόπουλου με το ἕνα χέρι καί μέ το ἄλλο νά γυρίζει τον χερόμυλο. 
Ἐνῶ ὅμως ἡ περιπέτεια αὐτή συνέδεσε μέ ἀπαξίωση στό Πανελλήνιο τήν Ἐπισκοπή Δαμαλά, ὁ τελευταῖος της Ἐπίσκοπος φρόντισε γιά τήν ὑστεροφημία της. Πρόκειται γιά τον Ἐπίσκοπο Ιωνά, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἔνθερμος πατριώτης καί ἔλαβε μέρος ἐκ τῶν πρώτων στην προεπανασταστική καί στήν ἐπαναστατική περίοδο τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας τόσο στο στρατιωτικό, ὅσο και στο πολιτικό ἐπίπεδο. Ἀπό το 1819 εἶχε μυηθεῖ στήν Φιλική Ἑταιρία καί ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς βασικότερους πρωτεργάτες τῆς κηρύξεως τῆς ἐπαναστάσεως στήν Κορινθία. Ὁ βιογράφος τοῦ Κολοκοτρώνη Φωτᾶκος τόν ἀναφέρει ἐπαινετικά, ἐκθειάζοντας εἰδικότερα τήν πολύτιμη βοήθειά του στήν πολιορκία τοῦ φρουρίου τῆς Κορίνθου, ὅταν ἀπό τά Μέγαρα ὅπου εἶχε ἐγκατασταθεῖ κατόρθωσε ἐμψυχώνοντας τους κατοίκους νά ὀργανώσει ἐκστρατευτικό σῶμα και νά τό στείλει στήν Κόρινθο. Τό 1825 διαδέχθηκε τόν Άνδρούσης Ἰωσήφ σάν Ὑπουργός Θρησκείας καί φρόντισε γιά τή ρύθμιση πολλῶν ἐκ τῶν κακῶς κειμένων στή χειμαζόμενη Ἐκκλησία. Ἰδιαίτερα σημαντική ὑπῆρξε ἡ δράση τοῦ Ἰωνᾶ στήν προσπάθεια ἐμψυχώσεως τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων κατά τήν ἐπιδρομή τοῦ Ἰμπραήμ στήν Πελοπόννησο. Μέ ἐγκυκλίους του καλοῦσε τούς ἱεράρχες τῆς Πελοποννήσου νά συνδράμουν στόν σχηματισμό στρατευμάτων καί νά ἐμψυχώσουν τόν τρομοκρατημένο λαό. Μέ τήν ἰδιότητά του αὐτή ἐγκρίνει ἐπίσης στόν ἐθνεγέρτη Ἐπίσκοπο Ἰωσήφ Ρωγῶν, τόν πάμφτωχο Ἱερομάρτυρα τοῦ Μεσολογγίου, διακόσια γρόσια μηνιαίως, σάν βοήθημα γιά τήν “ἐξοικονόμηση τῶν ἀναγκῶν του” (ἔγγραφο ὑπ΄άριθμόν 3444 τῆς 5ης Νοεμβρίου 1825). Ὅμως, ὁ ἀνιδιοτελής καί ἀφιλοχρήματος ἱεράρχης Ἰωσήφ, μέ μόνα περιουσιακά στοιχεῖα τά ἄμφιά του καί τά λιγοστά βιβλία του, δημοσιεύει στήν ἐφημερίδα “Ἑλληνικά Χρονικά” (φ. 97-98 τῆς 5ης Δεκεμβρίου 1825) τήν ἄρνησή του νά δεχτεῖ τό βοήθημα, μαζί με την ἀπόφαση τοῦ Ιωνᾶ Δαμαλῶν καί τήν (ὑπ΄άριθμόν 14140 τῆς 4ης Νοεμβρίου 1825) ἀπόφαση τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Σώματος ἐκ Ναυπλίου, ὅπου ὑπογράφουν οἱ Κωλέτης καί Μαυροκορδάτος.
Στήν Τροιζήνα (ἤ Δαμαλά) ἔγινε ἡ Τρίτη Ἐθνοσυνέλευση τῶν ἐλεύθερων πιὰ Ἑλλήνων, στὶς 19/3 ἕως 5/5 τοῦ 1827. Ἐκεῖ, συμμετέχοντος και τοῦ Δαμαλῶν Ἰωνᾶ, ἐξέλεξαν τὸν Ἅγιο τῆς πολιτικῆς Ἰωάννη Καποδίστρια γιὰ κυβερνήτη γιὰ 7 χρόνια καὶ τὸν Ριχάρδο Τζὼρτζ ὡς ἀρχηγὸ τῶν δυνάμεων ξηρᾶς καὶ τὸν Λόρδο Κόχραν τῶν δυνάμεων θαλάσσης. Ὑπάρχει έκεῖ καὶ ἕνα χωράφι μὲ ἐλιὲς, ποὺ καθόντουσαν οἱ 91 πληρεξούσιοι ἐθνοπατέρες μας κατάχαμα καὶ σὲ ἕνα τραπέζι καθόταν τὸ προεδρεῖο καὶ ὁ Κολοκοτρώνης σὲ ἕνα κάθισμα πιὸ δίπλα. Ὑπῆρξε αὐτὸς ποὺ νικητής κατὰ τοῦ Ἰμπραήμ, μὲ αὐξημένη αἴγλη κατάφερε νὰ ὁμονοήσει τοὺς ἀντιμαχόμενους προπάτορες μας. Ἴσως κάποτε μελλοντικὰ τὸ φράξουν καὶ βάλουν καὶ καμμία ταμπέλα…
Στό σημεῖο αὐτό νά διευκρινίσουμε ὅτι ἡ ιστορία τῆς Ἐπισκοπῆς Δαμαλῶν κατά τήν περίοδο τὴς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως καί μεταγενέστερα ἀκολούθησε τίς δυσμενείς ἐξελίξεις πού σημειώθηκαν γιά ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές ἐπαρχίες τῶν ἀπελευθερωμένων περιοχῶν στόν ἑλλαδικό χῶρο. Κατά τήν ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως, ὑπῆρχαν στόν ἑλλαδικό χῶρο πού στή συνέχεια ἀποτέλεσε τό νεοελληνικό κράτος, 48 συνολικά Μητροπόλεις, Ἀρχιεπισκοπές καί Ἐπισκοπές. Ἀπό αυτές στήν Πελοπόννησο ὑπῆρχαν 9 Μητροπόλεις, 3 Ἀρχιεπισκοπές καί 14 Ἐπισκοπές. Ὅλες ἀποτελοῦσαν ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί καθ’ ὅλη τη διάρκεια τῆς ἐπαναστάσεως καί μέχρι τή δολοφονία τοῦ Καποδίστρια ἐξακολουθοῦσαν νά ὑπάγονται ἀστασίαστα στή δικαιοδοσία του, χωρίς ποτέ καί ἀπό κανέναν ἐκκλησιαστικό ἐκπρόσωπο νά διατυπωθεῖ πρόταση ἤ επιθυμία γιά ἀπόσχιση ἀπό τήν κανονική αὐτή πατριαρχική δικαιοδοσία. Τό 1833 ὅμως, μετά τήν ἀνάληψη τῆς διακυβερνήσεως τῆς χώρας ἀπό τήν βαυαρική ἀντιβασιλεία καί μέ την συμμετοχή τῶν Τρικούπη, Φαρμακίδη καί ἄλλων Ἑλλήνων πολιτικῶν, νομοθετήθηκε μέ πραξικοπηματικό τρόπο ἡ ἀντικανονική ἀπόσχιση τῶν ἐκκλησιαστικῶν αὐτῶν ἐπαρχιῶν ἀπό το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ «αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος». Τόν Νοέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους, ἡ Ἀντιβασιλεία προχώρησε μέ νέο διάταγμα στήν αὐθαίρετη καί ἐξίσου ἀντικανονική κατάργηση τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Στή θέση του δημιούργησε δέκα ἰσότιμες Ἐπισκοπές, ἀντίστοιχες μέ τους νομούς του βασιλείου καί ἐπί πλέον ἄλλες τριάντα προσωρινές, προκειμένου νά τοποθετηθοῦν ὅσοι ἱεράρχες εἶχαν ἔλθει ἀπό διάφορες περιοχές τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. 
Μέ τήν ἐξέλιξη αὐτή ἐπῆλθε τό 1833 τό τέλος καί τῆς ἱστορικῆς Ἐπισκοπῆς Τροιζηνίας (ἤ Δαμαλῶν καί Πεδιάδος ὅπως αὐτή μετονομάστηκε ἀπό το 900 μ.Χ. ὅπως παραπάνω ἀναφέραμε) ἡ ὁποία καταργήθηκε ὁριστικά καί ἡ γεωγραφική περιφέρειά της διαμοιράσθηκε μεταξύ τῶν νεοσυσταθεισῶν Ἐπισκοπῶν, Ὕδρας (Τροιζήνα ἤ Δαμαλάς, Καλλονή, Φανάρι, Δρυώπη, Μεταμόρφωση, Μέθανα, Καρατζάς, Τραχειά,  Γαλατάς, Ἑρμιόνη, Κρανίδι), Ἀργολίδος (Παλαιά καί Νέα Ἐπίδαυρος, Λυγουριό) καί Κορινθίας πού πῆρε τά ἐλάχιστα ἀπομεινάρια της.
Ο τελευταῖος ἐπίσκοπος Δαμαλῶν καί Πεδιάδος Ἰωνᾶς τοποθετήθηκε ἀπό τή βαυαρική Ἀντιβασιλεία κατόπιν πιέσεων τήν Ἐπισκοπή Ἠλείας, ἀπό ὅπου ὅμως παραιτήθηκε μετά μόλις ἕνα ἑξάμηνο “διά λόγους ὑγείας”. Στή συνέχεια παρέμεινε ὡς ἐφησυχάζων ἄνευ ἐπισκοπῆς, ἀλλά διετέλεσε ἐπί σειρά ἐτῶν μέλος τῆς πενταμελοῦς Διαρκοῦς Συνόδου. Τό 1852, μέ την ψήφηση τοῦ νόμου Σ’ «περί Ἐπισκοπῶν καί Ἐπισκόπων», ἐξελέγη ἀπό τή Σύνοδο Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου. Ἀπεβίωσε τό 1853 σέ ἡλικία 89 ἐτῶν καί ἐτάφη στήν Ἱερά Μονή Πετράκη Ἀθηνῶν.
Τόν Νοέμβριο τοῦ 1833, με τό διάταγμα τῆς Άντιβασιλείας γιά τήν διάλυση τῶν περισσότερων μονῶν τοῦ Βασιλείου, ἔκλεισε καί ἡ ἀνδρώα ἱστορική Ἱερά Μονή Ἁγίου Δημητρίου Δαμαλά καί ἔτσι ἡ ἐπαρχία τῆς Τροιζηνίας ἐκτός ἀπό τήν ἀπώλεια τῆς Ἐπισκοπικῆς Ἔδρας ἔχασε καί ἕναν σημαντικό πνευματικό πυλῶνα. Εὐτυχῶς οἱ πατρικές φροντίδες του κυροῦ Ιεροθέου Τσαντίλη (+2008) μητροπολίτου Ὕδρας, Σπετσῶν, Αίγίνης, Έρμιονίδος καί Τροιζηνίας (1967-2000) ὁδήγησαν στήν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κεχαριτωμένης τοῦ Ἁγίου Γέροντα Επιφανίου Θεοδωρόπουλου στήν Τροιζήνα πού ἀποτελεῖ πνευματικό Φάρο τῆς περιοχῆς καί ὄχι μόνο.(Θεμέλιος Λίθος, τῆς Ἁγίας Εὐφημίας 11/7/1976 καὶ πρώτη ἐγκατάσταση 15/4/1977) . Η “Κεχαριτωμένη ἀριθμεῖ περί τάς δύο δεκάδες ἐγγραμμάτους μοναχούς, ἐκ των ὁποίων ὁ ἱερομόναχος πατήρ Ἰγνάτιος μέ τήν ὑποστήριξη καί τις εὐχές τοῦ νῦν μητροπολίτου Ὕδρας, Σπετσῶν, Αίγίνης, Έρμιονίδος καί Τροιζηνίας κυρίου Έφραίμ, ἀξίου διαδόχου τοῦ Γέροντά του καί προκατόχου του μακαριστοῦ Ιεροθέου, ὑπῆρξε ὁ νέος ἀνακαινιστής τῆς ἱστορικῆς Ἱεράς Μονῆς Ἅγιου Δημητρίου Δαμαλά ἡ ὁποία μετά ἀπό πυρκαγιές εἶχε γκρεμιστεῖ ἑως θεμελίων,πλήν του κατανυκτικοῦ ἀριστουργηματικοῦ τῆς μικροῦ Καθολικοῦ (κεντρικοῦ Ναοῦ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: