Ο κυρ-Διονύσης ο Τζακάς (μέρος 2ον)
ΓΙΑ ΤΟΝ μακάριο τον κυρ-Διονύση τον Τζακά , απ’το Άργος , είχαμε γράψει και άλλη φορά στο βιβλίο «Ν’αγιάζεις,να καταλαγιάζεις».
Μα όσο περνά ο καιρός κι’ άλλες πληροφορίες έρχονται και μας βρίσκουν για την Χριστάρεστη ζωή όπου έκαμε εν κρυπτώ, μα που τώρα σιγά-σιγά ξεφανερώνουνται.
Μου’λεγε μία βασανισμένη γυναίκα πως κάθε πρωί αχάραγα , στις πέντε,πριν λαλήσει ο πετεινός,όπου ο κυρ-Διονύσης ανέβαινε στην Αγιάς Μαρίνας στο Μοναστήρι ,εκεί ψηλά στο Κάστρο ,για να ανάψει τα κανδήλια και να κρούσει την καμπάνα, μάζευε απ’τον δρόμο όσες ψυχές μπορούσε και χωρούσαν στ’ αμάξι του και τις έπαιρνε μαζί του.
Έλεγε πως πρέπει πάντα το βαγόνι μας να είναι γεμάτο.
Πας, ας πούμε. σε μία Εκκλησιά ,σε ένα προσκύνημα ,σε ένα Μοναστήρι; Πάρε μαζί σου και άλλους να γίνει πιο μεγάλη η ωφέλεια και σ’άλλες ψυχές.
Μόνο μία φορά επήγε μονάχος του σε αγρυπνία στο Μοναστήρι της Αρτοκωστάς και όσο ανέβαινε και οδηγούσε στην φιδωτή ανηφόρα, ενώ είχε σκοτεινιάσει ασέληνα,ένας σαταναρέος κατάμαυρος πήγε και κάθισε ακάλεστος στο κάθισμα πίσω. Το τί βρισιές και βλασφημιές , κατάρες και απειλές του έλεγε δεν περιγράφεται…Μονάχα είχε γύρει το κεφαλάκι του προς το τιμόνι να μην βλέπει τον ΄ξαπωδό από τον καθρέπτη και σιγά-σιγά με την ψυχή στο στόμα έφτασε στο Μοναστήρι όπου τότε εξαφανίσθηκε και τσακίστηκε στα γκρεμνά ο βρωμερός
-Τα βλέπεις Διονύση μου;Του είπε τότε η αγιασμένη Ηγουμένη, που ‘χε πιο μετά μαρτυρικό τέλος.
Να μην ξανάρχεσαι άλλη φορά μόνος σου στις ερημιές ,μα να παίρνεις κι΄αλλους μαζί σου.
Μάλιστα όποτε ανέβαινε την μέρα μαζί με συμπροσκυνητές προς τα μέρη της Μαλεβής ,πιο πάνω από την Μονή της παλαιοΠαναγιάς, περνούσε από το φτωχό ξεροκάλυβο ενός βοσκού .Εκεί σταματούσε και του κρεμούσε κρυφά στην αχυρόπορτα ένα σακουλάκι με φρέσκο φαγητό μα και ένα ακόμη σακουλάκι με φαγί για το σκυλάκι του.Τόση σπλαχνική και ευρύχωρη καρδιά είχε που μέχρι και γιαυτό το ζωντανό και περιφρονημένο πλασματάκι είχε την έγνοια του .
Σε ετούτη την βασανισμένη γυναίκα που μου ανέφερε τα παραπάνω της φέρονταν σαν αδελφή.΄Ηξερε κιόλας τον καημό της και τον Σταυρό που σήκωνε και πάντα τις έριχνε τα γιατρικά και τα βοτάνια του καλού λόγου που ζέσταινε στην ψυχούλα της αφού σαν τζακάς ήξερε να θερμαίνει με τη αγάπη του Χριστού τους ανθρώπους γύρω του. Μα, παρά που την έβλεπε καθημερνά, ποτέ δεν την ρώτηξε λεπτομέριες για τις λύπες της ,ούτε καν το γνωτό «τί κάνεις;»που λέμε όλοι άψυχα κι’από ευγένια,για να μην την φέρει ποτέ σε δύσκολα θέση!
Ώ αγία απαλάδα της ψυχής ομορφάδα ,που είχενε αποκτήσει ο κυρ-Διονύσης ο Τζακάς ,ο μακάριος !
π.Διονύσιος Ταμπάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου