Questo santo è nato nel 1050 circa, a Sìmeri di Catanzaro, da Giorgio ed Elena, che lo chiamarono Basilio. Divenuto adulto, egli si recò dal grande asceta Cirillo, che allora viveva con pochi asceti lungo il torrente Militino. Questi lo veste del sacro abito monastico, gli cambia il nome in quello di Bartolomeo, e lo istruisce alla rigorosa osservanza dei canoni monastici. Bartolomeo andava in giro con i piedi scalzi, coprendo il corpo con una sola e povera tunica, stringendo i fianchi con una cintura di cuoio; aveva, poi, un bastone a forma di croce tra le mani, come l’apostolo Andrea. Così si reca a Rossano, e trova un oratorio dedicato al martire Sisinnio, nel quale abitava il gheron Biagio, che gli indica una grotta in cui vivere in solitudine: in essa si diede alla Preghiera continua e al digiuno.
Una volta che il ghèron Biagio saliva in visita al santo insieme a Cirillo, appare davanti a loro una colonna di fuoco che dalla terra si estendeva fino al cielo stesso. Sbigottiti, stettero muti: dopo che quella luce soprannaturale si allontanò dalla loro vista, trovano Bartolomeo, illuminato e glorificato nel volto. Anche alcuni cacciatori, trovatisi davanti alla grotta, spaventati per l’improvvisa e inconsueta vista, stavano per fuggire. Ma quel grande disse loro: “Non abbiate paura! Ho scelto di abitare in questo luogo a causa dei miei peccati”. Ed essi, avvicinatisi di più, ne vedono l’aspetto angelico e divino.
Ed ecco che, soggiogati dalla sua dolcezza, molti lo supplicarono di averlo come guida verso la salvezza. Egli, allora, accogliendoli, li guidava alla vita solitaria, dimorando con loro in una Casa di preghiera che molti anni prima era stata costruita da un certo monaco Nifon, dedicata alla Madre di Dio e a Giovanni Battista, detta Rochoniate. La schiera intorno a lui cresceva di giorno in giorno; per questo il padre si dedica allora alla fondazione di un monastero, con l’aiuto dell’ammiraglio Cristodulo, e accettò di essere ordinato sacerdote dal beato Policronio, vescovo della città di Kallipoli in Puglia, poiché il vescovo del luogo e quello della vicina Santa Severina si erano uniti ai Latini.
Bartolomeo, dato che i suoi compagni di ascesi avevano bisogno di libri sacri, e inoltre era necessario che quel tempio della Madre di Dio venisse ornato di suppellettili sacre e icone, parte verso la sovrana delle città, Nuova Roma. Ed essendosi incontrato con gli imperatori che reggevano l’Impero dei Romani con grande ortodossia, Alessio e Irene, ottiene una splendida accoglienza da parte loro e di tutto il Senato e viene ricolmato di molti e ricchi doni, sia di venerande icone sia di libri e suppellettili sacre. E uno di quelli che avevano grande autorità, Basilio Calimeris, gli donò il Monastero di San Basilio sul Monte Athos: e avendone il santo accettato il governo, divenne autore di molto giovamento per gli asceti di quel monastero. Da allora esso rimase sottoposto all’illustre padre, e per questo fino a oggi è chiamato Monastero del Calabrese.
Partito da lì, fa ritorno al proprio monastero , ma due monaci latini di Mileto si recarono dal re Ruggero, dicendo: “Bartolomeo è un eretico”. Subito fu redatta una lettera contro il santo, che diceva di comparire al cospetto del re, nella città di Messina. Il santo si mise in viaggio e il re, dopo che lo vide, fece venire al suo cospetto i calunniatori. Presentatisi al tribunale, essi accusarono apertamente il santo, ma egli non contestò loro neanche una parola; disse anzi che tutto stava così come dicevano. Avendo il re sentito che il santo aveva ammesso tutte le accuse portate contro di lui, fu emessa la sentenza: che fosse dato alle fiamme. Il santo disse: “Sono sacerdote: lasciatemi celebrare la sacra Mistagogia e poi si esegua la sentenza”. Subito viene data al santo la veste sacerdotale e nella chiesa di San Nicola detta di Punta, vicino Messina, andò il re, portandovi anche il santo in catene. Appena il re entrò nel tempio per vedere, lui e molti magnati videro una colonna di fuoco che si alzava dai piedi del santo fino al cielo e angeli che lo servivano. Subito brivido e stupore prese tutti quanti e tutta la città fu turbata; tutti si gettarono ai piedi del santo. Il re chiedeva perdono, e disse: “Padre, disponi di questo luogo dove è stato accesa la pira contro di te”. Egli decise che vi sorgesse un tempio col nome del Salvatore, e i crudeli Potenti liberarono e consegnarono in dono a Bartolomeo alcuni ortodossi che tenevano in catene, pronti a essere impiccati. Il beato cade in una lieve malattia e prevedendo, grazie al divino Spirito che abitava in lui, il giorno della sua morte che ormai si avvicinava, pose l’anima nelle mani di Dio; era il diciannove del mese di agosto 1130.
Όσιος Βαρθολομαίος του Σίμερι (ή της Τρυγόνας).
Γεννήθηκε περί το 1050 στο Σίμερι (Simeri) της Κοσέντζας (:στην κεντρική Καλαβρία) από τον Γεώργιο και την Ελένη και στη Βάπτισή του έλαβε το όνομα Βασίλειος. Νεαρός ακόμη έλαβε τη μοναχική κουρά στη μονή του αγίου Αγγέλου στο Molitello, από τον ηγούμενο Κύριλλο και μετονομάστηκε σε Βαρθολομαίο.
Επιζητώντας μεγαλύτερη ησυχία αποσύρθηκε στην περιοχή Τρυγόνα στα όρη της Σίλας (:κεντρική Καλαβρία), όπου για αρκετά χρόνια έζησε σε απόλυτη απομόνωση με σκληρή άσκηση και αδιάλειπτο προσευχή. Κάποτε, όμως, ανακαλύφθηκε από μερικούς κυνηγούς και έτσι πολλοί άρχισαν να προστρέχουν κοντά του, αναζητώντας πνευματική καθοδήγηση. Μετά από ένα όραμα της Παναγίας, ο άγιος αποφάσισε να μεταβεί στο Ροσσάνο για να κτίσει μονή, στην οποία στεγάστηκε η αδελφότητα που είχε μαζευτεί γύρω του. Η μονή χτίστηκε με την ενίσχυση του κόμητα Ρογήρου Α΄ και της συζύγου του Αδελαΐδας, προς τιμήν της Παναγίας της Οδηγήτριας και έγινε γνωστή ως «Μονή των Πατέρων» (Patirion). Αυτή την εποχή ο άγιος χειροτονείται πρεσβύτερος από τον επίσκοπο του Belcastro, Πολυχρόνιο, για να εξυπηρετεί τις πνευματικές ανάγκες των αδελφών. Στη μονή του Patirion λειτουργούσε επίσης, οργανωμένο scriptorium, από το οποίο αντεγράφησαν πολλά έργα αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, καθώς και έργα των αγίων πατέρων της Εκκλησίας .
Επειδή, όμως, ο επίσκοπος του Ροσσάνο Μιχαήλ Μαλεϊνός δεν έβλεπε με καλό μάτι την εξέλιξη αυτή του μοναστηριού και επιθυμούσε να τεθεί υπό την άμεση κυριαρχία του, ο άγιος κατέφυγε στον Πάπα της Ρώμης Πασχάλη τον Β΄, ο οποίος έθεσε το μοναστήρι υπό την προστασία της Αγίας Έδρας, κάνοντάς το Σταυροπήγιο (1105). Έπειτα, ο άγιος Βαρθολομαίος φροντίζοντας για τον εξοπλισμό της μονής σε άμφια, εικόνες, ιερά σκεύη κ.ά, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτός με τιμές και σεβασμό από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό (1081 - 1118) και τη σύζυγό του Ειρήνη. Αφού συγκέντρωσε αρκετές προσφορές για τη Μονή, καθώς και ένα αντίγραφο της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας «Οδηγήτριας», ο όσιος δέχθηκε την πρόσκληση του αξιωματούχου της αυλής Βασιλείου Καλημέρη, να μεταβεί στο Άγιο Όρος με σκοπό την αποκατάσταση της τάξης και της πειθαρχίας στη μονή του Αγίου Βασιλείου, της οποίας ήτο και κτίτωρ. Ο Άγιος, κατάφερε να αναδιοργανώσει το μοναστήρι αυτό του αγίου Βασιλείου, το οποίο έκτοτε έμεινε γνωστό ως «Μονή του Καλαβρού». Κατόπιν τούτου, επέστρεψε στην Καλαβρία
Η φήμη του Αγίου, όμως, ο οποίος έχαιρε της εκτίμησης πάντων, προκάλεσε το φθόνο των Λατίνων κληρικών. Έτσι, το 1125 δύο Βενεδικτίνοι μοναχοί του Αγίου Αγγέλου του Mileto, κατηγόρησαν τον άγιο στον κόμη Ρογήρο Β’, πως οικειοποιήθηκε τις δωρεές του κόμητα για να πλουτίσει τους συγγενείς του. Ο άγιος αναγκάσθηκε να μεταβεί στη Μεσσήνη της Σικελίας για να δικαστεί. Εκεί, κατόπιν της καταδίκης του σε θάνατο δια πυράς – ο άγιος δεν υπερασπίστηκε καθόλου τον εαυτό του – ζήτησε να τελέσει για τελευταία φορά τη Θεία Λειτουργία. Κατά τη διάρκεια του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, όλοι είδαν μία στήλη φωτός να σκεπάζει τον άγιο και να ανεβαίνει στον ουρανό και έτσι αποδείχτηκε η αθωότητά του. Στο σημείο που επιτελέστηκε το θαύμα χτίστηκε από το Ρογήρο το μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού (S.Salvatore) στο οποίο ο Όσιος διέμεινε έως το 1128 για να οργανώσει την εσωτερική ζωή. Αφού το επάνδρωσε με 12 μοναχούς από το Patirion με ηγούμενο τον Όσιο Λουκά, ο Όσιος επέστρεψε στο Patirion, όπου εκοιμήθη στις 19 Αυγούστου 1130. η μνήμη του Αγίου στους αιώνες που ακολούθησαν σιγά-σιγά σβήστηκε από τους Λατίνους κατακτητές και σήμερα τιμάται μόνο στην Grottaferrata.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου