Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 21 Μαΐου 2022
ΣΤΑΡΕΤΣ ΝΙΚΌΛΑΟΣ ΓΚΟΥΡΓΙΑΝΩΦ ΤΌ ΌΡΑΜΑ ΤΟΎ ΜΥΣΤΙΚΟΎ ΔΕΊΠΝΟΥ.
«Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι
τὸ Μυστήριο τῆς Ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους»
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ολοκληρώθηκε μὲ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ ἡ Νέα Διαθήκη ἄρχισε μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας...
Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχὴ τῆς Νέας Εὐλογημένης Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, θεμέλιο τῆς ὁποίας εἶναι
τὸ Θεῖο Αἷμα καὶ τὸ Θεῖο Σῶμα τοῦ Σωτῆρα τοῦ κόσμου...
Γιὰ νὰ μεταφέρουμε πιὸ σωστὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια τὴν σχέση τοῦ Γέροντα Νικολάου μὲ τὸ Μέγα Μυστήριο τῆς Εὐλογίας τῆς
Θείας Μεταλήψεως, θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ τοῦ πλήθους τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Σὲ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τῆς ὑψηλῆς θεωρίας τῶν Μυστηρίων, στὴν ὁποία ἔφταναν πολλοὶ Ἅγιοι ἦταν συμμέτοχος καὶ ὁ δικός μας ἀείμνηστος Γέροντας Νικόλαος.
Θὰ παραθέσουμε τὴν μαρτυρία τοῦ πνευματικοῦ φίλου τοῦ Γέροντα, τοῦ Ἁγίου Γέροντα Αθηνογένη Πσκώβο-Πετσέρσκυ, ὁ
ὁποῖος τὸ 1949 διακονοῦσε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ νησὶ Ταλάμπσκ πρὶν ἀπὸ τὸν πατέρα Νικόλαο. Οἱ πορεῖες τῆς ζωῆς τους διασταυρώνονταν ὄχι μία φορά. «Εἴμαστε καὶ οἱ δύο τοῦ
ἴδιου πνεύματος καὶ γιὰ τὸ ἴδιο ἔργο κοπιάζουμε», ἔλεγε ὁ
Γέροντας Νικόλαος γιὰ τὸν πατέρα Αθηνογένη...
Αὐτὸς ὁ θαυμαστὸς ἱκέτης, «ὁ διώκτης τῶν δαιμόνων», ἔτσι τὸν ἔλεγε ὁ κόσμος, ἀξιώθηκε τὸ 1977 τὴν θαυμαστὴ ὀπτασία τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου:
«Ἐγὼ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Αθηνογένης, θέλω νὰ περιγράψω τὸ ὅραμα ποὺ μοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος: Τὸν εἶδα στὸ Πασχαλινό Μυστικὸ Δεῖπνο.
Βέβαια ὅλα ἦταν ὅπως εἶναι γραμμένα στὸ Εὐαγγέλιο. Ἀλλὰ ἐκεῖ μπορεῖς μόνο νὰ φαντάζεσαι πῶς ἦταν. Ἐνῶ ἐγὼ ἤμουν
συμμέτοχος μαζί τους.
Ξεκίνησε μὲ τὸ πλύσιμο τῶν ποδιῶν. Δὲν ἤμουν ἐκεῖ ἀκριβῶς, ἤμουν λίγο πιὸ πέρα. Ὅμως ὅταν τελείωσε τὸ πλύσιμο τῶν ποδιῶν, τότε ὁ Χριστὸς στάθηκε στὸν τοῖχο μπροστά μου, ἐνῶ ἐγὼ στεκόμουν πίσω του. Τότε ὁ Χριστὸς ἔβγαλε από πάνω Του
τὴν χλαμύδα Του, ἔβαλε τὰ ἱμάτιά Του καὶ ἄρχισε νὰ μιλᾷ στοὺς μαθητές: «Ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ. Εἰ οὖν Ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ
Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας.» (Ἰω.,
13.13-14) Ὕστερα σηκώθηκε καὶ μὲ πλησίασε.
...Καὶ ἰδοὺ, πλησιάζει γυναῖκα πόρνη, πέφτει στὰ πόδια του καὶ λέει: «Διδάσκαλε Ἀγαθὲ καὶ Ἐλεήμων! Ἐγὼ δὲν ἔχω τίποτα,
μόνο τὰ ἔργα τῆς πορνείας. Θέλω νὰ μετανοήσω, δέξου τὴν πόρνη
γυναῖκα». Καὶ ἔπεσε αὐτὴ στὰ πόδια Του μὲ μεγάλη κραυγὴ καὶ λυγμούς, λούζοντας μὲ δάκρυα τὰ πόδια Του.
Καὶ ἐγὼ ἔπεσα στὰ πόδια Του μὲ ἀναφιλητά, πίσω ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἔβρεχα τὰ πόδια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ δάκρυα
καὶ ἔλεγα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Συγχώρεσε τὶς ἁμαρτίες μου, ἐκ νεότητός μου ἡμάρτησα μέχρι καὶ τὴν ὥρα αὐτή».
Μετά, ὅταν κλάψαμε ἀρκετά, Αὐτὸς λέει στὴν γυναῖκα:
«Γῦναι, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, πορεύου εἰς εἰρήνην». Καὶ ἐγὼ συνεχίζω νὰ εἶμαι πεσμένος στὰ γόνατα. Ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε τὸ χέρι Του, μὲ σήκωσε καὶ εἶπε: «Οἱ ἁμαρτίες σου εἶναι ἐδῶ καὶ πολὺ
καιρὸ συγχωρεμένες». Καὶ ἀκόμα εἶπε ὁ Κύριος: «Ξέρεις, πόσο καλό εἶναι νὰ διαβάζει κανεὶς ἔστω ἕναν ψαλμὸ τὴν ἡμέρα. Πόσο χαίρεται ἡ ψυχὴ νὰ ἀκούει τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Οἱ Ἀπόστολοι κάθονται στὸ τραπέζι καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς πλησιάζει καὶ λέει: «Διδάσκαλε, Σᾶς περιμένουν στὸ τραπέζι. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα». Τότε ὁ Κύριος παίρνει τὸ χέρι μου καὶ μοῦ λέει:
«Πᾶμε!» Πλησιάσαμε τὸ τραπέζι. Αὐτὸς κάθισε στὴν θέση Του, ἐνῶ συνέχιζε νὰ μὲ κρατᾷ ἀπὸ τὸ χέρι. Ὅταν κάθισαν ὅλοι, τότε
Αὐτὸς εἶπε: «Ἐπιθυμία ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ Πάσχα φαγεῖν μεθ' ὑμῶν, ἀλλὰ δὲν εἶστε ὅλοι σας καθαροί. Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν ὅτι
εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με». Τότε «οἱ δέ ἤρξαντο λυπεῖσθαι καὶ
λέγειν αὐτῷ εἷς καθ᾿ εἷς· μήτι ἐγώ; καὶ ἄλλος· μήτι ἐγώ;»
Καὶ ὁ Ἰούδας ὁ προδότης καὶ αὐτὸς ἔλεγε: «μήτι ἐγώ, Ραββί;» έγνεψε νὰ ῥωτήσει. Τότε ὁ Ἰωάννης «ἐπιπεσὼν δὲ ἐπὶ τὸ στῆθος
Τότε ὁ Πέτρος γύρισε μὲ τὸ πρόσωπό του στὸν Ἰωάννη καὶ τοῦ τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῷ· Κύριε, τίς ἐστιν;» Τότε ὁ Κύριος λέγει:
«ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον ἐπιδώσω». Καὶ ὁ Ἰούδας
πῆρε τὸ ψωμίον καὶ τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς καὶ ἀμέσως ἔφυγε.
Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἔτρωγαν τὸν πασχαλινὸ ἀμνό, ὁ Χριστὸς πῆρε τὸν ἄρτον καὶ βλέποντας στὸν Οὐρανό, τὸν
εὐλόγησε καὶ ἔδωσε στοὺς Ἁγίους μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους Του καὶ εἶπε: «Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ Σῶμά Μου· τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Καὶ ἀνυψῶνοντας τὸ βλέμμα του
στὸν Οὐρανό, πῆρε τὸ ποτήριον μὲ τὸ κρασί, εὐλόγησε καὶ εἶπε:
«Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ Αἷμά Μου τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν. Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν Ἐμὴν ἀνάμνησιν· ὁσάκις γὰρ ἂν
ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον, καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν Ἐμὸν
θάνατον καταγγέλλετε, τὴν Ἐμὴν Ἀνάστασιν ὁμολογεῖτε».
Ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητές Του: «Τέκνα Μου, ἡ ψυχή Μου θλίβεται γιὰ τὸν ἀποχωρισμὸ ἀπὸ ἐσᾶς, ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ θὰ Μὲ ἀφήσετε, θὰ τρέξετε ὅλοι». Καὶ ὅταν τελείωσε, εἶπε: «Πᾶμε στὴν Βηθανία».
Οἱ Ἀπόστολοι ἄρχισαν νὰ ψέλνουν καὶ ξεκίνησαν, ἐνῶ σὲ μένα εἶπε ὁ Κύριος: «Σήκω καὶ ἔλα ἐκεῖ ποὺ θὰ σοῦ ὑποδείξω. Ἐκεῖ πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα στέκει πλῆθος κόσμου, ἐσὺ πές τους: Ὁ Πλάστης ὅλων μὲ διέταξε... Πὲς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, νὰ
καλοῦν τὸν Πλάστη τους καὶ νὰ διακονοῦν Αὐτὸν μὲ ἐπιμέλεια καὶ νὰ εὐχαριστοῦν τὸν Λυτρωτή τους καὶ Τὸν Διδόντα νέα ζωὴ καὶ
Ὑπόσχοντα τὴν οὐράνια χαρά».
Ἀκόμα λέγει ὁ Κύριος: «Καὶ μετὰ πήγαινε στὸ κελλί σου καὶ μὲ κανένα μὴ μιλᾶς, ἀλλὰ νὰ γνωρίζεις τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ
κοιτᾷς μέσα σου. Κι΄ ὅταν φτάσεις, μπορεῖς νὰ ξεκουραστεῖς καὶ μετὰ θὰ μεταλάβεις τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ τότε μὲ
προσοχὴ κοίτα τὴν ψυχή σου, τί θὰ νιώθει:
Θὰ εἶναι εὐγνώμων σὲ Αὐτὸν ἀπὸ τὸν Ὁποῖον ἔχει λάβει τὸ Χάρισμα τοῦτο;»
Κατάλαβα, τί μοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Τότε εἶπα ἐγώ: «Κύριε! Σὲ εὐχαριστῶ γιὰ ὅλα» καὶ Τὸν προσκύνησα ἐδαφιαῖα καὶ φίλησα τὰ
πόδια Του. Ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: «Τώρα σὲ ἀφήνω καὶ μετὰ θὰ σὲ δῶ». Καὶ
ἔγινε ἄφαντος. Καὶ ἐγὼ ἔμεινα μόνος μου. Μόνο ή Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἦταν – καὶ τώρα εἶναι μαζί μου καὶ δὲν μὲ ἀφήνει.
Ἐγώ, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀθηνογένης τελείωσα τὴν περιγραφὴ τῆς ἀποκάλυψης αὐτῆς καὶ τοῦ ὁράματος στις 24 Αὐγοῦστου, τοῦ 1977»3
Ἀπὸ τὰ Οὐράνια ὕψη ἀδιάκοπα μὲ κοιτάζει ὁ Πανταχοῦ Παρών, ὁ Ἐλεήμων καὶ Δικαιοκριτὴς Θεός. Αὐτὸς κυβερνᾷ τὸν
κόσμο. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία Του βρίσκεται ὅλη ἡ ὑφήλιος καὶ ὅλα
τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ….. Τὸ μεγαλεῖο Του στά Ἅγια Μυστήρια εἶναι πάντα ἀναλλοίωτο, ὁ Κύριος ἀνανεώνει τὴν ἀνθρώπινη
φύση μας καὶ μᾶς κάνει «μετόχους τοῦ Φωτός»...
Ὁ Γέροντας Νικόλαος ἔλεγε, ὅτι στὴν Θεία Μετάληψη βρίσκεται ὅλη ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας... Τοῦ Ἀχωρήτου, τοῦ
Αοράτου. Τοῦ Φωτίζοντος τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ Αὐτοῦ ποὺ
μᾶς ἐνώνει αἰώνια μὲ τὸν Πλάστη...
Αὐτὸ εἶναι τὸ Μυστήριο τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο...
Καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ἐρευνᾷ μέσα στὴν ψυχή
του, ἄν εἶναι εὐγνώμων σὲ Αὐτόν, ἀπὸ τὸν Ὁποῖον ἔλαβε αὐτὸ τὸ Δῶρο...
«Ἡ Θεία Μετάληψη εἶναι τὸ Πάσχα»
Περισσότερο ἀπὸ ὅλα ὁ Γέροντας ἐφιστοῦσε τὴν προσοχή
του στὴν πνευματικὴ οὐσία τῆς Κοινωνίας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων: «Ἡ Θεία Μετάληψη εἶναι ἡ Ἀνάσταση πρὸς τὴν
αἰώνια ζωή, ὑπενθύμιζε ὁ Γέροντας. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μᾶς δέχεται μὲ τὴν χάρη Του καὶ ἐμεῖς ἤδη ζοῦμε σὲ Αὐτόν... Ἡ Θεία Μετάληψη εἶναι τὸ Πάσχα!»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου