Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022
Ως Πτωχοπρόδρομος (1115 - 1160)...
Ως Πτωχοπρόδρομος (1115 - 1160) χαρακτηρίζεται συμβατικά ο Βυζαντινός ποιητής και συγγραφέας που συνέταξε τον 12ο αιώνα σε δημώδη γλώσσα και σε δεκαπεντασύλλαβους πολιτικούς στίχους τέσσερα σατυρικά και επαιτικά ποιήματα που είναι γνωστά με το γενικό όνομα Πτωχοπροδρομικά.
Τα ποιήματα αυτά θεωρούνται στο σύνολό τους ιδιαίτερα σημαντικό έργο, ενώ μάλιστα χαρακτηρίζονται από πολλούς ως η απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κυρίως επειδή ήταν τα πρώτα που γράφτηκαν σε δημώδη γλώσσα κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Παλαιότερα αποδίδονταν με βεβαιότητα στον βυζαντινό ποιητή και συγγραφέα του 12ου αιώνα Θεόδωρο Πρόδρομο. Σήμερα για το ζήτημα της γνησιότητας των έργων εξακολουθεί να μην υπάρχει απόλυτη ομοφωνία.Κατά τη νεότερη κριτική και μετά από επισταμένη έρευνα οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα Πτωχοπροδρομικά είναι ποιήματα μεταγενέστερα που έχουν συνταχθεί από έναν ή περισσότερους νεότερους ευθυμογράφους, οι οποίοι έχουν μιμηθεί το ύφος του Θεοδώρου Προδρόμου, όχι όμως και τη λόγια και πολύ αρχαΐζουσα γλώσσα του. Αλλες εκδοχές αναφέρουν ότι ο Θεόδωρος Πρόδρομος μπορεί να είχε δύο "γραφές", μια τρόπον τινά γραφή της προσωπικής επιλογής τουκαι μια δεύτερη για τις ανάγκες της εποχής και του περιβάλλοντός του ή όπως θα λέγαμε σήμερα "του καταναλωτικού κοινού".
Ο Πτωχοπρόδρομος λοιπόν, ενώ ήταν στην Μονή Φιλοθέου στην Κων/πολη, γράφει στον Αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό (με την γνωστή σκωπτική του διάθεση αλλά με την πείνα που τον έδερνε σίγουρα τα παραφουσκωνε και λίγο μήπως τον λυπηθεί ο αυτοκράτορας και του δώσει κάνα μπαξίσι ) γύρω στα 1150 για τα εδέσματα με τα οποία «νηστεύουν» ο ηγούμενος και o γιός του Τετάρτη και Παρασκευή, ενώ αυτός και οι άλλοι γραφιάδες είχαν κουκιά και κύμινο: Αστακούς, ρόδια ψημένα, Σαμιώτικο κρασί "για να χωνεύσουν από τη νηστεία", χαβιάρι, σουπιές και άλλες νοστιμιές της κουζίνας μας.
«Τετράδα καὶ Παρασκευὴ ξηροφαγοῦντες ὅλως,
ἰχθὺν γὰρ οὐκ ἐσθίομεν, ἄναξ, ποσῶς ἐν τούτοις,
ἀμὴ ψωμίτσια ἀστακοὺς, ἀληθινὰ παγούρια,
ὀκταποδίτσια καὶ σηπιὰς καὶ τὰ καλαμαρίτσια
καὶ καριδίτσας ἐκζεστὰς ἢ καὶ τηγάνου ἐκ τούτων
καὶ λαχανίτσιν ὡς φουκὶν μὲ τὰ ὀστρειδομυδίτσια,
μετὰ τῶν ἄλλων, δέσποτα, κτένια καὶ τὰς σωλήνας
καὶ φαβατίτσιν ἀλεστόν, ὀρύζιν μὲ τὸ μέλι,
φασούλιν ἐξοφθαλμιστόν, ἐλαΐτσας καὶ χαβιάριν
καὶ πωρινὰ ἀβγοτάριχα διὰ τὴν ἀνορεξίαν,
μηλίτσια τε καὶ φοίνικας, ἰσχάδας καὶ καρύδια
καὶ σταπιδίτσας χιώτικας καὶ ἀπὸ τὸ διακιτρίου
καὶ καρυδάτον ὀλιγὸν καὶ κυδωνάτον χύτραν,
γρανάτα σαχαράτα τε καὶ τὸ ἀπαλοδάτον,
ἵνα καί τι χωνεύσωσιν ἐκ τῆς ξηροφαγίας,
κρασὶν γλυκὺν γανίτικον καὶ κρητικὸν καὶ ἐκ Σάμου,
ἵνα χυμοὺς ἐκβάλωσιν ἐκ τῆς γλυκοποσίας.
Ἡμᾶς δὲ προτιθέασιν κυάμους βεβρεγμένους,
ἀκρώμους, αναλάτους τε καὶ μελανοὺς εἰς κόρον
καὶ τὸν ἀτμὸν ἐκπέμπουσι δυσώδη τῇ ὀσφρήσει,
τὴν δέ γε δίψαν παύουσι μὲ τὸ κυμινοθέρμιν.»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου