Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022
11 Σεπτεμβρίου. Ἁγία Θεοδώρα ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ.Πατηρ Ανανίας Κουστενης.
11 Σεπτεμβρίου
Ἁγία Θεοδώρα ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ
11 τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου… —Σεπτεμβρίου, ἕβδομος μήνας μὲ τὸ ἡμερολόγιο τὸ ρωμαϊκὸ ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὸν Μάρτιο, σ’ ἐμᾶς εἶναι ἔνατος, ἀλλὰ ἔχουν μείνει οἱ ὀνομασίες καὶ τὰ λέμε ἔτσι. Δὲν πειράζει. Αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία. Λοιπόν.— Γιορτάζει ἡ ἁγία Θεοδώρα ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ. Τὸν 5ο αἰῶνα, ἐπὶ Ζήνωνος αὐτοκράτορος, 474–491, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει αὐτό, 5ος αἰώνας, ἦταν στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἦτο ἀρχόντισσα, πῆρε καλὸ ἄνδρα, περνοῦσαν θαυμάσια, ἀλλὰ ὁ διάβολος ἀγρυπνεῖ πάντοτε, νὰ πλήξει τοὺς καλούς. Τοὺς κακοὺς τοὺς ἔχει. Νὰ τὸ ξέρομε αὐτό. Γι’ αὐτὸ πάντα νὰ ἀγρυπνοῦμε. Ἐν παντὶ καιρῷ. Καὶ νὰ δεόμεθα. Τὴν ἔμπλεξε, λοιπόν, στὰ δίχτυα τῶν κακῶν ἀνθρώπων καὶ προσέβαλε τὴν τιμὴ τοῦ ἀνδρός της. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἦταν ἀγαθή, μετάνοιωσε. Κι ἔκλαιγε. Δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει. Πῶς νὰ ἐξαλείψει τὸ ἀνόμημά της. Γι’ αὐτὸ καὶ σκέφτηκε νὰ φύγει, νὰ πάει νὰ μονάσει. Ἀλλά, ἂν πήγαινε σὲ γυναικεῖο μοναστήρι, θὰ τὴν εὕρισκε ὁ ἄντρας της. Γι’ αὐτό, τί κάνει; Φοράει ἀντρικά, καὶ πάει καὶ μπαίνει σ’ ἕνα μοναστήρι ἀνδρικό, μὲ τὸ ὄνομα Θεόδωρος.
Ἐκεῖ ἔκανε μεγάλη ἄσκηση, μεγάλη πρόοδο, ἔκαμε τὶς πιὸ ταπεινωτικὲς δουλειές, μὲ τὰ ζῶα τοῦ μοναστηριοῦ, βοηθοῦσε ὅλους τοὺς πατέρες, καὶ τοὺς εἶχε καταπλήξει. Κανεὶς δέ, δὲν ὑποψιάστηκε πὼς εἶναι γυναῖκα. Ἦλθε ὁ διάβολος τότε καὶ σοῦ λέει: «Δὲν τὴν κτύπησα μὲ τὴν πρώτη φορά, θὰ τὴν κτυπήσω μὲ τὴ δεύτερη, νὰ τὴν ἐξαφανίσω». Αὐτὸ θέλει αὐτός. Φθονερὸς εἶναι. Ὁ φθόνος εἶναι κακὸ πρᾶγμα. Μὴν τὸν ἔχομε ποτὲ στὴν ψυχή μας. Κι ἂν τὸν ἔχομε, νὰ φεύγει. Καὶ τί κάνει, λοιπόν; Ἐκεῖ κοντὰ ἦταν κι ἕνα χωριό, καὶ κάποια ἀκόλαστη, μ’ ἕνα φαῦλο, ἔκαναν ἕνα παιδάκι. Τί φταίει τὸ παιδάκι; Τίποτα. Λοιπόν. Καὶ τί ἔκανε μετὰ αὐτὴ ἡ γυναῖκα; Πάει στὸ μοναστήρι καὶ λέει, «Ὁ Θεόδωρος…» «Ὁ Θεόδωρος μοῦ ἔκανε ἕνα παιδί. Καὶ τώρα, τί θὰ γίνει;» Καὶ πάει μετὰ τὴν ἄλλη μέρα ὁ ἄντρας, μὲ τὸν ὁποῖον τό ’κανε αὐτὴ ἡ κυρία, καὶ τὸ φέρνει στὸ μοναστήρι, τὸ πετάει στὴν πόρτα, καὶ λέει: «Πάρτε τοῦ Θεόδωρου τὸ παιδί». Καὶ τί κάνει, τότε, ὁ «Θεόδωρος»; Ἡ Θεοδώρα; Ὡς γυναῖκα ποὺ ἦταν λυπήθηκε τὸ παιδάκι, πάει καὶ τὸ παίρνει. Καὶ τῆς λένε: «Δὲν μπορεῖτε νὰ εἶστε μὲ τὸ παιδὶ ἐδῶ… Θὰ φύγετε». «Ἐντάξει, λέει, νὰ κάτσω στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ». Σὰν ἄλλος Καλυβίτης, ἔφτειαξε ἕνα καλυβάκι, κι ἔκατσε μὲ τὸ παιδὶ ἐκεῖ, τὸ μεγάλωσε. Ἑφτὰ χρόνια, παρακαλῶ. Ἐμεῖς, ἅμα μᾶς ἀδικήσουν λιγάκι, θέλομε ἀμέσως νὰ δικαιωθοῦμε. Ἑφτὰ χρόνια, παρακαλῶ.
Καὶ τότε, ἐκεῖνη ἡ γυναῖκα ἦλθε καὶ εἶπε στὸ μοναστήρι, ὅτι «Ἄδικα συκοφάντησα τὸν Θεόδωρο. Τὸ παιδὶ τό ’κανα μὲ ἄλλον, καὶ θὰ τὸ πάρω τώρα». Αὐτὴ τὸ μεγάλωσε. Γι’ αὐτὸ στὶς εἰκόνες τὴν ἔχομε μὲ τὸ παιδάκι τὴν ἁγία Θεοδώρα. Τὸ παιδάκι. Πολὺ ὡραῖος βίος. Διαβάστε τον. Ἐγὼ τὸ λέω ἔτσι. Μὲ τὸ παιδάκι τὴν ἁγία. Τί τράβηξαν οἱ ἅγιοι γιὰ νὰ φτάσουν! Καὶ πόσο ἀδικήθηκαν!
Ἐκείνη ξαναμπῆκε στὸ μοναστήρι, χωρὶς νὰ φανερώσει ὅτι εἶναι γυναῖκα. Λοιπόν. Καὶ συνέχισε. Τὴν εἶχε φάει, ὅμως τὸ λιοπύρι τοῦ Καλοκαιριοῦ καὶ τὰ κρύα τοῦ Χειμώνα. Εἶχε λειώσει στὸν ἀπάνω κόσμο. Εἶχε γίνει, ὄντως, ἀσκητικότατη καὶ ἡ ψυχή της πιὰ ἦταν ἀλλοῦ. Στὰ οὐράνια. Στὸν Κύριο. Καὶ μιὰ μερούλα, ἅπλωσε τὰ χεράκια Του ὁ φιλάνθρωπος Χριστός, ὁ Νυμφίος, καὶ τὴν πῆρε. Αὐτή, κι ἄλλες ἐννέα γυναῖκες, στὰ χρόνια τὰ Ἐκκλησιαστικὰ ποὺ πέρασαν, μπόρεσαν καὶ ἔζησαν στὰ μοναστήρια ὡς ἄνδρες, μέχρι τὸ τέλος. Κι ἀναφέρει τὸ Συναξάριο, «Ὅπως οἱ δέκα παρθένες, λέει, τοῦ αὐτοῦ, ἔτσι κι ἐκεῖνες ἔζησαν παρθενικὸ βίο ἀνάμεσα, —παρθενικὸς βίος εἶναι ὁ ἀφοσιωμένος βίος, στὴν οὐσία— ἀνάμεσα στοὺς ἄνδρες. Λοιπόν.
Καὶ ὕστερα, ἀφοῦ πέθανε, διαπίστωσαν οἱ πατέρες τὸ φῦλο της, ὅτι ἦταν γυναῖκα, κι ἔμειναν κατάπληκτοι. «Γυναῖκα ἀνδρεία, τίς εὑρήσει;» Ποῦ εἶναι ὁ Σολομὼν ποὺ ἤξερε κι ἀπὸ γυναῖκες! «Τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη». Λοιπόν. Ἀλλὰ ἡ ὥρα πέρασε. Πάει. Λοιπόν. Καὶ θαύμασαν καὶ κατεπλάγησαν. Καὶ ἔθαψαν τὴν ἁγία κι ἐκείνη ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, ἀλλὰ εἶναι καὶ κοντὰ στὸν καθένα ποὺ ὑποφέρει καὶ μάλιστα ἀδικεῖται καὶ συκοφαντεῖται. Νὰ τὸ ξέρετε αὐτό. Νὰ τὴν παρακαλεῖτε.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης,
Φθινοπωρινὸ Συναξάρι, Τόμος Α´.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου