ΑΔΕΛΦΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ.
Ή αδελφή λοιπόν «της Αγάπης και της Αδιάλειπτου Προσευχής», ή κατά κόσμο Σταυρούλα Γκυβάλου, γεννήθηκε το έτος 1905 στον Πύργο τής Ηλείας και κοινοβίασε στον Ιερό Παρθενώνα της Σαλαμίνος το έτος 1946, δύο μόλις χρόνια μετά την επανίδρυση τής Μονής και την μετατροπή της από άνδρώα σε γυναικεία από τον τότε Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβο Βαβανάτσο του οποίου το σκήνος αναπαύεται εις τον αύλειον χώρο του Καθολικού τής Μονής.
Είχε αποφοιτήσει από το σχολαρχείο πού σημαίνει δηλαδή ότι για την εποχή της ήταν εγγράμματος καθώς επίσης και την «Σχολή Μαιών».
Υπήρξε αληθώς πρότυπο Υπακοής, Ακτημοσύνης, Ταπεινώσεως, Αγαθοεργίας έτσι όπως φαίνεται μέσα από την διδαχή και το παράδειγμά της.
Για την Υπακοή έλεγε: Αν μού πή για την Υπακοή ή Γερόντισσα και τον Δεσπότη να διώξω από το Μοναστήρι (πράγμα το οποίο ουδέποτε συνέβη εις την εν λόγω Μονή καθόσον όλες ανεξαίρετα οι αδελφές σέβονται τον έκάστοτε επιχώριο Μητροπολίτη και υποτάσσονται στην Εκκλησία) ευχαρίστως θα το κάνω αναπαύεται και προσωπικώς θα λυπηθώ.
Για την Ακτημοσύνη: Έχοντας ή ίδια στον απέριττο κελί της μόνο τα απολύτως απαραίτητα για την άσκησή της αναλογιζόταν μπροστά στις νεώτερες λέγοντας «είμαι άραγε άξια παιδάκι μου να έχω κελί και κρεβάτι;»
Πρότυπο Ταπεινώσεως: Προτιμούσε τις ας πούμε, κατώτερες διακονίες. Ήταν διακόνισσα στον Ιερό και όταν τελείωνε την διακονία της αύτη, την οποία επιτελούσε εν φόβο Θεού και με πολλή ευλάβεια, σκούπιζε τις αυλές της Μονής ή τον στάβλο των ζώων ή ολοπρόθυμη έτρεχε να βοηθήσει στην κουζίνα ή οπουδήποτε αλλού έβλεπε ότι υπάρχει ανάγκη.
Διηγείτο με ταπεινοφροσύνη: «Εγώ παιδάκι μου δεν μπορώ να αναλάβω σπουδαίες διακονίες. Κάποτε ή Γερόντισσα με έστειλε στον Δεσπότη να ετοιμάσω το τραπέζι για τον ίδιο και γώ αντί για τραπεζομάντιλο τού έστρωσα με το σεντόνι. Φυσικά δεν με ξανάστειλε ποτέ». Εγώ μόνο τον στάβλο μπορώ να σκουπίζω και το πολύ πολύ και τις αυλές».
Υποχωρούσε και σιωπούσε σε τυχόν πειρασμό. Αν καμιά φορά κάποια αδελφή την στενοχωρούσε ή τής αυθαδίαζε, ουδέποτε αντιμιλούσε ή δικαιολογούσε τον εαυτό της. Έριχνε πάντοτε το βάρος στον εαυτό της λέγοντας ότι δεν φταίει ή άλλη αδελφή αλλά ή ίδια ή οποία ως απρόσεκτη προκάλεσε τον πειρασμό κι ας ήταν ή άλλη μοναχή κατά πολύ νεώτερη της.
Πρότυπο αγαθοεργίας: Είχε αναλάβει το διακόνημα τής συμπαράστασης διά τής αγίας ελεημοσύνης στους πτωχούς όπως άλλοτε έκανε και ή Οσία Θεοδώρα ή εν Θεσσαλονίκη. Πάντοτε μοίραζε απλόχερα στους πτωχούς χωρίς να σκέπτεται αναπαύεται αυτός πού ελεούσε είχε μεγάλη ανάγκη ή όχι.
Κάποτε τής ζήτησε κάποια κυρία να την βοηθήσει για να παντρέψει την κόρη της. Αφού ή Γερόντισσα Αγάπη, τής έδωσε πλούσια την βοήθεια της εκείνη την ρώτησε: «Δεν μου δίνετε λίγα χρήματα ακόμη για να πάρω και το πέπλο τού νυφικού τής κόρης μου;» Ή Γερόντισσα Αγάπη συγκινημένη χωρίς να το πολυσκεφτεί, τής έδωσε με ευχαρίστηση και άλλα χρήματα.
Ειδικά στον θέμα τής ελεημοσύνης είχε άριστη συνεργασία με την Ηγουμένη Χριστονύμφη ή οποία ήταν και ή ιδία πολύ ελεήμων και χωρίς την ευλογία τής οποίας τίποτε δεν έπραττε. «Όσο δίδομεν, τόσο μας δίδει ό Κύριος» έλεγαν και οι δύο. Οι αδελφές τής Μονής τις θυμούνται να κουβεντιάζουν και να λένε: «Ας δώσουμε, το μοναστήρι έχει, ή Παναγία δεν μας εγκαταλείπει ποτέ».
Ή Γερόντισσα Αγάπη εξασκούσε και την αλουσία. Λουζόταν μία φορά τον χρόνο, τις ημέρες πού πλησίαζε το Άγιο Πάσχα. Ωστόσο ποτέ κανείς δεν αισθάνθηκε κοντά της δυσοσμία. [Άλλο ένα χάρισμά της πού οφείλετε στην αδιάλειπτο προσευχή της.] Όποιος δεν την έβλεπε - μικρή ούσα κατά το δέμας - ήταν σαν να εδιδάσκετο από την επιβλητική και εξαγιασμένη μορφή της, την ευχή του Ιησού.
Πρότυπο Διακονητρίας - Βηματαρίσσης: Ή διακονία της στον Αγιον Βήμα υπήρξε υποδειγματική - αγγελική. Οι λειτουργοί Ιερείς την θυμούνται και αναφέρονται στις αρετές της με ευλάβεια. Κανείς δεν ξεχνά την τάξη πού είχε στον Ιερό, την ευλάβεια, την κατάνυξή της, το ότι μιλούσε για τον Χριστό και έκλαιγε. Πάντοτε κάτι θα τής έκανε εντύπωση από την Ακολουθία ή την Θεία Λειτουργία και θα στεκόταν εκεί με προσοχή - προσευχή. Τεχνολογούσε τις λέξεις και ανέλυε τα νοήματα... Ό γράφων την ενθυμείται σχεδόν συγκύπτουσα με κατεβασμένο το κάλυμμα τής κεφαλής της μέχρι τα μάτια με αθόρυβες, αγγελικές κινήσεις να θυμιάζει με το κατζίον στον εσπερινό χτυπώντας ρυθμικά τα κουδουνάκια: ντίγκ - ντάγκ, ντίγκ - ντάγκ... Ή ιεροπρεπής εμφάνισης της, προέδιδε το πνευματικό και ψυχικό της μεγαλείο.
Πρότυπο υπομονής - αυταπαρνήσεως. Συχνά έλεγε στις αδελφές: «Εγώ παιδάκια μου αναπαύεται αρρωστήσω και καταπέσω να με κάνετε ότι θέλετε, δεν θα σας φέρω καμία αντίρρηση. Έκοιμήθη εις ηλικία 84 ετών από καρκίνο. Στον κρεβάτι παρέμεινε μόνο 10 ημέρες. Πειθαρχούσε αδιαμαρτύρητα εις ότι τής έλεγαν οι αδελφές. Αν και είχε δριμύτατους πόνους ποτέ της δεν έξεδηλώθη ότι υπέφερε τόσο πολύ.
Στα έσχατά της την ρώτησε ή Ηγουμένη Χριστονύμφη «Αδελφή Αγάπη τί είναι ό θάνατος;» και εκείνη αμέσως απάντησε: «Εν ριπη οφθαλμού βγαίνουμε από το σαρκίον εδώ εις την γήν και μεταβαίνουμε εις τον Ουρανό, στον φως τής Αίωνιώτητος».
Ευλαβείτο ιδιαιτέρως την Αγία Μαρίνα και την παρακαλούσε να την βοηθήσει στην ασθένεια της. Στις 17 Ιουλίου μνήμη τής Αγίας Μαρίνες είδε στον ύπνο της την Αγία Μαρίνα να τής δίνη ένα κερί αναμμένο και να τής δείχνει ένα καντηλάκι πού τρεμόσβηνε και της είπε: «Άναψε ιό καντηλάκι με το κερί». Διηγείτο ότι στην προσπάθεια της καθ' ύπνους να ανάψει το καντήλι, έσβησε και το κερί και το καντήλι και έτσι το πρωί δήλωσε στις αδελφές: «Ή Αγία Μαρίνα απήντησε στην παράκλησή μου. Τελειώνει ή ζωή μου.»
Όντως έκοιμήθη στις 29 Ιουλίου, δώδεκα μόλις μέρες μετά το αποκαλυπτικό όνειρο πού είχε δει. Προτού κοιμηθεί τακτοποίησε στην εντέλεια τις υποθέσεις της σαν οικονόμος της Μονής πού ήταν. Το ίδιο έπραξε και για το διακόνημά της στον Ιερό Βήμα δίνοντας εντολή στις αδελφές: «Έχω τις φυλλάδες με τα εγκώμια πού ψάλλουμε στον επιτάφιο τής Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο στον τάδε μέρος, διότι εγώ δεν θα είμαι κοντά σας» και πολλά άλλα.
Όταν έκοιμήθη, ή Ηγουμένη Χριστονύμφη γονάτισε στον λείψανο της και τής είπε με καταφανή οδύνη: «Αγάπη μου, αδελφούλα μου γλυκεία, αναπαύεται βρεις παρρησία κοντά στον Χριστό μας, να με πάρεις και μένα σύντομα δίπλα σου». Έτσι έγινε: στις 29 Ιουλίου 1989 έκοιμήθη ή Γερόντισσα Αγάπη και στις 18 Νοεμβρίου τού ίδιου έτους ή Ηγουμένη Χριστονύμφη.
Αναφέρουμε ακόμη ότι ή Γερόντισσα Αγάπη συνέθετε στίχους στον Χριστό και την Παναγία, τούς αντέγραφε και τούς μοίραζε στους προσκυνητές για να τούς βοηθήσει στην πνευματική εργασία. Ένα ποίημα με τίτλο «Εσταυρωμένη Θεία Αγάπη» έλαβε από τα αγιασμένα της χεράκια και ό γράφων και το όποιο σήμερα αναζητείται...
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ ΣΥΝΑΞΙΣ. ΙΕΡΟΜ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου