Το τοπωνύμιο όμως είναι σε πληθυντικό «Αφωρισμένοι». Σήκωσα αυθόρμητα και τούτη τη φορά τα μάτια μου προ τις δύο σπηλιές εκεί, στα ψηλά και καταμεσίς περίπου τού κάθετου γκρεμού, και παρατηρούσα τα στόμιά τους. Να ήταν μεγάλο, και πόσο άραγε, το βάθος και το εύρος τους; Και να πάλι στο νου μου ή τοπογραφική θεώρησις και διάστασις των πολλών εκδόσεων και πλειόνων παραποιήσεων της διηγήσεως, πού αναφέρεται στην επέλαση των οργάνων τού πάση θυσία την ένωση των Εκκλησιών έπιδιώξαντος αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259-Έ2) και των εμπίστων κληρικών τού λατινόφρονος Πατριάρχου Ιωάννου ΙΑ' τού Βέκκου (1275-Έ2), πού και στους αγιορείτες θέλησαν να την επιβάλουν έστω και με την βία.
Δέχθηκαν, λέει, στην Λαύρα με τιμές τούς έξαρχους τού Βέκκου και την αυτοκρατορική κουστωδία. Μια έκδοσις υποστηρίζει ότι ή αποστολή ήταν πολυπληθής και προΐσταντο αυτοπροσώπως ό Αυτοκράτωρ με αξιωματούχους και ό Πατριάρχης πλαισιούμενος από αρχιερείς και από άλλους κληρικούς. Και πώς οι Λαυριώτες διαιρέθηκαν στα δύο, αφού οι μεν υπέκυψαν και δέχθηκαν την ένωση, οι δε εναντιώθηκαν και εγκατέλειψαν το Μοναστήρι. Και ότι έγινε συλλείτουργο στο Καθολικό. Όταν όμως ήρθε ή ώρα τους και πέθαναν εκείνοι οι προϊστάμενοι ιερομόναχοι, πού συμπροσευχήθηκαν με τούς παπόφρονας και ιερούργησαν μαζί τους, και ακολούθησε, μετά απ' τον καθιερωμένο χρόνο, ή εκταφή τους για την μεταφορά των οστών τους στο κοινό οστεοφυλάκιο, βρέθηκαν άλιωτοι, κατάμαυροι και τυμπανιαίοι. Τούς ξανάθαπταν, τούς ξέθαπταν, τούς ξανάθαπταν, τούς ξέθαπταν, πάντοτε σε διαφορετικά και πάντοτε σε κρύφια μέρη, μη και μαθευτεί ή θεοσημία και γίνη ρεζίλι ή Λαύρα, και πάλι και πάλι, και τα ίδια. Τότε αποφάσισαν την μεταφορά τους έως έδώ, τούς πέταξαν μέσα και έκτισαν τα στόμια των σπηλαίων, για να μη τούς βλέπει κανένας.
Ή άφιξις της ορδής εκείνης στο Άγιονόρος είναι αναμφισβητήτως με- μαρτυρημένη και με παλαιά γραπτά. Τα θύματά της στο Πρωτάτο, στην Ιβήρων, στο Βατοπαίδι και στους Ζωγράφου τιμώνται έορταστικώς και πανηγυρικώς ως οσιομάρτυρες στις αντίστοιχες Ιερές Μονές. Ό δε άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης είναι σαφέστατος στην ακολουθία πού συνέταξε προς τιμήν των. [Κυριακή επομένη τής των Αγίων Πάντων «επειδή ήλεγξαν κατά πρόσωπον ως αιρετικούς, τόσον τον Λατινόφρονα βασιλέα Μιχαήλ τον Παλαιολόγον, όσον και τον Λατινόφρονα Βέκκον τον Πατριάρχην»].
Μώμος προσάπτεται και στους Ξηροποταμινούς, πού δέχθηκαν τούς παπόφρονας και λόγος γίνεται για το θαύμα πού ήκολούθησε την Τεσσαράκοντα αγίων Μαρτύρων, πού μ' εκείνο τον τρόπο φανέρωσαν την άπαρέσκειά των.
Πουθενά όμως σε παλαιό Κώδικα και σε μεταγενεστέρων χρόνων σοβαρό κείμενο δεν μπόρεσα να βρω έπαληθευόμενα τα μεταθανάτια δεινοπαθήματα των σωμάτων των «άφωρισμένων» προϊσταμένων της Λαύρας την παράταξί τους κυρίως επί αιώνες (και μέχρι τα τέλη του 19ου κατά τούς ζηλωτάς !!!) στον νάρθηκα του κοιμητηρίου προς θέα παραδειγματική, και την κατάχωση τους, επί τέλους, στις σπηλαιότρυπες αυτές, πού έβλεπα για πολλοστή φορά και τώρα κατέναντί μου.
Πρόσφορο ήταν το υλικό στα στόματα και στην φαντασία των ακραίων ζηλωτών, όταν το παλαιοημερολογίτικο κίνημα ολοένα και περισσότερο φούντωνε από του 1923 και εντεύθεν. Πήραν την ιστορική καταβολή του, την μυθόπλασαν, την εξάμβλωσαν και την προσωποποίησαν σε δύο ή τρεις (άλλοι τούς ανεβάζουν σε επτά και κάποιοι σε ένδεκα) «άφωρισμένους» (από ποιούς αρχιερείς ή σύνοδο άραγε;), τούς οποίους ως μορμολύκεια ή και ως μορμοδαιμόνια έκφοβιστικά επέσειαν προ και εναντίον των αγιορειτών εκείνων πού εξακολουθούσαν να έχουν σχέσι και εκκλησιολογική κοινωνία με εκείνες τις επί μέρους Εκκλησίες πού άποδέχθηκαν το νέο ημερολόγιο.
Και τί δεν έχω ακούσει ανά την οσονούπω συμπληρωμένη πεντηκονταετία μου στο Όρος για τούς δυστυχείς, αν όντως είναι υπαρκτά πρόσωπα και επομένως στην κρίσι του Θεού παραδεδομένα. Ότι και στην φωτιά τούς έριχναν αλλά δεν καίγονταν, σε μαρτυρία της βέβηλου πράξεώς των. Ότι τα μάτια τους ορθάνοιχτα και γουρλωμένα παραμένουν ότι τα γένια τους άσχημοφόρμισαν και επέτειναν το θέαμα της φρίκης•
ότι τα μαλλιά τους εύθυτέντωσαν σαν των σκαντζόχοιρων- ότι τα νύχια τους με το γάμψωμά τους τρύπησαν τις παλάμες τους αρκετές φορές έως τώρα, και ποιός ξέρει πόσες είναι οι συστροφές και πόσο μεγάλες οι νυχοκουλούρες, αφού εξακολουθούν... να μεγαλώνουν ακόμα ότι και χαλκέντεροι κατάντησαν αφού, όταν κάποιος αποφάσισαν το χάσκον στόμα τους πετάξει λιθαράκι, ακούει ύστερα το θόρυβο και τα κουδουνίσματα του, έως ότου κάπου σκαλώσει ή κατακαθίσει. Και σχετικά βιβλιαράκια «εκπόνησαν» και κυκλοφόρησαν οι φανατικότεροι των ζηλωτών με ανάλογο υλικό, και με σκιτσοζωγραφιές μάλιστα των «αφωρισμένων» τέτοιες, πού οι αναγνώστες να τις εκλαμβάνουν ως φωτογραφίες - ντοκουμέντα.
(Και δη ό Ρουμανικής καταγωγής μοναχός Αρσένιος Κοτέας. Ό αγιογράφος παπά Διονύσιος (Αλκιβιάδης Αγαθοκλής του Αλκιβιάδου εκταφή Λόφου Λεμεσού Κύπρου, γεν.1886, προσελ. 1951, κουρ. 1953, κοιμ. 1965) Άγιαννανίτης, τής καλύβης του Αγίου Σεραφείμ, καθ` ύπόδειξι και περιγραφές του πρώτου, κατασκεύασε τα φρικιαστικά πορτραίτα. Αλλά ό καημένος, μετά την κυκλοφορία των, έδειχνε πολύ προβληματισμένος, και, περί το τέλος του βίου του, εξομολογείτο τούς λογισμούς τής μεταμελείας του.
Φόβος και τρόμος έπιανε και τα δικά μας άγια και ευκολόπιστα γεροντάκια, οσάκις εμείς, καλογέρια ακόμη, από περιέργεια περισσή για το θέμα, προκαλούσαμε και ανοίγαμε συζήτησι. Και να ή ντροπή για τούς προκατόχους τους προϊσταμένους, πού τούς αζυμίτας και αιρετικούς παπικούς έμπασαν στο Καθολικό, και λειτούργησαν και μαγάρισαν τα ιερά μας και να και ή λύπη τους για τον αφορισμό, το τυμπάνισμα και τον κολασμό τους. Το κάναμε ιδίως τότε πού μας ερέθιζε και ή έπικαιρότης. Ήταν τότε πού, εξ αιτίας των προσπαθειών του Πατριάρχου Αθηναγόρου για επαφές και διάλογο με την Δυτική Εκκλησία, και δη των ιστορικών συναντήσεων και συμπροσευχών του και με τον ίδιο τον πάπα, δεν έμεινε ασκανδάλιστος κανένας αγιορείτης.
Με πολλή προσοχή και διακριτικότητα με κράτησε ό Γέρο Θεόφιλος στο Καθολικό μετά την απόλυση ενός εσπερινού, του όποιου είχε προηγήθη σχετική συζήτησις μαζί του, και κατέληξε με την απειλητική αναφορά του στους «αφωρισμένους». Και στρέφοντας την σεβάσμια κεφαλή του δεξιά και αριστερά, μη και τον ακούσει άλλος, με δέος άπλωσε το χέρι του και μου έδειχνε προς τούς τοίχους, τις αψίδες και τούς τρούλους, επεξηγώντας κατηχητικά:
- Βλέπεις το σκοτείνιασμα και το μαύρισμα των αγίων; Αυτό έγινε στο συλλείτουργο εκείνο με τους παπικούς. Έδειξε ό Θεός, πέρα απ' τα άλλα πού συζητήσαμε, και τούτο το σημείο αμέσως, για να παραδειγματίση τούς παραβάτες και να συνέτιση τούς μετέπειτα, να μη ξανακάνουν τα ίδια. Προσοχή, παιδί μου, γιατί δεν τα θέλει ό Θεός τα συλλείτουργα, τις συμπροσευχές και τα συνμνημόσυνα με τούς αιρετικούς.
- Γέροντα, όλοι γνωρίζουμε ότι δεν τα θέλει όλα αυτά ό Θεός και ότι οι Ιεροί κανόνες ούτε την απλή συμπροσευχή επιτρέπουν με αιρετικό στον κληρικό ή και στον απλό πιστό. Αλλά τί είναι αυτά πού μου λες για το μαύρισμα των τοιχογραφιών; Δεν βλέπεις τί γίνεται στις μεγάλες γιορτές, πού όλοι οι πολυέλεοι, τα πολυκάνδηλα, τα μανάλια, τα δρακόντια είναι αναμμένα, και τυχαίνουν και φορές -όπως στα μνημόσυνα, στην Μεγαλοβδομάδα και το Πάσχα- πού δεν μένει κανείς πού να μη κρατεί λαμπάδα στο χέρι, και λαμπαδιάζουν όλες και πιάνεται ό λαιμός μας απ' την καύτρα και σαν αρχίσουν οι εκκλησιαστικοί το σβήσιμο, σχεδόν δεν μπορούμε να δούμε ό ένας τον άλλο απ' την κάπνα;
- Όχι, όχι, παιδί μου, μη λες τέτοια πράγματα ορθολογιστικά, γιατί αμαρτάνεις. Τότε μαύρισαν οι τοιχογραφίες.
Δεν άντεξα περισσότερο την αφέλεια τού Γέροντα και είπα:
- Γέροντα, με όλο τον σεβασμό πού τρέφω στο πρόσωπο σου, θα τολμήσω να 'πω ότι σύ αμαρτάνεις υποστηρίζοντας τέτοια πράγματα, πού τα απεχθάνεται ή αλήθεια.
Λυπήθηκα, βέβαια, πού αλλοιώθηκε ή μορφή του προσώπου του αμέσως, αλλά συνέχισα:
- Ξέρεις, Γέροντα, πότε ήρθαν στο Όρος και στην Λαύρα μας του Παλαιολόγου και του Βέκκου οι απεσταλμένοι και πότε έγιναν απ' τον Θεοφάνη μας τούτες οι τοιχογραφίες; Γύρω στα 1275 οι πρώτοι, γύρω στα 1540 τούτες. Δηλαδή διαφορά και απόστασης κάτι παραπάνω από διακόσια εξήντα χρόνια έτσι για να τα υπολογίσουμε πολύ πρόχειρα και χονδρικά χονδρικά.
Τα έχασε ό παππούλης και έδειξε πολύ στενοχωρημένος. Βημάτισε προς τα στασίδια του χορού και κάθισε σε ένα.
- Να με συγχώρεσης, Γέροντα, πού σε στενοχώρησα, αλλά είναι ανάξιο της πολυχρονίου θητείας σου στην Λαύρα έτσι αβασάνιστα να υποστηρίζεις, και με επιμονή μάλιστα, ανακρίβειες και παραλογισμούς, νομίζοντας, καλοπροαίρετα οπωσδήποτε, πώς προσφέρεις υπηρεσία στην Εκκλησία και στην πίστη μας, αναμένοντας μάλιστα, αφελώς και μακαρίως, και μισθό απ' το Θεό γι' αυτό σου το φρόνημα και το έργο.
- Εσύ να με συγχώρεσης, παιδί μου αλλά πονώ τώρα, γιατί δεν ξέρω πώς μπορούν να με συγχωρέσουν οι χιλιάδες ίσως προσκυνητών πού πέρασαν απόλυση 'δώ και πού θα έτυχε εγώ να τούς ξεναγήσω, κατά τα τόσα μου χρόνια στην Λαύρα.
Εξακολουθούσα να κοιτάζω προς τα σπήλαια και προσπαθούσα να
διακρίνω τρύπες και σημεία πού θα ήταν δυνατόν να χώσω τα πόδια μου, και σχισμάδες ή έξοχές απ' τις όποιες θα μπορούσα να κρατηθώ σε προσπάθεια ν' ανέβω έως εκεί επάνω. Δεν τόλμησα καν να αποπειραθώ, γιατί ήταν μεγάλα, λεία και γλιστερά τα μεσοδιαστήματα, και τόσο τρελός δεν ήμουν. Με σκανδάλιζε ωστόσο και με προβλημάτιζε ένα είδος ξερολιθιάς στο αριστερό μέρος του ανοίγματος του ενός, πού σαν να έμοιαζε πώς ανθρώπινα χέρια το είχαν κτίσει.
Γνώρισε πάντως και φοβερούς σεισμούς ανά τούς αιώνες ή χερσόνησος του Άθω και άπειρες κατολισθήσεις των βουνών και των απότομων ακτών της. Αν κάποιο ευκολοδιάβαστο φρύδι οδηγούσε κάποτε πλάι πλάι προς τα εκεί, τούτες οι σπηλιές θα ήταν ιδανικές κατσικομάνδρες χειμώνα-καλοκαίρι για τα κοπάδια της Λαύρας μας, πού πάντοτε και μέχρι και στις μέρες μας διατηρούσε- και γιατί όχι και κατοικίες των πάντοτε ορεσίβιων και σπηλαιοδίαιτων τραγάρηδών μας;
Μεγάλο πάντως, πολύ μεγάλο το εύρος του χάσματος μεταξύ των παραμυθιασμάτων των αυτοχθόνων προσφιλών μας συναγιορειτών και των εκτός Αγίου Όρους θεωριών και απόψεων, και καθηγητών Πανεπιστημίου ακόμη, όπως του Παναγιώτη Χρήστου, ό όποιος λίγο-πολύ αμφισβήτησε και αυτή την άφιξη των παποφρόνων ισχυρών στο Όρος, πού ήρθαν τότε να επιβάλουν την ένωση των Εκκλησιών ή με την πειθώ ή με την βία, με τα γνωστά οικτρά αποτελέσματα, πού αποτελούν ντροπή και στίγμα στα της καθ` ημάς Ανατολής.
Αποφεύγοντας τα άκρα, κάπου προς το κέντρο πρέπει να αναζητούμε την ουσία και την αλήθεια, πού απόλυση σκοπιμότητα και υστεροβουλία φθάνουν κάποιοι να την αμφισβητήσουν ( Χρήστου ήταν απ' το Βασιλικό-Τσαραπλανά της Ηπείρου, ήτοι συγχωριανός του Πατριάρχου Άθηναγόρου και κατά μαρτυρίες και συγγενής του), οι δε του άντίποδος απόλυση προκατάληψι και ήθελημένο σχεδιασμό, γιατί έτσι τούς συμφέρει, την παραποιούν και την παραμορφώνουν τόσο, πού λες και τούς εμπνέει ό Φρανκεστάϊν ή ότι ό Χίτσκοκ συνθέτει το σενάριο και στήνει τα σκηνικά τους.
Τι στο καλό έπαθες αυτού και, όσο εγώ προσπαθούσα πέρα, σύ δεν σάλεψες απόλυση τον τόπο σου;
- Τα σπήλαια των «άφωρισμένων» παρατηρώ, πάτερ Αρτέμιε μήπως και διακρίνω τρύπες και σκαλώματα για ν' ανεβούμε και τούς δούμε απόλυση κοντά.
- Να έλθουν ν' άνεβούνε οι ζηλωταί, αναμφισβητήτως μπορούν, και 'γώ ύστερα θα τούς βάλω και μετάνοια είπε.
- Ξέρεις πόσες φορές είπα σε φίλους μου ζηλωτές και στον πατέρα Αθανάσιο τον Παναγιώτου, πού βγάζει την «Πλατυτέρα», σε οξύ για το θέμα διάλογο μαζί του κάποτε; Χρόνια καταγίνεσαι με την φωτογραφία και ποτέ δεν έλειψε ή μηχανή απ' τα χέρια σου. Αν ήμουν εγώ ζηλωτής και είχα τις ικανότητες και τον κατ' εναντίων ζήλο το δικό σου, ελικόπτερο θα ναύλωνα ή επαγγελματίες αναρριχητές και ορειβάτες θα μίσθωνα, για να διαπιστωθούν και επαληθευτούν τα πάντα ή και με σχοινιά γερά και σίγουρα θα έβαζα να με άμολήσουν απόλυση πάνω προς τα κάτω και θα τρύπωνα στο άντρο τους, για να τούς φωτογραφίσω σε όλες τους τις φάσεις και απ' όλες τις μεριές τους και με τέτοια ντοκουμέντα πλέον στην τσέπη και στα χέρια, θα κατατρόπωνα και θα κατήσχυνα τούς πάντας όχι με παραμύθια και με ισχυρισμούς κάποιων πώς τάχα ανέβηκαν και τούς είδαν, και με υποθέσεις και με ψευτοζωγραφιές. «Πω πω»! φώναξε τότε. «Πώς και δεν το έκανα, τόσα χρόνια τώρα! Τώρα πάει γέρασα, τρέμουν τα πόδια μου, δεν μπορώ». Να βάλης άλλους να το κάνουν αντείπα. Και έως ότου δεν το κάνετε, εγώ θα λέω ότι είτε ένωση γνώσει, ηθελημένος και σκόπιμος το αποφεύγετε, οπότε αμαρτάνετε βαρέως, είτε έξαρχους άγνοιας και αφελείας σας ψέματα λέτε.
- Αμαρτάνεις δε θα το κάνουν. Πάντως τώρα, όπως μού τα είπες, το ίδιο θα τούς λέω και εγώ. Αναμφισβητήτως όμως κάποτε το κάνουν και άποδειχθή ότι όλα είναι αλήθεια;
- Τότε θα ταπεινωθούμε εμείς, πάτερ Αρτέμιε, θα τούς βάλουμε μετάνοια, θα ζητήσουμε δημοσίως συγγνώμη και θα διάγουμε ένωση φόβο Θεού, τοποθετούμενοι προσεκτικότερα έναντι αυτών των όντως φοβερών αληθειών και πραγμάτων.
ΒΙΒΛΙΟΓ ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ .
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΟΔΟΣΤΟΛΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου