Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

ΠΑΤΗΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΜΕΜΑΝ. Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.





Ή φύση τού ανθρώπου


Μια από τις πιο συνηθισμένες μομφές εναντίον τού Χριστιανισμού σχετίζεται με τη διδασκαλία της για την πτώση τού ανθρώπου. Σ’ αυτή τη διδασκαλία, οι αντίπαλοι τού Χριστιανισμού διαβλέπουν αφενός μια απαισιόδοξη στάση και αφετέρου την υποτίμηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ή μομφή αυτή, αν ιδωθεί μέσα από το πρίσμα όσων ανέπτυξα παραπάνω ,ίσως αρχίσει να χάνει τη δημαγωγική της αιχμή.


Στα κείμενα πού προηγήθηκαν ανέφερα τον Φόυερμπαχ, έναν από τούς ιδρυτές τού σύγχρονου υλισμού. Ό Φόυερμπαχ έχει μείνει στην ιστορία για την περίφημη φράση του: «Ό άνθρωπος είναι αυτό που τρώει». Κατά μια τραγική ειρωνεία, ό Φόυερμπαχ με το φαινομενικό αυτό υποβιβασμό του ανθρώπου στο επίπεδο της τροφής, της ύλης, αναπαράγει χωρίς ό ίδιος να το αντιλαμβάνεται αυτό ακριβώς που ή Βίβλος λέει για τον άνθρωπο. Ή Βίβλος μάς διδάσκει ότι ό άνθρωπος είναι πάνω απ’ όλα μια πεινασμένη και διψασμένη ύπαρξη που μεταποιεί τον κόσμο σε δική της ζωή. Σε αντίθεση όμως με το Φόυερμπαχ που υποτάσσει τον άνθρωπο στην τροφή και την ύλη, ή Βίβλος βλέπει σ’ αυτήν τη μεταποίηση τον πανανθρώπινο στόχο της μεταστοιχείωσης τού κόσμου σε ζωή, και κατά συνέπεια βλέπει τη δυνατότητα να γίνει ή ύλη ένα μέσο κοινωνίας με τον κόσμο -με την πηγή τού κόσμου άλλα και με το πλήρωμά του, το Θεό. 

Ανέφερα ακόμη ότι σε ανταπόδοση τού δώρου του Θεού -τού δώρου τού κόσμου, της τροφής και της ζωής-ό άνθρωπος άπαντά με την ευχαριστία και τη δοξολογία, και μ’ αυτές μεταμορφώνει τον κόσμο και τού χαρίζει πληρότητα. Μόνο μέσα από αυτήν τη βασική βιβλική διδασκαλία μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί το σύμβολο της πτώσης τού ανθρώπου είναι κι αυτό, σύμφωνα με τη Βίβλο, συνδεδεμένο με την τροφή.


Βάσει της «μυθικής» (δηλαδή συμβολικής) βιβλικής διήγησης, ολόκληρος ό κόσμος δόθηκε από το Θεό στον άνθρωπο ως τροφή, με εξαίρεση ενός απαγορευμένου καρπού. Και είναι ακριβώς αυτόν τον καρπό που ό άνθρωπος τρώει αρνούμενος να εμπιστευτεί και να υπακούσει το Θεό. Ποιο είναι το νόημα αυτής της ιστορίας που φαντάζει στα μάτια μας σαν μύθος παιδικός; Ή διήγηση της Βίβλου σημαίνει πώς ό καρπός αυτού τού ενός δέντρου, σε αντίθεση με όλους τους άλλους, δεν είχε δοθεί ως δώρο στον άνθρωπο , δεν ήταν φορέας της ευλογίας τού Θεού. Κι αυτό σημαίνει πώς ό άνθρωπος έφαγε τον καρπό βλέποντάς τον όχι ως μέσο μεταστοιχείωσής του σε ζωή, ζωή εν Θεώ, άλλα ως αυτοσκοπό. Κι έτσι, τρώγοντάς τον ό άνθρωπος υπέταξε τον εαυτό του στον καρπό. Θέλησε τη ζωή όχι από το Θεό ή για το Θεό, άλλα για τον ίδιο τον εαυτό του.


Το ουσιαστικό περιεχόμενο της Πτώσης συνίσταται στο ότι ό άνθρωπος θέλησε μόνος του τη ζωή για τον εαυτό του και όχι για το Θεό και εν Θεώ. Ό Θεός έκτισε τον κόσμο ως μέσο κοινωνίας μαζί Του, μα ό άνθρωπος τον θέλησε αποκλειστικά για τον εαυτό του. Αντί να ανταποδώσει την Αγάπη του Θεού με τη δική του αγάπη, ό άνθρωπος αγάπησε τον κόσμο ως αυτοσκοπό. Κι ακριβώς εδώ βρίσκεται ή καρδιά του προβλήματος, αφού ό κόσμος εν έαυτω και αφ’ εαυτού δεν αποτελεί σκοπό. Όπως ακριβώς ή τροφή στερείται σκοπού αν δεν μεταμορφωθεί σε ζωή, έτσι και ό κόσμος παύοντας να ύπεμφαίνει το Θεό βυθίστηκε σε μια ατελεύτητη σύγχυση, σε έναν παράλογο κύκλο χρονικής διαδοχής μέσα στον όποιο καθετί διαρκώς μεταβάλλεται, ολοένα εξανεμίζεται και τελικά πεθαίνει.


Ή ανθρωπολογική διδασκαλία του Χριστιανισμού υπερβαίνει την εξάρτηση του ανθρώπου από τον κόσμο, με τη μετατροπή του ίδιου τού κόσμου σε ζωή. Ζωή σημαίνει μετοχή Θεού. «Εν αύτώ ζωή ήν, και ή ζωή ήν το φώς τών ανθρώπων», διαβάζουμε στο Κατά Ιωάννη Εύαγγέλιο (1,4). Όμως αν ό κόσμος παύει να μεταστοιχειώνεται σε κάτι, αν ή ζωή παύει να μεταμορφώνεται σε κοινωνία με το Απόλυτο Νόημα, την Απόλυτη Ομορφιά, την Απόλυτη Καλοσύνη, τότε αυτός ό κόσμος δεν χάνει μόνο το νόημά του, άλλα μετατρέπεται σε θάνατο -όλα εξαφανίζονται, όλα διαλύονται, τίποτα δεν έχει ζωή εν έαυτώ και αφ ’ εαυτού. Το λουλούδι αποκομμένο από τις ρίζες του μπορεί να ζήσει για λίγο μέσα στο νερό κι ακόμα να διακοσμήσει ένα δωμάτιο, άλλα γνωρίζουμε ότι λίγο λίγο πεθαίνει, υπόκειται πλέον στη φθορά.


Ό άνθρωπος έφαγε τον απαγορευμένο καρπό γιατί πίστεψε πώς θα του δώσει ζωή. Όμως ή ίδια ή ζωή χωρίς το Θεό και έξω απ’ Αυτόν, σημαίνει απλά κοινωνία με το θάνατο. Δεν είναι τυχαίο πώς ότι τρώμε πρέπει να έχει ήδη πεθάνει για να γίνει δική μας ζωή. Τρώμε για να ζήσουμε, άλλα από τη στιγμή πού τρώμε κάτι αποκομμένο από τη ζωή, ή ίδια ή τροφή μάς οδηγεί αναπόφευκτα στο θάνατο. Και στο βασίλειο του θανάτου δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει ζωή.


«Ό άνθρωπος είναι αυτό πού τρώει». Κι είναι ξεκάθαρο πώς τρώει θάνατο - νεκρή πανίδα.
νεκρή χλωρίδα, σαπίλα και φθορά. Ό ίδιος ό άνθρωπος πεθαίνει κι ίσως το μέγεθος της πτώσης του να συνίσταται στο γεγονός ότι εκλαμβάνει ως απόλυτα φυσιολογική αυτή τη γεμάτη θάνατο και φθορά ζωή, τη ζωή πού από το ξεκίνημά της ορίζεται από την αλλοτρίωση, τη ζωή που κυλά και ανεπίστρεπτα χάνεται. Και με τη στάση αυτή συναινούν όλοι εκείνοι που τολμούν να κατηγορήσουν το Χριστιανισμό για απαισιοδοξία και καταστρεπτικότητα απέναντι στον άνθρωπο. Όταν όμως ό Χριστός έφτασε στο μνήμα τού φίλου του, τού Λάζαρου, και Τού συνέστησαν να μην πλησιάζει κοντά γιατί «ήδη όζει» (Ίωάν. 11, 39), ό Χριστός δεν εξέλαβε αυτήν την κατάσταση ως «φυσιολογική», άλλα δάκρυσε.


«Είκών ειμί της αρρήτου δόξης σου»14... Κι όμως, αυτός ό Άνθρωπος, ή εικόνα και ομοίωση τού Θεού, ό άρχοντας και κύριος της κτίσης, πρέπει σαν πεθάνει να μετακινηθεί και να κρυφτεί, ώστε να μην αναστατώσει με τη μυρωδιά του την καθημερινότητα τών υπολοίπων! Πράγματι, εκείνο που ό Χριστιανισμός αναγνωρίζει ως την Πτώση, ως την αστοχία του ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στην Ιερή και αιώνια του κλήση, είναι αυτό ακριβώς το αποτρόπαιο κενό που χάσκει έντός του κόσμου, αυτό το διαρκές κατρακύλισμα τού ανθρώπου μέσα σε ένα κοσμικό νεκροταφείο, αυτές τις θλιβερές προσπάθειες να οικοδομηθεί κάτι γι’ αυτούς πού πεθαίνουν ή για εκείνους πού έχουν ήδη πεθάνει, και τελικά αυτήν τη βεβαιότητα πώς όλα τα παραπάνω είναι αυτονόητα και «φυσιολογικά». Ό Χριστιανισμός αρνείται να συμβιβαστεί με μια τέτοια κοσμοαντίληψη και διακηρύττει σταθερά και ξεκάθαρα: «έσχατος εχθρός καταργείται ό θάνατος» (Α' Κορ. 15,26).


Ξεκινήσαμε αυτό μας το κεφάλαιο μιλώντας για την τροφή και για τη σχετική ρήση του Φόυερμπαχ: «ό άνθρωπος είναι αυτό πού τρώει». Ταυτόχρονα, είδαμε πώς κι ό Χριστιανισμός τοποθετεί τη θεμελιώδη πείνα τού ανθρώπου στο κέντρο της διδασκαλίας του. Ωστόσο, μόνο ό Χριστιανισμός είναι πού προσφέρει μια τελείως ξεχωριστή προσέγγιση στο ερώτημα του τί αναζητά εναγωνίως ό άνθρωπος, τί είναι αυτό πού μπορεί κατ’ αποκλειστικότητα να κορέσει την πείνα του.


Ποιο είναι αυτό το κάτι πού αναζητά ό άνθρωπος; Ό Φόυερμπαχ και οι υπόλοιποι υλιστές απαντούν πώς ό άνθρωπος αποζητά Ελευθερία, ευημερία και χορτασμό. Όμως τί νόημα έχει ή Ελευθερία, ή ευημερία και ό χορτασμός για κάποιον πού είναι καταδικασμένος σε θάνατο; Τί νόημα έχει να χτίζει κανείς θέρετρα πλάι σε φέρετρα; Ότι κι αν επιδιώκουμε καταλήγει στο ανυπέρβλητο τείχος τού θανάτου, έτσι καταπώς το περιέγραψε εύστοχα ό Βλαντιμίρ Σολόβιεφ: «θάνατος και χρόνος έστησαν βασίλειο επί γης...».


Στο παραπάνω ερώτημα ό Χριστιανισμός άπαντά πώς ό άνθρωπος αποζητά ζωή• όχι απλά ζωή στιγμιαία, αλλά ζωή με προοπτική αιωνιότητας, «ζωή άφθαρτη», όπως πολύ όμορφα τη χαρακτηρίζει ή εκκλησιαστική υμνογραφία. Κι ή ζωή αυτή δεν έχει σχέση με την καλή υγεία. Δεν βρίσκεται στην τροφή, παρότι μέσα από την τροφή δέχεται ό άνθρωπος τη ζωή δεν βρίσκεται στον αέρα, παρότι ή αναπνοή δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αναζητήσει και να ποθήσει τη ζωή. Ή ζωή ενυπάρχει στον Ένα, πού είναι Ζωή ενυπάρχει στη γνώση Εκείνου, στην κοινωνία μαζί Του, στην αγάπη, τη δοξολογία και τη μετοχή σ’ Εκείνον. 

Γι’ αυτό και ό άνθρωπος, έχοντας πέσει στα χέρια τού θανάτου και στη σκλαβιά της ύλης, έχοντας γίνει αποκλειστικά αυτό πού τρώει, έχει ανάγκη σωτηρίας. Συμπερασματικά λοιπόν, αυτή είναι πού αποτελεί τη βασική παράμετρο τού Χριστιανισμού: ή διδασκαλία για τη σωτηρία, για την αποκατάσταση και ανάσταση τού ανθρώπου «εκ θανάτου προς ζωήν».

ΕΣΧΑΤΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ.
ΠΑΤΗΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΜΕΜΑΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: