Ό λόγος μου σήμερα θά άναπτυχθεί χωρίς τάξη, διότι θά μιλήσουμε καί γιά τήν «αρχή» καί γιά τό «τέλος». Μπροστά μας ύψώνεται ό άπείρως μεγάλος Θεός, τον Όποιο θέλουμε νά υπηρετήσουμε. Άλλα σε μάς τούς ίδιους ζει κάτι, πού στη μαθηματική γλώσσα θά τό ονομάζαμε άπείρως μικρό• ή έγωιστική μας συνείδηση. Άν ό νους μας κινηθεί άπό τό άπειρο καί θετικό «είναι» προς εκείνη τή μορφή ύπάρξεως πού μάς έχει δοθεί και πού φέρουμε μέσα μας, τότε πράγματι ή άπόσταση φαίνεται τόσο κολοσσιαία, ώστε ό νοΰς νά καταπλήσσεται.
Σε τί όμως έγκειται ή άντίθεση αύτή και γιά ποιόν λόγο μου είναι δύσκολο νά μιλήσω γι’ αύτό; Επειδή εκείνο πού γιά μάς φαίνεται έντελώς άπρόσιτο, γιά τον Θεό είναι εύκολο και έφικτό. Οταν στά Εύαγγέλια οί Απόστολοι λένε «τίς άρα δύναται σωθήναι;», έφόσον δηλαδή οί έντολές τού Χριστού ύπερβαίνουν τή συνείδηση καί τίς δυνάμεις μας, τότε ό Κύριος άπαντά: «παρά άνθρώποις τούτο άδύνατόν έστι, παρά δε Θεώ πάντα δυνατά έστιν».
Κάνω έπαναλήψεις στον λόγο μου, άλλά οί έπαναλήψεις αύτές είναι άπαραίτητες, έφόσον θά άποδώσουν καρπό, τή γνώση. Επιθυμώ καί πάλι νά σάς έπισημάνω τό παράδειγμα τοϋ Κυρίου, ό Όποιος άνέβηκε στον Γολγοθά, γιά νά σώσει όλο τον Άδάμ. Οί διαστάσεις τής συνειδήσεως τοϋ Χριστού μάς άποκαλύπτονται σταδιακά μέσα στήν Εκκλησία, φανερώνοντάς μας έπίσης τίς άληθινές διαστάσεις τού έργου Του: ό θάνατός Του άγκάλιασε ολόκληρη τήν κτίση, ολόκληρο τον Άδάμ. Πόσο όμως μακριά άπό τό μέγεθος αύτών τών διαστάσεων βρίσκεται ή δική μας συνείδηση! Είμαστε μιά μικρή άδελφότητα. Καί είναι άνάγκη άκόμη νά προσευχηθούμε πολύ καί με θέρμη, με δάκρυα και μέ πόνο καρδίας, για να μάς δώσει ό Θεός να έννοήσουμε τί είναι ή οίκογένειά μας να έννοήσουμε ότι είμαστε συνοδοιπόροι στην άσκησή μας νά άκολουθήσουμε τά ίχνη του Χριστού. Άν όμως δεν φέρουμε άκόμη στη συνείδησή μας έστω και τον μικρό αύτό κύκλο άνθρώπων, τότε πώς είναι δυνατόν νά ζήσουμε όλο τον Αδάμ στήν ιστορία καί στήν αιωνιότητα; Είναι φανερό ότι «παρά άνθρώποις τούτο άδύνατόν έστιν», όπως είπε ό Κύριος.
Βλέπετε όμως, όλοι έσείς γνωρίζετε τούς συγχρόνους μας Σεραφείμ τού Σάρωφ καί Σιλουανό τον Αθωνίτη. Καί ό Σεραφείμ τού Σάρωφ καί ό Σιλουανός ήταν σε ήλικία περίπου είκοσιοκτώ έτών, όταν είδαν τον Χριστό. Ό πλησιέστερος όμως σε μάς είναι βεβαίως ό Σιλουανός. Άρχισε νά προσεύχεται γιά όλο τον Άδάμ μέ μεγάλο πένθος, μεγαλύτερο άπό όσο γιά τον ϊδιο τον έαυτό του. Όπως στον Σταυρό, ό Κύριος «τον ληστήν αύθημερόν τού Παραδείσου ήξίωσεν» , έτσι έγινε καί μέ τον Σεραφείμ καί τον Σιλουανό. Αύτό συνέβη σε μία στιγμή, κατά τήν όποια τούς έμφανίσθηκε ό Χριστός. Κατά τή στιγμή όμως αύτή ό Κύριος τούς μετέδωσε τή δική Του κατάσταση καί τή διάσταση τής συνειδήσεώς Του.
Γιά τον Σιλουανό δεν ύπήρχε πλέον ό Άδάμ τών πρώτων βιβλικών σελίδων ώς έννοια ή ώς αόριστη ποιητική φαντασία. Όχι! Ήταν πραγματική κατάσταση, κατά τήν όποια όλος ό Αδάμ ζει μέσα στόν άνθρωπο. Έτσι λοιπόν γιά μάς ή οδός άπό τή μιά πλευρά είναι άνέφικτα μακρινή, ένώ άπό τήν άλλη μπορεί νά διανυθεί πολύ σύντομα. Σέ μιά στιγμή ό Χριστός μάς έγγίζει.
Οταν κινούμαστε άνάμεσα στούς δύο αύτούς πόλους -τού άπείρως μεγάλου Θεού και τής άπείρως μικρής, έγωιστικής συνειδήσεώς μας μετά τήν πτώση τού Αδάμ-, πώς μπορούμε νά τά συνδυάσουμε αύτά καί νά ομιλήσουμε γι’ αύτά; Ή μακρά πείρα τής Εκκλησίας έδειξε ότι παρόμοιες περιπτώσεις, όπως τού Σεραφείμ καί τού Σιλουανού, είναι πολύ σπάνιες στήν ιστορία. Ισως γιατί δεν ύπάρχει οδυνηρότερη άσκητική οδός άπό αύτήν πού άκολουθοΰν όσοι είδαν τον Χριστό ήδη άπό τήν άρχή τής πορείας τους. Ό καθένας άπό μάς, μόλις άρχίσει νά ζεί έν Χριστώ, άρχίζει καί νά πάσχει άπό τήν άσυμφωνία καί τή σύγκρουση μεταξύ τής συνειδήσεώς τού Χριστού καί τής συνειδήσεώς τής κοσμικής μας ύπάρξεως. Ό χριστιανός δεν έχει πουθενά τόπο νά κλίνει τήν κεφαλή.
Ωστόσο, ή βίωση τής καταστάσεως αύτής δεν δίδεται σε όλους κατά τό ίδιο μέτρο. Εφόσον οί προσευχές καί τά κείμενα τού άγαπημένου πατέρα μας Σιλουανού αποτελούν τό πρότυπο καί τήν πνευματική βάση τής ζωής μας, φέρουμε μέσα στή συνείδησή μας τήν πεποίθηση ότι γιά τον Θεό όλα είναι δυνατά νά γίνουν σε μιά στιγμή μόνο. Αλλά εμείς βαδίζουμε τήν όδό πού μάς ύποδεικνύουν οί Πατέρες μας, δηλαδή νά άφομοιώσουμε τή συνείδηση τού Χριστού πού άνεβαίνει στον Γολγοθά σταδιακά, μέ τον καθημερινό άγώνα στήν προσευχή. Εσείς βεβαίως γνωρίζετε ήδη καί πιστεύετε καί ζείτε μέ τή συνείδηση ότι ό Χριστός μάς έξαγόρασε όλους, καί ότι ό καθένας μας, όσο μικρός καί μηδαμινός καί αν είναι, ύπάρχει στή συνείδησή Του προαιώνια. Αν φέρουμε μέσα μας αύτή την πίστη, τότε ό νους μας άσφαλώς θά κατευθύνεται στην άνάβαση προς τον Γολγοθά, καί όλη ή ζωή μας θά πάρει άλλη μορφή. Τό περιεχόμενο κάθε στιγμής θά είναι πλέον άναμφισβήτητα μεγαλύτερο άπό όσο ήταν στήν προγενέστερη ζωή μας.
Κάποιος άπό αύτούς πού ήρθαν πρόσφατα μέ ρώτησε: «Πώς μπορούμε νά λάβουμε τό πνεύμα τής προσευχής τής μετάνοιας;». Είναι φανερό ότι αύτός πού έκανε τήν έρώτηση δεν έζησε μέ τραγικό τρόπο καμία στιγμή τής άμαρτίας. Καί αύτό μέ χαροποιεί, διότι ήρθαν σε μάς άνθρωποι πού δεν προσβλήθηκαν άκόμη τελείως άπό τήν κατάσταση τού κόσμου πού μάς περιβάλλει. Αύτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι είμαστε άγιοι καί δεν έχουμε άμαρτία. Βέβαια, ή άμαρτία ύπάρχει μέσα μας σε όλο τό μέγεθος της, άλλά δεν μπορούμε οί ίδιοι νά τήν δούμε• βρισκόμαστε στήν κατάσταση έκείνη στήν όποια ήμασταν όταν ήρθαμε στή Μονή.
Γι` αύτό ό Κύριος είπε στούς συγχρόνους Του: «Άν δέν πιστέψετε ότι έγώ είμαι εκείνος πού άποκαλύφθηκε στον Μωυσή επάνω στο Σινά, θά πεθάνετε μέσα στις άμαρτίες σας». Άσφαλώς, χωρίς τον Χριστό, χωρίς τό Πνεύμα τό Αγιο, δέν μπορούμε νά δούμε τήν άμαρτία μας. Στήν πραγματικότητα οφείλουμε νά διαβάζουμε κατά τή διάρκεια όλου τού έτους τήν προσευχή τού όσιου Έφραίμ τού Σύρου: «Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ύπομονής καί άγάπης [μετάνοιας, κατανύξεως, ύπακοής] χάρισαί μοι... Δώρησαί μοι του όράν τά έμά πταίσματα...» .
Αυτά λοιπόν πρέπει νά φέρουμε στη συνείδησή μας κάθε ήμέρα• ήσυχα, χωρίς νά προκαλούμε τήν προσοχή κανενός. Καί τότε βαθμηδόν θά έρθει ή έπίγνωση ότι ή άμαρτία του Άδάμ άποτελεΐ άμαρτία όλων μας. Μέ τον τρόπο αύτό γεννιέται μέσα μας ή προσευχή τής μετάνοιας, πρώτα γιά τον έαυτό μας, καί έπειτα έως τέλους, γιά όλη τήν άνθρωπότητα. Μάς χρειάζεται πολύς χρόνος μέσα στή ζωή γιά νά άνακαινίσουμε τήν πεπτωκυία φύση μας καί νά τήν καταστήσουμε έντελώς διαφανή μέ τον λόγο τού Χριστού καί μέ τήν πρακτική έφαρμογή τών έντολών Του. Μέ αύτό λοιπόν τον τρόπο, ξεκινούμε στά μοναστήρια τήν πορεία μας προς τή συνείδηση τού Χριστού πού διευρύνεται καί λαμβάνει κοσμικές καί ύπερκόσμιες διαστάσεις.
Ξεκινούμε μέ μικρές πράξεις ύπακοής, κόβοντας τό μικρό έγωιστικό θέλημα τού άμαρτωλού μας σαρκίου, τής συνειδήσεως καί τού ψυχισμού μας. Στήν όδό αύτή μπορούμε νά πορευθούμε άπολαμβάνοντας αύτό πού μάς έδωσε ό Θεός, δηλαδή τή μοναχική μορφή ζωής. Γιατί σάς λέω «άπολαμβάνοντας»; - Συγχωρήστε με, άλλά μού έδωσε ό Θεός τήν άπόλαυση αύτή στήν άρχή τής μοναχικής μου ζωής. Μέ εύλάβεια σκεφτόμουν καί μνημόνευα στις προσευχές μου τον ήγούμενο καί έκείνους πού συνεργάζονταν μαζί του, διότι όλοι αύτοί μεριμνούσαν γιά τή ζωή όλης τής Μονής, ένώ ό δικός μου νούς ήταν έντελώς έλεύθερος άπό βιοτικές φροντίδες. Ό κόπος εκείνων μου έδωσε τή δυνατότητα να είμαι άμέριμνος στο έπίπεδο των βιοτικών άναγκών. Στο άρθρο μου Περί τών βάσεων τής ορθοδόξου άσκήσεως γράφω ότι με την ύπακοή μπορεί να μάς δοθεί ή καθαρά προσευχή, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο άκόμη καί γιά τούς πιο μεγάλους φιλοσόφους ή και θεολόγους. Ή παραμονή στήν κατάσταση αύτή τού καθαρού νοΰ, πού στέκεται άδιάκοπα ενώπιον τού άπολύτου Θεού, είναι ούσιαστικά αύτό πού δηλώνεται διά του λόγου τού Χριστού γιά «τήν Βασιλείαν τού Θεού έληλυθυίαν έν δυνάμει» .
Ή ύπακοή είναι θεία δωρεά, τήν όποια πρέπει εμείς νά άφομοιώσουμε. Ό καθένας μας οφείλει νά σκέφτεται ότι, όταν άντιδρά άρνητικά στο αίτημα καί στήν άνάγκη τού αδελφού, άμαρτάνει. Αύτή ή πρώτη άντίδρασή μας άς είναι άποτέλεσμα τής σταθεράς στάσεως καί τής έτοιμότητός μας νά προτιμήσουμε τό θέλημα τού αδελφού καί όχι τό δικό μας. Μέ αύτό τον τρόπο θά επιτύχουμε τήν άπόσπασή μας άπό τό στενό πλαίσιο τής έγωιστικής καταστάσεως τής πτώσεώς μας. Ό άγώνας όμως αύτός μπορεί γιά πολλούς νά είναι βαρύς.
Εσείς οί άρχάριοι, πού περάσατε άπό άνώτατα σχολεία καί πανεπιστήμια, είστε θύματα τής άγωγής τού κόσμου αυτού. Καί ή άποταγή άπό τό φρόνημα καί τό θέλημά σας, διά τής ύπομονής κάποιας καταστάσεως κενώσεως, μπορεί νά είναι έξαιρετικά δύσκολη. Οπως λέει ό άγιος Ίωάννης τής Κλίμακος, ό ύποτακτικός στέκεται στα δεξιά του έσταυρωμένου Χριστού . "Οταν όμως είμαστε άπασχολημένοι μέ τό θέμα αύτό, τότε όλες μας οί κινήσεις, καί ό νους καί ή καρδιά μας, αποτελούν ήδη κίνηση προς άλλη σφαίρα τού είναι. Καί τότε άποβαίνει άσήμαντο τό τί κάνει ό καθένας. Καί γιά νά έκφρασθώ μέ τούς λόγους του Σιλουανού:
«Στον κόσμο αύτό ό καθένας έχει τό διακόνημά του• ό ένας είναι βασιλιάς, ... ό άλλος δάσκαλος, ...ένας άλλος ύποδηματοποιός κλπ. Αύτό δέν έχει σημασία!» . Στή συνείδησή του δέν ύπήρχε ούτε ίχνος ζήλιας γιά τούς πλούσιους ή τούς ισχυρούς. Έλεγε πώς δέν έχει σημασία γιά τήν ψυχή τό τί είναι ό καθένας. Εκείνο πού μετρά είναι ή άγάπη. Όποιος άγαπά τον Χριστό, εκείνος, άνάλογα μέ τή δύναμη καί τήν ένταση τής άγάπης του, θά βρίσκεται κοντά στον Θεό, καί αύτό είναι πού μετράει. Αν ό Θεός σάς δώσει τή συνείδηση αύτή, τότε θά ελευθερωθείτε άπό κάθε κίνηση ζήλιας. (Δέν θά ήθελα νά χρησιμοποιήσω τή λέξη «ζήλια» άλλά κάποια άλλη λιγότερο σκληρή.) Άς άφήσουμε όλους καί τον καθένα νά ζήσουν στή γή όπως οί ίδιοι επιθυμούν. Δέν έπιβουλευόμαστε καθόλου τή ζωή τους. Γιά μάς όλη ή ζωή έκπορεύεται άπό τό Πρόσωπο του "Ιδιου του Θεού, όπως αύτό τό βλέπουμε στον Χριστό. Σύμφωνα μέ τό Εύαγγέλιο, Αύτός πραγματοποίησε έργο άντίστροφο προς τό εγχείρημα του Άδάμ στον Παράδεισο. Καί διαρκώς έφερε στή συνείδησή Του τον Πατέρα, καί μέ Αύτόν μιλούσε- μέ τον Πατέρα, καί όχι μέ εκείνους πού Τον σταύρωναν καί Τον φόνευαν. Για έκείνους είπε: «Πάτερ, άφες αύτοίς• ού γάρ οϊδασι τί ποιοϋσι» μπροστά Του βέβαια βρίσκονταν τό εκούσιο πάθος, άντίθετο προς την πράξη τού Αδάμ.
Σε τί έγκειται ή άσκησή μας; Στο νά νικήσουμε τήν έγωιστική καί άμαρτωλή θέλησή μας καί νά γίνουμε φορείς τής συνειδήσεως τού ιδιου του Θεού, δηλαδή τού Χριστού. Ποιό είναι τό έγχείρημα; Τό νά φρονούμε οπως φρονεί ό ιδιος ό Θεός καί τό νά βλέπουμε τά πράγματα όπως τά βλέπει ό ιδιος ό Θεός. Βέβαια, άπό τά μικρά πράγματα κατορθώνεται ένα τεράστιο άποτέλεσμα, μεγαλειώδες, πού μπορεί νά συνεπάρει όλο τον άνθρωπο.
Είθε νά δώσει ό Κύριος σε όλους σας, άγαπητοί μου άδελφοί καί άδελφές, νά φέρετε μέσα σας τή συνείδηση του Χριστού καί βαθμηδόν, με ύπομονή, κάθε ήμέρα νά έπιδίδεστε στήν άσκηση τής άποκοπής του ατομικού σας θελήματος, μέ τήν όποια θά είσέλθετε στο ρεύμα τού προαιώνιου καί αιώνιου θελήματος του Ίδιου τού Θεού: «Γενηθήτω τό θέλημά Σου, ώς έν ούρανω καί έπί τής γης», τής καρδιάς μας. Οταν λοιπόν είσέλθουμε στο παγκόσμιο, προκόσμιο καί ύπερκόσμιο αύτό ρεύμα τού θελήματος τού Θεού, τότε θά αισθανθούμε ότι μέσα μας, στις φλέβες μας, ρέει αιώνια ζωή. Καί τότε, εκείνο πού λογικά ήταν γιά έμάς άκατόρθωτο, γίνεται ξαφνικά γεγονός τής ζωής μας.
Είθε νά εύλογει ό Θεός τήν έλευσή σας έδώ, άγαπητοί μου νέοι άδελφοί καί άδελφές. Ετοιμασθείτε νά βαδίσετε τή διπλή όδό: τήν όδό τής χαράς έν τω Θεώ καί τήν όδό τών παθημάτων του σαρκωθέντος Λόγου του Πατρός. Ή οδός αύτή είναι διαρκής συνδυασμός, αν όχι του Γολγοθά, τής Γεθσημανή, και άν όχι τής Γεθσημανή, τών άλλων καταστάσεων του πάσχοντος Χριστού, με τήν αίσθηση τής νέας ζωής μέσα μας. Όλος ό κόσμος στις θλίψεις του στρέφεται στή Θεομήτορα με τό αίτημα γιά βοήθεια. Καί σε μερικούς άγιους δόθηκε νά δοϋν τή Θεομήτορα νά προσεύχεται άδιάκοπα γιά όλο τον κόσμο. Ή προσευχή γιά όλο τον κόσμο είναι άσφαλώς έπακόλουθο τής άγάπης του Χριστού πού πάσχει γενικά γιά όλους, καί ή άγάπη αύτή είναι ήδη άκατάλυτη. Στήν άγάπη αύτή υπάρχουν καί ή μεγαλοπρέπεια καί ή σοφία καί τό νόημα καί ή δύναμη καί τό κάλλος, καί όλα όσα θέλετε. Τότε, βέβαια, τά παθήματα δεν βιώνονται στή γή ώς θάνατος, άλλά ώς φανέρωση με τή μία ή τήν άλλη μορφή τής διαρκώς ίδιας, γνωστής Πατρικής άγάπης. Έτσι λοιπόν, εύχομαι νά έμπνευσθείτε γιά τή ζωή αύτή καί νά βάλετε ισχυρή βάση μέσα σας.
Θυμήθηκα κάποια άλλη έρώτηση άπό τούς νέους πού ήρθαν: «Πέστε μου, πάτερ Σωφρόνιε, πώς νά προσεύχομαι, όταν βρίσκομαι στήν Εκκλησία κατά τή διάρκεια τής κοινής προσευχής;». Οί ώρες αύτές είναι βέβαια θαυμαστές, όταν βρισκόμαστε στον χώρο όπου γίνεται έπίκληση του Όνόματος τού Κυρίου! Γιά νά μή σκορπίζεται ή προσοχή, οί χριστιανοί άσκητές κρατούν τον έαυτό τους σε άκρα σωματική ένταση καί όχι με τον τρόπο πού χαρακτηρίζει τούς άνθρώπους πού αναζητούν τή χαλάρωση στον διαλογισμό. Όταν όμως γύρω σας έπικαλοΰνται τό Όνομα του Κυρίου καί έσείς ζειτε στήν άτμόσφαιρα αύτή, τότε μέ τήν παρέλευση του χρόνου άναγεννάται όλη ή φύση σας• όχι άμέσως άλλα σταδιακά, με την κοινωνία του Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού. Προσεύχεσθε νά μάς δώσει ό Κύριος με την παρουσία Του νά δούμε τις άμαρτίες καί τά παραπτώματά μας, δλη την άμαρτωλότητά μας ώς κατάσταση καί συνέπεια τής πτώσεως τού Άδάμ.
Ή έμπνευση, πού είναι άπαραίτητη γιά την χριστιανική ζωή, κατανοείται ώς δωρεά τού Αγίου Πνεύματος, άλλά δεν έξαρτάται μόνο άπό τον Θεό. Έκπέμπεται άπό Εκείνον καί μπορεί νά μάς έγγίσει, μόνο αν έμεΐς οί ίδιοι τήν θέλουμε καί τήν δεχόμαστε. Διότι πρέπει νά ύπάρξει άρμονική σύνδεση τών δύο θελήσεων: τής θείας καί τής δικής μας, τής άνθρώπινης.
Αν ό Κύριος καί ώς άνθρωπος άνέβηκε στον Γολγοθά με κοσμική καί ύπερκόσμια συνείδηση, τότε άσφαλώς ή ολη πράξη Του λαμβάνει χαρακτήρα ύπερκόσμιο. Οί άλλοι δύο ληστές πού σταυρώθηκαν μαζί Του δεν έφεραν τήν ίδια συνείδηση, γι’ αύτό καί τά παθήματά τους ήταν διαφορετικής τάξεως άπό αύτά τού Χριστού. Έτσι καί έσείς, άρχίζοντας με τό «Κύριε, έλέησόν με τον άμαρτωλό», θά φθάσετε σταδιακά ώς τήν παγκόσμια συνείδηση, οπότε ή ύπαρξή μας καθίσταται πλέον άδιάσπαστη άπό όλο τό σώμα τής άνθρωπότητος. Τότε άσφαλώς ή προσευχή μας θά λάβει παγκόσμιες διαστάσεις. Αλλά γιά τήν ώρα νά κράζετε: «Κύριε, έλέησόν με τον άμαρτωλό». Δεν πρέπει βέβαια νά νομίζουμε ότι ήδη κατέχουμε τό έσχατο, άλλά είναι καλό νά γνωρίζουμε γιά τήν όδό αύτή καί γιά έκείνο πού διδάσκεται στή σχολή αύτή πού λέγεται «μοναστήρι»-μοναχική ζωή. Επειδή οί άνθρωποι κρίνουν άπό έξωτερικά πράγματα καί δεν βλέπουν τίποτε έμφανές, λένε: «Γιατί χάνουν τον καιρό τους αυτοί εκεί;». Χρειάζεται όμως νά έχουμε τή συνείδηση πού έφερε μέσα του ό Χριστός, αυτήν τήν όποια θέλει νά μάς μεταδώσει, γιά νά γίνουμε όμοιοι με Εκείνον τον ’Ίδιο στούς αιώνες. Άν ύπάρχει σε μάς σύγκρουση με τον Χριστό άντί τής άπόλυτης άρμονίας, τότε δεν θά είναι δυνατόν νά ζήσουμε τήν αιώνια Βασιλεία με τήν άρμονία πού ταιριάζει σε αύτήν. Με τον τρόπο λοιπόν αύτό θέλουμε νά άφομοιώσουμε βαθμηδόν τή συνείδηση του ’Ίδιου του Θεού μας, καί έτσι νά έπιτύχουμε έκεΐνο πού οί Πατέρες ονομάζουν θέωση. Ή σωτηρία είναι θέωση πού συνισταται στήν άφομοίωση τής θείας συνειδήσεως καί όχι στο νά γίνουμε θεοί άλλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου