«Πολλές φορές κάνουμε εισαγωγή αίματος από το
εξωτερικό», λέει η γιατρός βιοπαθολόγος Δέσποινα Ανταράκη και μιλά για την
τεράστια αξία της αιμοδοσίας, αλλά και την επιτακτική ανάγκη να επαναλαμβάνεται
συχνά η διαδικασία.
Είναι γνωστή η φράση
«Έδωσε το αίμα του για την πίστη ή για την πατρίδα». Η σοφία του λαού δεν
χρησιμοποίησε μόνο ποιητικά την λέξη «αίμα» και όχι άλλο μέρος του σώματος για
να αποδείξει τη θυσία απέναντι στους αδελφούς πάνω στη γη. Το πολύτιμο αίμα
χύνεται και γεννά ήρωες και μάρτυρες, αλλά μπορεί και να δοθεί δωρεάν ώστε να
σώσει τους ασθενείς, που χωρίς αυτό θα πέθαιναν.
Η Δέσποινα Ανταράκη, γιατρός
βιοπαθολόγος, ασχολείται με την ιατρική των μεταγγίσεων και σήμερα εργάζεται
στο τμήμα αιμοδοσίας του Γενικού Νοσοκομείου της Χίου. Στο πρόσωπό της
αναγνωρίσαμε μια νεαρή μαχητική γιατρό, που προσπαθεί να χρωματίσει τον εθελοντικό
καμβά της αιμοδοσίας με το ζωηρό χρώμα της ενθάρρυνσης και της γνώσης.
Στην συνάντησή μας κυριάρχησε η έγνοια της να
ξεκαθαρίσει τη διαφορά μεταξύ του χλιαρού εθελοντισμού των δοτών αίματος
εξ'ανάγκης σε συγγενικά πρόσωπα και των εθελοντών αιμοδοτών. Η κ. Ανταράκη
διευκρινίζει:
«Η αιμοδοσία αποτελεί ένα σημαντικό θέμα παιδείας σε όλο τον
κόσμο. Στην χώρα μας υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι με διάθεση προσφοράς, με
αγάπη προς τον συνάνθρωπο και με κάθε διάθεση να δώσουν σε κάποιον που έχει
ανάγκη ό,τι χρειάζεται. Στο θέμα όμως της αιμοδοσίας ίσως δεν έχουμε
συνειδητοποιήσει το μέγεθος της επιτακτικής αυτής ανάγκης και το πόσο συχνά
πρέπει να επαναλαμβάνεται. Νομίζω ότι περισσότερο έχουμε στο νου μας πως όταν
χειρουργείται ένας γνωστός μας θα μας ζητηθεί να δώσουμε αίμα γι’ αυτόν. Η λύση
όμως στο πρόβλημα της έλλειψης αίματος δεν δίνεται με την αιμοδοσία μόνο σε μια
έκτακτη ώρα. Ο αιμοδότης που δίνει αίμα για κάποιον γνωστό του θεωρείται
αιμοδότης περιβάλλοντος, δηλαδή δίνει αίμα σε αντικατάσταση της μονάδας που θα
χρειαστεί ο συγγενής του.»
Ποιο είναι το κίνητρο του εθελοντή αιμοδότη, ενός
ανθρώπου που συνήθως, όπως όλοι οι ελεήμονες, δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος της
θυσίας του; Η γιατρός τον σκιαγραφεί:
«Ο εθελοντής αιμοδότης είναι αυτός που δίνει αίμα χωρίς να
περιμένει κανένα αντάλλαγμα, με ανιδιοτελή αγάπη, δηλαδή χωρίς να γνωρίζει σε
ποιον ασθενή θα δοθεί. Ο εθελοντής προσφέρει ένα μεγάλο δώρο από το ίδιο του το
σώμα, ένα αναντικατάστατο δώρο για το οποίο δεν υπάρχει ανταπόδοση. Κανείς δεν
θα του πει ευχαριστώ καν.»
Ο εθελοντής που προσφέρει το αίμα του, δεν
ενδιαφέρεται για το «ευχαριστώ»των ανθρώπων. Το πραγματικό κίνητρο του είναι η
απροϋπόθετη δωρεά. Ωστόσο ας δούμε πώς το ιατρικό σύστημα θεσπίζει βοηθητικούς
αλλά και προστατευτικούς νόμους για την αιμοδοσία. Η κ. Ανταράκη μιλά απ' την
επιστημονική εμπειρία της:
«Όπως και σε όλες τις χώρες που έχουν οργανωμένο σύστημα
αιμοδοσίας έτσι και στην Ελλάδα η αμειβόμενη αιμοδοσία απαγορεύεται. Στη χώρα
μας, προσπαθώντας να ενθαρρύνουμε τους αιμοδότες να αιμοδοτήσουν, έχουμε
θεσπίσει κάποιους νόμους, όπως την άδεια που δικαιούνται οι εργαζόμενοι
αιμοδότες αλλά δεν πρέπει να είναι αυτό το κίνητρο, διαφορετικά δημιουργούνται
περισσότερα προβλήματα.
Για παράδειγμα όταν ένας εργαζόμενος θέλει οπωσδήποτε να
δώσει αίμα, μόνο και μόνο για να πάρει μια άδεια από τη δουλειά του, θα πιεστεί
και θα έρθει να δώσει αίμα, όταν με βάση τα ιατρικά κριτήρια δεν θα επιτρέπεται
και θα αποκρύψει στοιχεία από τον γιατρό αιμοδοσίας, όπως ότι είναι κρυωμένος ή
ότι πριν μια εβδομάδα μπορεί να είχε κάνει κάποιο τατουάζ, πράγματα που
επιβάλλουν μια μικρή περίοδο αποκλεισμού από την αιμοδοσία. Αυτό σημαίνει πως
το αίμα που θα συλλέξουμε δεν θα είναι ασφαλές για τον ασθενή που θα το
δεχθεί.»
Όπως όλες οι προσφορές πρέπει να έχουν στη φύση τους
το συστατικό της ευθύνης, έτσι και η προσφορά του αίματος στον συνάνθρωπο
πρέπει να είναι μια καθαρή πράξη:
«Αυτό είναι το νόημα της αιμοδοσίας, καθώς όταν κάποιος
έρχεται εθελοντικά πρέπει να είναι πολύ ειλικρινής ώστε να δώσει αίμα όταν
πραγματικά μπορεί και το αίμα του θα είναι ασφαλές. Είναι πολύ σημαντικό να
αισθάνεται κανείς ότι η αιμοδοσία είναι προσφορά και συγχρόνως προσφέρει στον
αιμοδότη την αίσθηση της χαράς που έχει δώσει. Είναι σαν να λέμε πως τελικά
στην αιμοδοσία δεν είναι ότι υπάρχει ο δυνατός που δίνει και ο αδύναμος που
παίρνει αλλά υπάρχουν δύο που μοιράζονται καθώς και ο ασθενής παίρνει αίμα και
ο αιμοδότης δημιουργεί μια σχέση και δίνει κάτι από τον εαυτό του.»
Για όσους θέλουν να γίνουν μέρος αυτής της
προσφοράς και να θεραπεύουν κάποια από τα τραύματα των αδελφών, υπάρχει φυσικά
μια απόλυτα ασφαλής διαδικασία:
«Υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους η αιμοδοσία θα ήταν
επιβαρυντική και μη ασφαλής, αλλά γι’ αυτό τον λόγο γίνεται πριν η συνέντευξη
από τον γιατρό αιμοδοσίας, ο οποίος μπορεί να ανιχνεύσει τέτοιες καταστάσεις
και να πει στον αιμοδότη ότι δεν πρέπει να δώσει αίμα κατά το συγκεκριμένο
διάστημα ή ότι ότι θα πρέπει να αποκλειστεί από την αιμοδοσία για ένα ορισμένο
νόσημα. Οπότε για αυτούς που επιλέγονται θετικά από τον γιατρό, η αιμοδοσία
είναι απόλυτα ασφαλής.
Επίσης, οι μελέτες έχουν δείξει ότι οι τακτικοί αιμοδότες
επειδή έρχονται σε επαφή με ιατρικές υπηρεσίες είναι πιο πιθανό να βρίσκονται
σε επαγρύπνηση σε κάτι που μπορεί να αλλάξει στην υγεία τους, όποτε αυτό
μακροπρόθεσμα καταγράφεται στα θετικά ιατρικά οφέλη για τον αιμοδότη. Για
παράδειγμα, αν κάποιος αρχίζει να έχει πιο υψηλή πίεση από ό,τι είχε παλιότερα,
μέσα από το έλεγχο στο πλαίσιο της αιμοδοσίας, θα το ανιχνεύσει νωρίτερα απ’
ότι αν δεν αιμοδοτούσε.
Κάποιος μπορεί να γίνει αιμοδότης από 18 έως 65 ετών. Στο
εξωτερικό, στο πλαίσιο του εορτασμού της ενηλικίωσης για αυτόν που γίνεται 18
χρονών, είναι ότι θα πάει και για την πρώτη του αιμοδοσία.»
«Δεινοπαθήσαμε το καλοκαίρι ή στην περίοδο του Covid-19 που ο κόσμος δίσταζε να έρθει»
Κανείς δεν διασφαλίζει για τον εαυτό του ότι δεν θα
βρεθεί ίσως στη θέση του αιμολήπτη. Η εμπειρία της ζωής δείχνει πως η υγεία και
η ασθένεια διαχωρίζονται από ένα ευαίσθητο σύνορο. Η ειδική γιατρός έχει
αντιμετωπίσει πολλές περιπτώσεις και αναφέρει:
«Οι μελέτες δείχνουν πως το 60% του πληθυσμού θα χρειαστούμε
μετάγγιση αίματος κάποια στιγμή στη ζωή μας. Καθημερινά, οι άνθρωποι που
χρειάζονται πολύ αίμα και σε τακτική βάση είναι οι ασθενείς με μεσογειακή
αναιμία, οι έγκυες, οι λεχώνες που έχουν χάσει πολύ αίμα, οι νεφροπαθείς, τα
πρόωρα νεογνά και άλλοι ασθενείς με αιματολογικά νοσήματα και καρκίνο. Οι
συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών χρειάζονται αίμα ανά 1 με 2 εβδομάδες.
Όλο αυτό το απόθεμα βρίσκεται στις αιμοδοσίες. Προσπαθούμε
να συγχρονίσουμε κάπως τη διάθεση εθελοντών αιμοδοτών ώστε να έχουμε να δώσουμε
σε όλους τους ασθενείς που έχουν ανάγκη. Πολλές φορές ερχόμαστε σε δύσκολη θέση
γιατί δεν έχουμε αίμα και προσπαθούμε να αναβάλουμε μια μετάγγιση ή να
μειώσουμε τον αριθμό των μονάδων που θα μεταγγίσουμε, πράγμα το οποίο δεν είναι
καλό για την υγεία του ασθενή αλλά πραγματικά δεν έχουμε αίμα. Στους μήνες του
καλοκαιριού ή στην περίοδο του covid-19 που ο κόσμος δίσταζε
να έρθει να δώσει αίμα δεινοπαθήσαμε.»
«Αν έδινε συστηματικά το 2%-3% του πληθυσμού, θα
είχαμε λύσει το θέμα στη χώρα μας»
Από μια απλή έρευνα διαπιστώνουμε με θαυμασμό πως
στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης η αιμοδοσία καλύπτεται αποκλειστικά από
εθελοντές αιμοδότες και με πικρία πως η Ελλάδα είναι από τις τελευταίες χώρες
που η αιμοδοσία δεν καλύπτεται από εθελοντές και χρειάζονται οι εθελοντές
περιβάλλοντος. Τι λέει για αυτή την αρνητική στάση των συμπατριωτών μας, η
γιατρός κ. Ανταράκη:
«Αν η αιμοδοσία στην Ελλάδα καλυπτόταν από εθελοντές, αυτό
θα σήμαινε πως σε οποιονδήποτε ερχόταν να υποβληθεί σε χειρουργείο ή να
μεταγγιστεί για κάποιο άλλο λόγο, δεν θα ζητούσαμε ποτέ να φέρει αίμα.
Αντίθετα, τώρα του λέμε να προσπαθήσει να φέρει και δύο αιμοδότες.
Πάντα χαιρόμαστε όταν έρχονται νέοι αιμοδότες με τη λογική
ότι είναι αιμοδότες με προοπτική και αν γίνουν τακτικοί εθελοντές αιμοδότες θα
αιμοδοτούν για πολλά χρόνια. Αν έδινε το 2-3% του πληθυσμού συστηματικά, θα
είχαμε λύσει το θέμα της αιμοδοσίας στη χώρα μας, ενώ τώρα είμαστε στη φάση που
πολλές φορές κάνουμε εισαγωγή αίματος από το εξωτερικό. Προσπαθούμε να κάνουμε
ανοίγματα σε νέους συλλόγους, σε χωριά, σε πανεπιστήμια, με δράσεις που θα
προσελκύσουν περισσότερο κόσμο να αιμοδοτήσει, που δεν θα αιμοδοτούσε αλλιώς.
Το Κέντρο Αιμοδοσίας συχνά οργανώνει προγράμματα, ημερίδες με ιδέες για το πώς
να προσελκύσουμε αιμοδότες.»
Η ελπίδα είναι προτέρημα και τη χρειαζόμαστε για να
σταθούμε όρθιοι ως άνθρωποι και ως υπεύθυνος λαός. Η κ. Ανταράκη διαπιστώνει
ότι οι νεότερες γενιές στρέφονται στη ευθύνη του διπλανού τους και μας αναφέρει:
«Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ ότι είμαστε σε καλύτερο
επίπεδο συνειδητοποίησης ως χώρα, καθώς έχουμε πολλά περιστατικά με γονείς που
έρχονται να δώσουν αίμα μαζί με τα 20χρονα παιδιά τους ή γονείς με μικρά παιδιά
τα οποία παρατηρούν και εξοικειώνονται με τον χώρο.
Ασθενείς με μεσογειακή αναιμία, το καλοκαίρι που τα
αποθέματα αίματος είναι σχεδόν τελείως εξαντλημένα, περιμένουν μια μονάδα
αίματος όπως εμείς στον καυτό ήλιο θέλουμε ένα μπουκάλι νερό. Χωρίς αυτή τη
μετάγγιση αυτοί οι ασθενείς ξέρουν πως δεν μπορούν να προγραμματίσουν τίποτα
για το επόμενο δεκαπενθήμερο και δεν ξέρουν αν θα μπορούν να σηκωθούν από το
κρεβάτι και εξαρτώνται από αυτή τη μονάδα αίματος που κάποιος θα την προσφέρει.
Πρέπει να σχηματοποιήσουμε στο μυαλό μας αυτούς στους
οποίους προσφέρουμε το αίμα μας. Μακάρι όλοι οι υποψήφιοι αιμοδότες κάθε φορά
που σκέφτονται να αιμοδοτήσουν, να θυμούνται ότι υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι που
θέλουν να παραλάβουν το αίμα τους.»
* * *
Ένα από τα βολικότερα ψέματα που
λέμε για να απέχουμε από την αιμοδοσία είναι ότι ίσως μπαίνει σε κίνδυνο η
υγεία μας. Όμως αυτό είναι μύθος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη γιατρειά από το να
δώσουμε αίμα για τους άλλους και για τον εαυτό μας. Κυρίως για τον εαυτό μας,
αφού κάθε δόσιμο περιέχει μυστικά ένα ανεκτίμητο κέρδος.
__________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε
στην εφημερίδα,
Ορθόδοξη
Αλήθεια, 11.05.2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου