Ο
Ουκρανός παραγωγός π. Αλέξανδρος Πλύσκα βρέθηκε στην Ελλάδα για την πρεμιέρα
του ντοκιμαντέρ "Αδάμ, που ει;" και μας μιλά αποκλειστικά για τα
γυρίσματα που αφορούν τη ζωή των μοναχών της Μονής Δοχειαρίου στο Άγιον Όρος
Μια βιωματική Ελληνοουκρανική ταινία
με τον αγιογραφικό συναρπαστικό τίτλο «Αδάμ πού ει;» προβάλλεται σε πολλούς
κινηματογράφους αυτές τις μέρες. Η ιστορία διαδραματίζεται στη Μονή Δοχειαρίου
του Αγίου Όρους και παρόλο που τα γυρίσματα και το μοντάζ διήρκεσαν 4 χρόνια κι
έχει παιχτεί σε πολλές χώρες των Βαλκανίων αλλά και στην Ρωσία, δεν θα μπορούσε
να έχει αυτές τις μέρες πιο επίκαιρο τίτλο από αυτόν που αποφάσισαν να της
δώσουν οι δυο Ουκρανοί δημιουργοί της. Σήμερα πάλι θα μπορούσαμε να ακούσουμε
ακριβώς πάνω από τον Ουρανό της πολιορκημένης Ουκρανίας την ίδια ερώτηση, αφού
ο σύγχρονος Αδάμ κρύφτηκε πίσω από τα όπλα, τις βόμβες και τους πυραύλους και
παριστάνει τον Θεό.
Ο τίτλος της
ταινίας ήταν ιδέα του σκηνοθέτη Αλέξανδρου Ζαποροσένκο, ο οποίος είχε έρθει
πρώτη φορά στο Άγιο Όρος για το γύρισμά της. Συναντήσαμε τον Ουκρανό παραγωγό
της ταινίας, πρωτοδιάκονο πατέρα Αλέξανδρο Πλύσκα, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα
για την πρεμιέρα της ταινίας και μιλά για το έργο. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην
Ουκρανία, ο ίδιος και η σύζυγός του βρίσκονταν στη Γεωργία για την προώθησή της
ταινίας. Ο σκηνοθέτης του «Αδάμ πού ει» παραμένει στην Ουκρανία και λόγω του
πολέμου δεν του επιτρέπεται να μιλά στον τύπο.
Ο πατήρ
Αλέξανδρος πιάνει το νήμα από την αρχή και αναφέρεται στην επιλογή του τίτλου:
«Την έμπνευση για τον τίτλο την βρήκε
ο σκηνοθέτης όταν γύριζε την ταινία στο Άγιο Όρος, γνωρίζοντας ανθρώπους που
δεν κρύβονται από τον Θεό, Του μιλάνε γνωρίζοντας ότι είναι αμαρτωλοί, αλλά
έχουν ταυτόχρονα μεγάλη επιθυμία να επικοινωνήσουν μαζί Του. Στην Αγία Γραφή
βλέπουμε μάλιστα τον Θεό να ρωτάει τον Αδάμ “πού ει;”. Θα δούμε όμως πως όλη η
ιστορία του ανθρώπου είναι η αναζήτηση της απάντησης στα ερωτήματα “Aπό πού
είμαι, πού πάω και τι είμαι;”
Το ευχάριστα
παράδοξο στον θεατή είναι ότι ενώ παρατηρεί τη μοναστική ζωή, ταυτίζεται με
τους χαρακτήρες και θέλει να δανειστεί την πνευματικότητά τους για να τη
μεταφέρει στη ζωή του πέρα από τον ασκητικό μοναχισμό. Ο παραγωγός θα
συμφωνήσει και θα παραδεχτεί πως αυτή ήταν η αρχική ιδέα:
«Η ταινία αυτή έγινε έτσι ώστε ο
θεατής να δει τη μοναστική ζωή σκεπτόμενος την οικογένειά του, τους γονείς του,
τα παιδιά του, τους συνανθρώπους. Την πνευματικότητα, λοιπόν, που βλέπει μέσα
στη ταινία, έχει τη δυνατότητα μετά να τη φέρει στη δική του ζωή. Δεν έχει
σημασία η εθνικότητά του, εάν είναι πιστός ή άπιστος, καθώς την ταινία αυτή
μπορεί να την παρακολουθήσει ο καθένας.»
Η επιλογή να
συμμετέχουν οι ίδιοι οι μοναχοί στη θέση των ηθοποιών δίνει δύναμη στην
αφήγηση. Ο πατήρ Αλέξανδρος εξηγεί την ντοκυμαντερίστικη μορφή παρουσίασης:
«Στην ταινία δεν χρησιμοποιήθηκαν
κανονικοί ηθοποιοί, έπαιξαν οι μοναχοί με την καρδιά τους, καθώς δεν υπάρχει
γραμμένο σενάριο αλλά στιγμές από την πραγματική τους ζωή. Το νόημα της ταινίας
θα χαραχθεί στο μυαλό του θεατή και η εμπειρία θα είναι καταπληκτική, όσες
φορές και να την δει. Θεατές που παρακολούθησαν την ταινία, που δεν πηγαίνουν
στην εκκλησία, μας ανέφεραν πως άκουγαν θυμίαμα στον κινηματογράφο.»
Τον ρωτάμε
για τo παρασκήνιo της ταινίας, όταν όλα βρίσκονταν σε πρώιμο στάδιο, για την
οποία διαφαίνεται πως υπήρξε ως εμπνευστής μια στιβαρή προσωπικότητα. Ο
κινηματογραφικός παραγωγός διηγείται την πορεία:
«Το 2005 γνώρισα τον πατέρα Γρηγόριο,
γέροντα της μονής Δοχειαρίου, ο οποίος προσδιόρισε την καλλιτεχνική πορεία
αυτής της ταινίας. Με είχαν καλέσει για μισό χρόνο στο μοναστήρι. Ήταν ένα
θαύμα να μου δώσουν την ευχή τους να κάνω αυτό το προσκύνημα στο Όρος, η
πρεσβυτέρα μου και ο Μητροπολίτης της περιοχής μου στην Ουκρανία.
Μετά από αυτό επισκεπτόμουν τη Μονή
κάθε μερικές εβδομάδες και έπειτα ανά 3 μήνες. Το 2008 είχα την ιδέα και την
έμπνευση για την ταινία με την ιστορία και τη ζωή του μοναστηριού. Ήθελα να
είναι κάτι αληθινό που θα το έβλεπε όλος ο κόσμος και προσπάθησα να πείσω τον
γέροντα να συμφωνήσει με το γύρισμα της ταινίας. Αρχικά το ανέβαλε, χωρίς να
απαντά θετικά ή αρνητικά. Τελικά, το 2014 είπε το ναι, όταν του υποσχέθηκα πως
θα τα κρατήσουμε όλα αληθινά όπως ακριβώς είναι.»
Ο θεατής θα
παρακολουθήσει μια ανοιχτόκαρδη ειλικρίνεια στις σκηνές, η οποία μεταμορφώνει
με ιερότητα την καθημερινότητα, με ρυθμούς ήπιους, κάτι που καταφέρνει να
εκπλήσσει στην εποχή της ταχύτητας. Ο πατήρ Αλέξανδρος ανοίγεται μιλώντας για
τη βαθύτερη επιθυμία της παραγωγής:
«Σίγουρα το μοναστήρι δεν είναι το
τελειότερο και υπάρχουν και καλύτερα από πολλές απόψεις, αλλά δεν με ένοιαζε να
προωθήσω το μοναστήρι, τον γέροντα ή μια ηθική χριστιανική. Σκοπός μας ήταν να
προωθήσουμε την ιδέα πως ο Θεός μιλάει με κάθε άνθρωπο. Βέβαια ομολογώ πως οι
σκέψεις και οι απόψεις οι δικές μου και του σκηνοθέτη δεν συμπεριλαμβάνονται
στην ταινία, γιατί πιστεύουμε πως ο Θεός μιλάει πολύ βαθιά στους ανθρώπους από
μόνος του, ενώ εμείς οι άνθρωποι μόνο παραπονιόμαστε και κάνουμε θόρυβο, που
πολλές φορές δεν βγαίνει σε καλό. Η ελευθερία στην ταινία ήταν πολύ σημαντική
για εμάς καθώς από το 2008 μέχρι και τώρα η ιδέα ήταν με την ίδια ελευθερία που
κάποιος θα παρακολουθήσει την ταινία, με την ίδια ελευθερία να αποφασίσει τι θα
είναι μέσα του.»
«Δεν
μας χρηματοδότησε κανείς. Δεν είχαμε καθόλου χρήματα. Μόνο κάποιοι φίλοι
βοήθησαν»
Η κάλυψη του
κόστους της παραγωγής είναι ένα από τα στοιχεία της διαδικασίας που θαυμάζει
κανείς, αφού ξεπεράσει την πρώτη έκπληξη, για το πώς ολοκληρώνεται με επιτυχία
το παζλ μιας δημιουργίας που άξιζε τον κόπο:
«Δεν είχαμε καθόλου χρήματα για την
ταινία, δεν μας χρηματοδότησε κανείς και γι’ αυτό το λόγο ο σκηνοθέτης τα
τράβηξε όλα και έκανε το μοντάζ δωρεάν. Κάποιοι φίλοι μας βοήθησαν δίνοντάς μας
χρήματα για να αγοράσουμε τα αεροπορικά εισιτήρια μας, τη μουσική και μερικά
εργαλεία που μας έλειπαν.»
Ο πατήρ
Αλέξανδρος Πλύσκα θα αναφερθεί στα στοιχεία της πλοκής που πηγάζουν από τον
ίδιο τον σκηνοθέτη, ο οποίος χρειάστηκε να ζήσει πολύ καιρό μαζί με τους
μοναχούς και να δομήσει τους ρόλους και τις σκηνές μέσα από την αλήθεια που
ζούσε δίπλα στους αληθινούς πρωταγωνιστές του:
«Θυμάμαι την πρώτη ημέρα που είχε
έρθει ο σκηνοθέτης, ο Αλέξανδρος Ζαποροσένκο στη Μονή Δοχειαρίου. Τότε ο
ηγούμενος τού είχε πει να αφήσει την κάμερα και να πάρει ένα καρότσι με μπετό
για να βοηθήσει τους υπόλοιπους μοναχούς με τις οικοδομικές εργασίες τους.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα ο Αλέξανδρος συμμορφώθηκε και αργότερα συμμετείχε στις
δουλειές χωρίς κανείς να του το ζητήσει. Του άρεσε ιδιαίτερα να συμμετέχει στο
ψάρεμα.
Όμως αυτό που ελκύει τον θεατή είναι
πως φαίνεται καθαρά η διάθεσή του στο να καταλάβει πραγματικά και να μπει στη
ψυχή του μοναχού. Καθόταν μέχρι πολύ αργά το βράδυ στην εκκλησία και συμμετείχε
στις ακολουθίες και τις αγρυπνίες, με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα το πρωί που
θα έπρεπε να εργαστεί και να πάρει τα πλάνα να είναι πολύ κουρασμένος.»
Να
αλλάξουμε εμάς!
Σε αισθητικό
επίπεδο η φωτογραφία είναι αριστοτεχνική με μια καθηλωτική δυναμική. Η ταινία
μέχρι και σήμερα παίζεται σε πολλούς κινηματογράφους στην Ουκρανία και στο
Κίεβο. Όταν ρωτήσαμε τον παραγωγό για την εμπόλεμη κατάσταση στην πατρίδα του,
η θλίψη χρωμάτισε τη φωνή του:
«Η κατάσταση στην Ουκρανία αυτή τη
στιγμή είναι δύσκολη και αν θέλουμε να αλλάξει κάτι πρέπει ο καθένας μας
προσωπικά να αλλάξει προς το καλύτερο τον εαυτό του για να μπορέσει να αλλάξει
και ο κόσμος σαν σύνολο. Η ταινία ανάμεσα στα άλλα προβάλλει πως πρέπει να
υπάρχει σεβασμός προς όλους τους συνανθρώπους μας.»
* * *
Φύγαμε από
τον Παράδεισο με ανταρσία και κρυφτήκαμε, διακόπτοντας τον δρόμο προς την θέωση
και παίρνοντας το μονοπάτι για τη γη που ζούμε. Χάσαμε τον εαυτό μας. Όμως από
τότε ο άνθρωπος στη μνήμη του χαμένου Παραδείσου προσεύχεται με όποιο τρόπο
μπορεί, φυσικά και μέσω της τέχνης. Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε η ανθρωπότητα
καταφέρει να απαντήσει στο «Αδάμ πού ει» με τον τρόπο που μας προτείνει ο
Χριστός.
_
__________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
Ορθόδοξη Αλήθεια, 04.05.2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου