Όχι, δεν είναι
τίτλος είδησης ενός οικονομικού εκκλησιαστικού σκανδάλου, πραγματικού ή
φανταστικού, με διεκδικήσεις real estate και παρόμοια, που γίνονται ή
επινοούνται προκειμένου να εκτονωθεί μια πολιτική κατάσταση ή να
αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη.
Το κείμενο που
ακολουθεί είναι μια πρόταση για ανάγνωση ή και για θέαση. Πρόκειται για το
βιβλίο του Χιώτη συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη,
μια σημειολογική νουβέλα με τίτλο «Η δεξιά τσέπη του ράσου» (εκδ.
Εστίας), που κυκλοφόρησε το 2009 και έχει ήδη κάνει 5 εκδόσεις. Δέκα χρόνια
μετά, το 2019 ολοκληρώνεται η εξαιρετικά επιτυχημένη μεταφορά της στη μεγάλη
οθόνη. Το σενάριο υπογράφει η Στέλλα Βασιλαντωνάκη και στην καρέκλα του
σκηνοθέτη κάθεται ο Γιάννης Λαπατάς [1].
Το κείμενο του
βιβλίου, όπως και το σενάριο, δεν έχουν ιδιαίτερη πλοκή, ούτε εντάσεις και
εκπλήξεις. Ο συγγραφέας μάς παραθέτει μια περίληψη στο οπισθόφυλλο και έτσι δεν
περιμένουμε κάτι, όταν πάρουμε στα χέρια μας το βιβλίο.
Ο μοναχός
Βικέντιος ζει ολομόναχος σ’ ένα μοναστήρι της Χίου, στο ερημοβράχι της
Παναγιάς. Η μοναξιά δεν είναι επιλογή του. Κάποτε το μοναστήρι έσφυζε από ζωή.
Τότε που, μόλις 17 ετών, επιθύμησε να μπει στη δύναμη του μοναστηριού. Σύντομα
ο Βικέντιος «με αγάπη ακατέργαστη για τη ζωή του μοναχού» πήρε το μοναχικό
σχήμα από τα χέρια του Γέροντά του, ενός αυστηρού ηγούμενου που θεωρούσε πως η
χαρά δεν έχει θέση στην ψυχή ενός μοναχού και μάλιστα νεαρού, που έδιωξε 3-4
μορφωμένους νέους που ήλθαν στο μοναστήρι μετά τον Βικέντιο, από φόβο μην χάσει
την πρωτοκαθεδρία.
Με το πέρασμα
του χρόνου οι παλαιότεροι μοναχοί αναπαύθηκαν, οι νεότεροι έφυγαν κι απέμεινε ο
Βικέντιος μοναδικός κάτοικος της Μονής, αντίκρυ σε μια θάλασσα ανταριασμένη κι
απάνω έναν ουρανό κατασκότεινο.
Τότε ήταν που ο
αγαθός και συνάμα δύστροπος Μάρκος, ο υπεύθυνος για την τροφοδοσία της Μονής,
τού έφερε μια λευκή σκυλίτσα, που είναι στο εξής η συντροφιά του [2]. Όταν η
σκυλίτσα ζευγαρώνει ο Βικέντιος βάζει στην τσέπη του ράσου του 60 φουντούκια.
Κάθε μέρα τρώει κι από ένα, ώστε να ξέρει πότε θα είναι η μέρα της γέννας.
Κάποια μέρα τα
φουντούκια σώνονται και η σκυλίτσα δεν έχει ακόμα γεννήσει. Βαριά και δυσκίνητη
τον ακολουθεί όπου πάει: στον κήπο, στο προαύλιο του ναού, στην κουζίνα… Κάποιο
από τα επόμενα βράδια ο αρχιεπίσκοπος αφήνει την τελευταία του πνοή, η σκυλίτσα
γεννά τρία κουταβάκια, αλλά αμέσως μετά πεθαίνει. Οι προσπάθειες του Βικέντιου
να σώσει τα κουταβάκια δεν τελεσφορούν, καθώς πεθαίνουν τα δύο και τα θάβει
δίπλα στη μητέρα τους. Τώρα πια, κάνει την ύστατη προσπάθεια για να ζήσει το
τελευταίο. Το βάζει στη δεξιά τσέπη του ράσου του (για την ακρίβεια του
εσώρασου) τυλιγμένο σε μια κάλτσα, προκειμένου να διατηρείται ζεστό και για να
το έχει πάντα μαζί του.
Το κείμενο
ακροβατεί μέσω μιας σειράς αντιθέσεων, ανάμεσα στο συλλογικό και το προσωπικό.
Το πένθος για τον θανόντα αρχιεπίσκοπο από τη μια, ο σιωπηλός πόνος για το χαμό
της σκυλίτσας από την άλλη. Οι διαδικασίες διαδοχής του αρχιεπισκόπου από τη
μια και η προσπάθεια του Βικέντιου να κρτατήσει στη ζωή τους διαδόχους της
σκυλίτσας από την άλλη (εξαιρετική η σκηνή στην οποία ο μοναχός κλείνει το
ραδιόφωνο που μεταδίδει τα νέα για τον θάνατο του αρχιεπισκόπου και ο θεατής
τότε αντιλαμβάνεται το κλάμα των νεογέννητων κουταβιών).
Τα πλάνα είναι
αριστουργηματικά [3], η μουσική υπέροχη, το μοντάζ έξοχο και οι διάλογοι είναι
τόσο δυνατοί που μπαίνεις στον πειρασμό να κάνεις κλικ στο «15 δευτερόλεπτα
πριν» για να ακούσεις ξανά μια ατάκα [4].
Η ταινία
ξεχειλίζει από τρυφερότητα, όχι όμως επιφανειακή και ανάλαφρη. Οι σκηνές με τα
ζόρια εναλλάσσονται με αστεία πλάνα, που ισορροπούν έξυπνα, χαρίζοντας πηγαίο
γέλιο (σπαρταριστή η σκηνή με τη θρησκευόμενη κυρία που ζητά να γίνει αγιασμός
στο νέο αυτοκίνητο και στη συνέχεια αντιδρά με έντονο καθωσπρεπισμό, όταν ο
γιος της ξινίζει επειδή ο αγιασμός έβρεξε το ακριβό του αμάξι).
Ο συγγραφέας
κινείται στα όρια μιας προσωπικής εξομολόγησης. Ο Βικέντιος ανοίγει την ψυχή
του όχι στην ευσεβή κυρία που ήλθε με τα παιδάκια της για να τους διαβάσει μια
ευχή, αλλά στους δύο νεαρούς που, όχι μόνο ο φαινότυπός τους είναι μακριά από
τα θρησκευτικά dress code, αλλά και οι ερωτήσεις τους ίσως έφερναν σε αμηχανία
κάποιον άλλον. «Καμιά φορά πιο εύκολα ανοίγεις την καρδιά σου σε έναν ξένο,
παρά στον ίδιο σου τον αδελφό» τους λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Το θέμα της
μοναξιάς είναι το κυρίαρχο, αλλά όχι το μοναδικό της ταινίας. Ένα θέμα για το
οποίο έχουν γραφτεί κείμενα, στίχοι τραγουδιών, σενάρια ταινιών. Συνήθως
αναφέρονται στη μοναξιά όσων ακούσια δεν μοίρασαν τη ζωή τους με ένα ταίρι ή
όσων ξέμειναν στο τέλος της ζωής τους χωρίς σύντροφο, μακριά από παιδιά. Η
μοναξιά όμως, που νιώθει κάποιος περιτριγυρισμένος από ανθρώπους είναι κάτι που
δύσκολα λέγεται ή ανιχνεύεται.
Δεν ήταν επιλογή
του Βικέντιου να ζει ολομόναχος. Οι επισκέπτες που έρχονται, επιτείνουν τη
μοναξιά του, αντί να την γιατρεύουν. «Η μοναξιά με στενεύει τις μέρες και με
αγριεύει τις νύχτες» ομολογεί ο ίδιος. Μα, κι όταν ήταν περιτριγυρισμένος από
αδελφούς δεν αισθανόταν όλα όσα είχε φανταστεί.
Η ανεπάρκεια του
Γέροντά του -«είναι δύσκολη η καλογερική όταν ο Γέροντάς σου δεν σε καθοδηγεί
με αγάπη» λέει χαρακτηριστικά- ήταν η αιτία της ερήμωσης της μονής, αφού «με
την παραξενιά του δε στέριωνε κανένας εδώ». Όλα κυλούσαν «μέσα από το δρόμο του
φόβου, όχι της χαράς», αφού ο ηγούμενος «δεν την άντεχε τη χαρά, την είχε για
αμαρτία».
Και στη συνέχεια
μάς δίνει τον δικό του ορισμό τού σωστού Γέροντα: «Ο πνευματικός αν χρειαστεί,
θα πάει και στην “κόλαση” για ένα πνευματικό του παιδί. Αλλά αν πάει, θα κάνει
την “κόλαση” παράδεισο. Γιατί θα βρίσκεται εκεί μόνο από αγάπη».
Κι ενώ θα
περιμέναμε να απορρίψει εντελώς ο Βικέντιος τον ηγούμενο ή και να αμφισβητήσει
την κλήση του, εκείνος στέκεται στα θετικά του σημεία και ομολογεί: «Ο Γέροντάς
ήταν αυστηρός και σκληρός, αλλά ο πρώτος που έκανε αυτά που ζητούσε ήταν ο
ιδιος!», δηλώνοντας επανειλημμένα πως ούτε μια φορά δε μετάνιωσε που ήλθε στο
μοναστήρι. Μόνο που, όντας ώριμος άντρας, επαναπροσδιορίζει πλέον στάσεις και
αξίες. «Είναι δύσκολη η ζωή του καλόγερου, όμως αν τη θες αληθινά, ο φόβος
περισσεύει. Αν έχεις διαλέξει αυτή τη ζωή, μπορείς και να χαίρεσαι και να
αγαπάς».
Και στο
ενδεχόμενο ερώτημα που θα αναδυθεί στον αναγνώστη/θεατή «ο μοναχός αδιαφορεί
για τα κοινωνικά τεκταινόμενα;» δίνει ο σκηνοθέτης μια απάντηση: «Θα έλεγε
κανείς ότι με μια πρώτη ματιά ο Βικέντιος είναι αποκομμένος από το κοινωνικό
σύνολο. Αντιθέτως, όμως, ο Βικέντιος εκφράζει τον συνειδητοποιημένο άνθρωπο,
που δεν εντυπωσιάζεται από τα ψεύτικα μεγαλεία και αναζητά την απλότητα, την
αγάπη, τη συντροφικότητα. Εκφράζει τον άνθρωπο που έχει χαράξει τη δική του
πορεία, που υπερασπίζεται τις επιλογές του και δεν τις μετανιώνει ούτε κι όταν
μένει τελείως μόνος»
Ο Βικέντιος με
όχημα τον πόνο κοιτά κατάματα το θάνατο και πορεύεται. Από τις πιο
συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας είναι εκείνη που ο Μάρκος επιχειρεί να
πετάξει στη θάλασσα τη νεκρή σκυλίτσα και την τελευταία στιγμή ο Βικέντιος τού
την παίρνει από τα χέρια για να τη θάψει δίπλα στον ιστό της σημαίας, αφού
πρώτα τη νεκροστολίσει με κυκλάμινα και κλαράκια από δεντρολίβανο. Μπορεί σε
κάποιους από μας με πενιχρή αναγνωστική ή κινηματογραφική εμπειρία, να μας
φανεί υπερβολικό όλο αυτό. Είναι που ο στολισμός και γενικότερα η φροντίδα του
νεκρού έχει εξοβελιστεί από τη ζωή μας και έχει ανεπιστρεπτί παραδοθεί σε
έμπειρους επαγγελματίες. Είναι ίσως που συνηθίσαμε το γραφείο τελετών να μας
παραδίδει τον ακριβό μας νεκρό μια ώρα (το πολύ!) πριν από τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Μας φαίνεται
ίσως το ίδιο υπερβολικό όσο η εκδήλωση της αγάπης που είχαν για τη πανίδα αλλά
και την χλωρίδα οι άγιοί μας. ας θυμηθούμε το περίφημο περιστατικό με τον άγιο
Σιλουανό και το μοναχό που χτύπησε με το ραβδί του ένα χόρτο [5].
Κανένα ανθρώπινο
συναίσθημα δεν περιθωριοποιείται στο βιβλίο και την ταινία και συνάμα όλα
μεταμορφώνονται και παίρνουν θεϊκή χροιά. Η μάνα αντιδρά όταν μαθαίνει την
απόφαση του γιου της να πάει στο μοναστήρι («Αφού το θέλει τόσο πολύ, ας γίνει
παπάς… Αλλά ας παντρευτεί τουλάχιστον, ας κάνει οικογένεια»), αλλά είναι η ίδια
που, μερικά πλάνα αργότερα σφίγγει μέσα στα χέρια της τα χέρια του και τα
λούζει με τα δάκρυά της, καθώς του σιγοψιθυρίζει «Πώς εκλήθης αδελφέ;».
Κάθε
λεπτομέρεια, κάθε λέξη, κάθε παράγραφος δεν επιλέχτηκε τυχαία στη «δεξιά τσέπη
του ράσου». Ακόμα κι αυτός ο τίτλος: σε διαφορετικούς χώρους, χρόνους και
πολιτισμούς η λέξη δεξιός/ιά ήταν ανέκαθεν δηλωτικό καλής, ευνοϊκής κατάστασης
[6].
Αξίζει να
διαβάσουμε το βιβλίο ή και να δούμε την ταινία. Αν δεν το βρείτε σε κάποιο
βιβλιοπωλείο ή σε κάποια δανειστική βιβλιοθήκη, δείτε τουλάχιστον την ταινία.
Την έχει ανεβάσει η ΕΡΤ στην πλατφόρμα ertflix δωρεάν ως τις 30 Αυγούστου
(https://www.ertflix.gr/vod/vod.174593-e-dexia-tsepe-tou-rasou).
Και θα μας
αποζημιώσει όλους, μοναχικούς και όχι, ζωόφιλους και μη, έγγαμους ή άγαμους,
μικρούς (άνετα μπορεί να τη δει ένας έφηβος) ή μεγάλους.
Γιατί ίσως
κάποιοι από μας να βρεθήκαμε κάποτε μόνοι κι απροστάτευτοι.
Ίσως τότε κάποια
χέρια να μάς ζέσταναν στη δεξιά τσέπη ενός «ράσου».
Και ίσως να μην
μάθουμε ποτέ πόσες φορές ο Θεός άκουσε το όνομά μας στις προσευχές εκείνων που
μας έχουν έγνοια και μας αγαπούν …
Υπ.
_______________
[1] Γράφει
χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης για τον συγγραφέα:
«Με συνεχή μικρά αφηγηματικά ξαφνιάσματα “συντονίζει” το συναίσθημα του
αναγνώστη που πάλλεται συνεχώς όπως το διαπασών από τα μικρά χτυπήματα!»
[2] Εκτός από τη
σκυλίτσα, στο μοναστήρι ζουν κότες, φαραόνια και μερικές γάτες. Η σκυλίτσα έχει
όμως, το μοναδικό προνόμιο να μπαίνει στο κελί του Βικέντιου.
[3] Θεωρώ πως
ακόμα πιο εκφραστικά από τα μάτια του Βικέντιου, που υποδύεται εκπληκτικά στην
ταινία ο Θοδωρής Αντωνιάδης, είναι τα χέρια του κι ότι τα κοντινά πλάνα
αποδίδουν στο έπακρο όλα όσα είχε να πει ο συγγραφέας. Η σκηνή με τα χέρια που
τρέμουν σφίγγοντας το ζωστικό, όταν ο Βικέντιος βρίσκει τη σκυλίτσα νεκρή είναι
εξίσου -αν όχι πιο δυνατή- από εκείνη με τα δακρυσμένα μάτια και το στόμα
ανοιχτό σε στάση σιωπηλής κραυγής. Αλλά κι όταν μιλάει, είτε on camera είτε voice
over, είναι εκπληκτικός.
[4] «Τελικά όταν
αγαπάς, πρέπει να αγαπάς τα πράγματα ολόκληρα, πρέπει να αγαπάς και τον θάνατό
τους με κάποιο τρόπο... Είναι λάθος να αισθανόμαστε προδομένοι ή αδικημένοι από
κάτι. Από τις ίδιες τις ψυχές που φεύγουν… Από το Θεό … Η αρχή και το τέλος είναι ένα πράγμα κι είναι
μαζί» λέει ο γέρο Συμεών στο νεαρό δόκιμο, εξιστορώντας την τραγική ζωή του.
[5] «Κρατούσαμε
στα χέρια ραβδιά, όπως συνηθίζεται στις ορεινές περιοχές. Και στις δυο πλευρές
τού δρόμου φύτρωναν αραιά ψηλά αγριόχορτα. Με τη σκέψη να μην αφήσω τα χόρτα να
κλείσουν το μονοπάτι, χτύπησα με το ραβδί εάν βλαστό στην κορυφή του, ώστε να
εμποδίσω την ωρίμανση των σπόρων. Η χειρονομία μου φάνηκε βάναυση στον Γέροντα
και με αμηχανία κούνησε ελαφρά το κεφάλι. Κατάλαβα τι σήμαινε αυτό και ντράπηκα».
Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ιεράς Μονής
Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ, σ. 111.
Δεν θα ξεχάσω
την εξαιρετική σκηνή από την πρόσφατη ταινία «Ο άνθρωπος του Θεού». ο άγιος
Νεκτάριος ως διευθυντής της Ριζαρείου σχολής, σκύβει στο χώμα και φυτεύει
λουλούδια με κινήσεις λεπτές, προσεκτικές, με μιαν αγάπη που ρέει από τα
ακροδάχτυλά του.
[6] Στην αγγλική
γλώσσα η λέξη right σημαίνει ο δεξιός, αλλά και ο σωστός, ο κατάλληλος, ο
ευθύς· αντίστοιχα στη γαλλική με τη λέξη droit, εκτός από τη δεξιά πλευρά,
αποδίδεται το δίκαιο και ο ευθύς.
Όταν χαιρετάμε
κάποιον τού δίνουμε το δεξί μας χέρι. Αυτό κάνουμε όταν καλωσορίζουμε κάποιον.
από κεί προήλθε η λέξη δεξίωση.
Ευχόμαστε «να
έρθουν όλα δεξιά» (ευνοϊκά), ενώ όταν επαινούμε έναν συνεργάτη μας για την
ικανότητα και την προσφορά του λέμε ότι «είναι το δεξί μας χέρι».
Όταν κάτι
ξεκινήσει καλά λέμε ότι «ξεκινήσαμε με το δεξί».
Στο Ευαγγέλιο
της Κρίσεως οι ευλογημένοι κάθονται εκ δεξιών του Πατρός κλπ.
Στον αντίποδα οι
προάγγελοι της συμφοράς στα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας έρχονταν
πάντα από τα αριστερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου