Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

«Με τὴν χάρη τοῦ Θεοῦδὲν ὑπάρχουν ἐμπόδια» ΣΤΑΡΕΤΣ ΝΙΚΌΛΑΟΣ ΓΚΟΥΡΓΙΑΝΩΦ.



Συχνὰ ὁ Γέροντας ἔλεγε σὲ πολλούς: «Θὰ ἔρθω κοντά σας σὲ πέντε χρόνια». Ἢ εὐλογοῦσε: «Ἀγορᾶστε τὸ σπιτάκι, διορθώστε το, θὰ ἔρθω νὰ μείνω μαζί σας»... Ἢ ὅταν τὸν
παρακαλοῦσαν νὰ προσευχηθεῖ γιὰ κάποιο κεκοιμημένο, ἀπαντοῦσε: «Ναί, ναί. Είδα τὴν μητέρα σας. Θὰ τὴν ξαναεπισκεφτῶ»...
Ὁ Γέροντας μὲ τὴν ἀόρατη πνευματικὴ ἀγάπη του μποροῦσε νὰ ἐπισκέπτεται καὶ ἐμᾶς, ἀλλά καὶ τοὺς ἀγαπητούς
μας ἀνθρώπους, τοὺς ἐν ζωῇ καὶ τοὺς κεκοιμημένους. Τοῦ εἶχε
δοθεῖ τέτοια Χάρη ἀπὸ τὸν Κύριο! Στοὺς Ἁγίους, ὅπως τὸν Γέροντα
Νικόλαο, ὁ Κύριος στέλνει τὶς ἀποκαλύψεις του ἁπλᾶ καὶ φυσιολογικά, παρόμοια μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς μαθαίνουμε τὸν
κόσμο γύρω μας. Τοὺς ἀποκαλύπτει τὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης
ψυχῆς, τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. Ἀποκαλύπτει ὄχι
μόνο τὶς ἀσθένειες καὶ τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ τὶς εὐλογημένες καταστάσεις τῆς ψυχῆς...
«Για τὴν Χάρη δὲν ὑπάρχει ὁ χρόνος, οἱ ἀποστασεις καὶ τὰ ἐμπόδια», ἔλεγε ὁ Γέροντας. Πολλοί Ἅγιοι εἶχαν προικιστεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τέτοιο χάρισμα, νὰ μετακινοῦνται στὸν χῶρο μὲ τὸ
πνεῦμα, ἀκόμα καὶ μὲ τὸ σῶμα, παραμένοντας ἀόρατοι γιὰ τοὺς
ἄλλους. Ὅταν ῥώτησαν τὸν Γέροντα Γαβριὴλ ἀπὸ τὴν Μονὴ Σπασο-Ελεαζάροφσκυ, πῶς μποροῦσε νὰ βοηθᾷ τὰ πνευματικά του παιδιά, ποὺ βρίσκονταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά του, ἐν σώματι κιόλας, αὐτὸς ἀπάντησε: «Ήταν Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ποὺ φανερώθηκε, ὄχι ἐγώ.»
Κάποτε συνέβαινε τὸ ἐξῆς: Διαβάζαμε μὲ τὸν Γέροντα Νικόλαο ἐπιστολὲς στὸ κελλί, ὁ ἴδιος ἐπέλεγε κάποιες ἀπὸ τὸν
απίστευτα μεγάλο ἀριθμὸ ἐπιστολῶν. Μοῦ ἔδινε μία ἤδη ἀνοιχτὴ ἐπιστολή, ποτέ του δὲν ἔσχιζε τοὺς φακέλους, ἀλλὰ τοὺς ἄνοιγε μὲ τὸ ψαλίδι. Διάβαζα στὸν Γέροντα μεγαλόφωνα καὶ αὐτὸς ἄκουγε
καὶ προσευχόταν. Κάποτε, δὲν προλάβαινα νὰ γυρίσω τὴν σελίδα
γιὰ νὰ διαβάσω τὴν επόμενη λέξη καὶ αὐτός καθισμένος ἀπέναντι
καὶ μὴ βλέποντας τὴν ἐπιστολή, πρόφερε ἤδη τὴν λέξη ἀπὸ τὴν
ὁποία ξεκινοῦσε ἡ επόμενη σελίδα. Ἂν ὑπῆρχαν ἐρωτήσεις ἢ
παρακλήσεις, ἔλεγε μεγαλόφωνα: «Ὄχι, ὄχι! Δὲν χρειάζεται νὰ
ἀλλάξουν τὸ διαμέρισμα!» Ἢ ἔδινε εὐλογία: «Ὁ Θεὸς θὰ εὐλογήσει, νὰ στεφανωθεῖτε! Θὰ εἶναι καλὴ ἡ οἰκογένεια καὶ τὰ
παιδάκια θὰ εἶναι ὑγιῆ καὶ γερά! Βοήθησέ τους Κύριε!» Καὶ ὅλον τὸν καιρό, ὅταν διαβάζαμε τὶς ἐπιστολὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἦταν μακριά, μὲ ἀρχιερατικὴ ἢ μὲ ἱερατικὴ εὐλογία σταύρωνε τὸν χῶρο
πρὸς τὶς τέσσερις πλευρὲς τοῦ ὀρίζοντα...
Ἐννοεῖται, πὼς αὐτὰ εἶναι ἕνα μικρό μέρος τῶν εὐλογημένων κόπων τοῦ Γέροντα τοῦ Θεοῦ….. Ῥωτοῦσα τὸν Ἅγιο
ἱκέτη: «Γέροντα, πῶς θὰ μάθουν οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀπάντησή Σας ἢ
τὴν εὐλογία Σας;» Μοῦ ἀπαντοῦσε: «Ὁ Φύλακας-Ἄγγελος θὰ τοὺς
ὑποδείξει, θὰ τοὺς νουθετήσει. Θὰ κάνουν αὐτό, ποὺ τοὺς ἔχω πεῖ
ἐγώ! Καὶ θὰ εἶναι πολὺ εὐχαριστημένοι καὶ εὐγνώμονες στὸν Κύριο», διότι μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τῆς εὐλογίας του δικαίου...
Αὐτὴ ἡ μέριμνα τοῦ Γέροντα γιὰ τὶς ψυχές ἔκανε βεβαίως τὸν ἐχθρὸ νὰ βράζει φοβερὰ ἀπὸ τὸ κακό του... Μαινόταν ἐνάντια
στὸν Γέροντα. Τὸ πιὸ δύσκολο ἦταν νὰ διαβάζω τὶς ἐπιστολὲς τῶν
ἀνθρώπων, οἱ ὁποίοι ἀσχολούνταν μὲ τὸν μυστικισμὸ καὶ μὲ διάφορα εἴδη μαγείας... Ἐδῶ ἡ σωτηρία βρισκόταν μόνο στὴν
προσευχή τοῦ Ἰησοῦ καὶ στὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Μία φορά, διαβάζοντας μία τέτοια ἐπιστολὴ ἔντονης καὶ εἰλικρινοῦς
ἐξομολόγησης ἡ πόρτα ἄνοιξε μόνη της, ἦταν ἡμέρα καὶ διαγράφηκε μία κατάμαυρη σιλουέττα... Ὁ Γέροντας τὴν φοβέρισε
μὲ τὴν γροθιά του καὶ φώναξε: «Σοῦ τὸ ἀπαγορεύω εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ! Άφησε αὐτὴ τὴν ψυχή!» Ἡ πόρτα χτύπησε μὲ δύναμη καὶ ἀπὸ τὰ ῥάφια ἔπεσαν κάποια πράγματα. Τέτοιες ἐπιστολές ὁ
Γέροντας μὲ εὐλογοῦσε νὰ τὶς διαβάζω μέχρι τέλος, παρακαλοῦσε
νὰ γράφω τὰ ὀνόματα τῶν δύστυχων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι
έμπλεξαν στα δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ καὶ τὶς ἐπιστολὲς νὰ τὶς καίω
στὴν κτιστὴ ξυλόσομπα... Τὸ πνεῦμα τους ήταν τόσο βρωμερό, πού
ή μικρή σόμπα συνέχεια ἔβγαζε καπνούς. Δὲν εἶναι ἐπειδὴ ἡ καμινάδα δὲν ἦταν καθαρὴ... Τὸ θέμα δὲν ἦταν στὴν καμινάδα,
ἀλλὰ στὸ πονηρὸ πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ «περίεργος» ἀνθρώπινος
νοῦς φλέρταρε καὶ ἔπειτα βασανιζόταν ἀφόρητα. Καὶ μόνο οἱ Ἅγιες προσευχὲς τῶν Πατέρων, ὅπως τοῦ Γέροντα, μὲ τὴν δύναμη
τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ ἐλευθέρωναν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία.
Ακόμη ἕνα καταπληκτικὸ περιστατικό εἶναι τὸ ἐξῆς: Ήρθε ἀπὸ τὴν Μόσχα μία γριούλα, ἡ ὁποία συχνὰ ἐρχόταν στὸν
Γέροντα. Αὐτὴ φρόντιζε ὅλα τὰ ἐγγόνια της. Ἡ γιαγιὰ τὰ πήγαινε
στὸ Σχολεῖο, τὰ ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ Σχολεῖο καὶ τὰ πήγαινε σὲ ἄλλα
μαθήματα. Τὰ ὀνόματα τῶν ἀγαπητῶν τῆς ἐγγονῶν τὰ θύμιζε
πάντα μὲ ἐπιμέλεια στὸν Γέροντα γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Καὶ νά, μία
φορὰ κοντὰ στὸν σταθμό τοῦ μετρὸ «Πανεπιστήμιο» δὲν πρόλαβε
νὰ διασχίσει τὸν δρόμο στὸ πράσινο φῶς τοῦ φαναριοῦ. Τὸ αυτοκίνητο ἔτρεχε καταπάνω στὸ παιδί Ἡ γιαγιὰ ἱκέτευσε καὶ
φώναξε: «Πάτερ Νικόλαε», μόνο δύο λέξεις καὶ νὰ στὴν στιγμὴ
βλέπει τὸν Γέροντα μὲ τὸ δεξὶ χέρι του νὰ σταματᾷ τὸ αὐτοκίνητο...
Τὸ ἀγόρι ἔμεινε ἀβλαβές, μόνο τρόμαξε πολὺ καὶ ὁ ὁδηγὸς ἀπὸ τὸ
ἀπότομο φρενάρισμα τραυματίστηκε στὸ πρόσωπό του. Μὲ τὸ
ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅλοι ἔμειναν ζωντανοί, τέτοια εἶναι ἡ προστασία
τῶν Ἁγίων! Ἡ γριούλα ἔκλαιγε καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Πατέρα, ἐνῶ
ὁ Γέροντας τῆς εἶπε: «Ἀγαπητή μου, μακάρι νὰ Σᾶς βοηθοῦσε
κάποιος μὲ τὰ παιδάκια»...
Παρόμοιο περιστατικὸ εἶχε ξανασυμβεῖ, ἀλλὰ μετὰ τὴν
κοίμηση τοῦ ἀείμνηστου Γέροντα... Τὴν θαυμαστὴ σωτηρία, μᾶς
τὴν ἐξιστόρησε ἕνας ἱεροδιάκονος, ὁ ὁποῖος σέβεται καὶ ἀγαπᾷ τὸν
Γέροντα, πάντα τὸν καλεῖ στὶς προσευχές του καὶ ζητᾷ τὴν προσευχητική του προστασία καὶ τὴν Ἁγία του εὐλογία. Μετὰ ἀπὸ μία μεγάλη ἱερὴ ἀκολουθία τῆς Τεσσαρακοστῆς ὁδηγοῦσε πρὸς τὸ
σπίτι του στὸν περιφερειακό δρόμο καὶ ἀποκοιμήθηκε...
ταχύτητα ἦταν ἰλλιγγιώδης, τὸ αὐτοκίνητο πορεύθηκε πρὸς τὸν
διαχωριστικὸ τοῖχο ἀπὸ μπετόν… Καὶ ξαφνικὰ ὁ ἀγαπητός,
εὐμενὴς Γέροντας Νικόλαος, τὸν ξυπνᾷ ἁπαλὰ σκουντώντας τὸν
ὦμο του καὶ ἔτσι πρόλαβε νὰ μειώσει τὴν ταχύτητα καὶ νὰ
σταματήσει τὸ αὐτοκίνητο... Ὁ Γέροντας ήταν ο προστάτης μας,
ἐνῶ ἀκόμη ζοῦσε καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει οὔτε καὶ μετὰ τὴν μακαρία
κοίμησή του.
Θα σᾶς διηγηθῶ ἀκόμα ἕνα περιστατικὸ τῆς θαυμαστής μετακίνησης τοῦ πατρὸς Νικολάου στὸν χῶρο μὲ τὸ σῶμα, τὸ
ὁποῖο ἔγινε ὅταν ζοῦσε καὶ τὸ ὁποῖο ἀργότερα μᾶς ἐξιστόρησε ὁ
ἴδιος ὁ Γέροντας.
Ὁ Γέροντας εἶχε μία πνευματική κόρη, μία μοναχή. Τῆς ἔδωσε ἕνα βαρὺ γιὰ τὴν πνευματική της πείρα διακόνημα καὶ τὴν
εὐλόγησε νὰ τὸ κάνει σὲ ἀπίστευτα σύντομο χρονικό διάστημα.
Αὐτὴ ζοῦσε μόνη της στὸ μικρὸ κελλί της πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν
Γέροντα. Ἀκοῦστε τί μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε ή μοναχή. «Ἔλαβα τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν πνευματικὸ Πατέρα καὶ δὲν
φανταζόμουν κἂν πῶς νὰ ἀρχίσω τὸ διακόνημα. Ἀλλὰ αὐτό δὲν μὲ
σύγχυζε, ἐπειδὴ στὴν ψυχή μου εἶχα στέρεη τὴν πίστη, πὼς μὲ τὶς
προσευχές του καὶ τὴν εὐλογία του ὅλα θὰ γίνουν... Ὁ χρόνος
περνοῦσε, ἡ προθεσμία πλησίαζε ὁρμητικὰ ἀλλὰ τὸ διακόνημα
δὲν προχωροῦσε. Καὶ νά, συμβαίνει κάτι τὸ ὁποῖο ἐγὼ δὲν
μποροῦσα κἂν νὰ τὸ φανταστῶ, ἀρρωσταίνω τόσο βαριά, ποὺ
κινοῦμαι μὲ πολλὴ δυσκολία στὸ κελλὶ μὲ τὴν βοήθεια μιᾶς
καρέκλας... Δὲν θὰ περιγράψω ὅλα ὅσα πέρασε ἡ ψυχή μου έκεινες
τις μέρες, ἀπὸ τὴν τέλεια ἀπόγνωση μέχρι τὴν βαθειὰ εἰλικρινὴ
μετάνοια γιὰ ὅλην τὴν ἀμελῆ ζωή μου. Καὶ νά, μὲ κατέβαλε τέτοια
ἀδυναμία, ποὺ δὲν ἤμουν σὲ θέση νὰ σηκωθῶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ
νὰ πιῶ τὸ Ἁγίασμα... Αὐτὸ συνέβη τὰ ξημερώματα... Σχεδὸν εἶχα
χάσει τις αισθήσεις μου καὶ ἡ ψυχή μου ἦταν ἕτοιμη νὰ βγεῖ ἀπὸ
τὸ σῶμα. Στὴν καρδιὰ κυριάρχησαν εἰρήνη καὶ ἠρεμία... Σιωπή...
Ὅλες οἱ σκέψεις ἠρέμησαν, τοὺς συγχώρεσα ὅλους μὲ τὴν ψυχή καὶ ἀπὸ ὅλους ζήτησα συγχώρεση. Μέσα στὴν ψυχὴ
προσευχόμουν ἀκατάπαυστα: Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε
τοῦ Θεοῦ, γιὰ χάρη τῆς Θεοτόκου ἐλέησόν με, τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ
λύτρωσέ με ἀπὸ τῶν βασάνων τῆς κολάσεως... Μὲ τὸν νοῦ μου
καλοῦσα τὸν Γέροντα, δὲν τὸν παρακαλοῦσα γιὰ κάτι, ἁπλᾶ τὸν
εἶχα μονίμως στὴν σκέψη. Αὐτά. Μετὰ ἐπῆλθε ἡ λήθη...
Δίπλα στὸ προσκέφαλο τοῦ κρεβατιοῦ μου ὑπῆρχε ἕνα
μικρὸ τραπέζι. Καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου ἦταν τὰ ράφια μὲ τὰ
βιβλία... Θυμᾶμαι, πὼς ὅλη τὴν ὥρα προσπαθοῦσα νὰ πάρω τὸ
προσευχητάριο μὲ τὸν κανόνα γιὰ ἔξοδο τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ δὲν
μποροῦσα νὰ σηκώσω τὸ χέρι... Δὲν μπορῶ νὰ πῶ, πόση ὥρα πέρασε...
Ξαφνικὰ ἀνέκτησα τις αἰσθήσεις μου, ἄνοιξα τὰ μάτια μου
καὶ ἀκριβῶς ἀπέναντί μου βλέπω τὸν Γέροντα Νικόλαο νὰ
κάθεται στὴν καρέκλα δίπλα μου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά τοῦ
τραπεζιοῦ καθόταν ὁ παλιός του γνωστός, ὁ πατὴρ Ν., τὸν ὁποῖον
γνώριζα καὶ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τὸν ἐπισκεπτόμουν συχνά. Ἔπιναν
τσάϊ καὶ μιλοῦσαν... Στο τραπέζι ήταν δύο φλιτζάνια, ἡ ζαχαριέρα
καὶ ἕνα πιατάκι μὲ λεμόνι. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶδα μὲ μισάνοιχτα μάτια,
μὴ ἔχοντας ἀκόμα δυνάμεις νὰ ἀνοίξω διάπλατα τὰ μάτια μου.
Ὅταν τελικὰ ἄνοιξα τὰ μάτια μου, ὁ Γέροντας μὲ σταύρωσε
ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια μερικές φορές. Ἔπειτα σταύρωσε μὲ τὸ
λαδάκι τὸ μέτωπό μου, τὰ μάτια μου, τὰ αὐτιά μου, ὅλα ὅπως στὸ
Άγιο Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου καὶ εἶπε: «Μητέρα, σήκωσε τὸ
κεφαλάκι νὰ σοῦ δώσω νὰ πιεῖς λίγο τσάι». Ἐγὼ δὲν παραξενεύτηκα καθόλου. Προσπάθησα, ὅσο μποροῦσα νὰ
σηκώσω τὸ κεφάλι, ὁ Γέροντας σηκώθηκε ἀπὸ τὴν καρέκλα, ἔσκυψε πρὸς ἐμένα καὶ ἔφερε τὸ φλυτζάνι ἀπὸ τὸ ὁποῖο πάντα
ἔπινα τσάι στὰ χείλη μου. Μοῦ πέρασε ἡ σκέψη, τί ὡραία ποὺ ὁ
Γέροντας βρῆκε στην ντουλάπα τὸ σερβίτσιο. Ἤπια ὅσο μοῦ
ἔδωσε ὁ Πατὴρ καὶ πάλι ἔπεσα σὲ βαθὺ ὕπνο.. Ὅμως αὐτὸς ὁ ὕπνος ἦταν ὄχι πρὸς τὸν θάνατο, ἀλλὰ πρὸς τὴν ζωή...
Τὸ διακόνημά μου ὁ Κύριος μὲ εὐλόγησε νὰ τὸ κάνω σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Γέροντα καὶ πρὸς δόξα Θεοῦ...
Ἅγιε Ὅσιε πάτερ ἡμῶν Νικόλαε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν
ἁμαρτωλῶν»...
Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀπαριθμήσουμε ὅλες τὶς περιπτώσεις τῆς θαυμαστῆς φανέρωσης του Γέροντα στὶς ἐπικίνδυνες γιὰ τὴν ζωὴ στιγμές. Τὸ μόνο ποὺ θὰ πῶ, εἶναι ὅτι ὁ Γέροντας εἶχε τὴ θαυμαστὴ ἐλευθερία τοῦ πνεύματος... Ἡ προσευχητικὴ ζωή του
ἦταν ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του Αποστόλου, «τοῦτο ποιήσω, ἵνα δοξασθῇ ὁ Πατὴρ ἐν τῷ Υἱῷ» (Ιω.,
14.13).

Δεν υπάρχουν σχόλια: