Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 17 Ιουνίου 2023
ΘΑΎΜΑΤΑ ΑΓΊΟΥ ΙΟΥΣΤΊΝΟΥ ΠΌΠΟΒΙΤΣ
Ὁ δάσκαλος Μ. ἀπό τό χωριό C., στα περίχωρα τοῦ
Βάλιεβο, εἶχε βαριᾶς μορφῆς ψυχασθένεια. Ἡ μητέρα του, ἕνα ἀπόγευμα, τόν ἔφερε στο μοναστήρι Τσέλιε
στόν ἑσπερινό. Διανυκτέρευσαν ἐκεῖ, καί στίς τέσσερεις τό πρωί ἦλθαν στήν ἐκκλησία. Μαζί τους ήταν καί ἡ
ἀδελφή Ἀνυσία. Κατά τόν ἐρχομό του στην πόρτα τῆς ἐκκλησίας, ἐκεῖνος ἔπαθε παράκρουση. Ἡ μητέρα του,
ἀντιλαμβανόμενη αὐτό πού τοῦ συνέβη, γεμάτη στενοχώρια κάλεσε τίς μοναχές, πού κινδύνευαν, νά φύγουν.
Στο μοναστήρι τότε κτιζόταν παρεκκλήσιο, καί στό κονάκι ἦταν εἴκοσι ἐργάτες, πού ὅλοι ἦσαν θεοφοβούμενοι.
κάθε πρωινό, στις τέσσερεις ἡ ὥρα, πρῶτα πήγαιναν
στὴν ἐκκλησία και μετά στήν ἐργασία τους. Οἱ πέτρες, πού ἄρχισε να ρίχνει ὁ Μ., ἔκαναν τή μητέρα του νά
σπεύσει να καταφύγει στο κονάκι, στό ὁποῖο ἦσαν οἱ
ἐργάτες, πού ἑτοιμάζονταν νά πᾶνε στήν ἐκκλησία. Οἱ
πέτρες κτυποῦσαν ἀσταμάτητα ὅλες τίς πόρτες καί τούς
τοίχους τοῦ κονακιοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν μπορεῖ κανείς νά βγεῖ ἀπό αὐτό. Στό κονάκι μαζί μέ τούς ἐργάτες
ἦσαν ὁ πατήρ Μακάριος, ὁ πατήρ Μαρδάριος ἀπό τό
μοναστήρι Ρεζέβιτσι, ὁ ἐργολάβος μηχανικός καί μερικοί ἄνθρωποι ἀκόμη. Ὁ Μ. ὅλο τό διάστημα κραύγαζε:
«Μαῦροι, λευκοί, κίτρινοι, εἰς βοήθεια ! Κτυπᾶτε! Γρήγορα, βάλλετε καταιγιστικά!», κτυπώντας ἀδιάκοπα τήν
πόρτα μέ τίς πέτρες.
Στό βουνό, πάνω ἀπό τό μοναστήρι, ὑπάρχει δρόμος,
καί οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν ἀπό τόν δρόμο, πληροφορήθηκαν τί εἶχε συμβεῖ καί ἀκούσαμε στο μοναστήρι
τα συνταρακτικά λόγια τους: «Ἄνθρωποι, τί εἶναι αὐτό
που συμβαίνει στο μοναστήρι; Αὐτό εἶναι κάτι ἐπικίνδυνο!»
Ὁ πατήρ Μαρδάριος καί ὁ πατήρ Μακάριος ἐπί δύο ὧρες δέν ἐπέτυχαν νά ἀντιμετωπίσουν τόν Μ. Ὅταν τελικά τόν ἔπιασαν, τόν μετέφεραν στήν ἐκκλησία δεμένο χειροπόδαρα, καί κατά τό διάστημα τῆς Θείας Λειτουργίας τόν κρατοῦσαν πέντε ἄνθρωποι. Μετά τή Θεία Λειτουργία, ὁ Ἀββᾶς τοῦ διάβασε τήν ἀκολουθία τοῦ Εὐχελαίου, καί ὅταν εἶχε φθάσει στο μέσο τῆς ἀκολουθίας, ὁ
Μ. δεν εἶχε ἐπανέλθει καθ᾿ ὁλοκληρίαν στὸν ἑαυτό του,
Στη μέση τῆς προσευχής εἶπε: «Θεραπεύστε το χέρι μου
γιατί με πονάει» καὶ μέχρι το τέλος τῆς προσευχής είχε
ἔλθει καθ᾽ ὁλοκληρίαν στὸν ἑαυτό του. Πήρε το πρωινό
του μαζί με τους εργάτες φυσιολογικά, και επέστρεψε
στο σπίτι του με τη μητέρα του ἀπολύτως ὑγιῆς. Μετὰ
ἀπό ἀρκετό διάστημα, ὁ Ἀββᾶς πῆγε στο Βελιγράδι και
σε μία στάση τοῦ μίλησε ὁ Μ., ἐν πλήρει ὑγείᾳ καὶ ἔχει
ντας σώας τὰς φρένας του, ἐκφράζοντας τις ευχαριστίες
του. Κατόπιν αὐτὸς καὶ ἡ μητέρα του επισκέπτονταν
συχνὰ τὸ μοναστήρι
Στο χωριό C., στα περίχωρα τοῦ Βάλιεβο, ζοῦσαν τρεῖς
ἀδελφές: ἡ Μιλένιγια, ἡ Ὀμπρένιγια καὶ ἡ Κρούτητα,
Καὶ οἱ τρεῖς ἦσαν ἄρρωστες στὰ νεῦρα. Πρῶτα ἀσθένησε
ἡ Μιλένιγια καὶ μετὰ ἀπὸ ἀρκετά χρόνια και οἱ ἄλλες
ἀδελφές της. Καὶ οἱ τρεῖς μαζί ἐπισκέφθηκαν τὸ μοναστήρι, ὁ Ἀββᾶς τῆς διάβασε εὐχὴ ἐξομολογήθηκαν και
κοινώνησαν. Καί οἱ τρεῖς ἐπανέκτησαν τὴν ὑγεία τους, ἐνῶ ἡ Κρούνιγια ἔγινε μοναχή.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου