Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

ΣΧΌΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΆΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΆΝΝΗ. ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΜΑΥΡΌΠΟΥΛΟΣ


Ἀνακεφαλαίωση καὶ συμπεράσματα



Ἡ Ἀποκάλυψη γράφτηκε στὰ τέλη τοῦ πρώτου αἰώνα ἀπὸ τὸν μαθητὴ
τοῦ Ἰησοῦ Ἰωάννη, κατὰ ἐσωτερικὴ μαρτυρία που περιέχεται στο βιβλίο
α) στὸ Προοίμιο: «Ἐγὼ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν
τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ ἐν Ἰησοῦ» (1,9), καὶ β) στὸν Ἐπίλόγο: «Καὶ ἐγὼ Ἰωάννης ὁ ἀκούων καὶ βλέπων ταῦτα» (22,8). Ὁ
πρῶτος στίχος τοῦ βιβλίου, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ καὶ ὡς εἰσαγωγικὴ ἐπι-
γραφή, συνδέει τὸν προφήτη καὶ τὰ ὁράματά του μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὑπογραμμίζει τὴ διαρκὴ παρουσία του ὡς ἀμεσότητα: «Αποκάλυψις Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεός, δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέ-
σθαι ἐν τάχει, καὶ ἐσήμανεν ἀποστείλας διὰ τοῦ ἀγγέλου αὐτοῦ τῷ
δούλῳ αὐτοῦ Ἰωάννῃ» (1,1). Μὲ ἀνάλογη ἐπισήμανση στὸν Ἐπίλογο
κλείνει τὸ ὅλο βιβλίο: «Λέγει ὁ μαρτυρῶν [Ἰησοῦς Χριστὸς] ταῦτα· καὶ
ἔρχομαι ταχύ» (22,26).
«Ἐν τάχει» σημαίνει «ἀνυπερθέτως», συνδέοντας τὴ σημασία τοῦ
ὅρου μὲ τὴν πιστότητα τοῦ Θεοῦ ὡς πρὸς τὶς ἐπαγγελίες του. Τελικά, «ἐν
τάχει» σημαίνει στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς ἑκάστου πιστοῦ. Ἄλλωστε, στὴ
διάρκεια τῆς ζωῆς του θὰ δεχθεῖ πολλὲς φορὲς τὴν ἐμπειρία τῆς Β' Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ὡς θεία Κοινωνία ποὺ ἱερουργεῖται στὴ θεία Εὐχαριστία.



Γιὰ νὰ κατανοηθεῖ τὸ περιεχόμενο τῆς Ἀποκάλυψης, θὰ πρέπει νὰ
ἔχουμε ὑπόψη μας τὴν ἰδιοτυπία τῆς γλώσσας της, τὴν ὁποία ὀνομά-
ζουμε ἀποκαλυπτική. Πρόκειται γιὰ γλώσσα ποὺ ἦταν οἰκεία στοὺς
ἀνθρώπους τῆς ἑλληνιστικῆς περιόδου. Χρησιμοποιώντας εἰκόνες μὲ
ὑπερβολή, προσπαθεῖ νὰ περιγράψει καταστάσεις ἐσωτερικὲς τοῦ ἀνθρώ-
που τὶς ὁποῖες εἶναι δύσκολο ἢ ἀδύνατο νὰ ἀναλύσει λογικὰ ἕνας συγγραφέας. Ἐὰν μάλιστα λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης εἶναι γραμμένο σὲ ποιητικὸ μέτρο (ἑβραϊκὸ ποιητικὸ μέτρο, για αὐτὸ καὶ εἶναι δύσκολο νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε στὰ ἑλληνικά), καταλα-
βαίνετε ὅτι ἡ ἀποκαλυπτικὴ γλώσσα βγαίνει μέσα ἀπὸ τὴν ποιητικὴ
γλώσσα, τὸν πρῶτο πυρήνα καὶ τὴν πρώτη μάνα ποὺ γεννάει τὴν εἰκόνα
γιὰ νὰ περιγράψει μιὰ κατάσταση, μιὰ πραγματικότητα, τὴν ἴδια τὴν
ἱστορία, κυρίως ὅμως τὶς ἐνδιάθετες καταστάσεις τοῦ ἀνθρώπου.


Ὅσα περιγράφονται στὴν Ἀποκάλυψη δὲν εἶναι μόνον πράγματα ποὺ
θὰ συμβοῦν κάποτε, ἀλλὰ ἐπίσης εἶναι πράγματα ποὺ συμβαίνουν συ
νεχῶς. Ὁ πόλεμος, ὁ διαρκὴς πόλεμος τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον
του, συμβαίνει διαρκῶς. Ὁ πόλεμος αὐτὸς ξεκινάει καὶ πρὶν τὴν ἐναν.
θρώπηση τοῦ Κυρίου. Εἶναι ὁ διαρκὴς πόλεμος ἀνάμεσα σ' αὐτὰ ποὺ ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ὁ κόσμος τοῦτος» καὶ «ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ».


Τὸ περιεχόμενο τῆς Ἀποκάλυψης μᾶς εἰσάγει στὴν ἱστορία τῆς
Εκκλησίας, τελικὰ μᾶς περιγράφει ποιὰ εἶναι ἡ διαρκὴς ἱστορία τῆς
Ἐκκλησίας. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἕνας καιρὸς τῶν ἐσχάτων, αὐτὸ ποὺ συνηθίζουμε νὰ λέμε Β' Παρουσία καὶ ποὺ ὁμολογοῦμε καὶ
στὸ σύμβολο τῆς Πίστεώς μας. Αὐτὸς ὁ καιρὸς τῶν ἐσχάτων δὲν μετράει
μὲ τοὺς χρονικοὺς προσδιορισμοὺς ποὺ μετρᾶμε ἐμεῖς τὴ φθορά μας καὶ
τὸν θάνατό μας. Δὲν εἶναι ὁ καιρὸς τοῦ κόσμου τούτου. Τὸ μέρος, ἢ
μᾶλλον ὁ τόπος στὸν ὁποῖο ψηλαφοῦμε αὐτὴ τὴν πραγματικότητα τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεία Λειτουργία. Ἡ θεία Λειτουργία μᾶς βοηθάει,
ὅπως μᾶς τὴν ἐκτυλίσσουν οἱ Πατέρες μας, νὰ καταλάβουμε τί σημαίνει αὐτὸ τὸ «ἐδῶ καὶ τώρα καὶ ὄχι ἀκόμα». 



Αὐτὴ ἡ Β' Παρουσία τοῦ Κυρίου συμβαίνει τώρα, ἀλλὰ ἐπίσης δὲν ἔχει συμβεῖ ἀκόμα. Αὐτὸ ψηλαφοῦμε σὲ κάθε θεία Λειτουργία.
Τὸ ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον στοιχεῖο ποὺ ἐντοπίζουμε στὴν Ἀποκάλυψη
εἶναι ἡ σύνδεση τῆς προφητείας ποὺ εἶναι διάχυτη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη,
μὲ τὴν προφητεία ποὺ διατρέχει τὴν Καινὴ Διαθήκη. Αὐτὴ ἡ σύνδεση μᾶς
ἐπιτρέπει νὰ μιλήσουμε γιὰ ἕναν δυναμικὸ διάλογο μεταξὺ πρωτολογίας
καὶ ἐσχατολογίας, μεταξὺ τῶν πρώτων καὶ τῶν ἐσχάτων. Αὐτὸ ἀνα-
δεικνύει τὴ συνέχεια καὶ τὴν πιστότητα τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ,
ἀλλὰ καὶ τὴ δύναμη τῆς θείας παιδαγωγίας. 

Ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Θεὸς
ὁδηγεῖ τὴν ἱστορία πρὸς ἕνα τέλος, ἑπομένως ἡ θεία Οἰκονομία εἶναι τὸ
ὑπόβαθρο τῆς πορείας πρὸς τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μάλιστα, γιὰ νὰ
δείξει αὐτὴ τὴν ἑνότητα ὁ συγγραφέας τῆς Ἀποκάλυψης ἀντλεῖ διατυπώσεις, προκειμένου νὰ περιγράψει τὰ ὁράματά του, ἀπὸ τὴν προφητική
γραμματεία, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν Δανιὴλ καὶ τὸν Ἠσαΐα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ
εὐαγγέλια.




Ηδη ἀπὸ τὸ εἰσαγωγικὸ κεφάλαιο ἐπισημάνθηκε ὅτι ἡ Ἀποκάλυψη
ἀποτελεῖ ἕναν ὑπομνηματισμὸ τῆς ἐμπειρίας τῆς πρώτης Ἐκκλησίας
τοὺ ζεῖ τὸ πλήρωμά της στὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Υπο-
γραμμίστηκε μάλιστα ὅτι τὴ συνθήκη αὐτὴ καταθέτει ὁ Ἰωάννης, δηλώνοντας ὅτι τὰ ὁράματά του ἐνεργοῦνται «ἐν Κυριακῇ ἡμέρᾳ», δηλαδὴ
κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς θείας Λειτουργίας, δεδομένου ὅτι τὴν ἐποχὴ
ἐκείνη ὁ ὄρος «Κυριακὴ» χαρακτήριζε τὴν ἡμέρα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου κατὰ τὴ θεία Εὐχαριστία, καὶ ὄχι μιὰ ἡμερολογιακὴ ἡμέρα ὅπως θὰ
γίνει ἀργότερα. Αὐτὴ ἡ εἰσαγωγὴ στὸν λειτουργικὸ χρόνο, ἤδη ἀπὸ τὸ
πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου, θὰ ἀναπτυχθεῖ περαιτέρω στὰ κεφάλαια 40,
5ο καὶ 14ο ὡς περιγραφὴ τῆς οὐράνιας θείας Λειτουργίας, ἀντίτυπο τῆς
ὁποίας εἶναι ἡ ἐπίγεια. Στὰ δὲ δύο τελευταῖα κεφάλαια, τὸ 21ο καὶ 22ο,
αὐτὴ ἡ ἀνάπτυξη γίνεται ἀποκάλυψη τῆς ἐσχατολογικῆς φανέρωσης τῆς
Ἐκκλησίας ὡς ἁγίας πόλεως, ὡς ἄνω καὶ νέας Ἱερουσαλήμ.




Ἕνα σημαντικὸ μέρος τοῦ βιβλίου κατέχουν οἱ ἑπτὰ ἐπιστολὲς πρὸς
ἰσάριθμες τοπικὲς ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ασίας, ποὺ τὸ περιεχόμενό
τους διαμορφώνεται κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς ἐκ μέρους του. Περιγράφουν, ἄλλοτε ἀμέσως καὶ ἄλλοτε ἐμμέσως, τὴν κατάσταση τῆς
Ἐκκλησίας στὰ τέλη τοῦ 1ου αι. Ἐπισημαίνουν τὸν κίνδυνο ἀλλοιώσεων τῆς πίστεως ἀπὸ τὴν παρείσφρυση αἱρέσεων, ἀλλὰ ἐπίσης προειδοποιοῦν γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσουν οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἤδη ἀρχίσει. Ἐλέγχουν, ἐπικρίνουν, ἐπιβραβεύουν τὸ ἦθος καὶ τὴ διαγωγὴ τῶν πιστῶν, ἀποδίδοντας εὐθύνες στοὺς ἐπικεφαλῆς ἐπισκόπους. Συγχρόνως καταθέτουν τὴ
μεγάλη ἐλπίδα γιὰ τελικὴ δικαίωση ὅσων ἐξέρχονται νικητὲς ἐναντίον
τῶν πειρασμῶν καὶ τοῦ κακοῦ.



Μετὰ τὶς ἑπτὰ ἐπιστολὲς θὰ ἀκολουθήσει ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ βιβλίου, ποὺ ἐκτείνεται σὲ 15 κεφάλαια, ἀπὸ τὸ 6ο μέχρι τὸ 206, ὅπου παρατίθενται οἱ μάχες τῶν οὐράνιων δυνάμεων τοῦ φωτός, μὲ ἐπικεφαλῆς
τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, τοῦ κακοῦ καὶ
τῆς ἀδικίας ποὺ ἐκπροσωποῦν ὁ Σατανᾶς, ὁ Αντίχριστος καὶ ὁ ψευδο-
προφήτης. Καὶ ναὶ μὲν ὁ πόλεμος αὐτὸς νοεῖται ὅτι συμβαίνει στὸ
ἔσχατο μέλλον, κατ᾽ οὐσίαν ὅμως περιγράφει ἕναν διαρκὴ πόλεμο ποὺ
συμβαίνει ἐντὸς τῆς ἱστορίας, καὶ μάλιστα λογίζεται ὡς ἐνδιάθετος
πόλεμος ἐντὸς ἑκάστου πιστοῦ, ποὺ προεκτείνεται στὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιὰ τὸν πόλεμο τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν λογισμῶν ποὺ ἐνεργεῖται λόγῳ τῆς ροπῆς τῆς ἀνθρώπινης φύσης πρὸς τὴν
ἁμαρτία. (Βλ. τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Μ. Αντωνίου, ὅπως τοὺς καταγρά
φει ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος.) Ἑπομένως, αὐτὸς ὁ διαρκὴς πόλεμος έχει δύο
σκέλη: εἶναι ἱστορικός, ἀλλὰ εἶναι καὶ πνευματικός. Ἔχει ἐξωτερικὰ
στοιχεῖα ἀλλὰ ἔχει καὶ ἐσωτερικά. Τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα ἤδη τὰ ζοῦν
οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. 



Οἱ συνέπειες αὐτοῦ τοῦ πολέμου, ποὺ περιγράφει ἡ
Αποκάλυψη, εἶναι ἡ θλίψη, τὸ μαρτύριο, ὁ θάνατος. Έχει συνέπειες
αὐτὸς ὁ πόλεμος. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχει συνέπειες, ὁ Ἰωάννης σπεύδει νὰ κα
ταθέσει τὴ μαρτυρία ποὺ ὀνομάζεται «στέφανος δόξης». Ὅπου περιγράφει μαρτύριο, θλίψη, θάνατο, ἔρχεται νὰ συμπληρώσει μὲ τὴν παρουσία
τοῦ «στεφάνου δόξης».
Τὸ τρίτο μέρος τῆς Ἀποκάλυψης προβάλλει καὶ περιγράφει τὴν ἔνωση
Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας ποὺ περιγράφεται ὡς γάμος, ἱερὸς γάμος, ὄχι
μὲ τὴν ἔννοια τὴ θρησκειολογικὴ ποὺ ἔχουμε στὶς μυστικὲς θρησκεῖες,
ἀλλὰ εἰκονολογική, ἕνωση φύσεων. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἑνώ-
νεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴ μιὰ εἶναι ἡ Νύμφη.
ἡ Ἐκκλησία, ὡς συλλογικότητα ποὺ περιλαμβάνει τὸ πλήρωμα τῶν
πιστῶν, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι ὁ Νυμφίος, ὁ Χριστός.

 Ἡ ἔνωση ἑκάστου πιστοῦ μὲ τὸν Χριστό, ἡ κοινωνία μαζί του, νοεῖται ὡς ἔνωση τῆς
Εκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου:
«ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Α' Κορ. 12,27 ).
Ἔτσι τελειώνει ἡ Αποκάλυψη: μὲ τὴν τέλεση τοῦ μυστικοῦ γάμου
μεταξὺ τῆς γυναίκας-Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Νυμφίου-Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος
μάλιστα χαρακτηρίζεται «ἐσφαγμένον Αρνίον», δηλαδὴ ἐκεῖνον τὸν
Νυμφίο ποὺ μαρτύρησε γιὰ τὴ Νύμφη. Γι' αὐτὸ γράφτηκε ἡ Ἀποκάλυψη
γιὰ νὰ μᾶς πεῖ ὅτι ταχύτατα, ἐν τάχει, μποροῦμε ὅλοι νὰ
ήσουμε αὐτὴ τὴν ἕνωση Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, ὁ καθένας ὡς μέλος
τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας του, ἡ ὁποία δὲν
εἶναι ἀφηρημένη κατάσταση ἀλλὰ σύνολο προσώπων, ἐξαιτίας ἀκριβῶς
τῆς σχέσης ἀγάπης ποὺ τὰ χαρακτηρίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: