Οι κακοί, έστω κι αν είναι φίλοι, πρέπει να αποφεύγονται, γιατί ποτέ δεν θα μάθουν τη σωφροσύνη αντιθέτως, ξέρουν να προσελκύουν με ευκολία τους λιγοδύναμους ανθρώπους και εν πάση περιπτώσει, να απωθούν τους αγαθούς. Η κακία είναι ασθένεια μεταδοτική, δεν μπορεί να προμηθεύσει τους καλούς φίλους που είναι απαραίτητοι για τη ζωή στο χωριό. Προπαντός δε όταν οι κακοί κρατούν τα μυστικά τους για τον εαυτό τους, οπότε η κακία τους είναι ανίατη και μεταδίδεται λίγο ή πολύ σε όλους. Στη Χειρότερη περίπτωση, είναι προτιμότερο να μην έχει κανείς παρά περιστασιακούς φίλους μόνο και να αδιαφορεί παντελώς για τους κακούς ανθρώπους.
Η σκηνή εξελίσσεται τον 12ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια του πρόσφατου τρύγου, ο Ξένος ήταν υπάλληλος στον αμπελώνα του κυρού Γεώργιου Πετομένου. Συγχρόνως, ένας ακόμη υπάλληλος στο ίδιο αφεντικό εκτελούσε την ίδια υπηρεσία, επιβλέποντας τους τρυγητές. Όπως σ' όλες τις δουλειές που απαιτούν μεγάλο αριθμό εργατών, και εδώ άντρες και γυναίκες δούλευαν μαζί.
Ο επιστάτης του Πετομένου, είτε θέλοντας να διασκεδάσει σαν νέος που ήταν, είτε γιατί όντως έβρισκε ηδονή σ' ένα τέτοιο παιχνίδι, γοητευμένος από τα θέλγητρα των εργατριών, ριχνόταν σ' αυτές που πήγαιναν κι έρχονταν από το πέρασμα εκείνο, του οποίου ο Ξένος ήταν υπεύθυνος και, όσο ο Ξένος δεν έδινε σημασία, τις χαϊδολογούσε, εμποδίζοντας τις να πηγαινοέρχονται με την ησυχία τους. Μα αυτό συνεχίστηκε τόσες φορές, που ο Ξένος, μην καταφέρνοντας να τον αποτρέψει από τα κόλπα του, άρπαξε ένα ξύλο για να τον χτυπήσει. Εκείνος άρχισε να στριφογυρνάει από δω κι από κει για να τον αποφύγει, ώσπου σε μια στιγμή γυρίζοντας το κεφάλι, δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα: δύο μέρες αργότερα, πέθανε... Σκηνές αυτού του είδους δεν είναι σπάνιες στην εξοχή. Ένα ακόμη παράδειγμα, λογοτεχνικό αυτή τη φορά. Το πορτραίτο του Ιωάννη Ιταλού από την Άννα Κομνηνή: «Ήταν ένας άνθρωπος άκρως αστοιχείωτος και οξύθυμος όση ο λόγος του εξασφάλιζε αρετή, την κατέστρεφε και την εξαφάνιζε η οργή. Συνδιαλεγόταν με λόγια και με χειρονομίες και δεν άφηνε τον συνομιλητή του να περιπέσει σε απορία, ούτε του αρκούσε το να του κλείσει το στόμα καταδικάζοντας τον σε σιωπή, αλλά ευθύς το χέρι του ερχόταν κατά της γενειάδας και της κόμης του, ενώ συγχρόνως οι ύβρεις διαδέχονταν τις ύβρεις- ο άνθρωπος αυτός ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τόσο τα χέρια του όσο και τη γλώσσα του».
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πώς από αντίδραση κατακρίνεται ο οξύθυμος προεστός που απαιτεί να του προσφέρεται κάθε μέρα μια καλόγρια από το γειτονικό μοναστήρι προς ικανοποίηση των λάγνων του επιθυμιών, ή πώς ο τάδε άγιος συνιστά στον θησαυροφύλακα μιας Εκκλησίας να μην χτυπά τον φοροεισπράκτορα, που έφυγε παίρνοντας μαζί του το ταμείο, αλλά να συμβιβαστεί με μια εκ θαύματος επανόρθωση.
Ο βίαιος άνθρωπος, λένε, δεν μπορεί παρά να είναι κακός και ο θυμός σπάζει τους δεσμούς της φιλίας. Είναι κι αυτός ένας λόγος για να στιγματιστεί η παροιμιώδης τάση των γυναικών για καυγάδες, η εκδικητικότητα, καθώς και ο παραλογισμός εκείνων που φτάνουν ως τον υβρισμό.
Ο Ευμάθιος Φιλοκάλης, γνωστός στρατάρχης του τέλους της βασιλείας του Αλέξιου Α', επισκέπτεται τον μοναχό Κύριλλο Φιλεώτη στο μοναστήρι του στη Θράκη και δέχεται τις ακόλουθες συμβουλές: «η παγίδα για σένα είναι η κενοδοξία, η φιλοχρηματία και η φιληδονία, αυτό το τρίπλοκο σχοινί του Σατανά... Αν ο Θεός σου έδωσε πιο πολλά αγαθά απ' τους άλλους, δεν είναι για να τα ξοδέψεις στην πορνεία, τη μέθη, την αδηφαγία, τα πολυτελή ρούχα...».
Η ευρεία ή μη κυριότητα υλικών αγαθών (γεωργικών-κτηνο-τροφικών), από τον μικρό ή μεγάλο ιδιοκτήτη ή τον πάροικο στην περιοχή του χωριού, δεν θεωρείται επιλήψιμη, αν αυτός την απολαμβάνει με μέτρο. Το ευαγγελικό ιδεώδες παραμένει η ιδιοκτησία η ικανή και αναγκαία για την αυτοσυντήρηση, ενώ τόσο ο πλεονέκτης όσο και ο φυλάργυρος καταφρονούνται, όπως άλλωστε κι ο αλαζόνας κι ο καυχησιάρης.
Αυτή η ανήσυχη κοινωνία, που φοβάται το δύσθυμο πνεύμα και την κατάθλιψη που «ξηραίνει τα οστά», εκτιμά το αυθόρμητο γέλιο, σαν ένδειξη καλής υγείας και τα ευφυολογήματα που μαρτυρούν την ευθυκρισία και τη σοφία των δημιουργών τους, αλλά όχι το θορυβώδες γέλιο που προδίδει τον ανόητο και τον αμαθή.
Η απόρριψη εκφράζεται επίσης με την κοροϊδία σε βάρος εκείνων που ενεργούν κατά τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στην κοινωνική ηθική, η οποία απαιτεί πλήρη ομοιογένεια συμπεριφοράς. Το παιδί που παίζει δεν πρέπει να βλαστημά, να κακολογεί, να λέει λόγια άπρεπα, έστω κι αν τέτοιες σκηνές είναι ανεκτές και μοιάζουν συχνά μάλλον ευτράπελες παρά επιπλήξιμες. Ένας άντρας δεν μπορεί να παντρευτεί μια κοπέλα άλλης κοινωνικής τάξης ή ακόμη μια παιδούλα, δίχως να προκαλέσει τον εμπαιγμό των γειτόνων: ο γιος ενός υψηλού αξιωματούχου παίρνει για σύζυγο την ορφανή που ο πατέρας του ανάθρεψε μαζί του. Οι γονείς και οι φίλοι της οικογένειας δεν σταματούν να τον περιπαίζουν: «ο πατέρας σου δεν μπόρεσε πουθενά να σου βρει μια κοπέλα της σειράς σου και σου 'δωσε για γυναίκα αυτήν τη φτωχή και ταπεινή ;"
Στο χωριό της Βαράσοβας, στην επισκοπή της Ναυπάκτου, ένας τριαντάχρονος παντρεύεται ένα κοριτσάκι έξι χρονών. Ο μητροπολίτης Ναυπάκτου λύνει το γάμο δίχως περαιτέρω έρευνα, γιατί, όπως ισχυρίζεται στην απόφαση του, «το γελοίο θέαμα μιας παιδούλας έξι χρονών πάνω στα γόνατα του συζύγου της αρκεί για να μην χρειαστεί να αναρωτηθεί κανείς αν ενώθηκε διά γάμου μ' ένα σύζυγο μουσάτο και κατά πολύ πιο ηλικιωμένο από εκείνη».
Γελάνε ακόμα με κάθε παραξενιά και αποδοκιμάζουν κάθε κουταμάρα των διά τον Χριστό σαλών που περιφέρονται ολόγυμνοι και κάνουν την ανάγκη τους στη μέση της πλατείας, αφού η έλλειψη αιδούς είναι γενικώς καταγέλαστη αλλά γελούν και με τις αγίες των συναξαριών που μεταμφιέζονται σε άντρες για να αντιμετωπίσουν τους πειρασμούς των δαιμόνων και τους περιπλανώμενους μοναχούς ικανούς για χίλιες δυο εκκεντρικότητες όταν, έχοντας παραβιάσει τους νόμους της μοναχικής ζωής, επιζητούν να προκαλέσουν την καθαγιαστική καταφρόνηση όσων συναντούν. Ο άγιος Σάββας αποπέμπεται έτσι από τους κυπριώτες χωρικούς, των οποίων τα μέρη διασχίζει τον 14ο αιώνα: «μακριά από δω ηλίθιε, αλήτη, τρελέ, παράφρωνα, δυσοίωνο πουλί, μάστιγα του κόσμου, χτυπήστε τον, λιθοβολήστε τον, διώξτε τον το συντομότερο, από τα σύνορα μας προς τα βουνά, τις έρημους και τα βάραθρα!»
Τέλος, για να κλείσουμε το θέμα της εμπαικτικής απόρριψης, ας θυμίσουμε ότι το γέλιο μπορεί να είναι και αναξιοπρεπές και ως εκ τούτου πολύ κοντά στο κλάμα, όπως αφήνει να εννοηθεί το περιστατικό που διηγείται ο Νικήτας Ευγενικός. Μια γριά με το όνομα Μαρυλλίς (όνομα που θυμίζει το υποτιθέμενο ωραιότερο λουλούδι του κόσμου, συχνά προσφερόμενο στις πόρνες), που ήταν εύθυμη απ' τη φύση της και ενέδιδε επίσης στην απόλαυση του ποτού, ευρισκόμενη σε μια ταβέρνα, σηκώθηκε από το κάθισμα της, πήρε μαντήλια και άρχισε να χορεύει ένα χορό μάλλον βακχικό. Ο θόρυβος από το ρούφηγμα της μύξας της σύντομα προκάλεσε το γέλιο των παρευρισκομένων.
Οι συνεχείς μορφασμοί της την έκαναν συχνά να γλιστρά ώσπου τελικά, μπερδεύοντας τα σκέλη της, έπεσε κάτω οπότε, στηρίζοντας το κεφάλι της στο σκονισμένο πάτωμα, σήκωσε ψηλά τα πόδια της. Τότε ήταν που οι συνδαιτημόνες ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια όταν η γριά Μαρυλλίς από τη θέση που βρισκόταν, πόρδισε τρεις φορές μην μπορώντας να συγκρατήσει το βάρος των σκελών της πάνω στο κεφάλι της. Επιπλέον, καθώς δεν μπορούσε να σηκωθεί, χρειάστηκε να επικαλεστεί τη βοήθεια κάποιων παρισταμένων αγοριών, τείνοντας τους τα χέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου