Υστερα λέμε πώς θάρθή τό δάκρυ, πώς θάρθή ή κατάνυξις, ή έπίγνωσις τού εαυτού μας, γιά να καταλάβουμε ποιο είναι τό θέλημα τού Θεού, πώς πρέπει να εργαστούμε τον Θεόν. Πώς θά περάσουμε τά τελώνια την ήμέρα τής άναχωρήσεώς μας; Έγώ όταν τό βάζω αύτό τό πράγμα στο νου μου, τρέμω, φοβάμαι πάρα πολύ- λέω, πώς θά μέ περικυκλώσουν τήν ώρα πού θά ξεψυχάω; Όλα τά τελώνια θά μαζευτούν εκεί κοντά, θά μέ τραβούν άπό ’δώ, άπό ’κει καί θά μού λένε αύτό έκανες, εκείνο, τό άλλο. Πώς άνεβαίνουν τήν κλίμακα αύτή! Πώς θά τήν άνεβώ, είναι ή πιο φοβερή ώρα- δέν ύπάρχει άλλη χειρότερη ώρα άπό αύτή. Τί θά κάνουμε; Όλα αύτά θά μάς τά καταλογίση ό Χριστός. Αύτή τήν άμέλεια, τήν άδράνεια, τήν χαυνότητα, τήν άδιαφορία, τήν άναισθησία, τήν πολυλογία, τήν κατάκρισι, τήν καταλαλιά, τά διάφορα. Τί λόγο θά δώσουμε; Τί καλογριές, τί τάγμα άγγέλων καί τί τάγμα άρχαγγέλων!
Ή ώρα τού θανάτου είναι ή πιο φρικτή ώρα. Θυμάμαι τήν άδελφή Βρυαίνη πού μού κρατούσε τό χέρι καί μού έλεγε: «Πού θά πάς; ’Έχω να διανύσω χάος. Πού θά πάς;». «Θά πάω γιά δυο μέρες καί θά σου στείλω μία αδελφή». Τής τόλεγα γιά να δώ τί θά πή. Τί καταλάβαινε: «’Έχω να διανύσω χάος, πού πάς, κάτσε έδώ κοντά μου», καί μ’ έπιασε τό χέρι μου καί τό είχε μέσ’ στον κόρφο της καί δεν μέ άφηνε. Ή βρύση ήταν απέναντι καί δέν μέ άφηνε να πάω να πλύνω τα χέρια μου. Είχε στραφή τό πρόσωπό της στο πρόσωπό μου καί τά μάτια της δέν τά σήκωνε άπό πάνω μου. Λοιπόν, αύτό τό πράγμα έχει μείνει μέσα στήν ψυχή μου καί δέν φεύγει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ.ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου