Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΓΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ, ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ





Οσιος Θεόγνιος επίσκοπος Βιτυλίου, (κοντά στη Γάζα), ΑΓΙΟΙ ΤΟΠΟΙ.



Ενας μεγάλος και άγνωστος άγιος της Αγίας Γης. Η ιερή του μνήμη ήταν εχθές στην Αγία Γη. Πήγαμε με τους Σαββαίτες πατέρες και τον γέροντα Ευδόκιμο προχθές στα ερείπια της Μονής του, (περιοχή κοντά στη Μονή του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου - Ερημος της Ιουδαίας), και τελέσαμε αγιασμό, εσπερινό πανηγυρικό με αρτοκλασία, κόλλυβα του αγίου, και τρισάγιο για τον μακαριστό μοναχό π.Γαλακτίωνα που σκότωσαν εκεί το 1949, άνευ λόγου, άγνωστοι και προφανώς αλλόθρησκοι.


Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΓΝΙΟΣ
ΚΑΙ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ, ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ (ca. 480 - 2011)



Σε μια υψηλή, πευκόφυτη κορυφογραμμή που δεσπόζει σε όλη την περιοχή ανατολικώς της Αγίας Βηθλεέμ και επιβλέπει μεν κατ’ ανατολάς προς το βαθύπεδο της ηγιασμένης Ερήμου της Ιουδαίας, τη Νεκρά Θάλασσα και τα όρη της Ιορδανίας, δυτικώς δε ατενίζει προς τα υψίπεδα των ορέων της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ και των ιερών βουνών της Αγίας Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη σαρκί ο Σωτήρ του κόσμου Χριστός Ιησούς, δίδει την ιστορική της μαρτυρία εδώ και δεκαπέντε αιώνες η αρχαία Ιερά Μονή του Οσίου Θεογνίου (βλ. εικ. 01).
Όσιος Θεόγνιος, «το μύρον των Μοναχών»


Ο Όσιος Πατήρ ημών Θεόγνιος (425-522 μ.Χ.) είναι περιφανής μορφή του Παλαιστινού Μοναχισμού του 5ου και 6ου αιώνος, άγνωστος σήμερα στους πολλούς, τιμημένος όμως από τον Κύριο με λαμπρή αγιότητα και πολλά θαύματα, χάρη στα οποία στην εποχή του υπήρξε διάσημος στην Αγία Γη, την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία, Καππαδοκία και Κιλικία, έως και στη Βασιλεύουσα Πόλη του Βυζαντίου και τα ίδια τα αυτοκρατορικά ανάκτορα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία των συγχρόνων του, ο Όσιος Θεόγνιος αποδείχθηκε άριστος στα μοναχικά κατορθώματα και άμεμπτος στην όλη του πολιτεία, με την οποία εφώτισε τη μοναχική τάξη και πολιτεία, και αργότερα, ως Επίσκοπος, εκόσμησε και την αρχιερωσύνη με τα πνευματικά του ανδραγαθήματα και θεία χαρίσματα· έτσι, ονομάσθηκε «το μύρον των μοναχών», που ευωδίασε «την τε οικείαν ψυχήν και πάντας τους εγνωκότας αυτόν»· χαρακτηρίσθηκε ακόμη «το μέγα αγλάϊσμα όλης της Παλαιστίνης, φανότατος λαμπτήρ της ερήμου και φαιδρότατος φωστήρ της αρχιερωσύνης».


Η μνήμη του Οσίου Θεογνίου εορτάζεται στις 8 Φεβρουαρίου.


Στις μέρες μας είναι αφορμή χαράς εν Κυρίω η εκ νέου επάνδρωση του ηγιασμένου και ιστορικού χώρου της Ιεράς Μονής του με σκοπό, Θεού συνεργούντος, την αναστήλωση, αναβίωση και μελλοντική ανάδειξή της σε ένα ακόμη κέντρο μοναστικό και προσκυνηματικό.


Περιεχόμενα
Η παρουσίαση αυτή περιλαμβάνει (α) σύνοψη του Βίου του _Οσίου Θεογνίου, (β) αποσπάσματα ομιλίας που εκφώνησε ο Όσιος Θεόγνιος «Εις τα Βαΐα», (γ) σύντομη περιγραφή της Μονής και της ιστορίας της, (δ) στοιχεία προσβάσεως και επικοινωνίας με τη Μονή και (ε) τροπάρια (απολυτίκια, κοντάκιον και μεγαλυνάριον) του Οσίου Θεογνίου. Σε άλλη υποσελίδα παρουσιάζονται φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα της ιεράς Μονής.


Α. Ο Βίος του Οσίου Θεογνίου


Ο συγγραφέας του Βίου του Οσίου Θεογνίου, ο Παύλος ο Ησυχαστής, όταν ήλθε από την Ελλάδα στην Αγία Γη οδηγήθηκε για πρώτη φορά στον Όσιο Θεόγνιο από τον περίφημο Αββά Αλέξανδρο, το Σχολαστικό της Ασκάλωνος, τον οποίον ονόμαζαν «της ημετέρας γενεάς τίμιον μαργαρίτην». Αυτός ο Γέρων Αλέξανδρος επισήμανε στον Παύλο ότι ο μακάριος Θεόγνιος διακρινόταν κυρίως για την καλλιέργεια της αρετής της ταπεινοφροσύνης: «Επειδή το γένος των ανθρώπων εύκολα έλκεται στην αλαζονεία διότι είναι κενόδοξο, γι’ αυτό χρειαζόμαστε διδασκάλους που όχι με σκέτα λόγια, αλλά και με έργα καλλιεργούν τον καλύτερο καρπό, αυτόν της ταπεινοφροσύνης». Και καθώς τού επεσήμαινε τον πόλεμο που προέρχεται από τα δύο βασικά αίτια της αμαρτίας, την ηδονή και την κενοδοξία, τού είπε ότι αν θα συναντήσει τον Όσιο Θεόγνιο οπωσδήποτε θα ωφεληθεί, και αν τον λάβει πνευματικό οδηγό, θα γνωρίσει τον Θεόν· «Σύντυχε τω κυρώ Θεογνίω και πάντως ωφεληθήση· σύντυχε Θεογνίω και γνώση Θεόν υπό τοιούτου ανδρός προς ζωήν ποδηγούμενος».
Λίγη από αυτήν την ωφέλεια θα αποκομίσουμε και εμείς από όσα γράφονται ακολούθως.


Από την Καππαδοκία στην Αγία Πόλη


Ο Όσιος Πατήρ ημών Θεόγνιος γεννήθηκε περί το έτος 425 μ.Χ. στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, συγκεκριμένα στην πόλη Αραράθεια· καθώς λοιπόν και οι άλλες δύο μεγάλες μορφές του Παλαιστινού Μοναχισμού, ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος και ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, και άλλοι μεγάλοι Άγιοι, έτσι και ο Όσιος Θεόγνιος προήλθε από την ευλογημένη Καππαδοκία. Ενώ ήταν ακόμη παιδί, ακολούθησε τη ζωή των Μοναχών, αφού δε διάνυσε αρκετά έτη στην ησυχία και τη διαγωγή που αρμόζει στους Μοναστές, πρόσεξε την εντολή που έλαβε ο πατριάρχης Αβραάμ από τον Θεόν: «έξελθε από τη χώρα σου και τους συγγενείς σου και έλα στη γη που Εγώ θα σου δείξω»· σαν να είχε λάβει ο ίδιος την εντολή, εγκατέλειψε την πατρίδα του και μετέβη στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τους πανσεβάσμιους τόπους.

Στη Μονή του Αγίου Ιουλιανού ή «της Φλαβίας»


Στα Ιεροσόλυμα ο Θεόγνιος προσήλθε στο Μοναστήρι του Αγίου Ιουλιανού του Μάρτυρος, που λεγόταν επίσης Μονή «της Φλαβίας», στο Όρος των Ελαιών και συγκεκριμένα πλησίον της Γεθσημανή, επειδή τα υπόλοιπα Μοναστήρια ήταν στα χέρια αιρετικών, των μονοφυσιτών. Εκεί παρέμεινε ακολουθώντας τη συνήθη ησυχία και πραότητά του γινόμενος πρόξενος ωφελείας σε όλους· έτσι η ίδια η ιδρύτρια της Μονής, η Φλαβία, τον παρακάλεσε και τον έπεισε να δεχθεί τη διοίκηση του Μοναστηριού. Ο Όσιος αποδείχθηκε επάξιος Γέροντας της Μονής και της Αδελφότητος της Φλαβίας και έλκυσε τον έπαινο πάντων προς δόξαν Θεού.


Όμως ο περισπασμός χάριν των αναγκών της Μονής, η οποία είχε και αφθονία αγαθών, τον αποσπούσε από την αμέριμνη προσευχή· επειδή δε οι επισκέπτες της Μονής ήταν πολλοί, ο Θεόγνιος φοβήθηκε μήπως ο θόρυβος, οι φροντίδες και ο έπαινος των ανθρώπων βλάψουν το λογισμό του και γίνει ανάξιος της άνω κλήσεως. Αφού επισκέφθηκε ένα διακριτικό Γέροντα, του εξέθεσε την κατάσταση, και εκείνος του είπε: «Αυτοί που θέλουν να φυλάξουν την ψυχή τους ανεμπόδιστη για το ανώτατο καλό, στους οποίους μου φαίνεται ότι ανήκεις κι εσύ, δεν εμπλέκουν τον εαυτό τους σε υποθέσεις, ακόμη κι αν τα περιουσιακά στοιχεία φαίνεται να αρμόζουν σε Μοναχούς, αλλ’ αφού τα αφήσουν σε επιδέξιους ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να έχουν περισπασμό χωρίς να βλάπτωνται, εκείνοι οι ίδιοι αποκτώντας την αρετή της απραγμοσύνης, φροντίζουν να αποφεύγουν ακόμη και τις συναναστροφές των πολλών ανθρώπων, για να μη καλύπτεται ο λύχνος από τη σκιά της κλίνης ή του μοδίου - αφού βέβαια η κλίνη και ο μόδιος είναι αποδείξεις οκνηρίας και φιλοπραγμοσύνης (Μάρκ. 4, 21)· μάλιστα, πολλές φορές σβήσθηκε το λαμπρό φως από κάποιο δυνατό άνεμο που φύσηξε ξαφνικά. Αν λοιπόν θέλεις να με ακούσεις, φύγε από εδώ και κατοίκησε στην έρημο».


Τότε ο Θεόγνιος απάντησε· «Πολύ μου άρεσε η συμβουλή της αγίας σου ψυχής, αλλά δειλιάζω μπροστά στη θλίψη και στους κόπους». Και ο Γέρων του είπε: «Αν ζητήσεις την έρημο οδηγούμενος από αγάπη προς τον Θεόν και όχι λόγω ματαιοδοξίας, τότε ζήτησε θλίψη και θα εύρεις άνεση· αν όμως ζητείς ανάπαυση, θα αιχμαλωτισθείς μέσα στις θλίψεις».

Στη Μονή του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου
και στον Καλαμώνα


Ο Όσιος Θεόγνιος, πείσθηκε στα λόγια του ιεροσόφου εκείνου Γέροντος και εγκαταλείποντας τις «ραθυμοτόκες μέριμνες» προτίμησε την «αγαθή μερίδα», της Μαρίας, παρά εκείνην της Μάρθας· έτσι εισήλθε στην έρημο περί το σωτήριον έτος 465 και παρέμεινε αρκετά έτη κοντά στον Άγιο Θεοδόσιο τον Κοινοβιάρχη. Έπειτα όμως κάποια δεινή φλεγμονή και αιμοραγία στα πόδια τον ανάγκασε, μετά από ιατρική συμβουλή, να μεταβεί στα μέρη του Ιορδάνου ποταμού, στη Λαύρα του Καλαμώνος, όπου, αφού θεραπεύθηκε, παρέμεινε σε ένα σπήλαιο προσευχόμενος και κάνοντας το εργόχειρό του, βρέχοντας τον κόπο των χειρών του με τα δάκρυα του πένθους εκείνου που ο Θεός αγαπά. Ένας πολύ μεγάλος όφις που κατοικούσε στο σπήλαιο πρωτύτερα, έλαβε την ευλογία από τον Όσιο να συνεχίσει να κατοικεί μαζί του εκεί, χωρίς ούτε ο Θεόγνιος να φοβείται ούτε ο όφις να τον παρενοχλεί.


Στα όρη πλησίον της Μονής του Αββά Θεοδοσίου


Η θεία Πρόνοια σε λίγο καιρό οδήγησε τον Όσιο να μετοικήσει στο μέρος όπου αργότερα έκτισε τη Μονή του. Αφού ευρήκε ένα σπήλαιο εγκαταστάθηκε σ’ αυτό, αρκούμενος σε λίγο άρτο, λίγα χαρούπια και λίγο νερό, δίνοντας όλη την προσοχή του στη μάχη κατά των πονηρών δαιμόνων που τον πολέμησαν με ακάθαρτους λογισμούς· η ζωή του εκεί ήταν η ησυχία και η άσκηση, οι νηστείες, η χαμευνία (ο ύπνος στο γυμνό έδαφος), ο κατά Χριστόν κλαυθμός, οι αγρυπνίες και συνεχείς γονυκλισίες και η πνευματική μελέτη. Χάρη σ’ αυτά αναδείχθηκε «επίγειος φωστήρ εν τω σπηλαίω» ενώ είχε φθάσει το πεντηκοστό έτος της ηλικίας του (το έτος 475). Πολλοί έρχονταν σ’ αυτόν χάρη στη φήμη του και εξ αιτίας των θλίψεών τους και έφευγαν με χαρά, απολαμβάνοντας καθοδήγηση ψυχής και πολλή πνευματική αναψυχή.


Η ίδρυση της Μονής του Οσίου Θεογνίου


Η αρετή του Οσίου Θεογνίου, που συνεπέφερε και την κατά των δαιμόνων νίκη του και επικράτηση, συνήγαγε κοντά του φιλόχριστους άνδρες, οι οποίοι τον έπεισαν να κτίσει ένα μικρό πυργάκι και να τους κρατήσει κοντά του· ο Θεόγνιος, μολονότι πολλοί ήθελαν να συγκατοικήσουν εκεί, κράτησε μόνο λίγους, διότι δεν ήθελε τη συνδιατριβή με το πλήθος· με φόβο Θεού ζούσαν κοινοβιακώς, τελώντας τις χρεωστούμενες από τους ασκητές ακολουθίες.

Η χειροτονία του Οσίου Θεογνίου σε Επίσκοπο Βητυλίου


Αφού πέρασε καιρός, κάποιοι παρεμβλήθηκαν και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ηλίας με πειθαναγκασμό, χωρίς τη θέληση του Οσίου, τον χειροτόνησε Επίσκοπο μιας πολύ μικρής παραθαλάσσιας πόλης, του Βητυλίου [1], πλησίον της Γάζας, σε απόσταση ενενήντα μιλίων από τη Μονή του. Παρά ταύτα, ο Όσιος Θεόγνιος μοίραζε το χρόνο του μεταξύ του Βητυλίου και της Μονής του, όπου ερχόταν κατά καιρούς και έμενε μαζί με τα αγαπητά πνευματικά του τέκνα. Η Εκκλησία της Μονής, που αρχικώς είχε κτισθεί μικρή, μεταγενεστέρως, δέκα χρόνια πριν την κοίμηση του Οσίου, κτίσθηκε μεγαλύτερη, όταν και ο αριθμός των ευλαβών Μοναχών του αυξήθηκε.

Ο Όσιος, ερχόμενος από το Βητύλιο στο ταπεινό, μικρότατο κελλί του, μέσα στη Μονή, έλεγε: «Χαίρε, βασιλεία· διότι πράγματι, ναί, πράγματι, νομίζω ότι είναι βασιλεία αυτό το αρχαίο οικητήριό μου και σαν να έχω γλιτώσει από τρικυμία, καταφεύγω στο λιμάνι του κελλιού μου, για να μπορέσω να “αναπροσαράξω” στην προηγούμενη ευταξία της διάνοιάς μου». Κάποιος αδελφός κάποτε τού είπε: «Εσένα, πάτερ, μετά από τόσο γήρας και την επικράτηση εναντίον των εχθρικών παθών, δεν νομίζω ότι σε προσεγγίζει πλέον βλάβη ψυχική, αλλά και στην πόλη σου και εδώ διατηρείς την ίδια κατάσταση». Τότε ο Άγιος, καλόγηρος πραγματικός, τού αποκρίθηκε: «Πίστεψέ το, παιδί μου, ότι μέχρι να χωρισθεί η ψυχή μου από το σώμα, δεν υπάρχει ασφάλεια, δεν υπάρχει θάρος· διότι είμαστε ενδεδυμένοι σάρκα και βαδίζοντας εν μέσω παγίδων, φοβούμεθα μήπως νικηθούμε».


Θαύματα του Οσίου όσο ζούσε


Οι θαυματουργίες του αγίου Επισκόπου του Βητυλίου εκτείνονταν μέχρι τη Γάζα, την Ασκάλωνα και την Καισάρεια [2]. Στο λιμάνι της Γάζας, τον Μαϊουμά, δύο πλοία που ανήκαν σε ανθρώπους θεοφοβουμένους δεν ήταν δυνατό λόγω δαιμονικής επηρείας από μαγείες να κουνηθούν από τη θέση τους, ούτε καν με τη βοήθεια διακοσίων ανθρώπων που προσπαθούσαν επί πολλές ημέρες. Ο όσιος Επίσκοπος επικαλούμενος το όνομα του Χριστού και κυκλώνοντας τα πλοία τρεις φορές, διέταξε τριάντα εργάτες να τα καθελκύσουν· και ενώ ο ίδιος απομακρύνθηκε εσπευσμένως προς την Ασκάλωνα για να αποφύγει τον ανθρώπινο έπαινο, τα πλοία τελικώς κατέστη δυνατό να καθελκυσθούν.
Το πλήθος τότε έτρεξε προς την Ασκάλωνα, εκεί όπου προσωρινά διέμενε ο Όσιος, για να τον προσκυνήσουν και ευχαριστήσουν με δώρα· μεταξύ αυτών μια γυναίκα χήρα που έπασχε από καταράκτη λόγω των δακρύων του πένθους της, θεραπεύθηκε αμέσως μόλις ακούμπησε τα μάτια της στο ιερό μέτωπο του Θεογνίου. Η συνδρομή του πλήθους από το θαυμασμό για την παράδοξη αυτή ίαση ήταν τόσο μεγάλη, που παρ’ ολίγον ο ίδιος ο Όσιος να κινδυνεύσει. Στην Καισάρεια ο Όσιος θεράπευσε και τη σύζυγο ενός άρχοντος, την οποία πολλοί ιατροί πρωτύτερα δεν είχαν κατορθώσει να ιατρεύσουν· τα ιατρικά μέσα του Οσίου ήταν τρεις γονυκλισίες, τα δάκρυα και η επίχριση ευλογημένου ελαίου στο μέρος που έπασχε.


Το θαύμα που ο Όσιος Θεόγνιος έκανε στο ίδιο το Βητύλιο είναι όμως το θαυμασιώτερο απ’ όλα και τον έκανε γνωστό σε όλη την ανατολική Αυτοκρατορία· η θάλασσα του Βητυλίου υπερβαίνοντας σταδιακώς την παραλία για πολύ καιρό, απειλούσε να καταστρέψει την πόλη με βίαια κύματα· τούτο βεβαίως συνέβαινε κατ’ οικονομία Θεού για να μεταστραφούν από την αμαρτία οι κάτοικοι, αλλά και για να γίνει φανερή η αγιότητα του Επισκόπου Θεογνίου. Οι κάτοικοι δηλαδή τον παρακάλεσαν με οδυρμούς να αποτρέψει το κακό, κι εκείνος ο γνήσιος δούλος του φιλανθρώπου Χριστού, κατέβηκε μαζί τους στη θάλασσα, αφού δε με πίστη και την καθαρότητά του προσευχήθηκε, έστησε ένα Σταυρό σ’ εκείνον τον τόπο και είπε στους παρόντες· «Επειδή πάντοτε απολαμβάνουμε τη βοήθεια του Δεσπότου των πάντων, όσο κι αν αγριέψει η θάλασσα, μόνο μέχρι τούτου του Σταυρού θα φθάσει· λοιπόν, αφόβως να ζείτε, παιδιά μου, στο εξής, φοβούμενοι μόνο μήπως αμαρτάνετε· μη φοβείσθε όμως καθόλου την απειλή της θάλασσας». Από την ώρα εκείνη η θάλασσα ποτέ δεν υπερέβη το οροθέσιο του Οσίου Θεογνίου.



Τα θαύματα του Οσίου είναι πέραν αριθμήσεως και διηγήσεως· απαλλαγή από αρρώστιες και ίαση ετοιμοθανάτων, λύση της στειρότητος πολλών γυναικών και παρεμπόδιση κλοπών είναι μερικά από τα θαύματα του ανθρώπου του Θεού, ο οποίος είχε φθάσει στο άκρο των αρετών, την ειλικρινή και ανιδιοτελή αγάπη και ελεημοσύνη, περισσότερο απ’ όλους· «λίαν γαρ αφιλάργυρος ην, ελεήμων δε, ει και τις άλλος, συμπαθής τε και φιλάνθρωπος».

Το ατύχημα του Θεογνίου και η ίασή του

Όμως για λόγους που ο Χριστός γνωρίζει, επιτρέπει μερικές φορές να πάσχουν και οι δούλοί Του από τις κακουργίες του διαβόλου.
Ενώ δηλαδή ο Όσιος ετοιμαζόταν να επιστρέψει για μια ακόμη φορά από το Βητύλιο στη Μονή του, καθώς συνήθιζε, χάριν της μοναχικής ησυχίας και προσευχής, και ενώ διανυκτέρευε στην Αγία Πόλη Ιερουσαλήμ, τού εμφανίσθηκε ο σατανάς στον ύπνο του και τού είπε· «επειδή έχεις σκοπό να επισκεφθείς μετά από καιρό τη μάνδρα σου και χαίρεις γι’ αυτό, εγώ θα μεταστρέψω τη χαρά σου σε πένθος». Και πράγματι, ενώ μετέβαινε στη Μονή πολύ νωρίς το πρωί επάνω σε όνο ακολουθούμενος από δύο συνοδούς, απέναντι από τη Μονή του μακαρίου Αββά Ευσταθίου, το ζώο ολίσθησε και ο Θεόγνιος έσπασε το πόδι του. Φθάνοντας με πολλή δυσκολία και πόνο στο Μοναστήρι, ο Όσιος στέναζε, οι δε Μοναχοί του καταλήφθηκαν από πένθος αντί της αναμενόμενης ευφροσύνης. Δύο μέρες όμως μετά την ιατρικήν φροντίδα και την επίδεση του ποδιού με νάρθηκα, μέσα σε πικρούς πόνους του αγίου, Άγγελος Κυρίου ήλθε την νύκτα σ’ αυτόν και τον θεράπευσε με τα εξής λόγια και ήρεμη φωνή: «Ο πόνος σου έχει παύσει· μη φοβηθείς καθόλου, είσαι υγιής»· αμέσως μετά ο Άγγελος εξαφανίσθηκε, ο δε Θεόγνιος κάλεσε τους Πατέρες και αφού τούς διηγήθηκε τα πάντα, δοκίμασε αν μπορεί να περπατήσει: το πόδι του όντως είχε αποκατασταθεί εντελώς και σε λίγες μέρες επέστρεψε σώος στο Βητύλιο. Κατά τη διάρκεια της ασθενείας του, από τότε που ήλθε ο ιατρός μέχρι την επίσκεψη του Αγγέλου, μια όμορφη περιστερά ήταν ορατή στο Μοναστήρι, πότε πετώντας επάνω από τη Μονή, πότε καθήμενη ήσυχη στην ανατολική είσοδο του κελλιού του Οσίου κοντά στα πόδια του, μέχρι που ο Θεόγνιος θεραπεύθηκε και η περιστερά εξαφανίσθηκε. Τότε ο μέγας Θεόγνιος είπε: «Μη παραξενεύεσθε, παιδιά μου, που μας είναι αθέατη· οπωσδήποτε έχει υπάγει να βοηθήσει και άλλους».

Η απελευθέρωση του καταδικασμένου κληρικού

Το ότι ο Κύριος «θαυμαστώνει τους Οσίους Του» και τους αναδεικνύει, είναι φανερό και στο εξής περιστατικό της ζωής του Οσίου μας. Κάποιος κληρικός του Βητυλίου, έπταισε σε κάποιο αδίκημα, συνελήφθη και παραπέμφθηκε στο Δούκα Αντίπατρο, άνθρωπο γεμάτο από αποτομία και θρασύτητα, με πιθανή προοπτική να χάσει ο κληρικός και τη ζωή του. Ενώ όλοι απομακρύνθηκαν από φόβο και κανείς δεν τολμούσε να μεσολαβήσει στον απότομο εκείνον αξιωματούχο χάριν του πταίστη κληρικού, ο ίδιος ο μακάριος Θεόγνιος επειγόταν να μεταβεί και να βοηθήσει. Όταν οι φίλοι του τον προειδοποίησαν για το χαρακτήρα του Αντιπάτρου και ότι ήταν πολύ πιθανό να αποτύχει και να γυρίσει πίσω υβρισμένος - επειδή ήταν η συνήθεια του Δούκα να ατιμάζει τους ενάρετους ανθρώπους, καθώς έλεγαν - ο Όσιος Θεόγνιος απάντησε· «Εγώ μέχρι τώρα δεν πόθησα τιμή από τους ανθρώπους· θα φροντίσω λοιπόν χάριν της ευσπλαγχνίας του Χριστού να απαλλάξω από τη θλίψη αυτόν που πιάστηκε από απρόσμενη συμφορά· κι αν γι’ αυτό μου έλθει ατιμία και ύβρη δεν θα λυπηθώ καθόλου, αλλά και θα χαρώ». Ο Αντίπατρος, όμως, βλέποντας τον Όσιο να πλησιάζει, έτρεξε, τον ασπάστηκε και - ενώ ο Όσιος τού μιλούσε για τον κληρικό - εκείνος τον προσκάλεσε σε τράπεζα και τού παρέθεσε τιμητικό γεύμα· πριν τού παραδώσει ελεύθερο τον κληρικό, ο Δούκας αποκάλυψε ορκιζόμενος με φρικτό όρκο, ότι πριν από πολλές μέρες ο Χριστός τού είχε δείξει σε όραμα τον Όσιο Θεόγνιο και ότι γευμάτιζαν μαζί, ο δε Όσιος κάτι έλεγε στο Δούκα. Από τότε ο Αντίπατρος είχε μεγάλη επιθυμία να γνωρίσει τον Όσιο από κοντά. Ο Θεόγνιος παρέλαβε ελεύθερο και ανένοχο τον κληρικό και επιστρέφοντας στην εκκλησία του δόξαζε τον Θεόν.



Οι επισκέψεις στην Κωνσταντινούπολη


Ο Όσιος Επίσκοπος, χάριν κάποιων υποθέσεων του ποιμνίου του το οποίο τον παρακάλεσε σχετικώς, ταξίδευσε για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη επί Αυτοκράτορος Αναστασίου [3], για να συναντήσει τον ίδιο τον Άνακτα · εκείνος δέχθηκε τον Όσιο ευμενέστατα και εκπλήρωσε το αίτημά του. Αλλά και στη Βασιλεύουσα ο Θεόγνιος δεν έμεινε τότε αφανής, λόγω των πολλών θεραπειών και θαυμάτων που η Χάρη του Θεού ενήργησε εκεί μέσω αυτού.
Αργότερα, ο Όσιος μετέβη και πάλι στο Βυζάντιο για παρόμοια θέματα, στην αρχή της βασιλείας του Αυτοκράτορος Ιουστίνου [4]. Η φήμη του Οσίου, μεγαλύτερη οποιουδήποτε άλλου επισκόπου ευρισκόταν εκεί, ήταν τόση, ώστε έφθασε και στην ακοή του ίδιου του Βασιλέως· ο Θεόγνιος κατά τη συνάντηση με τον Αυτοκράτορα όχι μόνον επέτυχε του αιτήματος για το οποίο ταξίδευσε, αλλά τιμήθηκε από εκείνον και όλη τη Σύγκλητο με σπουδαίες τιμές, και τελικά τον προέπεμψαν με σεβασμό και τιμή.


Η οσιακή κοίμηση του Θεογνίου και το σχετικό θαύμα


Αφού επέστρεψε με το πλοίο στο Βητύλιο υγιής και χαρούμενος, ο Θεόγνιος έλαβε από τον Θεόν την επίγνωση ότι πλησίασε η προκαθορισμένη ώρα της αναχωρήσεώς του από την πρόσκαιρη ζωή προς την αθάνατη, την αιώνια Βασιλεία. Αφού ανήλθε στη Μονή του και χαιρέτισε τα πνευματικά του τέκνα, επέστρεψε βιαστικά στο Βητύλιο, μετά από λίγο δε επέστρεψε και πάλι στη Μονή του, όπου και παρέδωσε την ψυχή του ως χρυσό καθαρό στα χέρια του Σωτήρος, το δε σώμα παρέδωσε στη γη, σε ηλικία ενενήντα επτά ετών, έχοντας διαπλεύσει το πέλαγος του προσκαίρου βίου ως καλός κυβερνήτης και έχοντας διατηρήσει φορτωμένο με τον πλούτο των αρετών το σκάφος της ψυχής. Η κοίμησή του συνέβη την 8η Φεβρουαρίου της δεκάτης πέμπτης ινδικτιώνος επί Αυτοκράτορος Ιουστίνου (522).


Όμως και η κοίμηση του Οσίου δεν έμεινε αστεφάνωτη από θαύματα, εφόσον «τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του Οσίου αυτού», αλλ’ ενώ η περιοχή της Μονής υπέφερε από την ανομβρία για πολύ καιρό, σε σημείο που μία εβδομάδα μετά την κοίμηση του Θεογνίου οι Μοναχοί του ήταν έτοιμοι να αναχωρήσουν λόγω ελλείψεως νερού, τότε ακριβώς ήλθε μια νεφέλη βροχής από τα δυτικά και μολονότι τις γύρω περιοχές μόλις τις ράντισε λίγο, στην κορυφή του όρους της Μονής έβρεξε τόσο, ώστε οι Αδελφοί, αφού γέμισαν τη στέρνα της Μονής έσπευσαν να διοχετεύσουν το υπό λοιπο νερό εκτός του τείχους, για να μη καταστραφούν τα θεμέλια του Μοναστηριού. Λίγο καιρό αργότερα, κάποιος προσκυνητής της Αγίας Πόλεως, έμπορος, διηγήθηκε στους Ιεροσολυμίτες ότι ευρισκόμενος στη θάλασσα τον καιρό της κοιμήσεως του Οσίου, είδε μαζί με τους ναυτικούς ένα σίφουνα πάνω από τη θάλασσα και άκουσε - κατ’ οικονομία Θεού - μια φωνή να προστάσσει το σύννεφο: «άντλησε νερό γρήγορα και πήγαινέ το στο Μοναστήρι του Θεογνίου».


Αλλά και την ίδια την ημέρα της εξόδου του Οσίου συνέβη το εξής θαυμάσιο: ενώ ο οικονόμος του Μοναστηριού είχε μόνο δύο φουρνιές ψωμί, αρκετό δηλαδή μόνο για τους Μοναχούς και για κατανάλωση δεκατεσσάρων η μερών, ωστόσο, όταν συνέρευσε στη Μονή άπει ρο πλήθος λόγω της κοιμήσεως του αγίου ανδρός, έφαγαν όλοι και χόρτασαν και τα περισσεύματα του άρτου επήρκεσαν στους Μοναχούς για άλλες δύο εβδομάδες!


Η χριστομίμητη αγάπη του Οσίου μας και η θέωση του νού του ήταν τόση, ώστε ο Παύλος ο βιογράφος του να μαρτυρεί· «Είδα εγώ πολλές φορές αυτόν τον μακαριστόν Θεόγνιον γεμάτον δάκρυα να παρακαλεί τον Θεόν για όλον τον κόσμον ... και αντιλήφθηκα πάλι ότι και όταν ακόμη κοιμόταν, τα χείλη του κινούνταν και ψιθύριζαν τους Ψαλμούς». Τον τρόπο με τον οποίον έφθασε εκεί, μας τον υπενθυμίζει και πάλι ο Παύλος: «Βεβαίως όλες τις αρετές ο Θεόγνιος τις επαινούσε και τις θαύμαζε, εξαιρέτως όμως την ακτημοσύνη και την εγκράτεια στο φαγητό. Νουθετούσε ακόμη συνεχώς όσους τού εφύλατταν υπακοή να διακόπτουν τις ματαιολογίες και να διατηρούν το νού στα ιερά μαθήματα, ώστε μέσω τούτων να μπορέσουν να αποκτήσουν καθημερινά δάκρυα· διότι εάν κάποιος δεν αποκόψει τα πάθη της ψυχής με τον ζήλο για το πυρ των δακρύων αυτών, δεν θα μπορέσει να αποκτήσει την αγάπη, η οποία είναι “το πλήρωμα του νόμου”».


Ο εκτενής Βίος του Οσίου Θεογνίου συγγράφηκε και εκφωνήθηκε από τον Παύλο, ησυχαστή της πόλεως Ελούσης [5] και μαθητή του Οσίου, ως ομιλία επιμνημόσυνη και εγκωμιαστική που εκφωνήθηκε μέσα στην ίδια τη Μονή του αγίου, τουλάχιστον τέσσαρα έτη μετά την κοίμηση του Θεογνίου, δηλαδή μετά το σωτήριον έτος 526 [6].

Η εδώ σύνοψη του Βίου του Οσίου Θεογνίου βασίσθηκε μεν στο κείμενο του Παύλου του Ησυχαστού, αλλά χρησιμοποίησε και κάποιες πληροφορίες που προσέθεσε αργότερα ο περίφημος Μοναχός Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, ο ιστοριογράφος του Παλαιστινού Μοναχισμού, σε ένα μικρό κείμενο Βίου του Θεογνίου. Η Μονή του Θεογνίου, και μάλιστα με Ηγούμενο τον Παύλο, αναφέρεται επίσης στο σύγγραμμα «Λειμών» του Ιωάννου του Μόσχου (του «Ευκρατά», αρχών του 7ου αι.)[7].


Σύμφωνα με τον Κύριλλο τον Σκυθοπολίτη, και ο ίδιος αυτός Παύλος, ο μαθητής του Οσίου Θεογνίου και διάδοχός του στην Ηγουμενία, «έλαμψε με τα μοναχικά κατορθώματα και τα ορθόδοξα δόγματα και εφώτισε τα βήματα των πιστών με τις πράξεις και με τα λόγια».


Προσευχή κατανυκτικήστόν Όσιο Θεόγνιο


Στον επίλογο της διηγήσεως για την οσία ζωή του μακαριστού Θεογνίου, ο συγγραφέας κατακλείει τη βιογραφία με την εξής προσευχή:
«Συ λοιπόν, Πάτερ Θεόγνιε, αφίνοντας την πολύμοχθη και γεμάτη από ναυάγια και κάθε μέριμνα θάλασσα, αφού εισήλθες στην αθόρυβη εκείνη διαγωγή, αναπαύεσαι στο εξής στους απέραντους αιώνες με άφθαρτες ευφροσύνες και άληκτες χαρμονές. Εμείς, όμως, που πλέουμε ακόμη στο πέλαγος της ανθρώπινης ζωής, έχουμε καθημερινή πείρα του θορύβου και του σάλου και της αλμύρας των τόσων κυμάτων και ακόμη δεν γνωρίζουμε ποιο τέλος της ζωής θα έχουμε· θα ευρεθούμε άραγε τότε σε πράξεις ευσεβείας και δικαιοσύνης; Η οι φρικωδέστατοι άγγελοι που ζητούν την ψυχή, θα μας συλλάβουν στα αντίθετα της αρετής; Ω, τι ματαιοπονία στον παρόντα αιώνα! Ω, τι ηδονή γεμάτη με όλες τις οδύνες! Ω, τι απάτη και πολλή κοροϊδία [...] Όμως, προς σε λοιπόν, τον κάλλιστον ποιμένα, Θεόγνιε στεφανίτη και θεοφόρε, θα στρέψω το λόγο [...]».



«Πάτερ Θεόγνιε, ελέησέ με που αρκετά φλογίσθηκα από τη φλόγα των πταισμάτων μου ακόμη και πριν από την ερχόμενη οργή· ελέησέ με και παρακάλεσε για χάρη μου τον Κύριον· διότι πιστεύω ότι θα λάβεις αυτό που ζητείς από Αυτόν που εκεί πάντοτε φωνάζει και λέγει· “ζητείτε και θα σάς δοθεί, χτυπάτε και θα σάς ανοιχθεί”. Κι αν δεν τολμάς μόνος να προσέλθεις στο Δεσπότη, παράλαβε μαζί σου, πάτερ, όλους τους αγίους που σε αγαπούν και μαζί με αυτούς πρόσφερε τη μεσολάβησή σου για μας στον εύσπλαγχνο Βασιλέα· Διότι οι δίκαιοι έχουν συμπόνοια, και μάλιστα πολλή συμπόνοια, γι’ αυτούς που είναι ενδεδυμένοι τη σάρκα, αφού κι αυτοί πρωτύτερα ήταν στη σάρκα».


«Μας βλέπεις πάντοτε, ω πάτερ Θεόγνιε, πάντοτε μας φροντίζεις· τώρα είσαι αναλάφρος, αφού απόθεσες το σκοτάδι και τον φόρτο της σάρκας. Ξεπέρασε το χάος που έχει απλωθεί μεταξύ ζώντων και νεκρών. Έλα προς εμάς πετώντας με τις πτέρυγες της αρετής που από παλιά κατόρθωσες, κομίζοντάς μας θεία δωρήματα· γύμνωσέ μας από τον πλούτο της κακίας, ένδυσέ μας αοράτως με στολές που εξαστράπτουν, τις οποίες υφαίνει η παντοδύναμη χάρη του Θεού με δική μας παράκληση. Ένας σπινθήρας ανεκφράστου προσευχής σου θα μπορέσει να κάνει στάχτη θημωνιές αμαρτημάτων· είθε να καθαρισθούμε από το ρύπο των σφαλμάτων, να διορθωθούμε και να σωθούμε, με τις ευχές σου και των οσίων και όλων των εκλεκτών, για να έχουμε απολογία εκείνη τη φοβερή ημέρα, όταν έλθει ο Θεός με μυριάδες Αγγέλων να κάνει δίκαιη κρίση και στους μεν ευσεβείς να ανοίξει τις πύλες της Βασιλείας Του, στους δε αμαρτωλούς, οι οποίοι μέχρι το θάνατο δεν θέλησαν να μετανοήσουν, να βρέξει καταάκτες και πηγές πυρός· διότι σ’ Αυτόν ανήκει η εξουσία πάντων και σ’ Αυτόν είναι πρέπουσα και οφειλόμενη η από πάντες προσκύνηση, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Παναγίω Πνεύματι, νυν και αεί».


Β. Ο πανηγυρικός λόγος «εις τα Βαΐα»


Η πανηγυρική αυτή ομιλία του Οσίου Θεογνίου έχει ως θέμα την Εορτή των Βαΐων, εορτή κατά την οποία και εκφωνήθηκε [8]· επειδή μάλιστα επιγράφεται «Θεογνίου Πρεσβυτέρου Ιεροσολύμων λόγος εις τα Βαΐα» οι ερευνητές εικάζουν ότι εκφωνήθηκε ενώ ο Όσιος υπηρετούσε στα Ιεροσόλυμα, στη Μονή του Αγίου Ιουλιανού («της Φλαβίας»), δηλαδή μεταξύ των ετών 454 και 465, πλησίον του Όρους των Ελαιών, όπου και έλαβε χώρα η είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα και η προϋπάντησή Του μετά Βαΐων. Παρακάτω παρατίθενται αποσπάσματα μεταγλωττισμένα.


« §1. Ας αγαλλιάσουμε, χάρις στον Κύριο· ας αλαλάξουμε προς τον Θεόν τον Σωτήρα μας· ας προφθάσουμε το Πρόσωπό Του με δοξολογική εξομολόγηση και ας αλαλάξουμε προς Αυτόν με ψαλμούς, διότι σε αυτούς που εκάθονταν στο σκότος της αγνωσίας και στη σκιά του θανάτου της ειδωλολατρίας, φανερώθηκε ως Ήλιος της δικαιοσύνης, μέσω της έλευσής Του με ανθρώπινη φύση και της αναλλοίωτης λάμψης της Θεότητός Του. Επαστράπτοντας τις μαρμαρυγές της γνώσεως της θεολαμψίας Του φώτισε τα πέρατα της οικουμένης και διεσκόρπισε κάθε δαιμονική πλάνη και την ομίχλη της ασεβείας· κάθε νόσο και ασθένεια την εξήρανε σαν χορτάρι και καθάρισε τον αέρα από τη μόλυνση της κνίσσας των ειδωλικών θυσιών, διέλυσε δε το νέφος που είχε καλύψει τη φύση των ανθρώπων».


« §2. Γι’ αυτό τα πλήθη των Εβραίων, επειδή αφ’ ενός Τον ανεγνώρισαν μέσω των πλείστων Αυτού θαυμάτων – διότι με θαυμασμό Τον έβλεπαν να καθαρίζει λεπρούς, να χαρίζει την όραση στους τυφλούς και να προστάσσει οι χωλοί να εκπηδούν ως ζαρκάδια, οι παράλυτοι παρά την ασθένεια των ποδών να σηκώνουν το κρεββάτι από τη βάση και να περπατούν, να εκβάλλει δε δαιμόνια και να ανιστά νεκρούς - αφ’ ετέρου βλέποντας και το παράδοξο θαύμα που έγινε στο Λάζαρο, από το οποίο θαμπώθηκαν ή μάλλον μαζί με τα δεσμά εκείνου λύθηκαν κι εκείνοι από τα σπάργανα της αγνοίας, γι’ αυτό ανεγνώρισαν το Φως το αληθινόν, και αμέσως αφού άρπαξαν τους βλαστούς των φοινίκων, κινούσαν τα κλαδιά που καθένας κρατούσε στα χέρια προς χάριν του αληθινού Φοίνικος της Ζωής, ο Οποίος επήγασε την γλυκύτητα της ευσεβείας στον κόσμο· και σαν σε νικητή και αληθινό Βασιλέα μελωδούσαν επαινετικούς ύμνους και φωνάζοντας με δυνατή φωνή έλεγαν· “Ωσαννά τω υιώ Δαυίδ· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις” [...] ».


« §7. Αυτό προφητεύει από παλιά και ο Προφήτης Ζαχαρίας φωνάζοντας· “χαίρε και ευφραίνου, θύγατερ Σιών, τέρπου και αγάλλου, ότι ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεταί σοι πραύς και επιβεβηκώς επί πώλον όνου, υιόν υποζυγίου”. Και ο Δαυίδ λέγει, “θα γίνει ορατός ο Θεός των θεών στη Σιών”· δηλαδή ο Θεός μαζί με ανθρώπους. Διότι θεούς ονομάζει τους ανθρώπους που ζουν για την αφθαρσία· επειδή λέγει η Γραφή· αν θέλετε, “θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες”· δηλαδή αυτοί που πορεύονται την οδό Αυτού και μελετούν τον νόμον Αυτού ημέρα και νύκτα, οι οποίοι θα είναι σαν το δένδρο το φυτευμένο κοντά στις εκβολές των υδάτων· αυτοί δηλαδή θα αποδώσουν τον καρπό τους στον κατάλληλο καιρό, και τα φύλλα τους δεν θα πέσουν και πάντα όσα κάνουν θα ευοδωθούν».

« §10. Ο Θεός εμφανώς ήλθε όταν έλαβε σάρκα από την Παρθένο και ο Θεός των θεών αποκαλύφθηκε εν Σιών, η δε δόξα του Λιβάνου εξήνθησε και πάντα τα ξύλα του δρυμού ηγαλλιάσαντο προ προσώπου Κυρίου. Ο Θεός ομιλεί “εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί”, αυτό σημαίνει την αποκάθαρση του σίτου από το άχυρο, και θα συναγάγει τον σίτον, δηλαδή τους δικαίους, στην άνω άλωνα, στην ανέκφραστη Βασιλεία, στις ιερές μονές, όπου ούτε πένθος ούτε κραυγή ουκ έσται έτι, αλλά θα καταλείψει τους αθέους και αμαρτωλούς ως άχρηστο άχυρο στο κατώφλι».


« §12. [...] “Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Αυτώ και κλαύσωμεν ενώπιον Κυρίου του ποιήσαντος ημάς”, ο Οποίος πάλι μας ανενέωσε με το λουτρό της παλιγγενεσίας, ψάλλοντάς Του ευχαριστήριους ύμνους και λέγοντας μαζί με όλες τις επουράνιες δυνάμεις: Ευλογημένος αυτός που ήλθε κατά θεία Οικονομία και θα επανέλθει με φιλανθρωπία, εις το Όνομα του Θεού Πατρός, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και κράτος, μεγαλωσύνη και μεγαλοπρέπεια, μαζί με το άχραντον, άγιον και ζωοποιόν Πνεύμα εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν».


Γ.Η Ιερά Μονή


Από τα δύο αρχαία κείμενα του Βίου του Οσίου Θεογνίου, δηλαδή το σύντομο κείμενο του ιερού Κυρίλλου του Σκυθοπολίτου και το εκτενές του ιερού Παύλου ησυχαστού της πόλεως Ελούσης, εκείνο του Παύλου μας παραδίδει ότι το μέρος της ασκήσεως του Οσίου Θεογνίου ήταν ένα σπήλαιο, ενώ ο Κύριλλος διευκρινίζει ότι αυτό ευρίσκετο στην ευρύτερη περιοχή της Μονής του Αγίου Θεοδοσίου [9]· εκεί αργότερα, όταν ο Όσιος έγινε γνωστός, έκτισε σταδιακώς («κατά πρόσβασιν») και ένα περιφανέστατο Κοινόβιο. Η συνοδία την οποία ο Όσιος συγκέντρωσε ήταν μικρή, για να διατηρείται η απαραίτητη ησυχία, το δε πρώτο κτίσμα της Μονής, μετά το έτος 475 μ.Χ., ήταν ένα «σύμμετρον πυργίον»· η Εκκλησία ήταν και αυτή αρχικώς μικρή, μόνο δε αργότερα επεκτάθηκε, περίπου δέκα έτη προ της κοιμήσεως του Οσίου: «Ην δε ήδη και αυτή η εκκλησία κτισθείσα, μικρά μεν τέως πρώτον, ύστερον δε, ως προ δέκα ενιαυτών της του αγίου τελευτής μείζων γεγενημένη»· τότε και ο αριθμός των Μοναχών του Κοινοβίου του Οσίου αυξήθηκε.


Πιθανώτατα, όπως οι περισσότερες άλλες Μονές της Αγίας Γης, και το κοινόβιον του Οσίου Θεογνίου καταστράφηκε είτε κατά την περσική επιδρομή του 614 είτε μετά την αραβική κατάκτηση του 638 μ.Χ.
Σήμερα οι περισσότεροι αρχαιολόγοι και ερευνητές συμφωνούν στο ότι το αρχαίο Μοναστήρι του Θεογνίου ταυτίζεται με το ερειπωμένο Μοναστήρι της κορυφογραμμής Χίρμπετ ελ Μαχρούμ της περιοχής Ντάρ Σαλάχ, 2,5 χλμ. νοτιοδυτικώς της Μονής του Αγίου Θεοδοσίου[10], μεταξύ άλλων λόγων διότι σώζονται στην κορυφογραμμή αυτή ερείπια ευμεγέθους κοινοβίου, η δε εγγύτητά τους με τη Μονή του Αγίου Θεοδοσίου και η παρουσία ευρύχωρων σπηλαίων επιβεβαιώνει σχεδόν αναντιρήτως την αρχαία περιγραφή.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους η μελέτη των ερειπίων της Μονής του Χίρμπετ ελ Μαχρούμ δείχνει ότι αυτή απετελείτο από δύο πτέρυγες: τη νοτιοδυτική, η οποία ήταν χαμηλότερη και περιελάμβανε τα μοναχικά κελλιά, και τη βορειοδυτική, επί υψηλοτέρου επιπέδου, η οποία περιελάμβανε μια λιθόστρωτη αυλή και ένα κτίριο στα δυτικά της. Εδώ προφανώς θα ευρίσκετο και ο Ναός της Μονής, αν και για την άποψη αυτή επειδή δεν έγιναν ανασκαφές, δεν υπάρχει ασφαλής τεκμηρίωση. Το χαμηλότερο, νότιο, μέρος του συγκροτήματος ορίζεται από ένα επίμηκες, διώροφο κτίριο, το κατώτερο μέρος του οποίου ήταν ίσως το μαγειρείο, ο δε άνω όροφος ήταν πιθανώς η μοναχική τράπεζα, δηλαδή ο χώρος των γευμάτων (βλ. εικ. 22). Τα ερείπια της Μονής έχουν γίνει αντικείμενο μελετών ξένων αρχαιολόγων.


Γύρω από την κυρίως συγκέντρωση των ερειπωμένων κτιρίων της αρχαίας Μονής, ευρίσκονται κατεσπαρμένα μικρά ή και μεγαλύτερα σπήλαια υπό την επιφάνεια του εδάφους ή επί της κατωφερείας προς τα ανατολικά, η είσοδος των οποίων φράσσεται από πετρόκτιστους τοίχους· αυτά ήταν κελλιά Μοναχών, οπωσδήποτε δε ένα εξ αυτών ήταν και η ασκητική παλαίστρα του Οσίου μας.
Στην ερειπωμένη αυτή αρχαία ιερά Μονή του Οσίου Θεογνίου, το Χίρμπετ ελ Μαχρούμ, την οποία διατήρησε η πρόνοια της Αγίας Τριάδος για πολλούς αιώνες ελεύθερη από ξένους καταπατητές, κατοίκησε στις αρχές του 20ού αιώνος και ευρήκε τον θάνατο χάριν του υψηλού αγιοταφιτικού καθήκοντος ο Μοναχός π. Γαλακτίων· ο μακαριστός ερημίτης π. Γαλακτίων έδωσε και το όνομά του στο χώρο αυτό, ο οποίος στην Αγία Γη ήταν γνωστός περισσότερον ως «το Κτήμα του Γαλακτίωνος», αν και σήμερα η αρχαιολογική συμμαρτυρία για την ταύτιση του χώρου με την αρχαία Μονή του Θεογνίου και η αναβίωση της Μονής, συντελεί στη σταδιακή μετονομασία του χώρου ως «Ιερά Μονή του Οσίου Θεογνίου».


Ο Μοναχός π. Γαλακτίων


Σύμφωνα με το χειρόγραφο Μοναχολόγιο (της εκδόσεως 1923) της Λαύρας του Αγίου Σάββα, όπου ο π. Γαλακτίων εξεκίνησε τη μοναχική του ζωή, και υπό τον αριθμό 177 αναφέρονται τα εξής γι’ αυτόν, ο οποίος ήταν γνωστός ακόμη και στους ετεροθρήσκους της περιοχής για τις αρετές και τον ιεραποστολικό του ζήλο:
«Γαλακτίων Μοναχός· εκ Κρήτης ορμώμενος, εγκατεστάθη εν τη Λαύρα το έτος 1907. Ανεχώρησε το έτος 1910 και εγκατασταθείς παρά τον Αββάν Θεοδόσιον και φυτεύσας κήπον αξιόλογον, ορύξας δε και στέρνας και σπήλαιον, κατοικεί νυν εν αυτώ».


Μεταγενέστερη προσθήκη αναφέρει:

«Εφονεύθη εις το κτήμα του, απέχον της Μονής του Αγίου Θεοδοσίου ημίσειαν ώραν, δια σφαίρας παρά αγνώστου, νύκτα τη 22α Μαρτίου του έτους 1949».
Το γνωστό στους Αγιοταφίτες ως «Κτήμα του Γαλακτίωνος», η αρχαία Ιερά Μονή του Οσίου Θεογνίου, από το έτος 1949, όταν φονεύθηκε ο μακαριστός Μοναχός, παρέμεινε αοίκητη και το εναπομείναν κτίριο σταδιακώς σχεδόν ερειπώθηκε και έγινε άνδρο βοσκών και παρανόμων· μαρτυρούσαν όμως την ύπαρξη του κήπου του τα πεζούλια καλλιεργείας στην ανατολική κλιτύ του χώρου, τα ανεμοδαρμένα πεύκα, τα υψιτενή κυπαρίσσια, οι φοίνικες, οι προσεγμένες παλιές ξηρολιθιές. Την επίβλεψη του συνόλου κτήματος, το οποίον εκτείνεται σε περίπου τριακόσια στρέμματα εκατέρωθεν της κορυφογραμμής (100 στρέμματα ανατολικώς και περίπου 200 δυτικώς) (βλ. εικ. 67), την είχαν για πολλά χρόνια οι Αγιοταφίτες της Ιεράς Μονής του Αγίου Θεοδοσίου, και ιδίως ο Ηγούμενος Αρχιμανδρίτης π. Ιερόθεος (Σηφάκης), αλλά και περισσότερο διακριτικώς οι Πατέρες των Μονών της Αγίας Βηθλεέμ και του Αγίου Σάββα. Η φύλαξη του χώρου εξασφαλίσθηκε, όπως συνηθίζεται στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, με την προσωρινή και υπό αυστηρούς όρους ενοικίασή του σε συγκεκριμένους εντοπίους για μόνη την καλλιέργεια δημητριακών, ώστε να αποτραπεί ενδεχόμενη αθρόα και ανεξέλεγκτη καταπάτηση, δεδομένης της πολύ μεγάλης οικιστικής αξίας της περιοχής και της ραγδαίας πληθυσμιακής αύξησης της Κοινότητος του Ντάρ Σαλάχ.


Το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων προ ολίγων ετών εις ένδειξιν καλής θελήσεως παρεχώρησε στην Κοινότητα του Ντάρ Σαλάχ, η οποία περιβάλλει το Μοναστήρι, μετά από αίτησή της, ένα μικρό χώρο της βορειοανατολικής γωνίας του Κτήματος για την ανοικοδόμηση μεγάλης δεξαμενής ύδατος· αυτή ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2009 και από αυτήν υδροδοτείται δικαιωματικώς και το Μοναστήρι. Επίσης, το νέο κοινοτικό κτίριο του Ντάρ Σαλάχ, στο κέντρο της βορείου πλευράς του κτήματος της Μονής, οικοδομήθηκε προσφάτως σε έδαφος του «Κτήματος του Γαλακτίωνος», που παραχωρήθηκε επίσης ευγενώς από το Πατριαρχείο μας. Τέλος, και πολλοί κοινοτικοί δρόμοι περιμετρικώς της Μονής, εκτάσεως αρκετών στρεμμάτων, έχουν παραχωρηθεί στις τοπικές αρχές από το Πατριαρχείο (βλ. εικ. 67).

Η αναβίωση της Μονής


Από το θέρος του έτους 2010 η Ιερά Μονή του Οσίου Θεογνίου εισήλθε σε φάση αναβίωσης. Ο διορισμός μοναχού σε επιστάτη του Κτήματος του Γαλακτίωνος τον Απρίλιο του 2010, σεπτή ευλογία της Α.Θ Μακαριότητος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου Γ΄ και εγκρίσει της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, έδωσε τη δυνατότητα της ενάρξεως έργων, με αρχικό σκοπό να καταστεί το παλαιό κτίριο του μακαριστού π. Γαλακτίωνος κατοικήσιμο. Μετά από εκτενείς επισκευαστικές εργασίες επί του ενδιαιτήματος, με συνδρομή και της Ιεράς Λαύρας του Αγίου Σάββα, το κτίριο στερεώθηκε, εξοπλίσθηκε για να καταστεί κατοικήσιμο, περιφράχθηκε και έκτοτε κατοικείται από τον Επιστάτη, καθιστώντας την ελληνορθόδοξη χριστιανική παρουσία αισθητή.Σήμερα επιστάτης στο Κτήμα αυτό είναι ο Σαββαίτης μοναχός π.Λάζαρος.
Είναι η ελπίδα και προσδοκία πάντων των Αγιοταφιτών και ιδίως όσων υπηρετούν στην Ανατολική Έρημο, αυτήν της Ιουδαίας, ότι θα γίνει δυνατή με τη χάρη του Θεού η εκ των ερειπίων αναστήλωση του Κοινοβίου του Οσίου Θεογνίου και η περίφραξη του Κτήματος, ώστε στις πνευματικώς ζοφερές μέρες μας, προς δόξαν Θεού του εν Τριάδι και έπαινον της Ορθοδόξου και Αγιωτάτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, να αναβιώσει και να λαμπρυνθεί, ως χώρος μοναχικός και προσκυνηματικός, το μοναστικό «της αρετής φροντιστήριον» του Οσίου Θεογνίου, δημιούργημα της θεϊκής αρετής, της αγάπης και της προσευχής του, το οποίο μάλιστα συναγωνίζεται σε αρχαιότητα την Ιερά Λαύρα του Αγίου Σάββα (ιδρυθείσα το 483 μ.Χ.).


Δ. Πρόσβαση και επικοινωνία


Η πρόσβαση στην Ιερά Μονή του Οσίου Θεογνίου είναι εύκολη (βλ. εικ. 02)· μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ακολουθήσει την οδό που οδηγεί από την Αγία Βηθλεέμ μέσω Μπετσαχούρ προς την Αμπετία (Ubeidiya), την περιοχή όπου και η Ιερά Μονή του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, ή να έλθει από Ιεροσόλυμα στρίβοντας όμως αριστερά, προς την κατωφερή οδό προς ανατολάς που αρχίζει πριν από την Ι.Μ. Προφήτου Ηλιού (αριστερά, καθώς ατενίζουμε τη Βηθλεέμ), προσπερνώντας το Χάρ Χομά (την ισραηλινή «Νέα Βηθλεέμ») - με κατεύθυνση προς Χεβρώνα - και φθάνοντας μέσω των συνόρων στη «γέφυρα», την ανισόπεδη διασταύρωση με το δρόμο από Βηθλεέμ και Μπετσαχούρ· εκεί εγκαταλείποντας την νότια διεύθυνση προς Χεβρώνα, στρέφεται ο προσκυνητής ανατολικώς (αριστερά) προς Αμπετία. Και στις δύο περιπτώσεις, ερχόμενος είτε από Βηθλεέμ είτε από Χάρ Χομά, μετά τη γέφυρα και ενώ ανηφορίζει ανατολικώς στον αυτοκινητόδρομο διαμέσου της περιοχής του Ντάρ Σαλάχ κατευθυνόμενος προς Άγιο Θεοδόσιο και Άγιο Σάββα, στο σημείο εκείνο που ο κύριος δρόμος στρέφεται αποτόμως αριστερά, σε απόσταση 1,900 μέτρα από τη γέφυρα που προαναφέραμε, και αρκετά πριν φθάσει στην Ι. Μονή του Αγίου Θεοδοσίου, ο προσκυνητής του Οσίου Θεογνίου στρίβει δεξιά ανηφορίζοντας μέσω του Ντάρ Σαλάχ, έως ότου φθάσει στην κορυφή του υψώματος.


Ε. Τροπάρια του Οσίου Θεογνίου
Απολυτίκιον Οσ. Θεογνίου. Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτην
Καππαδόκων το θρέμμα, Παλαιστίνης το καύχημα,
τον αγίω βίω ως μύρω ευωδιάσαντα άπασι,
Θεόγνιον τιμήσωμεν πιστοί, λαμπρόν της Ιουδαίας ασκητήν·
ος Βητυλίου Επίσκοπος παγκαλής
ελεημοσύνη και θαύμασιν αναδέδεικται.
Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ,
δόξα τω σε θαυμαστώσαντι,
τω δια γλυκύτητος ησυχίας και ευχής
της πολυπραγμοσύνης σε αφελκύσαντι.


Έτερον. Ήχος πλ.α΄. Τον συνάναρχον Λόγον
Μοναζόντων το μύρον, κλεινόν Θεόγνιον,
απραγμοσύνης εργάτην, θαυματουργόν ασκητήν,
ησυχαστών της Ιουδαίας το αγλάϊσμα,
και Βητυλίου θαυμαστόν Αρχιερέα και σεμνόν,
τιμήσωμεν κατά χρέος, την μάστιγα των δαιμόνων,
τον εν ελέει πλουσιώτατον.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω
Τον παιδιόθεν τω Χριστώ ευαρεστήσαντα,
των αρετής φροντιστηρίων ποδηγέτην,
τον εκλάμψαντα τοις θαύμασιν εν τω κόσμω,
και δειχθέντα Αρχιποίμενα πανάριστον,
Βητυλίου της πολίχνης ην εκλέϊσεν,
τον οσιώτατον ευφημήσωμεν Θεόγνιον.


Μεγαλυνάριον
Χαίροις μοναζόντων ο οδηγός και των εν τω κόσμω
ευεργέτης και φρυκτωρός, χαίροις Επισκόποις κανών
αγαθωσύνης, χαίροις ημών προστάτα, κλεινέ Θεόγνιε.
Εγκώμιο από τον Παύλο, τον Ησυχαστή της Ελούσης:


«Ο Θεόγνιος ο Καππαδόκης προσκολλώμενος στον πόθο του Δεσπότου Χριστού “εξ απαλών ονύχων” και εκπληρώνοντας τα λόγια του Ιερεμίου “εγώ δεν εκοπίασα να ακολουθώ ακριβώς από πίσω Σου”, αφού εκόσμησε τον εαυτό του με έργα αγαθά και με την αγαμία και όλα τα άλλα τα οποία αρέσουν στον Θεόν, αφού δε ευωδίασε και την ίδια του την ψυχή και όλους όσους τον εγνώρισαν και “άλλαξε ισχύ και έβγαλε πτερά”, καθώς λέγει ο Ησαΐας, και απολύθηκε με ευφροσύνη από τα δεσμά του σώματος, πέταξε στον ουρανό, αφίνοντας στους μεταγενεστέρους τη μνήμη του σαν κάποια στήλη φωτός».



«Καθώς γίνεται μνεία στα χείλη μας για τον Θεόγνιο, ο οποίος είναι μύρο σε όλους προσφιλέστατο, ας τέρπεται και ας αγάλλεται η χορεία των ουρανίων αστέρων, η γη δε ας ευφραί νεται, ο αέρας ας γελά και ιδιαιτέρως των ασωμάτων δυνάμεων, οι οποίες χαίρουν για τη μνημόνευση του ανθρώπου του Θεού, οι οποίες και όταν τον έβλεπαν στον παρόντα ακόμη βίο να αθλεί, θαύμαζαν, πώς αυτός που φορούσε σάρκα αντιπαρατασσόταν σε πολεμιστές που είναι άσαρκοι, πώς αυτός ο ευτελής, οικτρός και ακτήμων τις αρχές και τις εξουσίες και τους κοσμοκράτορες του σκότους και τα πνεύματα της πονηρίας τους κτυπούσε, τους έδενε χείρας και πόδας, τους πατούσε και τους αιχμαλώτιζε».




ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η οποία πόλη μέχρι πρό τινος νομιζόταν ότι ταυτίζεται με τη σημερινή Beit Lahia, αλλά τώρα πλέον έχει επικρατήσει η ταύτισή της με την κώμη Sheikh Zuweid ή την Tell esh Sheikh, 20 χλμ. νοτιοδυτικώς της Γάζης, μεταξύ της Rafia και της El Arish.
[2] Πρόκειται για την παράκτια Καισάρεια, την μεταξύ Ιόππης και Χάιφας, η οποία τον 6ο αι. μ.Χ. αναδείχθηκε σε πολιτική πρωτεύουσα της Ιουδαίας.
[3] Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε, πάντως μεταξύ των ετών 494 και 518.
[4] Σε κάποιο χρόνο μεταξύ των ετών 518 και 522.
[5] Είναι η σημερινή περιοχή Αl-Khalasa, βορείως της ερήμου Νεγκέβ, κατοικούμενη τώρα από νομάδες, ιδρυμένη τον 4ο π.Χ. αι. από Ναβαταίους.
[6] Και τα δύο κείμενα Βίου του Θεογνίου σώζονται μόνο σε ένα χειρόγραφο, τον κώδικα Coislianus 303, του τέλους του 10ου ή της αρχής του 11ου αι., όπου όμως λείπει ένα φύλλο με μέρος της παραγράφου (§18) του Βίου.
[7] Λειμών §160, PG 87/3, 3028B. Εγράφη μεταξύ των ετών 614 και 619.
[8] Σώζεται τμηματικώς σε παλίμψηστο ελληνικό χειρόγραφο (Parisinus Graecus 443) του 9ου αι., στη δε σλαβονική γλώσσα σώζεται ολόκληρη σε δύο σερβικά χειρόγραφα (384 & 390) του 14ου αι. της Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους. Αγγλική μετάφραση της ομιλίας αυτής από τον F. Thomson βλ. εν Analecta Bollandiana 126 (2008) 306-310.
[9] Επί λέξει « ... ανεχώρησεν εις τους περί την αυτήν μονήν τόπους και ευρών σπήλαιον κατώκησεν εις αυτό».

[10] Βλ. ενδεικτικώς Y. HIRSCHFELD, “List of the Byzantine Monasteries in the Judean Desert” εν Christian Archaeology in the Holy Land:new discoveries, Studium Biblicum Franciscanum, Collectio Maior 36, Jerusalem 1990, σελ. 32.


https://www.facebook.com/profile.php?id=100004358235974

Δεν υπάρχουν σχόλια: