Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

ΨΑΛΜΟΣ 140.ΕΡΜΗΝΕΙΑ. 03.Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περί τὰ χείλη μου.




03.Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς  περί τὰ χείλη μου




Στὴ Σοφία τοῦ Σειράχ, ἕνα βιβλίο ποὺ γράφτηκε μετὰ τὸν 4ο π.Χ. αι. καὶ ἀνήκει σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε «σοφιολογική γραμματεία», τὸ θέμα τῆς γλώσσας, τοῦ στόματος, τῆς ὁμιλίας, γίνεται ἀντικείμενο
σπουδῆς: ὑπάρχει ὁμιλία ποὺ σώζει καὶ ὁμιλία ποὺ καταστρέφει. Ὑπάρχει γλώσσα ποὺ σώζει καὶ γλώσσα ποὺ καταστρέφει. Χρειάζεται λοιπὸν κάποιος νὰ μοῦ φυλάει τὴ γλώσσα, νὰ μοῦ φυλάει τὸ στόμα, νὰ εἶναι
φρουρός, νὰ μὲ προσέχει, νὰ ὑπάρχει ἕνας φύλακας. Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει τέτοιο φύλακα: Τίς δώσει μοι ἐπὶ στόμα μου φυλακὴν καὶ ἐπὶ τῶν χειλέων μου σφραγίδα πανοῦργον, ἵνα μὴ πέσω ἀπ' αὐτῆς καὶ ἡ γλῶσσά μου ἀπολέσῃ με; (Σοφ. Σειρ. 22,27). Γιατί τὸ χρειάζομαι αὐτό; Γιὰ
νὰ μὴ χαθῶ ἐξαιτίας τῆς γλώσσας μου. Ἀσφαλῶς αὐτὸς ποὺ θὰ ἐλέγξει τὴν ἐκφορὰ τοῦ λόγου μου, δηλαδὴ τὴν ἐξωτερίκευση τῆς ἐνδιάθετης βούλησής μου, εἶναι ὁ ἴδιος μου ὁ ἑαυτός. Αλλά, γιὰ τὸν ποιητή μας, ἔχουμε ἀνάγκη μιᾶς θείας ἐνέργειας ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει στὸν ἔλεγχο τῶν λόγων μας. Ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ βοήθεια δὲν μεταθέτει τὴν εὐθύνη τῶν πράξεών του, ἀλλὰ καταθέτει τὴ γνώση γιὰ μιὰ πορεία ποὺ
διαρκῶς ἀναπαύεται στη σχέση του μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἴδιος ὁ Δαβὶδ ἔχει ἐντοπίσει αὐτὸν τὸν ὀλισθηρό δρόμο ὅπου μᾶς παρασύρει ὁ ἀνέλεγκτος λόγος ποὺ ἐκφράζεται διὰ τῆς γλώσσας: Εἶπα· φυλάξω τὰς ὁδούς μου τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν με ἐν γλώσσῃ μου (Ψαλμ. 38,2). Τὴν πιὸ περιεκτική όμως περιγραφὴ γιὰ τὸν κίνδυνο τῆς γλώσσας, τοῦ στόματος, τὸν κίνδυνο δηλαδὴ τῆς ἐκφορᾶς πρὸς τὰ ἔξω τῆς ὕπαρξής μου γιὰ νὰ δημιουργήσω σχέση, νὰ ἀγαπήσω ἢ νὰ μισήσω, τὴν ἔχει καταθέσει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος στὴν περίφημη επιστολή του: Πολλὰ γὰρ πταίομεν
ἅπαντες. Εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. [...] τὴν γλῶσσαν οὐδεὶς δύναται ἀνθρώπων δαμάσαι· ἀκατάσχετον κακόν, μεστὴ τοῦ θανατηφόρου. Ἐν αὐτῇ εὐλογοῦμεν τὸν Θεὸν καὶ πατέρα, καὶ ἐν αὐτῇ καταρώμεθα τοὺς ἀνθρώπους τοὺς καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ γεγονότας· ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καὶ κατάρα. Οὐ χρή, ἀδελφοί μου, ταῦτα οὕτω γίνεσθαι (Ἰακ. 3,1-11).
Ξαναδιαβάζω τὸν 3ο στίχο: Βάλε μου Κύριε φρουρὰ στὸ στόμα μου καὶ φράξε μου τὰ χείλια. Θέλω νὰ ἐλέγχω τὰ λόγια μου, ἀλλὰ μιὰ ἄλλη ροπὴ ἐντός μου μὲ παρασύρει. Πρόκειται γιὰ τὴ διαρκὴ διαλεκτικὴ ἀνάμεσα στὸ νόμο τῆς φύσης καὶ στὸ νόμο τῆς χάρης. Πῶς τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος; οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν
τοῦτο πράσσω, δὲν κάνω τὸ ἀγαθὸ ποὺ ἐπιθυμῶ, ἀλλὰ τὸ κακὸ ποὺ δὲν
θέλω· καὶ ἐπίσης, ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοὶ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ,
τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας, ἐγὼ ὁ ἴδιος μὲ τὴ διάθεσή μου ἀκολουθῶ
τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τὰ θελήματα τῆς σάρκας μὲ ὁδηγοῦν σὲ ἔργα
ἁμαρτίας, ἐπειδή, ὅπως μᾶς λέει, βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου
ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν
τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας, ὑπάρχει ἐγγενῶς μιὰ δύναμη ἐντός μου ποὺ
ἀντιστρατεύεται τὴν ἀγαθή μου θέληση καὶ μὲ αἰχμαλωτίζει στὸ νόμο
τῆς ἁμαρτίας (βλ. Ρωμ. 7,14-25).

Δεν υπάρχουν σχόλια: