Ομολογητής
Βίκτωρ (Κιράνωφ)
ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
του Χριστού Βίκτωρ γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου του 1881 στο χωριό Μανουίλωφ της
Ταυρίδας, κοντά στην πόλη Μπερντιάνσκ.
Πατέρας
του ήταν ό Ιερέας π. Μιχαήλ (Κιράνωφ). γόνος παλαιάς γενιάς βουλγάρων ιερέων, οι
όποιοι, για να γλυτώσουν από την τυραννία των μουσουλμάνων Τούρκων, μετοίκησαν στη
Ρωσία το 1830. Ένας από τούς προπάππους του ιερείς, ό π. Προτάσιος, πεθαίνοντας
το 1773. άφησε παρακαταθήκη στούς γιούς του να μην αρνηθούν την ιεροσύνη, αν
κάποτε ή Εκκλησία τούς καλούσε να τη διακονήσουν.
Ό
νεαρός Βίκτωρ, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, φοίτησε στο Εκκλησιαστικό
Σεμινάριο της Ταυρίδας, απ’ όπου αποφοίτησε το 1903. Στη συνέχεια γράφτηκε στο
Πανεπιστήμιο, το όποιο, όμως, εγκατέλειψε υστερ’ από έναν χρόνο. Ή πνευματική
κληρονομιά πού βάραινε στούς ώμους του καί ό προσωπικός του πόθος για την ιεροσύνη
έστρεψαν ολόκληρο το ένδιαφέρον του στη ζωή της Εκκλησίας. Έτσι, διορίστηκε
ιεροψάλτης στον Ναό της Αγίας Τριάδος του χωριού Νοβοπροκόφιεφ, ενώ λίγο αργότερα
νυμφεύθηκε την ευσεβή Άντωνίνα. κόρη του ιερέα Πέτρου Τρόιτσκι.
Στις
30 Οκτωβρίου τού 1905 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Ταυρίδος
Αλέξιο (Μολτσάνωφ) και τοποθετήθηκε εφημέριος του Ναού της Αγίας Σκέπης του χωριού
Μπαλσάγια Μπλαγκοβέστενκα Μεγάλος
Εύαγγελισμός. Παράλληλα, το 1906, διορίστηκε δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο του
Νοβοβασίλιεφ.
αρχές του 1920, για την πολύχρονη, πολύμοχθη και καρποφόρα ποιμαντική εργασία
του, έλαβε το οφίκιο του πρώτοπρεσβυτέρου και διορίστηκε προϊστάμενος του
Καθεδρικού Ναού της Αναλήψεως του Μπερντιάνσκ. Μετά το κλείσιμο του ναού αυτού
από τις σοβιετικές αρχές, το 1928, διορίστηκε προϊστάμενος του Ναού της Αγίας
Σκεπής, του μόνου πού λειτουργούσε τά χρόνια εκείνα στην πόλη. Εκεί πήγαιναν για
να τελέσουν τά θεία Μυστήρια οι ιερείς του Μπερντιάνσκ και των περιχώρων, πού
είχαν διωχθεί από τις ενορίες τους. Ό π. Βίκτωρ τούς δεχόταν όλους με πολλή Αγάπη
ως πνευματικούς αδελφούς. Επιπλέον, καθώς ήταν και αρχιερατικός επίτροπος,
δημιούργησε ειδικό Ταμείο για την ενίσχυση άπορων ιερέων. Απ’ αυτό δίνονταν
τακτικά στους κατατρεγμένους ιερείς μικρά χρηματικά ποσά για τη συντήρηση των
οικογενειών τους.
Κατά
καιρούς ερχόταν στο Μπερντιάνσκ ό αρχιεπίσκοπος Ντνιεπροπετρόφσκι Γεώργιος
(Ντελίεφ), στον όποιο ό π. Βίκτωρ, ως αρχιερατικός επίτροπος, έδινε αναφορά για
τις δραστηριότητες του. Το 1936 ό αρχιεπίσκοπος συνελήφθη. Κατά την ανάκριση,
μπροστά στις πιέσεις και τις απειλές, έδειξε μικροψυχία και λύγισε. Έτσι, όχι
μόνο ομολόγησε ότι τάχα είχε προβεί ό ίδιος σε αντισοβιετική δραστηριότητα, αλλά
και συκοφάντησε άλλους επισκόπους και ιερείς της επαρχίας του. Ειδικά για τον
π. Βίκτωρα και τούς συνεφημερίους του κατέθεσε άτι «κατά τις αρχιερατικές του επισκέψεις
τούς είχε στρατολογήσει για τη διενέργεια κατασκοπείας και σαμποτάζ».
Έχοντας
οι αρχές στα χέρια τους και αυτά τά στοιχεία, αποφάσισαν πι μόνο να κλείσουν τον
Ναό της Αγίας Σκέπης. αλλά και να τον γκρεμίσουν. Ως πρόφαση πρόβαλαν την ανάγκη
τάχα να χρησιμοποιήσουν τά τούβλα του για την Ανέγερση σχολείου. Οι εφημέριοι του
ναού π. Βίκτωρ Κιράνωφ, π. Μιχαήλ Μπογκοσλόφσκι και π. Αλέξανδρος Ίλιένκωφ.
μόλις το πληροφορήθηκαν, κινητοποιήθηκαν Αμέσως. Επισκέφτηκαν ένα-ένα τά σπίτια
των πιστών, τούς ενημέρωσαν και τούς κάλεσαν σε έκτακτη ενοριακή συνέλευση.
Ή
συνέλευση πραγματοποιήθηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1937, μετά τη θεία Λειτουργία.
Προσήλθαν περίπου τέσσερις χιλιάδες πιστοί! Ό Αριθμός αυτός ήταν εντυπωσιακά
μεγάλος αν σκεφτεί κανείς ότι τη χρονική εκείνη περίοδο ή κρατική τρομοκρατία
είχε φτάσει στο Απόγειό της. Πολλοί πήραν τον λόγο, εκδηλώνοντας την έντονη
Αγανάκτησή τους για το επικείμενο κλείσιμο του ναού. Περισσότερο απ’ όλους ενθουσίασε
τον κόσμο ένας φλογερός ομιλητής, ό όποιος είπε χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων:
- Ή σοβιετική εξουσία μάς στερεί την
τελευταία μας παρηγοριά. Πρέπει ν’ αντισταθούμε σθεναρά... Αν οι αρχές θέλουν να
χτίσουν σχολείο, θα μαζέψουμε χρήματα και θα το’ τά δώσουμε...
Οι
ακροατές μέ βοή επιδοκίμασαν τά λόγια του και με το στόμα φώναξαν:
- Δεν θα επιτρέψουμε να κλείσουν την εκκλησία!
Ό
ομιλητής συνέχισε:
-
Που είναι τά τούβλα από τις εκκλησίες πού γκρεμίστηκαν ως τώρα; Γιατί δεν
χτίστηκε μ’ αυτά ούτε ένα σχολείο;... Αδελφοί, εδώ και είκοσι χρόνια οι καρδιές
μας ματώνουν συνεχώς...
Τά
διαβήματα των πιστών, ωστόσο, για την αποτροπή της κατεδαφίσεως του ναού δεν
είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Έτσι, σύντομα ό ναός κλείστηκε και το καλοκαίρι οι
ιερείς του οδηγήθηκαν στις φυλακές.
Για
τον π. Βίκτωρα άνοιγε τώρα ή πιο οδυνηρή σελίδα της ζωής του. Οι μπολσεβίκοι,
προκειμένου να τον αναγκάσουν να ομολογήσει την «ένοχή» του. πού οι ίδιοι την
είχαν επινοήσει, τον υπέβαλαν σε συνεχείς ανακρίσεις, άγριους ξυλοδαρμούς. απειλές
και εξευτελισμούς. Επιπλέον, χρησιμοποίησαν ως ψευδομάρτυρα κάποιον παλαιότερο αγαπητό
συνεφημέριό του. ό όποιος, στο μεταξύ, ζαλισμένος από τη σοβιετική προπαγάνδα,
είχε εγκαταλείψει την ιεροσύνη. Αυτός εξετάστηκε σε αντιπαράσταση μέ τον π.
Βίκτωρα.
Ό
άξιος υπηρέτης του Κυρίου δέχτηκε μέ θαυμαστή ευψυχία το πικρό ποτήρι πού του επιφύλαξε
ή θεία πρόνοια. Αρνήθηκε τη συμμετοχή του σε οποιαδήποτε αντεπαναστατική
ενέργεια και στις 7 Μαρτίου του 1939 κατέθεσε την τελευταία του έγγραφη δήλωση:
«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για καμιά αντισοβιετική δραστηριότητα., ούτε
έκανα ποτέ αντισοβιετική προπαγάνδα».
Να
τί έγραφε ό π. Βίκτωρ τις μέρες εκείνες στην οικογένεια του:
Ό
π. Βίκτωρ μέ την πρεσβυτέρα του ...
Βρίσκομαι στον δρόμο της σωτηρίας, όπως τον περιγράφει ό άγιος απόστολος
Ιάκωβος: Πειρασμοί και δοκιμασίες πού άκολουθοΰν από την υπομονή μέ την
υπομονή
στα
βάσανα
και
μέ
τη
δοξολογία
του
Θεού
αποκτάς
ταπείνωση,
ή
όποια
γεννά
την
Αγάπη-
και
αυτή
οδηγεί
στη
σωτηρία...
Το
ξέρετε
πώς
υποφέρω,
μολονότι
δεν
έχω
διαπράξει
κανένα
αδίκημα.
Αυτό
μπορεί
να
το
βεβαιώσει
όλη
ή πόλη. Δεν είμαι ένοχος για παράβαση οποιοσδήποτε νόμου του κράτους. Μπροστά στον
Θεό, βέβαια, είμαι ένοχος για πολλά αμαρτήματα, για τά όποια τιμωρούμαι τώρα
παιδαγωγικά μέ τη φυλάκιση. Ικετεύετε τον Κύριο να μέ συγχωρήσει. Εγώ Τον
ευχαριστώ ακατάπαυστα για το έλεος Του, πού μέ σωφρονίζει μ αυτόν τον δραστικό
τρόπο. Σάς παρακαλώ, να ζείτε μέ ειρήνη και Αγάπη, για τη δική σας σωτηρία και τη
δική μου παρηγοριά...
Στις
29 Οκτωβρίου του 1939 ή τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε καταδίκασε τον π. Βίκτωρα σε
έγκλεισμά οκτώ ετών σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο Εργασίας στην περιοχή του
Νοβοσιμπίρσκ. Φτάνοντας εκεί, έστειλε την πρώτη του επιστολή στην πρεσβυτέρα
του:
...
Σου γράφω βιαστικά...
Έφτασα
στον τόπο του προορισμού μου. Αφού πέρασα από το Χάρχωφ, ή Σιζράν, το
Νοβοσιμπίρσκ και το Τόμσκ, κατέληξα στο Άσίνο, εκατό περίπου χιλιόμετρα από το
Τόμσκ. Είμαι λαλά και εργάζομαι. Μια φορά τον μήνα θα έχω τη δυνατότητα να σου
γράφω... Προαισθάνομαι όχι δεν θα ξανασυναντηθούμε. ’Άς γίνει ότι θέλει ό
Θεός...
Οι
επιστολές του προς την πρεσβυτέρα και τά παιδιά του αποκαλύπτουν τόσο τη φρίκη
τού στρατοπέδου, όσο και την ομορφιά της ψυχής τού μαρτυρικού ιερέα.
Παραθέτουμε κάποια αποσπάσματα:
Σωφρονιστικό
Στρατόπεδο Εργασίας
...
Ή διεύθυνσή μου είναι: Χωριό Άσίνο, Νοβοσιμπίρσκ... Βρίσκομαι σε Σωφρονιστικό
Στρατόπεδο Εργασίας -ή ονομασία μου υποδηλώνει τον προορισμό του. Μέ “σωφρονίζουν”,
λοιπόν είναι δύσκολο, καταθλιπτικό και πέρα από κάθε λογική, αλλά δεν υπάρχει
δυνατότητα αντιδράσεως. Δέχτηκα πόσα καλά από τον Θεό. ΑΣ δεχθώ τώρα αγόγγυστα και
το κακό τούτο. Άλλωστε, κάποτε και κάπου τελειώνει ή ζωή μας. Δοξάζω τον Κύριο,
γιατί μου δίνει την ευκαιρία να λυτρωθώ με αυτόν τον τρόπο από τά πολλά αμαρτήματα
πού διέπραξα μπροστά Του, μπροστά σου και μπροστά στην οικογένεια μας. Γνωρίζω,
βέβαια, πώς ή ζωή σας δίχως εμένα είναι δύσκολη, αλλά δεν μπορώ να σάς βοηθήσω,
αφού δεν έχω πια τίποτα...
Ρούχα
και ασπρόρουχα για την ώρα δεν χρειάζομαι. Μέ τις συνθήκες που υπάρχουν εδώ,
όλα αυτά είναι περιττά. Στείλε μου για το καλοκαίρι τά παλιά παπούτσια, δύο
σκούρα πουκάμισα και παντελόνια από ευτελές ύφασμα. Για καλά ρούχα και
προπαντός για λευκά ούτε λόγος να γίνεται. Ζω ανάμεσα σε τσακισμένους και
δύστυχους γέρους. Είμαι κι εγώ ήδη ένας απ' αυτούς...
...
Στην αρχή έκοβα ξύλα στην ξυλαποθήκη. Έπειτα ξεδιάλεγα τά καλά ζαρζαβατικά στην
αποθήκη τών κηπευτικών. Τώρα υπηρετώ στην παράγκα 8, όπου μένουν οι άνδρες της
διοικήσεως. Φοράω φόρμα και αντί για παπούτσια, πλεχτά χωριάτικα λάπτι. Εκτελώ
υπηρεσίες από τη 1 ή ώρα τη νύχτα ως τις 7 το πρωί, ενώ την ημέρα ασχολούμαι μέ
το συγύρισμα της παράγκας και μέ τη μεταφορά νερού και ξύλων...
...
Ό κουμπάρος μας έχει χίλια δίκια, όταν λέει ότι τιμωρούμαι για τις αμαρτίες
μου. Ευγνωμονώ βαθιά τον Θεό, πού και μ αυτόν έστω τον τρόπο οδήγησε εμένα. τον
μεγαλύτερο αμαρτωλό, στον δρόμο της μετάνοιας και της διορθώσεως. Πάντως,
εξετάζοντας γενικά και αντικειμενικά την κατάσταση, θα έλεγα πώς ή άποψή του δεν
είναι παρά μια γεροντική ανοησία. Γιατί, εκτός από μένα, τιμωρούνται και τόσοι
άλλοι ποιμένες, ποιμένες άξιοι και δίκαιοι. Και τιμωρούνται φυσικά για τις αμαρτίες
τους, αλλά περισσότερο γιατί αυξήθηκε τόσο πολύ ή ανθρώπινη ασέβεια... Ό Θεός ανατέλλει
τον ήλιο Του για κακούς και καλούς και στέλνει τη βροχή σε δικαίους και
άδικους. Στο καμίνι της δικαιοσύνης Του θα φανερωθούν το χρυσάφι και το ασήμι, το
χορτάρι και το άχυρο... Δόξα τω Θεώ για όλα!
28
Απριλίου 1940
...
Είμαι καλά μέ το άπειρο έλεος τού Ιησού Χριστού, μέ τις πρεσβείες τού προστάτη
μας άγιου Νικολάου και μέ τις δικές σας προσευχές, αγαπημένοι μου. Ή ζωή μου
κυλά όπως ή ζωή κάθε φυλακισμένου. Είναι μια ζωή γκρίζα, αξιοθρήνητη,
στερημένη, γεμάτη βάσανα. Πονώ για σάς, και η μοναξιά δεν με αφήνει ούτε για μια
στιγμή• είμαι πάντοτε τελείως μόνος... Έδώ ή σκέψη και του πιο έξυπνου ανθρώπου
χτυπιέται σαν το ψάρι πάνω στον πάγο. Μόνο ή πίστη μας και ή πνευματική μας επικοινωνία
ρίχνουν βάλσαμο σε τούτη τη βαθιά αλλά όχι ακόμα θανάσιμη πληγή.
Πάσχα!
Ή μέρα αυτή είναι όμοια μέ όλες τις άλλες στο στρατόπεδο: Άνθρωποι ταλαιπωρούν
άδικα ανθρώπους. «Συγχωρήσωμεν πάντα τη Άναστάσει»! Συγχωρώντας όλους και
γνωρίζοντας ότι κανένα κακό δεν έκανα στην πατρίδα μας και τον λαό της, ελπίζω στην
απόδειξη της αθωότητας μου και στην επιστροφή μου κοντά σας. Αμήν, Κύριε, αμήν!
Θα
ήθελα να σάς γράψω πολλά, αγαπημένοι μου, πάρα πολλά και θερμά λόγια, αλλά δεν
βρίσκω, ή μάλλον δεν ξέρω πώς να τά παραθέσω. Μέ δύο λέξεις, τις άγιες τούτες
ώρες κλαίω, αγαπώ, ασπάζομαι και κατανοώ όλους σας -όπως κι εσείς, πιστεύω,
κατανοείτε εμένα- μ όλη μου την ψυχή. Δέξου, Κύριε, την προσευχή μας σαν θυσία.
Δέξου και την αναφώνηση μας: Χριστός ανέστη! Αληθώς ανέστη!...
Φεβρουάριος
1941
...
Να έχεις υγεία! Ίσως ό Κύριος να λυπηθεί τον κακό εργάτη Του και να τον αξιώσει
να ζήσει έστω και για λίγον ακόμα καιρό μαζί σου μέ ειρήνη, χαρά και Αγάπη.
Πόσο θα ήθελα, αφού κάνουμε έναν απολογισμό τού παρελθόντος, να κλειστούμε στο
καλύβι μας, απομονωμένοι από τον κόσμο, και να μείνουμε εκεί ως το τέλος της
ζωής μας! Πόσο θα ήθελα ν ακούω σιωπηλός τά πάντοτε καλά, ευχάριστα και
στοργικά σου λόγια, τρώγοντας συνάμα τά τόσο νόστιμα φαγητά σου! Πόσο θα ήθελα,
επίσης, να περάσουμε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας μέ ευσέβεια και προσευχή,
ευγνωμονώντας τον Θεό για το μεγάλο Του έλεος, για όλα Του τά δώρα, και
παρακαλώντας Τον για την υγεία και τη σωτηρία των πολύ αγαπημένων μας παιδιών και
εγγονιών... ΑΣ γίνει σε όλα το θέλημα τού Θεού. Ελέησε, Κύριε, δυο συζύγους πού
είναι αμαρτωλοί, αλλά Σε αγαπούν!
Στέλνω
σε όλους τούς χαιρετισμούς και τις ευχές μου για το Τριώδιο πού πλησιάζει. Την
Κυριακή, 10 Μαρτίου, ας προσευχηθούμε μαζί, εσείς εκεί, ικετεύοντας τον Θεό για
την άφεση των αμαρτιών σας, κι εγώ εδώ, απαγγέλλοντας από μακριά τη συγχωρητική
ευχή για τά σφάλματα πού διαπράξατε στο διάστημα της απουσίας μου. Παρακαλέστε
θερμά τον Κύριο για τον δέσμιο πού νοερά βρίσκεται πάντοτε ανάμεσα σας...
Μάρτιος
1941
...
Δεν επιδιώκω πια κάποια συνάντηση μ’ εσάς, γιατί αυτή ούτε είναι δυνατόν ούτε
πρέπει να γίνει. Να μέ θυμάστε όπως μέ ξέρατε. Τη σημερινή μου μορφή, πού θα την
κουβαλήσω στον τάφο, είναι καλύτερα να μην τη δείτε -ούτε να τη φανταστείτε δεν
μπορείτε. Τί συνεπάγεται, άλλωστε, για σάς μια συνάντησή μας; Δάκρυα και φρίκη και
άσκοπα έξοδα, τη στιγμή πού δεν έχετε αρκετά χρήματα ούτε για τις στοιχειώδεις ανάγκες
σας. Αν, πάντως, ό Κύριος μάς αξιώσει να ιδωθούμε, ας γίνει το θέλημά Του...
Οι
κρατούμενοι πού έχουν κάποιαν αναπηρία αλλά μπορούν να εργαστούν, δεν βγαίνουν από
τη ζώνη τού στρατοπέδου, όπως οι υγιείς εργάζονται, όσο μπορούν, μόνο μέσα στη
ζώνη τού στρατοπέδου. Εγώ ως τώρα πήγαινα για δουλειά σε απόσταση τριών έως επτά
χιλιομέτρων.
Για
πρόωρη απελευθέρωση δεν υπάρχει καμιά ελπίδα μόνο
στη
φαντασία
μας
μπορεί
να
γίνει
κάτι
τέτοιο.
Στην
πρώτη
σχετική
αίτησή
μου,
τον
Μάρτιο
τού
1940, μου
απάντησαν
ότι
δεν
υπάρχει
νομική
βάση
για
επανεξέταση
της
υποθέσεως.
ΑΣ
γίνει
ότι θέλει
ό
Θεός...
Μέ
την έναρξη του Μεγάλου Πατριωτικοί) Πολέμου εναντίον των Γερμανών εισβολέων (21
Ιουνίου 1941), ή κατάσταση των κρατουμένων επιδεινώθηκε. Πολλοί ήταν εκείνοι
πού πέθαναν από την κακή σίτιση και τις κακουχίες. Ό π. Βίκτωρ άφησε την
τελευταία του πνοή στις 30 Μαρτίου του 1942 και το ιερό του σκήνωμα τάφηκε σε
άγνωστο τόπο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου