Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

ΟΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟ ΚΑΙ ΑΛΕΞΙΟΣ. "Ό επίσκοπος είχε μαζί του τά τίμια Δώρα. Λάμποντας από χαρά και γαλήνη, κοινώνησε τά άχραντα Μυστήρια και στη συνέχεια τά πρόσφερε και στον π. Αλέξιο «εις έφόδιον ζωής αιωνίου και εις εύπρόσδεχτον απολογίαν την επί τού φοβερού βήματος τού Κυρίου». Κάποια στιγμή, τον π. Αλέξιο τον έπιασαν τά κλάματα. - Γιατί κλαις; τον ρώτησε ό ιεράρχης. Πρέπει να χαιρόμαστε. - Κλαίω για την οικογένεια μου, αποκρίθηκε εκείνος. - Εγώ είμαι έτοιμος, του είπε μέ ηρεμία ό επίσκοπος."









Ιερομάρτυρες Λαυρέντιος (Κνιάζεφ), επίσκοπος Μπαλάχνα, καί Αλέξιος (Πορφύριεφ)


ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ Λαυρέντιος, επίσκοπος Μπαλάχνα. γεννήθηκε τό 1877 στην πόλη Κασίρ. Λεγόταν Ευγένιος και ήταν το μοναχοπαίδι του ιερέα π. Ίωάννου Κνιάζεφ. Ό ιερέας πατέρας του πέθανε πολύ νέος, κι έτσι ό Ευγένιος παρέμεινε το μοναδικό στήριγμα της χήρας μητέρας του.


Από μικρός ό Ευγένιος αγάπησε τον Θεό και τη ζωή της Εκκλησίας, γι’ αυτό, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του. το ενδιαφέρον του στράφηκε στη θεολογία. Φοίτησε στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο της Τούλα και στη συνέχεια γράφτηκε στη Θεολογική Ακαδημία Πετρουπόλεως, από την όποια αποφοίτησε το 1902. Το ίδιο έτος, στις 28 Ιανουαρίου, ποθώντας να δοθεί ολοκληρωτικά στην Αγάπη του Χριστού, έγινε μοναχός στη Μονή Βαλαάμ. Την κουρά του τέλεσε ό άρχιεπίσκοπος Φινλανδίας Σέργιος (Στραγκορόντσκι), δίνοντάς του το όνομα Λαυρέντιος. Μια                      εβδομάδα αργότερα στις 5 Φεβρουαρίου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ήταν τότε είκοσι πέντε χρόνων.


Στις 28 Φεβρουαρίου του 1912 διορίστηκε διευθυντής του Εκκλησιαστικού Σεμιναρίου Λιτόφσκι και ήγούμενος της Μονής Αγίας Τριάδος Βίλνα. Ποιμενάρχης της επαρχίας Βίλνα ήταν τότε ό αρχιεπίσκοπος Τύχων. ό μετέπειτα πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας. Ό π. Λαυρέντιος συνδέθηκε πνευματικά μαζί του, όπως αποδεικνύεται και από την μετέπειτα αλληλογραφία τους, και διδάχθηκε πολλά από την πραότητα και τη διακριτικότητα του αγίου ιεράρχη.


Γι’ αυτή την περίοδο της διακονίας του π. Λαυρέντιου έλεγαν πώς είχε δώσει κάποτε το καλυμμαύχι του στο εκεί γυναικείο μοναστήρι για να του το επιδιορθώσουν. Ή μοναχή πού το ανέλαβε, όταν τελείωσε, σιδέρωσε το κουκούλι και το έραψε στο καλυμμαύχι. Ύστερα, για να δει αν είναι τοποθετημένο σωστά, πλησίασε σ’ έναν καθρέφτη και σήκωσε το καλυμμαύχι ψηλά, προκειμένου να το βάλει στο κεφάλι της. Τότε άφησε μια κραυγή κι έπεσε αναίσθητη. Όταν συνήλθε, είπε πώς είχε δει γύρω από το καλυμμαύχι ένα φλογερό στεφάνι... Ήταν, ίσως, ένα προμήνυμα του μαρτυρικού τέλους, πού θα αξιωνόταν ό κάτοχός του.

Υστερ’ από πέντε χρόνια εκκλησιαστικής προσφοράς στην επαρχία Βίλνα, τον Φεβρουάριο του 1917, ό π. Λαυρέντιος χειροτονήθηκε επίσκοπος Μπαλάχνα και διορίστηκε βοηθός επίσκοπος της επαρχίας Νίζεγκοροντ.
Στο Νίζνι Νόβγκοροντ έμενε στη Μονή των Σπηλαίων. Δια-τηρώντας πνευματικές σχέσεις μέ τούς γέροντες της ’Όπτινα,
ήταν φιλόπονος εργάτης της ευχής του Ιησού, αλλά και εξαιρετικά φιλακόλουθος. Αγαπούσε ιδιαίτερα να διαβάζει καθημερινά τον Ακάθιστο 

'Ύμνο μπροστά στην αγιορείτικη εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, ενώ σε κάθε ακολουθία πού τελούσε, δεν παρέλειπε να κηρύσσει στον λαό τον θείο λόγο.

Έναν χρόνο και επτά μήνες παρέμεινε ό ιεράρχης στη μεγαλούπολη τού Νίζνι Νόβγκοροντ, διοικώντας σ όλο σχεδόν αυτό το διάστημα την εκκλησιαστική επαρχία εντελώς μόνος του. Κι αυτό γιατί ό ποιμενάρχης της. άρχιεπίσκοπος Ιωακείμ (Λεβίτσκι), ταξιδεύοντας το 1917 από τη Μόσχα στην Κριμαία, πιάστηκε και κρεμάστηκε από ληστές.
Στις 3 Απριλίου τού 1918 ό επίσκοπος Λαυρέντιος έγραφε στον πατριάρχη Τύχωνα:

... Δουλειές, δουλειές, δουλειές. Με έχουν πνίξει οι υποθέσεις, τά προβλήματα, τά αιτήματα, οι επισκέψεις. Και από την ημέρα της χειροτονίας μου είμαι συνεχώς μόνος, μόνος... Αναγκάζομαι να επαναλαμβάνω συχνά την παροιμία: «Μην αρνείσαι τά χρήματα και τη φυλακή»... Τί να κάνω; Είναι φανερό ότι πρέπει να σηκώνω αυτόν τον σταυρό, όσο ό Κύριος θα μου δίνει δύναμη.

Στις 7 Ιουνίου τού 1918 συνήλθε στο Νίζνι Νόβγκοροντ κληρικολαϊκή συνέλευση της επαρχίας Νίζεγκοροντ μέ αποκλειστικό θέμα τον ανοιχτό διωγμό πού είχε εξαπολύσει το κράτος κατά της Εκκλησίας. Ή συνέλευση αποφάσισε ομόφωνα να αντιταχτεί στην αρπαγή των ναών και των μοναστηριών και στη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας από το σοβιετικό κράτος. Το σχετικό ψήφισμα-έκκληση προς την κυβέρνηση και τον λαό υπέγραψαν ό επίσκοπος Λαυρέντιος, ό πρόεδρος της συνελεύσεως πρωτοπρεσβύτερος Αλέξιος (Πορφύριεφ), προϊστάμενος του Καθεδρικού Ναού, και ό γραμματέας της Αλέξιος Νέιντγκαρντ, πρώην κυβερνήτης της Νίζεγκοροντ.

Στο ψήφισμα, μεταξύ τών άλλων, αναφέρονταν και τά λόγια του αποστόλου Παύλου: «Ένδύσασθε την πανοπλίαν του Θεού» (Έφ. 6:11). Αυτό θεωρήθηκε από τις αρχές κλήση σε ένοπλη εξέγερση. Έτσι, συνελήφθη αμέσως ό π. Αλέξιος και οδηγήθηκε σ’ ένα σκοτεινό κελί της Βορομπίεφκα -μ’ αυτό το όνομα ήταν γνωστό το κτίριο όπου είχε την έδρα της ή τοπική ΤσεΚα.


Ό π. Αλέξιος καταγόταν από πολυμελή οικογένεια ευσεβών χωρικών της Σιβηρίας. Είχε γίνει κληρικός από ιεραποστολικό ζήλο και ήταν άνθρωπος προσευχής. Ευλαβούνταν απέραντα τη Θεομήτορα και τιμούσε ιδιαίτερα την εικόνα της «Πάντων θλιβομένων ή χαρά». 
Ό επίσκοπος Λαυρέντιος, απτόητος από τις διώξεις τού αθεϊστικού καθεστώτος, συνέχισε να εμψυχώνει τον λαό, περιοδεύοντας σ’ όλη την επαρχία του. Πέρασε και το καλοκαίρι του 1918 μέσα στις ποιμαντικές μέριμνες αλλά και στην αγωνία για τούς ποιμένες και το ποίμνιο της Εκκλησίας. Στις 23
Αύγουστου έγραφε στον πατριάρχη:
... Αισθάνομαι πολύ κουρασμένος από τον βαρύ ζυγό πού έχει αποτεθεί στούς ώμους μου... Είμαι μόνος στην επαρχία σε τούτους τούς δύσκολους καιρούς, όπου κάθε μέρα, η μάλλον κάθε ώρα, έρχεται κάποια κακή είδηση, ή καθεμιά χειρότερη από την προηγούμενη... Μερικοί από τούς φυλακισμένους ιερείς Αποφυλακίστηκαν, άλλοι είναι ακόμα στη φυλακή. 

Στις 28 Ιουλίου μέ πολλή δυσκολία κατόρθωσα να εξασφαλίσω την άδεια των αρχών για να τούς επισκεφτώ. Ωστόσο, ό διευθυντής της φυλακής, όντας Εβραίος, δεν μου επέτρεψε να τελέσω τη θεία Λειτουργία στο παρεκκλήσι...
Διαισθανόταν, όμως, ό φιλόπονος ιεράρχης ότι ή ώρα και τού δικού του μαρτυρίου ήταν πολύ κοντά. Τά τρία τελευταία κηρύγματά του τά έκλεισε μέ τά ίδια λόγια:


- Αγαπητοί αδελφοί και αγαπητές αδελφές, ζούμε σε καιρούς χαλεπούς. ’Άς είμαστε έτοιμοι όλοι για την ομολογία και μερικοί για το μαρτύριο.
Τελικά, στο τέλος Αύγουστου τού 1918 ό επίσκοπος Λαυρέντιος συνελήφθη και οδηγήθηκε στις Κρατικές Φυλακές τού Νίζνι Νόβγκοροντ. Εκεί τού πρόσφεραν ατομικό κελί, αλλά εκείνος δεν το δέχτηκε. Προτίμησε να μείνει στον κοινό θάλαμο. Την πρώτη νύχτα την πέρασε ξαπλωμένος στο γυμνό πάτωμα. Την άλλη μέρα ή πνευματική του κόρη Ελισάβετ
Σμέλινγκ τού έστειλε ένα στρώμα, αλλά εκείνος πρόθυμα το παραχώρησε για τις ανάγκες τών συγκρατουμένων του. Μερικοί κρατούμενοι, πού κοιμήθηκαν σ’ αυτό, ΰστερ’ από λίγο αποφυλακίστηκαν. Πολλοί προληπτικοί, λοιπόν, πού το παρατήρησαν, ήθελαν να ξαπλώσουν στο στρώμα, ελπίζοντας ότι έτσι θα αποκτούσαν την Ελευθερία τους.


Ό ιεράρχης άφηνε τον θάλαμο μόνο όταν τον καλούσαν για ανάκριση ή για εργασία: καθαρισμό της αυλής, πέταμα τών σκουπιδιών, μεταφορά του νερού με βαρέλια κ.ά. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο της ημέρας και της νύχτας τον περνούσε εκεί μέσα μέ σιωπή και αδιάλειπτη προσευχή. Τις πρώτες μέρες της φυλακίσεώς του έπεφταν πάνω του βροχή οι προσβολές και τά πειράγματα τών συγκρατουμένων του εγκληματιών. Ωστόσο, ή πραότητα, ή ανεξικακία και ή ακτινοβόλα αρετή του μετέβαλαν σύντομα τη χλεύη σε σιωπηλό σεβασμό και εγκάρδιο θαυμασμό.


Ή πιο μεγάλη παρηγοριά του φυλακισμένου επισκόπου ήταν ή θεία Λειτουργία, πού τελούσε συχνά στο παρεκκλήσι της φυλακής μέ την άδεια της διευθύνσεως. Κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή πρόσφερε στον Κύριο την αναίμακτη θυσία για τον εαυτό του και για τούς άλλους ανθρώπους. Τά πνευματικά του παιδιά τού έστελναν μέ τον σύγκελλό του ότι χρειαζόταν για την τέλεση της Λειτουργίας. Κι εκείνος μέ το ίδιο πρόσωπο τούς έστελνε παρηγορητικές και νουθετήριες επιστολές. Κάποτε έδωσε στον ιερομόναχο Βαρνάβα (Μπελιάγεφ), μετέπειτα έπίσκοπο Βασιλσούρσκι, το φθαρμένο κομποσκοίνι του μέ την παράκληση να του το αντικαταστήσει μ’ ένα καινούργιο. Ό π. Βαρνάβας, παίρνοντάς το στα χέρια του, ψιθύρισε:
- Πολύμοχθο κομποσκοίνι!

Οι κάτοικοι της πόλης Μπαλάχνα, τυπικής έδρας της επισκοπής Μπαλάχνα, συγκέντρωσαν το ποσό των 16.000 ρουβλίων, προκειμένου να το καταθέσουν ως εγγύηση για την αποφυλάκιση του ποιμενάρχη τους. Για τον ίδιο σκοπό μάζευαν και υπογραφές, όπως έκαναν άλλωστε και οι πιστοί του Νίζνι Νόβγκοροντ. Οι αρχές, ωστόσο, δεν είχαν την πρόθεση να τον αποφυλακίσουν.

Άνθρωποι της ΤσεΚα τον παρακολούθησαν σε μια Λειτουργία του στο παρεκκλήσι της φυλακής, ανήμερα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Εντυπωσιάστηκαν σαν είδαν τον ιεράρχη λουσμένο στο φως και το εκκλησίασμα να συμμετέχει βαθύτατα κατανυγμένο. Τυφλωμένοι, όμως, από το μίσος, μήνυσαν στούς προϊσταμένους τους:
- Πρέπει να ξεμπερδεύουμε οριστικά μέ τον δεσπότη... και όσο πιο σύντομα...
Τον Οκτώβριο του 1918 γιορτάστηκε από τις αρχές σ’ όλη τη χώρα ή πρώτη επέτειος της Οκτωβριανής Επαναστάσεως των μπολσεβίκων. Παράλληλα εξαπολύθηκε πιο άγρια ή 
τρομοκρατία. Χιλιάδες πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, συνελήφθησαν και βασανίστηκαν.



Το βράδυ της 5ης Νοεμβρίου  επίσκοπος Λαυρέντιος οδηγήθηκε πεζός από έναν οπλισμένο στρατιώτη στη Βορομπίεφκα,
που βρισκόταν ακόμα φυλακισμένος ό π. Αλέξιος. Στον δρόμο πολλοί άνθρωποι τον πλησίαζαν και του φιλούσαν το χέρι.
Περνώντας μπροστά από το μετόχι της Μονής Πίτσκι, ό ιεράρχης κοντοστάθηκε. Την ώρα εκείνη γινόταν ή εορταστική ακολουθία προς τιμήν της θεομητορικής εικόνας «Πάντων θλιβομένων ή χαρά». Οι πιστοί τον αντιλήφτηκαν και βγήκαν να πάρουν την ευλογία του.


Την άλλη μέρα ανακοινώθηκε στον επίσκοπο Λαυρέντιο και στον π. Αλέξιο ότι θα τουφεκίζονταν, έκτος κι αν αρνούνταν την ιεροσύνη τους. Εκείνοι απέρριψαν ασυζήτητη την πρόταση. Οι δεσμοφύλακες τότε, αφού τούς έδειραν άνελέητα, τούς έκλεισαν σ’ ένα κελί.



Ό επίσκοπος είχε μαζί του τά τίμια Δώρα. Λάμποντας από χαρά και γαλήνη, κοινώνησε τά άχραντα Μυστήρια και στη συνέχεια τά πρόσφερε και στον π. Αλέξιο «εις έφόδιον ζωής αιωνίου και εις εύπρόσδεχτον απολογίαν την επί τού φοβερού βήματος τού Κυρίου».
Κάποια στιγμή, τον π. Αλέξιο τον έπιασαν τά κλάματα.
-         Γιατί κλαις; τον ρώτησε ό ιεράρχης. Πρέπει να χαιρόμαστε.
-         Κλαίω για την οικογένεια μου, αποκρίθηκε εκείνος.
-         Εγώ είμαι έτοιμος, του είπε μέ ηρεμία ό επίσκοπος.
Αργά το βράδυ, στις 11 ή ώρα, τούς πήραν και τούς οδήγησαν
στον κήπο, όπου είχαν ήδη ανοίξει έναν μεγάλο τάφο. ’Έφεραν εκεί και τον Αλέξιο Νέιντγκαρντ. Τούς έστησαν και τούς τρεις στην άκρη του τάφου. 
Ό ιεράρχης ύψωσε τά χέρια του και άρχισε να προσεύχεται μυστικά. Ό π. Αλέξιος σταύρωσε τά χέρια του στο στήθος, έσκυψε το κεφάλι και ψιθύρισε την προσευχή τού τελώνη:
-Ό Θεός, ίλάσθητί μοι τώ άμαρτωλω!

Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε μια μυριόστομη και θεσπέσια ψαλμωδία. Ήταν ό Χερουβικός "Ύμνος! Ή ουράνια μελωδία και οι αλλοιωμένες μορφές των προσευχομένων μελλοθανάτων δημιούργησαν μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Οι Ρώσοι στρατιώτες ταράχθηκαν και αρνήθηκαν να τούς εκτελέσουν. Κλήθηκαν αμέσως Λετονοί, οι όποιοι και πραγματοποίησαν την εκτέλεση.

Ο Λετονός ήταν και ό ανακριτής, στον όποιο είχε ανατεθεί ή ύπόθεση τού επισκόπου Λαυρέντιου. Την ίδια νύχτα, παραδίδοντας τά προσωπικά αντικείμενα τού ιεράρχη στούς Γ. και Έ. Σμέλινγκ, τούς είπε:
- Ό επίσκοπος ήταν αθώος. Στον φάκελό του δεν υπήρχε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο.


Ύστερ’ από λίγες μέρες, ή Ελισάβετ Σμέλινγκ, πηγαίνοντας στην έκκλησία, πέρασε έξω από τη Βορομπίεφκα. Εκείνη την ώρα έβγαινε από την αυλόπορτα μια άμαξα, πάνω στην όποια βρίσκονταν δύο νεκρά σώματα.
-         Ποιοι είναι; ρώτησε ή Ελισάβετ τον αμαξά.
-         Είναι τά πτώματα ενός δεσπότη κι ενός παπά, αποκρίθηκε εκείνος.
Και που τα πάτε;
Στο νησί Μοτσαλνι. Από εκεί θα ριχτούν στο Βόλγα αυτή την εντολή μας έδωσαν.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: