Ομολογητής Σεβαστιανός (Φόμιν
ΟΣΜΟΝΤΕΜΙΑΝΣΚ λεγόταν το χωριό της επαρχίας Όρλώφ,
όπου γεννήθηκε στις 28 Όκτωβρίου του 1884 ό ομολογητής Σεβαστιανός. Στο άγιο
Βάπτισμα ονομάστηκε Στέφανος. Οι αγρότες γονείς του Βασίλειος και Ματρώνα Φόμιν
είχαν άλλους δύο γιούς, μεγαλύτερους από τον Στέφανο, τον Ιλαρίωνα και τον
Ρωμανό.
Το 1888 πέθανε ό Βασίλειος και τον επόμενο χρόνο ή
Ματρώνα. Οι τρεις αδελφοί έμειναν ορφανοί στις ηλικίες των δεκαεπτά, έντεκα και
πέντε ετών. Έπειτα από λίγο ό μεγαλύτερος, ό Ίλαρίων, νυμφεύθηκε. Ό δεύτερος, ό
Ρωμανός, αναχώρησε το 1892 για τη Μονή της ’Όπτινα και έγινε δεκτός ως δόκιμος
μοναχός στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Ό Στέφανος, πολύ μικρός ακόμα, έμεινε
μαζί μέ τον Ιλαρίωνα και το βοηθούσε στις δουλειές του.
Όταν ό Στέφανος έγινε είκοσι πέντε χρόνων, αποφάσισε
να μιμηθεί το παράδειγμα του αδελφού του Ρωμανού και ν’ ακολουθήσει το στενό
μονοπάτι της μοναχικής πολιτείας. Εγκατέλειψε, λοιπόν, κάθε εγκόσμιο δεσμό και
πήγε κι αυτός στη Μονή της Όπτινα, πού την εποχή εκείνη ήταν φημισμένη για τη
φιλοκαλική της παράδοση και τούς μεγάλους γέροντες (στάρετς).
Εκεί ό νεαρός δόκιμος ορίστηκε διακινητής του
πνευματοφόρου στάρετς Ιωσήφ (Λιτόφκιν) . Ζούσα μέ τον στάρετς
θυμόταν αργότερα, “όπως το παιδί μέ τον πατέρα του.
Είχε άλλον ένα διακινητή, τον Πέτρο. Προσευχόμασταν και οι τρεις μαζί, τρώγαμε και
οι τρεις μαζί, διαβάζαμε και οι τρεις μαζί. Και συχνά απολαμβάναμε τις
πνευματικές νουθεσίες του”.
Δύο χρόνια μετά την έλευση του Στεφάνου στην
Όπτινα, στις 9 Μα- ίου του 1911, ό στάρετς Ιωσήφ κοιμήθηκε όσιακά και στο κελί
του εγκαταστάθηκε ό στάρετς Νεκτάριος (Τύχονωφ) , ό όποιος και τον διαδέχθηκε.
Ό Στέφανος και ό Πέτρος διακόνησαν μέ την ιδία προθυμία και τον νέο στάρετς.
Πολυάριθμοι πιστοί έρχονταν καθημερινά στον στάρετς
Νεκτάριο, προκειμένου να πάρουν την ευλογία του και να τον συμβουλεύουν. Αυτοί,
λοιπόν, είχαν δώσει στον Στέφανο το παρωνύμιο “καλοκαίρι”, επειδή ήταν ευγενικός
και σπλαχνικός, και στον Πέτρο το παρωνύμιο “χειμώνας”, επειδή ήταν απότομος και
αυστηρός.
Συχνά οι επισκέπτες, καθώς περίμεναν πολλές ώρες
έξω από το κελί, αδημονούσαν και στενοχωρούνταν. Τότε ό στάρετς έστελνε τον
Στέφανο, για να τούς καθησυχάσει. ’Αν, όμως, άρχιζαν να φωνάζουν και να κάνουν
θόρυβο, έστελνε τον Πέτρο, πού μέ την αυστηρότητα του επέβαλλε την τάξη.
Όταν έβγαινε ό Στέφανος, οι συγκεντρωμένοι πιστοί του
έλεγαν:
- Πες στον γέροντα ότι τον περιμένουμε ώρες.
Πολλοί, μάλιστα, αναγκάστηκαν
να φύγουν.
Όταν ό Στέφανος το έλεγε στον στάρετς, εκείνος
αποκρινόταν:
- Ετοιμάζομαι.
Θ’ αλλάξω ρούχα και θα βγω.
Ωστόσο, καθυστερούσε πολύ ακόμα. Όταν, επιτέλους,
έβγαινε, έλεγε στον Στέφανο μπροστά σε όλους:
- Τόσος
κόσμος μέ περιμένει. Γιατί δεν μού το είπες;
Ό Στέφανος, αντί για άλλη απάντηση. έβαζε βαθιά
μετάνοια και ζητούσε συγχώρηση από τον γέροντα.
Στο μεταξύ, ό Ρωμανός, πού είχε ήδη γίνει μοναχός
μέ το όνομα Ραφαήλ, προσβλήθηκε από φυματίωση. Κοιμήθηκε ειρηνικά την ήμερα τού
Μεγάλου Σαββάτου, στις 13 Απριλίου τού 1913, λίγο μετά την κουρά του σε
μεγαλόσχημο.
Ό Στέφανος έγινε μοναχός το 1917 και ονομάστηκε
Σεβαστιανός. Τη χρονιά αυτή. πού για τον νέο μοναχό ξεκινούσε μια φωτεινή
περίοδος της ζωής του για τη Ρωσία άρχιζε ή σκοτεινή και μεγάλη νύχτα των
διωγμών.
Το Σάββατο, παραμονή της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρας
τού 1923, στις 2 μ., εμφανίστηκαν στην Όπτινα εκπρόσωποι της σοβιετικής εξουσίας
και πρόσταξαν τούς μοναχούς να εγκαταλείψουν το μοναστήρι μέσα σε δύο ήμερες.
Οι πατέρες άρχισαν τη θεία Λειτουργία της Κυριακής στις
12 τά μεσάνυχτα. Στις 6 το πρωί εξαγριωμένοι άνδρες της Γκε- ΠεΟυ έκλεισαν και
σφράγισαν τούς ναούς και τά κτίρια της Όπτινα. Μέ αβάσταχτη θλίψη οι αδελφοί εγκατέλειψαν
τον τόπο της μετάνοιας τους και σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν
στην πόλη Κοζέλσκ. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ό Σεβαστιανός, ό όποιος εκείνο τον
χρόνο είχε γίνει διάκονος.
Το 1928, αφού χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, διορίστηκε
στον Ναό του Προφήτου Ήλιου της πόλης Κοζλώφ, στην επαρχία Ταμπώφ. Από το 1929,
όμως, λόγω των διώξεων και των συλλήψεων, πήγαινε σπάνια στον ναό. Τελούσε τις
ιερές άκολουθίες και τη θεία Λειτουργία στο διαμέρισμα, όπου έμενε, μέ τη
βοήθεια των μοναζουσών Φεβρωνίας, Άγριππίνας και Βαρβάρας. Οι μοναχές αυτές είχαν
εξαναγκαστεί από τις σοβιετικές αρχές να εγκαταλείψουν τά μοναστήρια τους και
βρήκαν καταφύγιο κοντά στον ευσεβή ιερομόναχο.
Στις 25 Φεβρουάριου του 1933, καθώς ό διωγμός της
Εκκλησίας συνεχιζόταν μέ αμείωτη ένταση, ό π. Σεβαστιανός και οι τρεις μοναχές
συνελήφθησαν και κλείστηκαν στη φυλακή του Ταμπώφ.
Για μιάν ολόκληρη νύχτα άφησαν τον γέροντα όρθιο στην
αυλή της φυλακής, μέσα στη χειμωνιάτικη παγωνιά, ζητώντας του ν’ αρνηθεί την
πίστη. Εκείνος, όμως, μέ τη χάρη του Θεού, ούτε τον Χριστό πρόδωσε ούτε αρρώστησε.
Το πρωί τον οδήγησαν στον ανακριτή, ό όποιος του είπε στεγνά:
- Αφού δεν αρνήθηκες τον Χριστό, πήγαινε στη
φυλακή.
Οι ανακρίσεις, βέβαια, συνεχίστηκαν και κράτησαν
τρεις μήνες. Παρ’ όλες τις ψυχολογικές πιέσεις και τις επώδυνες δοκιμασίες πού
δέχτηκε, ό π. Σεβαστιανός διατήρησε την ακεραιότητα του και το θάρρος του. Σε
κάποια ανάκριση του κατέθεσε: «Στο διαμέρισμά μου έρχονταν διάφορα πρόσωπα, τά
περισσότερα άγνωστα, για ιεροτελεστίες, συμβουλές ή εξομολόγηση. Κάποιοι μέ
ρωτούσαν αν πρέπει να συμμετέχουν στα κολχόζ, και τούς απαντούσα: “Κάντε ότι
νομίζετε. Εγώ, πάντως, όλα όσα γίνονται από τη σοβιετική εξουσία, τά βλέπω σαν
οργή του Θεού. Ή εξουσία αυτή δεν είναι παρά μια θεία τιμωρία για τούς ανθρώπους”.
Τέτοιες απόψεις διατύπωνα όχι μόνο σ’ εκείνους πού μέ επισκέπτονταν, άλλα και
στους άλλους πολίτες, γενικά, όποτε γινόταν σχετική συζήτηση. Δεν παρέλειπα, επίσης,
να επισημαίνω ότι οφείλουμε όλοι οι πιστοί να ζούμε μέ Αγάπη και να προσευχόμαστε
στον Θεό για την αλλαγή της καταστάσεως. Ομολογώ πώς είμαι πολύ δυσαρεστημένος
μέ τη σοβιετική εξουσία, επειδή καταδιώκει την Ορθόδοξη Εκκλησία και κλείνει
τούς ναούς και τά μοναστήρια».
Στις 2 Ιουνίου του 1933 ή τρόικα της ΓκεΠεΟυ
καταδίκασε τον π. Σεβαστιανό σε εγκλεισμό επτά χρόνων σε Σωφρονιστικό
Στρατόπεδο Εργασίας για «συμμετοχή σε άντεπαναστατική οργάνωση». Τον έστειλαν στο
Καζακστάν, στο στρατόπεδο Καραγκάντα, κοντά στο χωριό Ντολίνκα.
Τον πρώτο καιρό, οι φύλακες του στρατοπέδου
επιφύλαξαν σκληρή και βάναυση μεταχείριση στον νεοφερμένο ιερομόναχο. Τον
χτυπούσαν καθημερινά και τον προπηλάκιζαν, ζητώντας του ν’ αρνηθεί τον Θεό.
Όταν είδαν ότι δεν λύγιζε, τον έστειλαν στην παράγκα των βαρυποινιτών εγκληματιών.
- Εκεί θα σε ξεπαστρέψουν γρήγορα, του είπαν.
Ό Θεός, όμως, τον φύλαξε σώο.
Στην αρχή τον έβαλαν να κόβει το ψωμί. Αργότερα τον
όρισαν φύλακα της αποθήκης. Στη θέση αυτή εκμεταλλευόταν τις νύχτες για να
προσεύχεται απερίσπαστα και ν’ ανανεώνει τις πνευματικές του δυνάμεις. Έτσι,
κάθε φορά πού οι επόπτες έκαναν αιφνιδιαστικό έλεγχο, τον έβρισκαν ξύπνιο.
Όταν πέρασαν τά τέσσερα πρώτα χρόνια της ποινής
του, του ανέθεσαν να μεταφέρει μέ βόδια νερό στους κατοίκους του χωριού
Ντολίνκα. Από τότε, λόγω της εργασίας του. έβγαινε συχνά από το στρατόπεδο.
Τον χειμώνα ζέσταινε τά
παγωμένα χέρια του, ακουμπώντας τα πάνω στα βόδια. Αρκετές φορές οι χωρικοί του
χάρισαν μάλλινα γάντια. Μέσα σε μια-δύο μέρες, έπρεπε να ζεσταίνει πάλι τά
χέρια του στα ζώα, γιατί τά γάντια τά είχε δώσει σε κάποιον φτωχό ή σ’ έναν
συγκρατούμενό του. Αλλά και τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες κουλουριαζόταν ανάμεσα
στα βόδια για να ζεσταθεί, καθώς τά ρούχα του ήταν παλιά και σχεδόν κουρελιασμένα
της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου