Ό Στάρετς δεν
μιλούσε καθαρά στόν καθένα.
Στους πολλούς
χρησιμοποιούσε παραβολές μέ σημασία. Είχε άκόμα τήν συνήθεια νά δίνη στόν
επισκέπτη του κάποιο αντικείμενο πού από μόνο του δέν είχε κάποιο νόημα, αλλά
προφητικά φανέρωνε τήν τύχη πού τόν περίμενε π.χ. μιά στάμνα, μιά φλούδα
δέντρου, ένα σάπιο μήλο, ένα άχλάδι, ένα κομμάτι πίττα, ένα αγγούρι, ένα
κουρέλι, ένα πρόσφορο, ένα σβωλάκι κερί, άκόμα καί μιά χούφτα κοπριά πού
συνήθως πάντα ύπήρχε στό καλάθι του. Όλα αύτά γιά τόν Στάρετς είχαν μιά
συμβολική σημασία γιά τό συγκεκριμένο πρόσωπο.
Κάποτε, έστειλε
τόν ύποτακτικό του στόν Ιερομόναχο Μόδεστο, τόν έπιστάτη τής Λαύρας, μέ μερικές
βρώμικες κάλτσες.
«Δώστες σ’
αύτόν καί πές του νά τις πλύνη», είπε ό μακάριος.
Μετά άπό λίγο
οί κάλτσες έπιστράφηκαν πλυμένες.
«’Ά, όχι
έτσι!», φώναξε ό Στάρετς. «Πήγαινέ τις του πίσω ξανά. Πές του νά τίς πλύνη
καλύτερα».
Καί τις έστειλε
στόν Μόδεστο γιά δεύτερη φορά. Τι σήμαιναν οί βρώμικες κάλτσες;
Σήμαιναν τούς
ακάθαρτους λογισμούς πού σύγχυζαν τόν επιστάτη εκείνη τήν έποχή. Στάλθηκαν σ’
αύτόν νά πλυθούν, φανερώνοντας ότι καί ό νους τού Μοναχού έπρεπε νά καθαριστή
καί ν’ άποκτήση λογισμούς καθαρούς.
Ό Ίεροδιάκονος
Αγαπητός, πού άργότερα έγινε ήγούμενος, ήταν διορισμένος Φύλακας στό
έκκλησιαστικό αρχείο τής Μεγάλης Λαύρας. Αύτή ή διακονία πού απαιτούσε μεγάλη
δραστηριότητα καί περΐσπαση δεν ταίριαζε στόν χαρακτήρα τού 'Ιεροδιακόνου.
Έπρεπε νά έχη συνεχώς συζητήσεις με τούς πολλούς προσκυνητές τής Λαύρας. Ήταν
έπιπλέον ύποχρεωμένος νά περιποιήται τούς καλεσμένους καί νά δίνη εξηγήσεις σέ
όλους τούς έπισκέπτες. Όλα αύτά ελάττωσαν πάρα πολύ τό χρόνο τής μελέτης καί
τής αύτοσυγκέντρωσης. Έξ αιτίας αυτού, κατέλαβε κάποτε τόν εύλαβή Αγαπητό μιά
βαριά αθυμία- καί τότε έφτασε ξαφνικά ένας απεσταλμένος άπό τόν πατέρα Θεόφιλο,
κρατώντας ένα πρόσφορο, μέ τήν έντολή νά τό φάη. Καί πράγματι έτσι εξαφανίστηκε
ή αθυμία του.
"Αλλοτε,
μιά φτωχή χήρα κάποιου ιεροψάλτη, ήρθε στόν Στάρετς. Έκλαψε μπροστά του μέ
παράπονο γιά τήν μοίρα της. Οι συγγενείς της άρνήθηκαν νά τήν βοηθήσουν, παρ’
όλο πού είχε μιά μεγάλη οικογένεια καί πέθαινε σχεδόν τής πείνας.
Ό Στάρετς τήν
κοίταξε προσεχτικά καί μέ τό ίδιο του τό χέρι σκούπισε τά δάκρυα πού έβρεχαν τό
πρόσωπό της. Μετά πήγε στό κελλί του καί τής έφερε μιά γαβάθα μέ λαχανόσουπα.
«Ορίστε!
Παρακαλώ κάνε κουράγιο. Πρόσεξε όμως, απ’ ό,τι θά πάρης, νά μή δώσης τίποτα σε
κανέναν. Δεν σε βοήθησαν, κι εσύ μή τούς δώσης».
«Μά δεν έχω
τίποτα νά δώσω, Μπάτουσκα».
«Καλά, καλά,
κοίταξε νά μή δώσης· κρύψτα όλα γιά τόν έαυτό σου».
Ή χήρα
έπέστρεψε σπίτι μέ τήν λαχανόσουπα. Μόλις έφτασε στό χωριό της, έλαβε μιά
είδηση ότι ένας άκληρος έξάδελφός της πέθανε καί τής άφησε μιά μεγάλη
περιουσία. Οι άπληστοι συγγενείς πού τήν είχαν ξεχάσει στήν φτώχεια της, τώρα
ένδιαφέρθηκαν γιά τά πλούτη της, αλλά δέν τούς έδωσε τίποτα.
Μιά άλλη φορά
ήρθε στόν Στάρετς ένας χωρικός μέ τήν κόρη του.
«Γιατί
ήρθατε;».
«Μπάτουσκα,
εύλόγησε τήν κόρη μου νά πάη σέ Μοναστήρι. Είναι τόσο καλή, εύγενικιά, ύπάκουη.
Ή μητέρα της κι εγώ πριν από πολύ καιρό τάξαμε νά τήν αφιερώσουμε στόν Θεό.
Εύλόγησέ την».
«Καλά, ναί, θά
τήν εύλογήσω άμέσως τώρα!», είπε ό Στάρετς κι εξαφανίστηκε στό κελλί του. Ό
χωρικός προσπαθούσε νά μαντέψη τί θά συμβή στήν συνέχεια. Ό Στάρετς βγήκε κι
έφερε ένα κερί φτιαγμένο από λίπος κι έβγαλε άπό μέσα του τό φυτίλι.
«Ορίστε!».
«Τΐ είναι αύτό
Μπάτουσκα;».
«Είναι ή ευλογία
της κόρης σου. Τώρα δρόμο!...».
Μισό χρόνο
αργότερα, ή «καλή, εύγενικιά καί ύπάκουη» κόρη, έφερε στόν κόσμο ένα παιδί. Δεν
γινόταν πιά λόγος γιά παρθενία ή Μοναστήρι, παρά γιά γάμο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου