Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2022
Η Χαριτώ φεύγοντας από τη ζωή άφησε το χαμόγελό της και πολλές ιστορίες, ευχάριστες και δυσάρεστες, της οικογένειάς της.
Η Χαριτώ φεύγοντας από τη ζωή άφησε το χαμόγελό της και πολλές ιστορίες, ευχάριστες και δυσάρεστες, της οικογένειάς της. Το χαρακτηριστικό της μειδίαμα έδειχνε άνθρωπο που αντέχει ό,τι του στέλνει ο Θεός και δεν παραπονιέται για τα δεινά του.
Ο πρώτος της άντρας πέθανε όταν ακόμα είχε στην κοιλιά τη μοναχοκόρη της. Ο δεύτερος γάμος ήταν επιτακτικός για να σταθεί κοινωνικά. Έκανε τρία αγόρια με το δεύτερο μα και πάλι μείνανε ορφανά από νωρίς. Στον μεγάλο, όταν χήρεψε, του φόρεσε μακριά παντελόνια για να φαίνεται πως έχει προστάτη το σπίτι.
Έστησε μπακάλικο, αγόρασε και μηχανή για να φτιάχνει κουμπιά. Όλη η περιοχή μαζευόταν στο μικρό καμαράκι της για να ντύσει κουμπιά. Ο πρώτος ξενιτεύτηκε στην Αθήνα να μάθει κουρέας, ο δεύτερος ανέλαβε τον καφενέ από τα δώδεκα και ο τρίτος πήγε στην αστυνομία. Το κορίτσι έμεινε πίσω να παίζει μαντολίνο, να κεντά και να εξασκείται σε ευρωπαϊκούς χορούς.
Το σπίτι της το λέγανε «το μαγαζί» γιατί εκεί στέγαζε το ψιλικατζίδικο που είχε και το εργαστήριο οικοκυρικής. Στον πάνω όροφο παρέλαβε από την Αθήνα έναν τεράστιο καθρέφτη με κορνίζα πολυτελείας και κυλιστή δερμάτινη πολυθρόνα για το κουρείο που ετοιμάζανε. Ο ένα καφετζής, ο άλλος κουρέας. Χρόνο με το χρόνο το βήμα της γινόταν πιο ανάλαφρο και το χαμόγελο εκείνο φώτιζε το πρόσωπό της.
Όμως τα βάσανα είχαν συνέχεια. Το καμάρι της, ο όμορφος και ταλαντούχος στη μουσική γιος, που θα μεγαλουργούσε μπροστά σ’ εκείνον τον τεράστιο καθρέφτη του πάνω ορόφου που τον περίμενε ολοκαίνουριος, γύρισε άρρωστος κι αδύναμος στα είκοσι τρία του από την Αθήνα για να πεθάνει. Εξασθενημένη οικονομικά, εξαντλημένη, μέχρι να μεγαλώσει τα αρσενικά της και να παντρέψει το χαϊδεμένο θηλυκό, δεν βρήκε τρόπο να τον γιατρέψει. Όλο το βράδυ τον ξημέρωνε μόνη της. Σιωπηλή, υπόλογος στην ίδια τη ζωή, με το φως του φεγγαριού τρόμαζε στην ιδέα πως ακούγεται κάτι σαν βρόγχος στο λαιμό του νεκροντυμένου.
Αφού τον έθαψε συνοδεία μουσικής, κράτησε σε φωτογραφία μεγάλων διαστάσεων τη θωριά του και στηρίχτηκε πλέον στον έναν και μοναδικό που της έμεινε. Ο άλλος έπρεπε να υπηρετεί εκτός νομού κατά τα ισχύοντα. Αντί κουρείου και καφενείου, βρέθηκε με το κτίσμα θερινό από πυρκαγιά μέσα σε μια νύχτα. Αποτέλεσμα απροσεξίας. Δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν αλλά η τύχη φαίνεται πως ζήλευε εκείνο το ανθεκτικό μειδίαμα και ήθελε να της το πάρει.
Στην εκταφή είπαν πως το κεφάλι γύρισε στο πλάι. Από νωρίς καταχωρήθηκε ως συγχωρεμένος. Ο καθρέφτης και η πολυθρόνα, δέρματος καφέ, έμειναν στα αζήτητα μέχρι που κατέληξαν στα σκουπίδια μαζί με τη μηχανή κουμπιών και τα βαράκια της ζυγαριάς.
Άνοιγες την πόρτα και την έβρισκες εκεί μέσα στο «μαγαζί», στο κρεβάτι, κουκουλωμένη με τα σκεπάσματα μέχρι το κεφάλι όταν άκουγε πένθιμο το χτύπημα της καμπάνας.
Κι ο προστάτης άκουγε την καρδιά του ξεχαρβαλωμένη κάθε φορά που η καμπάνα χτύπαγε πάρωρα και γρήγορα: φωτιά!
«Χωρίς προστάτη», ένα διήγημα της Γεωργίας Κοκκινογένη
https://www.logografis.gr/
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου