Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 23 Απριλίου 2023
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΜΙΑ ΠΡΩΗΝ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΣΣΑ.ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΡΑΦΑΉΛ ΚΑΡΕΛΙΝ . ΜΈΡΟΣ ΕΚΤΟ.
Ὁ διάλογος συνεχίστηκε στὴν ἑπόμενη συνάντηση.
Ἡ κυρία ὁμολόγησε:
– Μὲ ἐνοχλεῖ ἕνας λογισμὸς τὸν ὁποῖο δυσκολεύομαι νὰ τὸν
ἐξαγορεύσω στὸν ἱερέα. Ξέρω ὅτι ὁ Ωριγένης καταδικάστηκε ὡς
αἱρετικὸς γιὰ τὴν θεωρία του περὶ τῆς ἀποκαταστάσεως, σύμφωνα
μὲ τὴν ὁποία τὰ αἰώνια βάσανα τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ τερματιστοῦν
στὸν χρόνο καὶ ὅλη ἡ κτίση τελικὰ θὰ ἐπιστρέψει στὸν Θεὸ ὡς τὸν
Μὲ φοβίζει ἡ λέξη «αίρεση», ἡ καρδία μου ὅμως δὲν θέλει νὰ
πρῶτο αἴτιο. Θέλω νὰ εἶμαι ἀφοσιωμένη θυγατέρα τῆς Ἐκκλησίας.
συμφωνήσει, άλλωστε ὄχι μόνο ἡ καρδία, ἀλλὰ καὶ ἡ διάνοια, μὲ τὸ
ὅτι ὁ Θεός, ποὺ τὸ ὄνομά του εἶναι Ἀγάπη, θὰ ἀφήσει στὴν αἰώνια
κόλαση καὶ καταδίκη τὸ πλάσμα του.
Ὁ πνευματικὸς πρόφερε σταθερά:
- Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ἡ ἄφατη καὶ ἀπέραντη ἀγάπη, ἀλλὰ
καὶ ἡ ὕψιστη δικαιοσύνη, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισώσει τὸ
καλὸ μὲ τὸ κακό.
Ἡ κυρία ρώτησε:
-
- Ακριβῶς μία τέτοια διατύπωση εἶναι ξένη γιὰ μένα, καί, γιὰ νὰ
εἶμαι εἰλικρινής, ἀπαράδεκτη. Ἂν ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ὕψιστη δικαιοσύνη,
τότε ἡ τιμωρία πρέπει νὰ ἀντιστοιχεῖ στὸ ἔγκλημα. Πῶς τότε τὰ νήπια,
ποὺ δὲν ἔχουν διαπράξει καμμία ἁμαρτία, ἤδη εἶναι ἀφορισμένα ἀπὸ
τὸν Θεό, διότι εἶναι ἀβάπτιστα; Ὕστερα, πῶς μπορεῖ νὰ τιμωρεῖται
κανεὶς μὲ αἰώνια βάσανα γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔχουν ἐκτελεστεῖ
στὸν χρόνο; Ἀφοῦ εἶναι ὁλοφάνερο πὼς ἡ τιμωρία ὑπερβαίνει τὸν
βαθμὸ τῆς ἁμαρτίας. Ακόμα καὶ ὁ τελευταῖος ἐγκληματίας τιμωρεῖται
μὲ τὴν στέρηση πράγματος προσωρινοῦ, δηλαδὴ τῆς ζωῆς ἢ τῆς
ἐλευθερίας, ἀλλὰ ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος θὰ τιμωρεῖται αἰώνια γιὰ τὶς
ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε! Ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη; Εἶναι ἕνας φοβερὸς
ἐφιάλτης! Νὰ μὲ συγχωρεῖτε ποὺ μιλάω τόσο εἰλικρινά, ἀλλὰ θὰ ἦταν
χειρότερο ἂν σκεφτόμουν κατὰ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ
θὰ σιωποῦσα συνάμα.
Ὁ πνευματικὸς ἀπάντησε:
Σᾶς εἶμαι εὐγνώμων γιὰ τὴν εἰλικρίνειά σας. Ἡ εἰλικρινὴς
ἀναζήτηση εἶναι καλύτερη, ἀκόμα καὶ σὲ μορφὴ διαμαρτυρίας, ἀπὸ
τὴν ὑποκρισία, ἡ ὁποία μοιάζει μὲ ἀσθένεια ποὺ θέλουν νὰ τὴν
κρύψουν. Νομίζω ὅτι σὲ σᾶς, ὅπως καὶ στὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν
συγχρόνων μας ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀφομοιώνουν τὶς ουμανιστικὲς
ἔννοιες, οὕτως εἰπεῖν, μὲ τὸ γάλα τῆς μητέρας, αὐτὲς δηλαδὴ σᾶς
φαίνονται ὡς γενικοὶ κανόνες ὑπεράνω ὅλων καὶ προσπαθεῖτε νὰ τὶς
ἐφαρμόσετε σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἀνήκουν στην μεταφυσικὴ καὶ τὴν μυστική.
Ἐσεῖς βλέπετε τὸν ἄνθρωπο μεμονωμένα, σὰν ὑποκείμενο τοῦ ποινικοῦ
δικαίου, τὴν δὲ ἁμαρτία ὡς παραβίαση κάποιου ἠθικοῦ κώδικα. Γιὰ
αἰς ἡ ἁμαρτία, ὅπως καὶ στοὺς ἀρχαίους ουμανιστές, είναι ένα λάθος,
προϊόν τῆς μὴ σωστῆς ἀνατροφῆς, ἀδυναμία βουλήσεως, ἐνίοτε δὲ
ἐπικράτηση των συναισθημάτων στὴν διάνοια, δηλαδὴ ὑποταγὴ στὰ
πάθη. Ἐν ὀλίγοις, γιὰ σᾶς ἡ ἁμαρτία εἶναι ἔλλειψη τοῦ καλοῦ, ἢ μὴ
σωστὴ ἐπιλογὴ μεταξὺ μερικῶν ἐσωτερικῶν παρορμήσεων. Σὲ αὐτὴ
τὴν περίπτωση, ἢ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, ἡ δικαιοσύνη προβάλλεται ὡς
ἀντίποινα γιὰ τὴν ἁμαρτία, ποὺ ἔχει σκοπὸ νὰ τερματίσει τὸ κακὸ
ἢ νὰ ἐπανεκπαιδεύσει τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Στὴν γῆ πράγματι μία
τιμωρία ἐξυπηρετεῖ ὡς ἄμυνα τῆς κοινωνίας ἀπὸ τὴν βία ἐκ μέρους
κάποιου προσώπου καὶ ὡς εὐκαιρία γιὰ τὸν ἴδιο πρὸς διόρθωση. Ἡ
θρησκεία ὅμως, καὶ ἐννοῶ τὴν Ὀρθοδοξία, μᾶς ἀποκαλύπτει ἄλλες
χωρητικότητες καὶ βάθη τοῦ εἶναι, ποὺ ἡ ουμανιστικὴ συνείδηση
ἢ τὰ ἀγνοεῖ ἢ τὰ ἔχει λησμονήσει. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν φύση του
ἀνήκει σὲ δύο ὄψεις: τὴν πνευματικὴ καὶ τὴν σωματική, ἐνῶ μὲ τὶς
δυνάμει ἐκβάσεις τῆς βουλήσεώς του σὲ δύο κόσμους: τὸν θεϊκὸ καὶ
τὸν δαιμονικό. Σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται
στὴν διασταύρωση μεταξὺ τῶν δύο ὁδῶν: ἡ μία ἀπάγει στὸν οὐρανό,
ἡ ἄλλη στὸν ἄδη. Αὐτὲς οἱ ὁδοὶ περνοῦν μέσῳ τῆς ψυχῆς του καὶ
διασταυρώνονται μέσα στὴν καρδία του.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει προικιστεῖ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θεοειδείας –
τὴν ἐλεύθερη βούληση. Ἀλλὰ αὐτή, ὄντας στραμμένη πρὸς τὸ κακό,
τὸν ὁδηγεῖ στὴν δαιμονοποίηση. Γι' αὐτὸ ἡ ἁμαρτία δὲν ἀποτελεῖ
μόνο λάθος, πτώση ἠθική, ἔξαρση πάθους κ.τ.τ. Ἀπὸ τὴν ἄποψη
τῆς μεταφυσικῆς, ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ κρίκος ποὺ συνδέει τὴν ψυχὴ
μὲ τὸν δαίμονα, τὴν ἀρχὴ καὶ τὸν ἀρχηγὸ τῆς ἁμαρτίας. Γιὰ τὴν
σωτηρία δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ καλοσύνη τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλιῶς ὁ
Θεὸς δὲν θὰ εἶχε ἀνάγκη νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη σάρκα
καὶ νὰ καταδεχτεῖ τὴν σταύρωση. Ἡ σωτηρία σημαίνει τὴν ἔνωση
τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Θεό· τὸ νὰ γίνει ὅμοια μὲ τὸν Θεὸ κατὰ Χάριν,
ἔνωση τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ θεϊκὸ Ἀρχέτυπο πρὸς τὴν ὁμοίωση.
ἕνωση ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ταυτότητος, ἀλλὰ ὡς αἰώνια ἀνάβαση
Πίσω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κρύβεται ὁ σατανάς, σὰν τὸν παίχτη
στὸ κουκλοθέατρο πίσω ἀπὸ τὸ παραπέτασμα, ποὺ κινώντας μὲ τὰ
νήματα τοὺς κουκλανθρώπους, τοὺς ἐπιβάλλει τις κινήσεις που θέλει.
Μόνο ποὺ ὁ ἄνθρωπος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν κούκλα, διαπράττει τὴν
ἁμαρτία μὲ τὴν θέλησή του, δὲν τὴν κάνει βιαζόμενος, δὲν τὴν κάνει
ἀναγκαζόμενος, ἀλλὰ σὲ συνεργία μὲ τὸν σατανά. Ἡ ἁμαρτία ποὺ
δὲν ξεπλύθηκε μὲ τὴν μετάνοια, ποὺ ἐξελίχτηκε σὲ συνήθεια, κάνει
τὴν ψυχὴ δαιμονοειδῆ. Τὰ αἰώνια βάσανα δὲν εἶναι μόνο τὸ ἄσβεστο
πῦρ, ἀλλὰ ἡ σατανοποίηση τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς. Οἱ δίκαιοι γίνονται
κατὰ Χάριν ὅμοιοι μὲ τὸν Χριστό, οἱ δὲ ἁμαρτωλοί, καὶ ἐσωτερικὰ
καὶ ἐξωτερικά, ἐξομοιώνονται μὲ τὸν σατανά, γενόμενοι ψυχικὰ ἕνα
μαζί του. Τὸ εἶναι τοῦ σατανᾶ συνίσταται στὸ μίσος κατὰ τοῦ Θεοῦ.
στὴν ἀδιάλειπτη θεοαπόρριψη. Τὴν ἴδια ἰδιότητα προσλαμβάνει καὶ
ὁ ἁμαρτωλός – γίνεται κέντρο τῆς ψυχῆς του.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος κοιτάξει στὸ βάθος τῆς καρδίας του, ἰδιαίτερα
στὸ φῶς τῆς Χάριτος, τότε θὰ δεῖ μία φοβερὴ εἰκόνα, δηλαδή: ἐμεῖς
δὲν ἁμαρτάνουμε μόνο, ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τὴν ἁμαρτία. Ἐδῶ βρίσκεται
ἡ «μυστικὴ πλευρὰ τῆς ἁμαρτίας» – ἡ μυστικὴ ἀγάπη στὸν σατανά.
Ὁ ἁμαρτωλὸς μισεῖ τὸν Θεό, θέλει νὰ μὴν ὑπάρχει ὁ Θεός. Αν
ἦταν δυνατόν, θὰ Τὸν σκότωνε. Σὲ κάθε ἔγκλημα ὑπάρχει σπίθα
ἀγάπης πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἡ ψυχὴ σὰν νὰ παραδίδεται στὸν σατανά.
Διαβάζοντας τὶς ἐξομολογήσεις τῶν ἐγκληματιῶν καὶ δολοφόνων,
βρίσκουμε τὴν περιγραφὴ μίας παράξενης καταστάσεως: φαίνεται ὅτι
τὴν ὥρα τῆς διάπραξης τῆς ἁμαρτίας κάποια ἐξωτερικὴ δύναμη τοὺς
κατεῖχε – ὁ δαίμονας, ἑνωμένος διαμέσου τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ψυχὴ
τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὸ ἡ σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ μετὰ τὸν θάνατο
εἶναι ἀδύνατη. Διότι γίνεται ἀπόγονος τοῦ σατανᾶ, κληρονομώντας
ἀπὸ τὸν πατέρα του τὸ μίσος κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ὁ παράδεισος δὲν
εἶναι μόνο ὁ τόπος, ὅμοιος μὲ ἕναν ὡραῖο κῆπο, ἀλλὰ πρωτίστως
ἡ ἐσωτερικὴ κοινωνία τῶν ψυχῶν τῶν δικαίων μὲ τὸν Θεὸ καὶ τῆς
μίας μὲ τὴν ἄλλη.
Μερικοὶ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν τί θὰ πεῖ ἡ σωτηρία.
Αὐτὴ τοὺς φαίνεται ὡς μία ἀμνηστία, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δίνει
στοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ ἀποροῦν, γιατί ἡ ἀμνηστία νὰ μὴ δίδεται
ἀμέσως, ἀλλὰ χρειάζεται κάποιο χρονικό διάστημα τιμωριῶν καὶ
βασάνων. Τέτοια ἄποψη εἶναι χυδαία καὶ στενή. Ἡ σωτηρία εἶναι ἡ
ἱκανότητα τῆς θεοκοινωνίας, βασιζόμενη στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Ὁ ἁμαρτωλὸς ἀγαπᾶ τὴν ἁμαρτία καὶ αὐτὴ ἡ δύναμη τῆς ἁμαρτίας
θὰ τὸν ἀπωθεῖ αἰώνια ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ μεταθάνατια μοίρα τοῦ
ἁμαρτωλοῦ θὰ ἀποβεῖ σὲ ἀτελείωτη ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ
ὁμοίωση μὲ τὸν σατανά. Στὴν ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ζωγραφίζεται,
σὰν ἕνα πορτραῖτο σὲ σανίδα, τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τοῦ σατανᾶ,
γι' αὐτὸ ἡ σωτηρία γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ εἶναι ἀνέφικτη. Βρίσκεται σὲ
μυστικὴ ἔνωση μὲ τὸν δαίμονα, συνάμα μὴ ἔχοντας στὴν μεταθανάτια
ζωὴ τὴν δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς. Στὸν ἁμαρτωλὸ ἀπέμεινε μόνο τὸ
φυσικὸ θέλημα ὡς θέληση, ἐνῶ τὸ γνωμικὸ θέλημα, ἡ δυνατότητα τῆς
ἐπιλογῆς, δὲν ὑπάρχει. Ἂν ἕναν καρκινοπαθῆ, ποὺ ὑποφέρει φρικτοὺς
πόνους, τὸν τοποθετήσουμε στὸ πιὸ ὡραῖο μέρος τοῦ κόσμου, ἆράγε
θὰ γίνει εὐτυχής; Ἂν ἕναν ἄρρωστο μὲ ψηλὸ πυρετὸ καὶ ρίγος τὸν
ξαπλώσουμε σὲ χρυσὸ κρεβάτι, θὰ θεραπευτεῖ; Ἂν ἕναν ποὺ πεθαίνει
ἀπὸ τὴν δίψα, τὸν φέρουμε κοντὰ στὸ πηγάδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ
μπορέσει νὰ ἀντλήσει νερό, θὰ τοῦ ἐλαφρύνουμε τὰ βάσανα; Ὅλα
αὐτὰ ὅμως εἶναι χλωμὲς σκιὲς αὐτῶν ποὺ συμβαίνουν στὴν ψυχὴ
τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Βασανίζεται, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τοῦ μίσους στὸν Θεὸ
δὲν μπορεῖ κἂν νὰ ἐπιθυμήσει τὴν παραδεισένια ζωὴ ὡς θεοκοινωνία.
Ἡ δαιμονοποίηση, τὸ μεταφυσικὸ σκοτάδι, στὸ ὁποῖο βρίσκεται ὁ
ἁμαρτωλὸς καὶ τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὸν ἁμαρτωλό, εἶναι λιγότερο
βασανιστικὸ γιὰ αὐτὸν παρὰ ἡ παραμονὴ στὸν παράδεισο. Ὁ Θεὸς
μπορεῖ τὰ πάντα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ πάρει πίσω τὴν δωρεὰ ποὺ
ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο
τὴν ἐλεύθερη βούληση, ἡ ὁποία καθορίζει
στὴν γῆ τὸ αἰώνιό του εἶναι· δηλαδή, μὲ ποιόν θὰ εἶναι: μὲ τὸν Θεὸ
ἢ μὲ τὸν σατανά.
Ἡ κυρία ρώτησε:
Καὶ γιατί ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἐλεύθερη βούληση στὸν ἄνθρωπο;
Ὁ πνευματικὸς ἀποκρίθηκε:
- Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἐλεύθερη βούληση, τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν
θὰ ἦταν θεοειδὴς ὕπαρξη, ἀλλὰ βιομηχανὴ μὲ προκαθορισμένο
πρόγραμμα. Ὅπου δὲν ὑπάρχει ελευθερία ἐπιλογῆς, ἀλλὰ ἀνάγκη,
ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν οἱ ἠθικὲς κατηγορίες τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
Ἡ ἐλεύθερη βούληση εἶναι μία ἀναγκαία ἰδιότητα τῆς εἰκόνος τοῦ
Θεοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία εἶναι ἀδύνατη ἡ θεοκοινωνία.
Ἡ κυρία ρώτησε:
– Ἀποδέχομαι τὴν σκέψη ὅτι ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἁπλῶς
παρέκκλιση ἀπὸ τὸ καλό, ἀλλὰ καὶ μία μυστικὴ συμμετοχὴ στὸν
σατανά. Ἀλλὰ γιατί πρέπει νὰ παραδοθοῦν στὰ αἰώνια βάσανα οἱ
ἀλλόπιστοι ποὺ οὔτε κἂν ἄκουσαν γιὰ Αὐτόν;
Ὁ πνευματικὸς ἀπάντησε:
– Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ τραγικοὺς καὶ ταυτόχρονα σημαντικοὺς
παράγοντες τῆς ἱστορίας εἶναι ἡ πτώση τοῦ Ἀδάμ. Σὲ αὐτὴ τὴν πράξη
τῆς θεοαποστασίας, θεοαπόρριψης καὶ θεομαχίας οἱ πρωτόπλαστοι,
μαζὶ μὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα ποὺ περικλειόταν σὲ αὐτούς, βρέθηκαν
παραδεδομένοι στὴν δουλεία τοῦ σατανᾶ. Ἡ ἁμαρτία πάταξε ὅλο
τὸν ἄνθρωπο, ὄχι κάποιο μέρος τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ ὅλη τὴν
ψυχοσωματική του μονάδα. Ἀπὸ γενετικὴ ἄποψη ὁ κάθε ἄνθρωπος
ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος ζεῖ στοὺς ἀπογόνους του. Ἡ
ἁμαρτία, ὡς σφραγίδα τῆς κατοχῆς τοῦ σατανᾶ, μεταδίδεται στὴν
ἴδια τὴν σύλληψη, γι᾿ αὐτὸ ἡ καθαρότητα ἀκόμα καὶ τῶν νηπίων
εἶναι πολὺ σχετική. Υπάρχει ἐκκολαπτικὴ περίοδος ἀσθένειας, ὅταν
αὐτὴ δὲν ἐκφράζεται, μὴ ἔχοντας ἐξωτερικὰ συμπτώματα, παρόλο
ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει μολυνθεῖ. Καὶ στὸ μωρὸ ζεῖ τὸ προπατορικὸ
ἁμάρτημα ποὺ δηλητηριάζει τὴν φύση του, χωρὶς νὰ ἐκδηλώνεται
ὅμως στὶς ἐν γνώσει πράξεις· ἀλλὰ καὶ τότε σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους
σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἐκδηλώνονται τὰ πάθη τῆς πλεονεξίας, τῆς
κακίας καὶ τῆς ζήλιας. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ βάπτισμα λέγεται δεύτερη
γέννηση, ὅπου ἐνεργεῖ ἡ λυτρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τὴν
ὁποία εἶναι ἀδύνατη ἡ κάθαρση ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Οι
ἄνθρωποι, ποὺ ὁμολογοῦν ἄλλες θρησκεῖες καὶ θεωρίες, στεροῦνται
τὰ μέσα τῆς σωτηρίας ὡς αἰώνιας θεοκοινωνίας. Θὰ κριϑοῦν βάσει
τοῦ νόμου τῆς συνειδήσεως, καὶ γιὰ τὰ καλά τους ἔργα μπορεῖ νὰ
ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ ἀκόμα νὰ λάβουν ἀπὸ τὸν Θεὸ
κάποιο ἔλεος, ἀλλὰ ὄχι τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γι' αὐτὸ ἡ σωτηρία ὡς
θεοκοινωνία ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀδύνατη.
Ἡ κυρία ρώτησε:
Ἀλλὰ γιατί ὁ Κύριος δὲν ἔδωσε ζωὴ στὰ ἀγέννητα μωρὰ καὶ
δὲν ἔστειλε ἱεροκήρυκες σ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν γνώρισαν τὸν Χριστό;
Ὁ πνευματικὸς ἀποκρίθηκε:
–
Διότι, ὅπως φαίνεται, δὲν ἦταν ἱκανοὶ νὰ παραδεχτοῦν τὸ
εὐαγγελικὸ μήνυμα. Τὸ βάπτισμα θὰ γινόταν γιὰ αὐτοὺς τοὺς
ἀνθρώπους ἀφορμὴ μεγαλύτερης καταδίκης. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν
κηρύχτηκε ἐκεῖ ὅπου ὁ Κύριος προέβλεπε πὼς κανένας δὲν θὰ
δεχόταν τὴν διδασκαλία του καὶ δὲν θὰ σωζόταν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου