Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 6 Μαΐου 2012
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΤΡΩΝΑΣ
Άλλη
φορά είχε δώσει ή Ματρώνα την έξης πληροφορία: «Σε κάποιο ράφι ενός ιερέα
υπάρχει βιβλίο που έχει μέσα μία εικόνα, την "Αμαρτωλών σωτηρία". Ή
Παναγία παρακαλεί να έλθει στην εκκλησία μας». Λέει λοιπόν στη μητέρα της:
-
Σκέφτομαι πώς πρέπει να τη ζωγραφίσουμε και μάλιστα να την κάνουμε ωραία,
επειδή τη βλέπω συνέχεια στον ύπνο μου.
Ή
μητέρα της γνωρίζοντας την οικονομική δυσχέρεια που είχαν τότε στην οικογένεια
απάντησε: «Πώς να τη ζωγραφίσουμε; ούτε λεφτά έχουμε, ούτε τίποτα». Ή Ματρώνα
όμως δεν αναπαυόταν, αν δεν γινόταν αυτό για το όποιο είχε ή ίδια πληροφορηθεί
πώς έπρεπε να γίνει προς δόξα της Παναγίας Μητρός του Κυρίου μας. Έτσι αμέσως
κιόλας, την επόμενη μέρα, έστειλε γυναίκες να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα
χρήματα, έπειτα από έρανο που ή ίδια θα ευλογούσε. Πράγματι, αφού τις ευλόγησε,
εκείνες ξεκίνησαν γεμάτες πίστη και χαρά πού θα λάμβαναν μέρος σε ένα τέτοιο
έργο Κυρίου.
Πήγανε
στα γύρω χωριά, για να ζητήσουν από τούς χωρικούς, τούς εργάτες, τούς
πλουσίους, από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, ότι μπορούσε να δώσει ό
καθένας, για να γίνει ή εικονογράφηση της Πανάχραντου. Το θαύμα έγινε και τα
απαιτούμενα χρήματα συγκεντρώθηκαν διά πρεσβειών της Οσίας, αλλά ανάμεσα σε
εκείνους πού ελέησαν το δίσκο αυτό βρέθηκαν και δύο αδέλφια, πολύ πλούσια σε
υλικά αγαθά, μα πολύ φτωχά σε ψυχικές αρετές, όπως αποδείχτηκε έπειτα από την
αρνητική συμπεριφορά τους. Ό ένας έβγαλε και έδωσε ένα ρούβλι, όχι όμως με την
καρδιά του, και ό άλλος για να περιγελάσει την ενέργεια των γυναικών έδωσε ένα
καπίκι. (Ένα ρούβλι έχει 100 καπίκια, δηλ. μηδαμινή αξία).
Όταν
επέστρεψαν στη Ματρώνα και της παρέδωσαν τα χρήματα, εκείνη βάλθηκε επί αρκετή
ώρα να ψάχνει για να βρει τα «μολυσμένα» αυτά κέρματα. Τελικά αφού τα βρήκε
έδωσε εντολή στις γυναίκες λέγοντας: «Να πάτε πίσω και να τούς δώσετε αυτά τα
λεφτά, γιατί μού χαλάνε όλα τα άλλα πού έχω».
Κάλεσαν
και ένα ζωγράφο, τού οποίου το όνομα παραμένει άγνωστο, από τον όποιο ζήτησε ή
Ματρώνα την αγιογράφηση της Παναγίας με τα έξης λόγια: «Μπορείς να μού
ζωγραφίσεις αυτή την εικόνα πού θέλω;». «...Άν και δεν έχω χρόνο, απάντησε
εκείνος, θα τη ζωγραφίσω». Και συνεχίζει ή Ματρώνα με την επόμενη συμβουλή:
«Πήγαινε πρώτα εξομολογήσου, νήστεψε, κάνε προσευχή, και τότε να αρχίσεις να
ζωγραφίζεις». Εκείνος υπάκουσε και πήγε, εξομολογήθηκε όχι όμως με ειλικρίνεια,
αποκρύπτοντας κάποια αμαρτία του, κι άρχισε να ζωγραφίζει.
Περνάει
μία βδομάδα, ένας μήνας, δυο μήνες, κάτι τον εμπόδιζε να συνεχίσει, πού όμως ό ίδιος
δεν καταλάβαινε. Επιστρέφει τότε στη Ματρώνα και της κάνει γνωστή την κατάσταση:
«Δεν μπορώ, κάτι δε μού πάει καλά και δεν ξέρω γιατί». Και κείνη πού από πριν
γνώριζε το καθετί πού συνέβαινε τού άπαντα: «Δεν σού είπα να εξομολογηθείς;
'Άρα, κάτι έκρυψες κι αυτό το κάτι το ξέρεις πολύ καλά».
Ό
ζωγράφος απορημένος και ξαφνιασμένος, πήγε πάλι κι εξομολογήθηκε, αυτή τη φορά
όπως έπρεπε, και μέσα σε λίγο χρόνο ολοκλήρωσε το έργο και παρέδωσε την εικόνα στην
εκκλησία τού χωριού. Ή εικόνα σήμερα στεγάζεται στο Μοναστήρι της Αγίας Σκέπης στη
Μόσχα. Αργότερα, με την ευλογία της Ματρώνας, ζωγραφίστηκε και ένα δεύτερο
αντίγραφο της Παναγίας, ή «Αμαρτωλών σωτηρία».
Μία
φορά επρόκειτο να λιτανεύσουν την εικόνα αυτή και να την περιφέρουν σε όλα τα
γύρω χωριά. Ή Ματρώνα, ειδοποιημένη από το Άγιο Πνεύμα, μαζί με τη βοήθεια
άλλων γυναικών και υποβασταζόμενη, πήγε γεμάτη χαρά να συναντήσει την Παναγία,
δίχως να γνωρίζουν από κανέναν τίποτα σχετικό με τη λιτανεία αυτή πού θα
γινόταν. Καθώς προχωρούσαν, αφού περπάτησαν περίπου τέσσερα χιλιόμετρα τους
λέει: «Έδώ σταματάμε. Σε μισή ώρα ή εικόνα θα είναι έδώ».
Αυτά
ήταν τα λόγια μιας γυναίκας πού εστερείτο το φώς των οφθαλμών της. Άραγε μήπως οι
πραγματικοί τυφλοί είναι εκείνοι πού στερούνται το φώς του Χριστού; 'Άς
αναρωτηθούμε με τα λόγια τού Κυρίου: Εγώ ειμί το φώς του κόσμου- ό ακολουθών
έμοι ου μη περιπατήσω έν τη σκοτία, άλλ' έξει το φώς της ζωής (Ίωαν. η' 12).
Πράγματι,
σε μισή ώρα ήλθε ή εικόνα με ύμνους και προσευχές και ολοκληρώθηκε ή περιφορά.
Ή Ματρώνα πού την υποβοηθούσαν, κρατούσε την εικόνα και έλαμπε από χαρά και
αγαλλίαση. Ή εικόνα ήταν το πολύτιμο στολίδι τού χωριού.
Κάποια
χρονιά έπεσε ανομβρία στο χωριό και κατέφυγαν στις πρεσβείες της Κεχαριτωμένης.
Έκαναν Παράκληση στην Παναγία και λιτανεία της εικόνας της. Πριν ακόμη φθάσουν οι
άνθρωποι στα σπίτια τους. άρχισε ό Θεός να ρίχνει από τον ουρανό την ευλογημένη
Του βροχή.
Στο
σπίτι πού ζούσε και ασκούνταν ή Ματρώνα, υπήρχαν τρεις γωνιές γεμάτες εικόνες
και καντήλια. Γνώριζε ποιά εικόνα ήταν σε ποιά θέση. Όταν προσευχόταν, τις
κατέβαζε μπροστά της και μιλούσε σα να συνομιλούσε μπροστά στους ολοζώντανους
αγίους πού απεικόνιζαν και πού τόσο πολύ τούς αγαπούσε.
Τόσο
βαθιές και αληθινές ήταν οι ολονύκτιες προσευχές της, οι ολοήμερες δεήσεις της,
τα μόνιμα κατανυκτικά δάκρυα της για όλο τον κόσμο, πού τόσο αγαπούσε ολόψυχα
και συμμεριζόταν τον πόνο τους. πού τον έκανε δικό της. Ό χρόνος για την Οσία
τού Θεού εκμηδενιζόταν. Ή μέρα γινόταν νύχτα μονομιάς, το ίδιο και ή νύχτα
ξημέρωμα, όταν εκείνη δινόταν ολόψυχα στην προσευχή και εσωτερικά ζούσε τη
φλόγα τού Κυρίου. Βίωνε ζωντανά πολλές ένθεες καταστάσεις πού μάλλον με λόγια
είναι δύσκολο να περιγραφούν, αλλά είναι και ακατάληπτες από τούς πολλούς. Ήταν
μόνο για κείνη σταλμένες από τον Κύριο. Μόνο για την εκλεκτή αυτή ψυχή πού
σήκωνε με πολλές ευχαριστίες το σταυρό της.
Σε
όποια πιστή γυναίκα την επισκεπτόταν από κάποια εκκλησία της Μόσχας, εκείνη της
έλεγε αφήνοντας την με τη γλυκιά απορία και τον θαυμασμό στο πρόσωπο... «Ξέρω ή
κάθε εικόνα σε ποιά θέση βρίσκεται στην εκκλησία σας και ξέρω όλες τις εικόνες
πού έχετε εκεί». Τις ήξερε πολύ καλά, μπορούσε και τις «έβλεπε» από μακριά,
γνώριζε πού βρισκόταν ή καθεμία. Να, πώς αποκαλύπτονται τα θαυμάσια του Θεού
στους καλοπροαίρετους ανθρώπους... Από εκεί πού καθόταν οκλαδόν ή αόμματη
Ματρώνα σε μία ταπεινή και σκοτεινή μεριά τού σπιτιού της και έκανε συνέχεια
κομποσκοίνι. προγνώριζε τα πάντα. Τα έβλεπε σαν φωτογραφίες μπροστά της. Από τα
πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλα.
Πολλοί
άνθρωποι, βλέποντας εξωτερικά το σταυρό της, αισθάνονταν οίκτο για το πρόσωπο
της κι έλεγαν: «Ή καημένη, πού δεν μπορεί να δει τις ομορφιές τού κόσμου». Όμως
ή Ματρώνα απαντούσε: «Να σάς πω κάτι; Ό Θεός μία φορά μου άνοιξε τα μάτια και
είδα και το φώς και τον ήλιο και τα αστέρια και τον ουρανό και όλα όσα υπάρχουν
εδώ κάτω στον κόσμο. Είδα τα ποτάμια, τις λίμνες, τη θάλασσα, όλα, όλα...».
Και
πόσα άλλα ακόμη από τα αιώνια σκηνώματα τού παραδείσου είχε προνευθεί ή Οσία;
Σίγουρα πάρα πολλά... Όπως όλοι οι μεγάλοι Άγιοι αξιώνονται και ζουν παρόμοιες
καταστάσεις
ΑΡΧΙΜ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ ΚΟΛΥΒΑ. Η ΟΣΙΑ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΡΩΣΙΔΑ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου