Όταν τό άγόρι μεγάλωσε κι έγινε Ιερομόναχος, έκειρε τόν Παντελεήμονα, λίγο πριν πεθάνη καί μετά τόν έθαψε κιόλας.
Ό γενικός επιστάτης στό χτίσιμο του καθεδρικού Ναού του αγίου Βλαδιμήρου στό Κίεβο, ό Κοδράτος Κοσμΐτς Κοβάλκιν, έπιθυμώντας νά περάση τις ήμέρες τής παραμονής του στήν γή μέ ησυχία καί αύτοσυγκέντρωση, άρχισε νά χτίζη ένα σπίτι γιά τόν έαυτό του στό Κίεβο, αλλά του ήρθε μιά ξαφνική συμφορά.
"Η άγαπημένη του θυγατέρα, ή μοναδική άνάπαυση καί παρηγοριά τής μοναχικής του ζωής, πέθανε.
«Γιατί θλίβεσαι;» του απάντησε ό μακάριος. «Κάθησε σ’ ένα κελλί καί λέγε τήν προσευχή του Ιησού: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τόν αμαρτωλόν. Όλα θά περάσουν...».
Σύντομα θά γίνης Μοναχός». Αρκετό καιρό άργότερα ό Κοδράτος Κοσμΐτς, μπήκε στην αδελφότητα του ερημητηρίου Γκολοσεγιέφσκαγια σάν δόκιμος. Έχτισε εκεί έναν ξενώνα κι άρχισε ν’ αγωνίζεται γιά την σωτηρία του. Σύντομα έμεινε τυφλός, έκάρη Μοναχός με τ’ όνομα Εράσμιος, κι έζησε αρκετά χρόνια στην ήσυχία καί τήν μοναξιά σ’ ένα μικρό κελλί κοντά στήν έκκλησία. Όταν πέθανε στίς 15 Αύγούστου 1880, τόν έθαψαν μερικά βήματα πιό πέρα από τόν τάφο του Στάρετς Παρθενίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου