ΒΙΒΛΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017
ΠΟΙΟΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ..ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΙΟ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΠΑΤΗΡ ΤΖΕΗΜΣ ΜΠΕΡΝΣΤΑΙΝ. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ.
ΠΟΙΟΣ
ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ.
Οι
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ της Εκκλησίας συνήλθαν, για να εξετάσουν
και να επιβεβαιώσουν αυτό πού ήδη ήταν γενικά αποδεκτό στην Εκκλησία, σε μεγάλο
βαθμό. Οι Σύνοδοι δεν νομοθέτησαν τον κανόνα τόσο, όσο διατύπωσαν αυτό το όποιο
είχε γίνει αυταπόδεικτη αλήθεια και πρακτική μέσα στις Εκκλησίες του Θεού.
Διακήρυξαν τον κοινά νου της Έκκλησίας και αντικατόπτρισαν την ομοφωνία της
πίστης, της πρακτικής και της παράδοσης, όπως ήδη υπήρχε στις τοπικές Εκκλησίες
πού εκπροσωπούνταν στις Συνόδους. Επομένως, τα βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν κατήλθαν
από τον ουρανό στην Εκκλησία. Τα μέλη της τα επέλεξαν.
Μελετώντας
τα αρχεία των Οικουμενικών Συνόδων, βλέπουμε ότι ή Εκκλησία ομιλεί ξεκάθαρα και
ομόφωνα, αναφορικά με το ποιά βιβλία αποτελούν την Αγία Γραφή. Ανάμεσα στις
πολλές Συνόδους πού έγιναν, κατά την διάρκεια των πρώτων τεσσάρων αιώνων, δύο
είναι Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες σε αυτά το πλαίσιο.
Ή
Σύνοδος της Λαοδικείας έλαβε χώρα στην Μικρά Ασία, περίπου το 363 μ.Χ., και
είναι ή πρώτη Σύνοδος πού παρέδωσε στην Εκκλησία κατάλογο των κανονικών βιβλίων
της παρούσας Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, με εξαίρεση την Αποκάλυψη του Εύαγγελιστού
Ιωάννου. Επιπλέον, αποφάσισε ότι μόνο τα κανονικά βιβλία, τα όποια κατέγραψε,
μπορούσαν να διαβάζονται στις εκκλησιαστικές συνάξεις. Οι αποφάσεις της Συνόδου
αυτής έγιναν ευρέως αποδεκτές από την Ανατολική Εκκλησία.
Ή
Τρίτη Σύνοδος της Καρχηδόνας έλαβε χώρα, περίπου το 397 μ.Χ., στήν Βόρεια
Αφρική. Ή Σύνοδος αυτή, τήν οποία παρακολούθησε ό Ιερός Αυγουστίνος, έδωσε έναν
πλήρη κατάλογο με τα κανονικά βιβλία και της Παλαιός και της Καινής Διαθήκης. Μάλιστα
τα είκοσιεπτά βιβλία της Καινής Διαθήκης, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, έγιναν αποδεκτά
ως κανονικά σε αυτήν τήν Σύνοδο. Διακήρυξε, επίσης, ότι αυτά τα βιβλία 9ά
πρέπει να διαβάζονται ) στην Εκκλησία ως Αγία Γραφή, αποκλείοντας όλα τα άλλα.
Αυτή ή Σύνοδος έγινε ευρέως αποδεκτή ως αυθεντική από τις Εκκλησίες της Δύσης .
ΤΟ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΙΟ.
ΚΑΘΩΣ
ΑΝΑΖΗΤΗΣΑ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΜΟΥ τήν ιστορία της Καινής Διαθήκης, είδα ότι οι
προηγούμενες παρανοήσεις μου κατέρρεαν ή μία μετά τήν άλλη. Κατάλαβα τώρα
εκείνο πού θα έπρεπε να είναι φανερά εξαρχής: ότι ή Καινή Δια9ήκη αποτελείτο από
είκοσιεπτά ξεχωριστά βιβλία, τα όποια, ενώ βέβαια, ήταν εμπνευσμένα από τον
Θεό, είχαν γραφεί και ταξινομηθεί από ανθρώπους. Επίσης, ήταν εμφανές ότι αυτή
ή εργασία δεν είχε ολοκληρωθεί από ανθρώπους πού εργάζονταν ατομικά, αλλά ήταν
προϊόν συλλογικής προσπάθειας πού έκανε το Σώμα τού Χριστού, δηλαδή ή Εκκλησία.
Πιστεύοντας
ολόψυχα στήν θεοπνευστία της Αγίας Γραφής, είχα καταλάβει ότι ή Καινή Διαθήκη
είναι πράγματι ό Λόγος τού Θεού, και όχι τού ανθρώπου. Θεωρούσα ότι ό Θεάς είπε
στους Αποστόλους ακριβώς αυτά πού έπρεπε να γράψουν, περισσότερο όπως ή
γραμματέας καταγράφει ότι της υπαγορεύεται, χωρίς οι ίδιοι να συμβάλουν σε
αυτό.
Στο
τέλος, ή αντίληψη μου γιά τήν θεοπνευστία της Αγίας Γραφής αποσαφηνίστηκε από
τήν διδασκαλία της Εκκλησίας, αναφορικά με το Πρόσωπο τού Χριστού. Ό ενσαρκωμένος
Λόγος τού Θεού, ό Κύριός μας, Ιησούς Χριστός, δεν είναι μόνο Θεάς αλλά και Άνθρωπος. Ό Χριστός είναι το μόνο Πρόσωπο
που έχει δύο φύσεις: 9εία και ανθρώπινη. Ή μη έμφαση στην ανθρώπινη φύση του
Χριστού οδηγεί στην αίρεση. Ή παλαιά Εκκλησία δίδαξε ότι ό ενσαρκωμένος Λόγος
είναι τέλειος άνθρωπος, χωρίς αμαρτίες. Σε ότι άφορα στην ανθρώπινη φύση Του, ό
ενσαρκωμένος Λόγος γεννήθηκε, μεγάλωσε και ωρίμασε ως άνδρας.
Κατανόησα
ότι, σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη για τον εν-σαρκωμένο Λόγο του Θεού, ό Λόγος,
δηλαδή ό Ιησούς Χριστός, παραλληλίζετο με την άποψη της πρώιμης χριστιανικής περιόδου
για τον γραπτό λόγο τού Θεού, την Βίβλο. Οι 'Άγιες Γραφές αντικατοπτρίζουν όχι
αποκλειστικό τον θείο λόγο άλλα και την ανθρώπινη συμβολή.
Ή Παλαιά και ή Καινή
Διαθήκη μεταφέρουν την αλήθεια σε εμάς ως γραμμένες από τούς ανθρώπους, δίνοντας
πληροφορίες για τις σκέψεις, τούς χαρακτήρες, και ακόμη τούς περιορισμούς και
τις αδυναμίες των συγγραφέων -αν και βεβαίως ήταν θεόπνευστες. Αυτό σημαίνει
ότι το ανθρώπινο στοιχείο στην Αγία Γραφή δεν καταποντίζεται και χάνεται στον
ωκεανό του θείου.
Έγινε
ακόμη πιο φανερό σε εμένα ότι καθώς ό ίδιος ό Χριστός γεννήθηκε, μεγάλωνε και ωρίμαζε,
έτσι έγινε και με τον γραπτό Λόγο τού Θεού, τήν Βίβλο. Δεν έπεσε κάτω απευθείας
από τον ουρανό, άλλα έχει θεία και ανθρώπινη προέλευση. Οι Απόστολοι δεν
έγραψαν απλώς τις Γραφές, όπως δα έκανε ένας γραμματέας, άλλα συνεργάστηκαν ελεύθερα
με το θέλημα του Θεού, μέσω της έμπνευσης του Αγίου Πνεύματος.
Αντίθετα,
ανακάλυψα ότι οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι ή I ιερή γραφή τους, το Κοράνι,
ύπαγορεύτηκε στον Μωάμεθ λέξη προς λέξη από έναν άγγελο- και επειδή μόνο ή αραβική
γλώσσα είναι ιερή, δα πρέπει να διαβάζεται μόνο στήν αραβική.
ΜΙΑ
ΑΠΟΡΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.
ΤΟ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΘΕΜΑ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΑΣΤΩ, ΤΟ θέμα της εξουσίας της
Εκκλησίας, ήταν ακόμη πιο δύσκολο για έμενα. Ήταν φανερό από την μελέτη μου ότι
ή Εκκλησία, πράγματι, είχε καθορίσει ποια βιβλία αποτελούν τις Γραφές. Όμως, ακόμη
πάλευα σθεναρά με την σκέψη, άν πράγματι είχε δοθεί στήν Εκκλησία αύτή ή εξουσία. Στο τέλος αυτό το
δέμα υποβαθμίστηκε μέσα μου.Ήδη πίστευα ότι ό Θεός μίλησε αυθεντικά μέσω των
γραπτών μνημείων του Λόγου Του. Τα γραπτά κείμενα της Αγίας Γραφής είναι απτά και
χειροπιαστά. Μπορώ να αγγίξω την Βίβλο και να την διαβάσω. Άλλα για κάποιο
περίεργο λόγο, ήμουν απρόθυμος να πιστέψω τα ίδια πράγματα γιά το Σώμα του
Χρίστου, δηλαδή τήν Εκκλησία, ή οποία είναι ορατή και χειροπιαστή, και ή φυσική
της θέση είναι στήν γή και τήν ιστορία. Ή Εκκλησία γιά εμένα ήταν ουσιαστικά
μυστικιστική και ακαθόριστη, μη διακρινόμενη ευκρινώς από οποιαδήποτε άλλη
σύναξη ανθρώπων.
Αύτή
ή άποψη μου επέτρεπε να δώ το πρόσωπο κάθε χριστιανού ως μία εκκλησία.
Πόσο
βολικό ήταν αυτό, κυρίως όταν ανέκυπταν προβλήματα δογματικά ή προσωπικά! Παρά ταύτα,
αύτή ή άποψη δεν ήταν σύμφωνη με τήν αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας κατά τήν αποστολική
περίοδο. Ή Καινή Διαθήκη μιλάει γιά πραγματικές Εκκλησίες και όχι γιά αιθέριες.
Άραγε μπορούσα τώρα να δεχθώ το γεγονός ότι ό Θεός μίλησε εξουσιαστικά, όχι
μόνο μέσω της Βίβλου αλλά επίσης μέσω της Εκκλησίας Του - της ίδιας ακριβώς
Εκκλησίας πού είχε συγγράφει, προστατεύσει και διατηρήσει αποτελεσματικά τις
Γραφές, τις όποιες θεωρούσα τόσο πολύτιμες;
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΣΥΜΦΩΝΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ της πρώιμης περιόδου, ό Θεός εξέφρασε τον λόγο
Του όχι μόνο πρός, άλλα και μέσω του σώματός Του, δηλαδή της Έκκλησίας/Ηταν
μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, πού ό λόγος Του επιβεβαιώθηκε και έγινε πλήρως
αποδεκτός. Αναντίρρητα, οι Γραφές θεωρήθηκαν από τούς πρώτους χριστιανούς ως ή ενεργή
αποκάλυψη του ίδιου του Θεού στον κόσμο. Συγχρόνως, ή Εκκλησία θεωρήθηκε ως ό
οίκος του Θεού:
«Προστεθήκατε
και εσείς στο οικοδόμημα πού έχει θεμέλιο τούς αποστόλους και τούς προφήτες και
ακρογωνιαίο λίθο αυτόν τον ίδιο τον Χριστό. Με αυτόν δένεται ολόκληρο το
οικοδόμημα και μεγαλώνει, ώστε να γίνει ναός άγιος για τον Κύριο» .
Ό
Θεός έχει τον λόγο Του, άλλα έχει επίσης και το σώμα Του. Ή Καινή Διαθήκη
λέγει: «εσείς όλοι μάξι αποτελείτε το σώμα του Χρίστου, και είστε μέλη του, ό
καδένας χωριστά». Σε άλλο σημείο αναφέρει: «αύτός είναι ή κεφαλή του σώματος,
πού είναι ή εκκλησία» .
Επίσης,
παραθέτει; «τα σύμπαντα τα υπέταξε στην εξουσία του, και αυτόν τον ίδιο τον
Χριστό τον έδωσε στην εκκλησία ως υπέρτατο αρχηγό. Ή εκκλησία είναι το σώμα του
Χριστού, είναι ή πληρότητα εκείνου ό οποίος με την παρουσία του γεμίζει πλήρως
τα πάντα» .
Ή ανακάλυψη
μου ότι τούς πρώτους χρόνους δεν υπήρχε οργανικός διαχωρισμός μεταξύ της Βίβλου
και της Εκκλησίας, όπως συχνά βρίσκουμε σήμερα, ήταν για εμένα κάτι πού με εξέπληξε.
Το σώμα χωρίς τον λόγο είναι χωρίς μήνυμα, άλλα και ό λόγος χωρίς το σώμα είναι
χωρίς θεμέλια. Καθώς γράφει ό Απόστολος Παύλος, το σώμα είναι «[...] εκκλησία
τού αληθινού Θεού, ό στύλος και το θεμέλιο της αλήθειας» .
Ή
Εκκλησία είναι το ζωντανό σώμα του ένσαρκωθέντος Κυρίου. Ό Απόστολος δεν λέγει ότι
ή Καινή Διαθήκη είναι ό στύλος και το εδραίωνα της αλήθειας. Ή Εκκλησία είναι ό
στύλος και το θεμέλιο της αλήθειας, διότι ή Καινή Διαθήκη οικοδομήθηκε στην
ενδεή ζωή της Εκκλησίας. Εν συντομία, ή Εκκλησία την έγραψε και ή ίδια αποτέλεσε
ένα αναπόσπαστο κομμάτι του ευαγγελικού μηνύματος.
Ό
Λόγος τού θεού στην προφορική παράδοση
Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΣ ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ: «Γι’ αυτό λοιπόν, αδελφοί, να είστε
σταθεροί και
να μένετε πιστοί στις διδασκαλίες πού σάς παραδώσαμε είτε προφορικά είτε με
επιστολή μας» . Αυτό το εδάφιο δεν το είχα υπογραμμίσει, διότι χρησιμοποιούσε
δύο φράσεις οι όποιες δεν μού άρεσαν: «κρατείτε τις διδασκαλίες» και «διά
λόγου». Αυτές οι δύο φράσεις συγκρούονταν με την αντίληψη μου για την βιβλική εξουσία.
Όμως,
έπειτα άρχισα να καταλαβαίνω: ό ίδιος Θεός πού μας μιλάει μέσω του γραπτού Του
λόγου, της Βίβλου, μας μίλησε, επίσης, μέσω των Αποστόλων τού Χριστού, καθώς
δίδασκαν και κήρυτταν προσωπικά. Οι Γραφές οι ίδιες διδάσκουν σε αυτό το εδάφιο,
και σε άλλα, ότι πρέπει να διαφυλάξουμε όχι μόνο την γραπτή άλλα και τήν
προφορική παράδοση. Οι δύο παραδόσεις δεν είναι σε σύγκρουση, άλλα είναι μέρη
ενός συνόλου. Αυτό εξηγεί γιατί οι Πατέρες των παλαιών Εκκλησιών δίδαξαν ότι
αυτός πού δεν έχει τήν Εκκλησία ως Μητέρα του, δεν έχει τον Θεό ως Πατέρα του.
Αντιλαμβανόμενος
αυτό, συμπέρανα ότι αντιδρούσα με υπερβολικό τρόπο, όταν αρνιόμουν την
προφορική ιερή Παράδοση. Ή εχθρότητα μου προς την εβραϊκή προφορική παράδοση,
πού αρνείται τον Χριστό, με είχε κάνει να αρνηθώ την χριστιανική προφορική ιερή
Παράδοση, πού εκφράζει την ζωή του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Και είχα αρνηθεί
την ιδέα, ότι μόνο αύτη ή Πα-ράδοση μάς δίνει την βεβαία δυνατότητα, ώστε να
κατανοήσουμε πλήρως την Αγία Γραφή.
Άς επεξηγήσω
αυτό το σημείο με μία εμπειρία την όποια είχα αργότερα στην ζωή μου. Κατά την
δεκαετία του 1990, ενώ ζούσα στην πολιτεία της Ουάσιγκτον, αποφάσισα να
κατασκευάσω ένα υπόστεγο, στο πίσω μέρος του σπιτιού μου. Καθώς προετοιμαζόμουν,
μελέτησα ένα βιβλίο γιά την ξυλουργική πού είχε όλες τις οδηγίες γι’ αυτό. Ήταν
γεμάτο εικόνες και με αρκετά διαγράμματα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και ένα
παιδί μπορούσε να άκολουθήσει τις οδηγίες. Εξηγούσε τα πάντα. Ωστόσο, όσο απλό και
άν ήταν, καθώς το διάβαζα μου δημιουργούνταν πολλές απορίες, και μπερδευόμουν
όλο και περισσότερο.
Αγανακτισμένος
με την αδυναμία μου να καταλάβω κάτι πού φαινόταν τόσο απλό, συμπέρανα ότι το
βιβλίο χρειαζόταν ερμηνεία. Δίχως βοήθεια, δεν μπορούσα να το βάλω σε εφαρμογή.
Εκείνο πού μου χρειαζόταν ήταν κάποιος με επαρκείς γνώσεις πού θα μπορούσε να μου
εξηγήσει τις οδηγίες. Ευτυχώς, είχα έναν φίλο πού είχε την δυνατότητα να μου εξηγήσει
πώς μπορούσε να φτιαχτεί το σχέδιο. Ή γνώση του προερχόταν από προφορική
παράδοση. Ένας έμπειρος ξυλουργός τον δίδαξε, και αύτός με τήν σειρά του δίδαξε
εμένα. Γραπτή και προφορική παράδοση μαζί έκαναν τήν δουλειά.
ΒΙΒΛΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου