Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΕΝΑΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ.ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΠΑΤΗΡ ΤΖΕΗΜΣ ΜΠΕΡΝΣΤΑΙΝ. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ.







ΕΝΑΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ.


Η ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΣΑ, για να ερμηνεύσω την Γραφή, φαινόταν αρκετά απλή. Εκφραζόταν σε αυτήν την μικρή φράση: όταν ή βασική έννοια τής Γραφής είναι σύμφωνη με τήν κοινή λογική, δεν ψάχνω άλλο νόημα. Πίστευα ότι εκείνοι οι όποιοι ήταν πιστοί και έντιμοι στήν τήρηση αυτής της αρχής θα επιτύγχαναν τήν χριστιανική ενότητα.
Προς έκπληξή μου όμως αυτή ή προσέγγιση της κοινής λογικής δεν οδηγούσε σε αυξημένη χριστιανική σαφήνεια και ομόνοια, άλλα σε μία πνευματική ερμηνεία ελεύθερη για όλους. Εκείνοι οί όποιοι ήταν ισχυρότερα προσκολλημένοι στήν πεποίθηση «μόνο ή Βίβλος», είχαν τήν τάση νά γίνουν οί περισσότερο διχαστικοί, διασπαστικοί και εριστικοί από τούς χριστιανούς -αν κι Ίσως χωρίς πρόθεση. Πράγματι, μου φαινόταν ότι, όσο περισσότερο κανείς επικαλείτο τήν Βίβλο ως τήν μόνη πηγή πνευματικής αυθεντίας, τόσο περισσότερο εριστικός και σεχταριστής γινόταν. Φιλονικούσαμε με πάθος ακόμη και για χωρία πού αναφέρονταν στήν αγάπη!


Καθώς γινόμουν όλο και περισσότερο σεχταριστής, ό ριζοσπαστισμός μου γινόταν εντονότερος, και κατά τήν διάρκεια του τέλους της δεκαετίας του 1960 και άρχών της δεκαετίας του 1970 πίστευα ότι όλες οι εκκλησίες δεν στηρίζονταν στήν Βίβλο: το να γίνει κανείς μέλος οποιοσδήποτε εκκλησίας σήμαινε να συμβιβαστεί με τήν πίστη. Γιά εμένα, «εκκλησία» σήμαινε «ή Βίβλος, ό Θεός, και εγώ». Αυτή ή εχθρότητα προς τις εκκλησίες ταίριαζε πολύ με το εβραϊκό μου παρελθόν. Λογικά δεν εμπιστευόμουν όλες τις εκκλησίες, επειδή αισθανόμουν ότι είχαν προδώσει τις διδαχές του Χριστού, έχοντας συμμετάσχει ή έχοντας αγνοήσει τήν δίωξη των Εβραίων στο πέρασμα της ιστορίας. Άλλα όσο περισσότερο σεχταριστής γινόμουν -μέχρι του σημείου μερικές φορές να γίνομαι αντιπαθητικός και αντικοινωνικός- τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα ότι κάτι πήγαινε σοβαρά στραβά με τήν προσέγγισή μου στον Χριστιανισμό. Ή πνευματική μου ζωή δεν πήγαινε καλά.



Οι προσωπικές μου πεποιθήσεις γιά τήν Βίβλο και γιά το τί δίδασκε, εμφανώς με οδηγούσαν μακριά από τήν Αγάπη και τήν αλληλεγγύη προς τούς φίλους μου χριστιανούς, και επομένως μακριά από τον Χριστό. Εξάλλου, ό ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε: «[...] αυτός πού δεν άγαπάει τον αδελφό του, τον οποίο βλέπει, πως μπορεί να άγαπάει τον Θεό, τον όποιο δεν βλέπει;» . Αυτή ή διάσπαση και ή εχθρότητα δεν ήταν αυτά πού με είχαν ελκύσει προς τον Χριστό.
Γνώριζα ότι ή απάντηση δεν ήταν να αρνηθώ τήν πίστη ή να απορρίψω τις Γραφές. Κάτι άλλο έπρεπε να αλλάξει, ίσως ό εαυτός μου. Άρχισα τήν μελέτη της ιστορίας της Εκκλησίας και της Καινής Διαθήκης, ελπίζοντας να ρίξει φως στο ποιά έπρεπε να είναι ή στάση μου απέναντι στην Εκκλησία και τήν Βίβλο. Τα αποτελέσματα δεν ήταν καθόλου εκείνα πού περίμενα.
Ή Βίβλος των Αποστόλων




Η ΑΡΧΙΚΗ ΜΟΥ ΣΤΑΣΗ ΗΤΑΝ ΠΩΣ, ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΗΤΑΝ ΚΑΛΟ γιά τούς Αποστόλους, ήταν καλά και γιά εμένα.  Έδώ ήταν πού πρώτα εξεπλάγην. Άν και γνώριζα ότι ό Απόστολος Παύλος θεωρούσε ότι ή Γραφή ήταν εμπνευσμένη από τον Θεό , είχα άνέκαθεν θεωρήσει αληθές ότι ή Γραφή γιά τήν οποία μιλούσε στο χωρίο αύτη ήταν όλη ή Βίβλος -και ή Παλαιά και ή Καινή Διαθήκη. Στήν πραγματικότητα, δεν υπήρχε Καινή Διαθήκη όταν έγινε ή δήλωση αυτή. Ακόμη και ή Παλαιά Διαθήκη ήταν στήν διαδικασία της διατύπωσης, διότι οι Εβραίοι δεν είχαν αποφασίσει ακόμη τον κανόνα των βιβλίων της Παλαιός Διαθήκης, παρά μόνο μετά τήν εξάπλωση τού Χριστιανισμού.



 Καθώς μελέτησα περαιτέρω, ανακάλυψα ότι οι χριστιανοί της πρώιμης περιόδου χρησιμοποιούσαν μία ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης που ονομαζόταν Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Αύτή ή μετάφραση ξεκίνησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τον τρίτο αιώνα προ Χρίστου, και περιείχε ένα κείμενο διευρυμένο, το οποίο περιελάμβανε έναν αριθμό βιβλίων πού ονομάστηκαν «δευτεροκανονικά». Άν και υπήρχε κάποια αρχική διαμάχη για τα βιβλία αυτά, τελικά συμπεριελήφθησαν από τούς χριστιανούς στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης.
Σε αντίδραση της ανόδου του Χριστιανισμού, οι Εβραίοι περιόρισαν τούς κανόνες τους, και τελικά απέκλεισαν τα δευτεροκανονικά βιβλία -άν και εξακολούθησαν να τα θεωρούν ιερά. Ό σύγχρονος εβραϊκός κανόνας δεν παγιώθηκε αυστηρά παρά τον τρίτο αιώνα μετά Χριστόν. Ενδιαφέρον είναι ότι αύτή ή τελευταία εκδοχή του εβραϊκού κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, και όχι ό κανόνας τού πρώιμου Χριστιανισμού, ακολουθείται από τούς περισσότερους προτεστάντες σήμερα.
Όταν οι Απόστολοι ζούσαν και έγραφαν, δεν υπήρχε Καινή Διαθήκη και δεν είχε οριστικοποιηθεί ή Παλαιά Διαθήκη. Ή ιδέα της «Αγίας Γραφής» ήταν πολύ λιγότερο ξεκάθαρη από ότι είχα οραματιστεί.




ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ.


Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΠΛΗΞΗ ΗΡΘΕ, ΟΤΑΝ ΑΝΤΙΛΗΦΘΗΚΑ ότι Ο
πρώτος πλήρης κανόνας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, όπως τα έχουμε σήμερα, δεν είδε το φως παρά τριακόσια χρόνια μετά τον θάνατο και τήν Ανάσταση του Χριστού. Ό πρώτος πλήρης κανόνας δόθηκε από τον Άγιο Αθανάσιο, στήν επιστολή του πού αναφέρεται στο Πάσχα, το 367 μ.Χ. Ας αναλογιστούμε: εάν ή συγγραφή της Καινής Διαθήκης είχε ξεκινήσει τήν ίδια χρονική στιγμή με το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν θα είχαμε δει το τελικό προϊόν παρά το έτος 2076.
Τα τέσσερα ευαγγέλια γράφτηκαν από τριάντα έως εξήντα χρόνια, μετά τον θάνατο του Χριστού και την Ανάστασή Του. Στο μεσοδιάστημα, ή Εκκλησία στηριζόταν στην προφορική παράδοση -τις αφηγήσεις των μαρτύρων- καθώς και στα σκόρπια προ των ευαγγελίων έγγραφα, όπως είναι οι επιστολές προς τον Τιμόθεο , και κάποιες άλλες πηγές. Οι περισσότερες Εκκλησίες είχαν μόνο τμήματα αυτού πού επρόκειτο να γίνει ή Καινή Διαθήκη.



Καθώς οι αυτόπτες μάρτυρες της ζωής τού Χριστού και των διδαχών Του άρχισαν να πεθαίνουν, οι Απόστολοι έγραψαν με τήν έμπνευση τού Αγίου Πνεύματος, προκειμένου να διατηρηθεί και να μείνει καθαρή από προσμείξεις ή σκόρπια γραπτή και προφορική παράδοση. Επειδή οι Απόστολοι περίμεναν ότι ό Χριστός θα επιστρέφει σύντομα, φαίνεται δεν είχαν στο μυαλό τους ότι εκείνες οι αφηγήσεις στα ευαγγέλια και στις αποστολικές επιστολές θα έπρεπε εγκαίρως να συγκεντρωθούν σε μία νέα Βίβλο.


Ανακάλυψα ότι κατά τήν διάρκεια των τεσσάρων πρώτων αιώνων μετά τον Χριστό, υπήρχε ουσιώδης διαφωνία γιά το ποιά βιβλία θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στον κανόνα της Αγίας Γραφής. Ό πρώτος άνθρωπος πού προσπάθησε να δημιουργήσει έναν κανόνα της Καινής Διαθήκης ήταν ό Μαρκίων, τον δεύτερο αιώνα. Το κύριο σώμα τών χριστιανών τον άπέκλεισε από τήν κοινότητα, έξαιτίας τών αιρετικών άπόψεών του.Ήθελε να άπορρίψει ή Εκκλησία τήν εβραϊκή κληρονομιά της, και έπομένως άφαίρεσε εξ ολοκλήρου τήν Παλαιά Διαθήκη. Ό κανόνας τού Μαρκίωνα περιέλαβε μόνο ένα ευαγγέλιο, πού εξέδωσε ό ίδιος, και δέκα επιστολές τού αποστόλου Παύλου. Ταράχτηκα, μόλις έμαθα ότι ή πρώτη Καινή Διαθήκη πού έπιχειρήθηκε ήταν αιρετική.


Πολλοί ακαδημαϊκοί θεολόγοι πιστεύουν ότι ή Εκκλησία των πρώτων αιώνων αποφάσισε να ορίσει τον κανόνα της Καινής Διαθήκης, έν μέρει ως αντίδραση στον διαστρεβλωμένο κανόνα του Μαρκίωνα.Ή καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., η διάλυση της τοπικής χριστιανικής κοινότητας εκεί, και ή απειλούμενη απώλεια της συνέχειας της προφορικής παράδοσης, ίσως συνετέλεσαν στην επείγουσα ανάγκη της Έκκλησίας να τυποποιήσει τον κατάλογο των βιβλίων, στα όποια οι χριστιανοί μπορούσαν να στηρίζονται.


Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου της εξέλιξης τού κανόνα, οι περισσότερες Εκκλησίες είχαν μόνο λίγα, αν είχαν κάποια, από τα αποστολικά κείμενα στην διάθεση τους. Τα βιβλία της Βίβλου έπρεπε, με πολύ μόχθο και μεγάλη δαπάνη χρόνου, να αντιγράφουν στο χέρι. Επίσης, επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν αναλφάβητοι, αυτά τα βιβλία μπορούσαν να διαβαστούν μόνο από λίγους προνομιούχους. Ή γνώση της Αγίας Γραφής των περισσοτέρων χριστιανών περιοριζόταν σε ότι άκουγαν στις Εκκλησίες —γιά τον Νόμο, και τούς Προφήτες, τούς Ψαλμούς, και κάποιες επιστολές των Αποστόλων. Ή δίωξη των χριστιανών από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ή ύπαρξη πολλών εγγράφων μη αποστολικής προελεύσεως, έκανε περισσότερο περίπλοκο το δέμα.


Αυτή ήταν ή τρίτη έκπληξη. Κατά κάποιον τρόπο είχα αφελώς οραματιστεί κάθε σπίτι και Εκκλησία να έχει μία πλήρη Παλαιά και Καινή Διαθήκη, από το ξεκίνημα της Εκκλησίας. Μού ήταν δύσκολο να φανταστώ το πώς επιβίωσε και πλήθυνε ή Εκκλησία, χωρίς μία πλήρη Καινή Διαθήκη. Αυτή ήταν ίσως ή πρώτη μου απόδειξη ότι υπήρχε κάτι περισσότερο στο σύνολο της ζωής της Εκκλησίας από τον γραπτά λόγο.

ΣΥΝΕΧΙΣΕΤΕ.


ΒΙΒΛΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: