Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Τυφλός Ρουμάνος ιερομόναχος έβλεπε τα πάντα με τα μάτια της ψυχής του | Θεόφιλος Παραϊάν (†)




Όσα μας διηγήθηκε ο μακαριστός γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν –που από βρέφος ακόμα στερήθηκε το φως του και κατέβαλε αγώνα για να αποκτήσει παιδεία- στην τελευταία του επίσκεψη στην Ελλάδα πριν από την κοίμησή του
Επιθυμώντας κάποιες φορές να γράψουμε το βίωμά μας συνειδητοποιούμε ότι αυτό είναι μια ενδόμυχη επιθυμία να έχουμε την ευκαιρία να το ξαναζήσουμε με το συναίσθημα και ταυτόχρονα να το συλλάβουμε με το πνεύμα. Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια, με εκείνη τη διαύγεια που μόνο η καρδιά γνωρίζει και όχι η αδύναμη μνήμη, τη μορφή του γέροντα Θεόφιλου Παραϊάν την τελευταία φορά που ήρθε στην Ελλάδα πριν την κοίμησή του. Μιλήσαμε με τη βοήθεια του μεταφραστή του της ρουμανικής γλώσσας πατρός Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη. Σαν να γνωριζόμασταν από πάντα, ξεκίνησε να μου εξιστορεί τη ζωή του με απλότητα και χωρίς να υψώνει τη φωνή του, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι περισσότεροι τυφλοί αδελφοί μας στερούμενοι μιας αίσθησης και ενισχύοντας μια άλλη:
Είμαι σε ένα μοναστήρι από το 1953. Εκεί πήγα ως απόφοιτος της θεολογίας. Σαν θέμα στη διπλωματική μου εργασία είχα τη σωτηρολογία στην Καινή Διαθήκη. Ήρθα στο μοναστήρι λοιπόν, όπου με δέχτηκαν ως δόκιμο μοναχό. Μου δόθηκε στην κουρά μου το όνομα Θεόφιλος, όνομα το οποίο το επιθύμησα και μου αρέσει. Το 1966 χειροτονήθηκα διάκονος. Το 1983 χειροτονήθηκα πρεσβύτερος. Το 1988 δέχτηκα το οφίκιο του αρχιμανδρίτη.
Είμαι πολύ χαρούμενος που διάλεξα αυτόν τον δρόμο της μοναχικής ζωής, αισθάνομαι ότι είναι ο αληθινός δρόμος στη ζωή μου. Και τώρα βρίσκομαι στην ηλικία των 80 ετών, μπορώ να προσφέρω στους ανθρώπους όχι μόνο διδασκαλία η οποία είναι απαύγασμα των μελετών μου, των βιβλίων που διάβασα και πιο συγκεκριμένα από το γεροντικό ή τη φιλοκαλία και βεβαίως απαραιτήτως από αυτά που διάβαζα στην Αγία Γραφή και ιδιαίτερα στην Καινή Διαθήκη. Αισθάνομαι ότι είμαι σε θέση να προσφέρω πλέον κάποια συμπεράσματα, κάποιες διαπιστώσεις στις οποίες έφτασα όμως μετά από προσπάθειες πνευματικές που κατέβαλα στο σωματικό και πνευματικό πεδίο της ασκήσεως.


Στη μονή Σιμπάτα
Πήρατε κάποτε την απόφαση να γίνετε μοναχός. Αυτό σίγουρα ήταν ένα σημείο καμπής στη ζωή σας. Είχατε τη βεβαιότητα ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού για εσάς;
Από τα παιδικά μου χρόνια είχα μια εγγύτητα στα πνευματικά θέματα. Γεννήθηκα σε μία οικογένεια με πρακτική, καθημερινή θρησκευτικότητα. Αυτό ασφαλώς δεν θα με οδηγούσε μόνο του στην απόφαση να γίνω μοναχός, αλλά ξέρω πολύ καλά ότι επιθυμούσα πάρα πολύ να γίνω ιερέας. Όλος ο κόσμος έλεγε ότι δεν είναι δυνατόν να γίνω ιερέας εξαιτίας της αναπηρίας την οποία έχω, καθώς είμαι τυφλός από τα πολύ μικρά μου χρόνια. Και έτσι έζησα όλη τη ζωή μου. Οι γονείς μου έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να με βοηθήσουν στην κατάστασή μου. Η πιο σημαντική βοήθεια που μου πρόσφεραν ήταν ότι με έστειλαν σε ένα ειδικό σχολείο, όπου έμαθα την ανάγνωση και τη γραφή για τα παιδιά που είναι τυφλά. Και ασφαλώς χρησιμοποίησα βιβλία που ήταν προορισμένα ειδικά για ανθρώπους που ήταν τυφλοί.
Το 1942 έφτασα στο μοναστήρι Σιμπάτα, εκεί όπου μετά από 11 χρόνια θα εισερχόμουν ως μοναχός. Μίλησα με έναν Πατέρα με ιδιαίτερη πνευματική ζωή, ο οποίος ασχολήθηκε ειδικά μαζί μου και με πήρε στα σοβαρά σαν να επρόκειτο για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας. Κι εγώ βέβαια ήμουν σε ηλικία 13,5 ετών τότε. Ο Πατήρ συνειδητοποίησε ότι εγώ δεν μπορούσα να μπω από αυτήν την ηλικία στο μοναστήρι, διότι ο μητροπολίτης ο οποίος επισκεύασε και αναδιοργάνωσε το μοναστήρι στο οποίο ήθελα να γίνω μοναχός είχε την επιθυμία σε αυτό να εισέρχονται μόνο απόφοιτοι της θεολογίας. Εγώ τότε είχα ολοκληρώσει 5 χρόνια δημοτικού σχολείου.
Με ποιο τρόπο συνέβαλε στη δική σας πνευματική ανάπτυξη αυτός ο άνθρωπος;
Ο πάτερ μού έδωσε ένα έργο το οποίο θα με ωφελούσε στην πνευματική μου πρόοδο και μου έμαθε την προσευχή με την οποία όπως έλεγε εκείνος σώζονται οι μοναχοί. Κι εγώ τότε δεν ήξερα βέβαια ότι ένας μοναχός οφείλει να ασκείται στην ησυχαστική προσευχή. Ο λόγος περί της ευχής του Ιησού «κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό». Αυτήν την προσευχή μού είπε ο γέροντας να την λέω με τον νου και να κρατάω και την αναπνοή μου κατά τον ακόλουθο τρόπο: ανάμεσα στις αναπνοές, τη στιγμή που ούτε εισπνέεις ούτε εκπνέεις, να λέω «Κύριε». Μετά εισπνέοντας να λέω «Ιησού υιέ του Θεού» και στην εκπνοή να λέω «ελέησόν με τον αμαρτωλό».

Η προσευχή του έγινε θεμέλιο ζωής και η απόφαση να γίνει μοναχός μέσα στην εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
Με αυτήν τη σκέψη αναχώρησα από το μοναστήρι και δημιούργησα μία πρακτική εφαρμογή αυτής της συμβουλής με την έννοια ότι έλεγα διαρκώς αυτήν την προσευχή. Πιστεύω πως ό,τι πραγματοποίησα σε αυτήν τη ζωή θεμελιώνεται πάνω στη βοήθεια του Θεού την οποία δέχτηκα με την εργασία αυτής της προσευχής. Αυτή η προσευχή φανέρωσε στον ίδιο τον εαυτό μου τη μιζέρια, την ταλαίπωρη κατάσταση που έχει η ψυχή μου, την οποία κληρονόμησα από τους γονείς μου, και ό,τι βέβαια ως μιζέρια πάλι συγκέντρωσα εργαζόμενος αρνητικά στη ζωή μου μέχρι τότε. Δηλαδή είχα και κάποιες εναντιώσεις σοβαρές στο ερώτημα που θέσατε για τον μοναχισμό. Αλλά είχα και ενθαρρύνσεις, χαρές που πήγαζαν από την πίστη.
Με την πάροδο του χρόνου τα πράγματα ήρθαν κατ’ αυτόν τον τρόπο και μπόρεσα να σπουδάσω και θεολογία. Ο μητροπολίτης ο οποίος ενέκρινε να σπουδάσω θεολογία μού είπε ότι δεν μπορώ να γίνω ιερέας. Το είπε αυτό 2 φορές σε 2 ιδιαίτερα σημαντικές συναντήσεις που είχα μαζί του. Κατά συνέπεια δέχτηκα να σπουδάσω θεολογία, χωρίς την προοπτική να γίνω ιερέας. Όταν τελείωσα τη θεολογία δεν είχα αποφασίσει να πάω στο μοναστήρι, παρότι δεν είχα τη δυνατότητα να εργαστώ δεδομένου του καθεστώτος στην πατρίδα μας. Ο μητροπολίτης τότε με ρώτησε αν ήθελα να πάω στο μοναστήρι στο Σιμπάτα. Κι εγώ τότε του απάντησα ότι ήμουν πτυχιούχος θεολογίας, αλλά δεν ήμουν αποφασισμένος να πάω στο μοναστήρι. Βέβαια με την πάροδο του χρόνου ήρθε και ο καιρός της απόφασης.
Πριν την τελική απόφασή μου κι ενώ είχα γίνει ιερέας είχα την ιδιαίτερη χαρά να λειτουργήσω σε μία εκκλησία που είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Είναι στην πολυτεχνική σχολή αυτή η εκκλησία. Τα έφερε έτσι ο Θεός.


«Ήταν ένα θαύμα για μένα»
Εγώ βέβαια αισθάνομαι ότι ήταν ένα θαύμα για μένα. Ήταν σχεδόν απίθανο να φτάσω εγκαίρως για να μπορέσω να συμμετάσχω στη λειτουργία και πάραυτα μπόρεσα να φτάσω εκεί και να λειτουργήσω και μάλιστα την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Τι σχέση μπορεί να έχει το πρόσωπο, η διδασκαλία του Παλαμά με εμένα; Το 1953 πριν πάω στο μοναστήρι, μάλιστα συγκεκριμένα τη 2η βδομάδα των νηστειών της σαρακοστής που είναι η μνήμη του αγίου αυτή την μέρα, είχα αποφασίσει να γίνω μοναχός. Πώς έφτασα σε αυτήν την πεποίθηση; Βρισκόμενος στην εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με συνεπήρε ο οίκος. Σύμφωνα με το περιεχόμενό του, το τροπάριο αυτό έχει μία μορφή χαιρετισμών. Και τότε συνειδητοποίησα ότι η εκκλησία τιμώντας τον άγιο Γρηγόριο και αναφερόμενη σε εκείνον με λόγια επαίνου εν τέλει τιμά τους μοναχούς. Γιατί ο Άγιος Γρηγόριος ήταν κατεξοχήν μοναχός και στην περίπτωσή μου δεν με εμποδίζει τίποτα να γίνω μοναχός. Και είπα τότε «θα γίνω μοναχός». Και πάνω σε αυτήν την απόφαση θεμελιώθηκε το υπόλοιπο της ζωής μου.
Από τότε μέχρι τώρα, και από τώρα μέχρι την αιωνιότητα. Μετά από αυτήν τη μεγάλη παρένθεση θέλω να επανέλθω στην αρχική μου σκέψη ότι λειτούργησα τότε στην εορτή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά γιατί έτσι το όρισε ο Θεός και διότι αισθανόμουν αυτήν την εσωτερική σχέση των δεσμών με τον άγιο. Ήταν λοιπόν το 1953 την ημέρα της μνήμης του που αποφάσισα να γίνω μοναχός.
Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν, ο τυφλός Ρουμάνος ιερομόναχος ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος έπασχε, ήταν τυφλός και παρόλα αυτά κατάφερε να δει με τα μάτια της ψυχής του αυτά που εμείς δεν μπορούμε να δούμε με τα κανονικά μας μάτια, γιατί τα σκεπάζουμε με τα ίδια μας τα χέρια. Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε αλήθειες πάνω στη ζωή, στη μετάνοια και τις ενοχές των ανθρώπων αλλά και τη συμβολή των αδελφών στις ζωές μας. Αυτά θα δημοσιευθούν στο επόμενο φύλλο της Ορθόδοξης Αλήθειας.
_____________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 17.06.2020

Δεν υπάρχουν σχόλια: