Πατήρ
Δημήτριος Μπεζάν ο Ρουμάνος
Οι πιο
καταδιωγμένοι ήμασταν εμείς οι ορθόδοξοι ιερείς.
– Ήσασταν
πολλοί στα απομονωτήρια, στο Αϊούντ;
-Ναι,
200. Συνολικά στην φυλακή του Αϊούντ ήμασταν περίπου δέκα χιλιάδες κρατούμενοι.
Εμείς δεν δεχτήκαμε την αναμόρφωση. Τους είπαμε ότι παραμένουμε όπως είμαστε.
Μας τιμώρησαν, αλλά δεν είμαι θυμωμένος. Μας έδιδαν μισή μερίδα φαγητού.
Ήμασταν μαθημένοι με αυτές τις αθλιότητες. Εμείς ήμασταν οι τελευταίοι πέντε
που βγήκαμε από την φυλακή στις 22 Αυγούστου του 1964.
-Τελευταίοι
πέντε;
-Είναι ο
πάτερ Ιωάννης, ο ιερέας Δημήτριος Μπεζάν, ένας καθηγητής από το Ιάσιο,
Σιμιονέσκου, πολύ καλός χριστιανός και δύο αγρότες, πολύ καλοί, πολύ καλοί!
Νομίζω ότι ο καλύτερος άνθρωπος που βγήκε από την φυλακή του Αϊούντ ήταν ένας
αγρότης, ο Θεόδωρος Ποπέσκου, ένας πραγματικός άγιος. Υπέφερε πολύ αλλά ποτέ
δεν διαμαρτυρήθηκε! Εγώ διαμαρτυρόμουν που και που, αναζητούσα ακόμη την
δικαιοσύνη
Αποφυλακίστηκα
γύρω στις 23 Αυγούστου του 1964, ύστερα από ένα διάταγμα γενικής αμνηστίας για
τους πολιτικούς κρατουμένους. Είχα ακόμη να εκτελέσω 18 χρόνια φυλακίσεως.
Βγήκα μεταξύ των πέντε τελευταίων κρατουμένων. Ένας αστυνομικός μας συνόδευσε
μέχρι το σταθμό, μας πήρε εισιτήρια και μας τα έδωσε στον καθένα, μας
αποχαιρέτησε φιλικά και έφυγε. Από το σταθμό κοίταξα προς την μεγάλη φυλακή του
Αϊούντ. Ήταν έρημη, όπως έρημη είναι και σήμερα. Ήμασταν ο πάτερ Ιωάννης, ο
καθηγητής Σιμιονέσκου από το Ιάσιο, ο αγρότης Θεόδωρος Ποπέσκου από το Πόντουλ
Ιλοάει, ένας νέος Γεώργιος και εγώ. Προσκυνήσαμε προς την Ανατολή και φύγαμε με
το τρένο για την Μολδαβία. Λυπόμασταν διότι αποχωρίζαμε από την φυλακή,
συνηθίσαμε μαζί της. Λυπόμασταν για την κανονική ζωή των κρατουμένων, με τις
δυσκολίες της, αλλά και με τις χάρες των πνευματικών στιγμών, τις οποίες
γνώρισα στα ρωσικά στρατόπεδα και στις ρουμανικές φυλακές. Ο μηχανικός του
τρένου με κοίταξε με περιέργεια και με ρώτησε: “Από που έρχεσαι;”. “Από τον
Παράδεισο, του είπα. Δεν βλέπεις ότι λάμπω;”.
Εγώ
πράγματι ερχόμουν από τον παράδεισο! Στενοχωρήθηκα που βγήκα και από το σταθμό
κοιτούσα προς την φυλακή του Αϊούντ, και με δάκρυα έλεγα: “τι ωραία που ήταν!”.
…Πέρασα
και από τις φυλακές και από τις ψείρες, από κρύο, από παγωνιά, όμως ήμουν
υγιής. Σαν να έπλευσα, σαν να μην ήμουν εγώ! Ήταν το έλεος του Θεού μαζί μου.
Ποτέ δεν ένιωθα πεινασμένος ούτε στην φυλακή, ούτε στο στρατόπεδο
συγκεντρώσεως. Με την βοήθεια του Θεού έπλευσα πάνω από αυτές τις δυσκολίες της
φυλακής ή του στρατοπέδου. Ένιωθα τον δάκτυλο του Θεού στο δεξιό μου ώμο.
Ένιωθα σαν ένα βάρος πολύ γλυκό, πολύ θωπευτικό.
– Με τις
νηστείες τι κάνατε;
-Δενμπορούσα.
Έφαγα. Όσο μπορούσα, την Τετάρτη και την Παρασκευή απέφευγα. Την Τετάρτη και
την Παρασκευή τα έδιδα σε άλλους. Έτρωγα μόνο μισή μερίδα φαγητού και ένιωθα
χορτάτος. Γιατί εκπλήττεσαι;
Μια
Κυριακή δύο ξένες γυναίκες μου έφεραν ονόματα, ένα πρόσφορο και κρασί με τα
οποία λειτούργησα την ημέρα εκείνη. Είπαν ότι είναι από τη Σουτσεάβα και ότι
έχουν δίκη την επόμενη ημέρα. Γι’ αυτό και έφυγαν αμέσως. Μετά την Θεία
Λειτουργία έπεσα στο Ιερό. Το πρόσωπο μου ήταν πράσινο. Οι πιστοί με έφεραν στο
σπίτι, με άπλωσαν στο κρεβάτι ενώ οι γυναίκες με θρηνούσαν. Προσκύνησα: “Νυν
απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα…”. Είδα μπροστά μου ένα δυνατό φως και
χαμογέλασα επειδή αισθανόμουν μεγάλη χαρά. Ξύπνησα στο νοσοκομείο του Τίργκου
Νεάμτς με μερικούς γιατρούς γύρω μου. Μου είπαν ότι στο μπουκάλι του κρασιού
βρήκαν ίχνη από καυστική σόδα. Ήμουν αδύνατος επειδή πέρασα από τον θάνατο,
όμως το πρόσωπο μου έλαμψε. Μου το είπαν μερικοί άρρωστοι από το θάλαμο. Με έσωσε
ο Θεός, γιατί είχε ακόμα κάποια δουλειά μαζί μου. Μερικοί είπαν ότι οι δυο
γυναίκες ήταν μάγισσες και ήθελαν να εκδικηθούν επειδή οι γυναίκες που ερχόταν
σε μένα δεν ήθελαν πια να δεχτούν τις μαγείες τους, άλλοι έλεγαν ότι τους
έστειλε η ασφάλεια να με σκοτώσουν. Εγώ όμως τους συγχώρεσα όλους.
– Ποιες
ήταν οι σχέσεις σας με τους ανθρώπους της ασφάλειας που για 20 χρόνια σας
φύλαξαν στο πατρικό σας σπίτι;
-Με
χτυπούσαν πότε-πότε στην πόρτα και στο σπίτι, αλλά εγώ δεν φοβόμουν. Πρέπει να
τους συγχωρήσουμε! Ο Χριστός θα μας κρίνει όλους. Σάς είπα δεν ένιωσα πόνο.
Στην Ζιλάβα έμειναν κατάπληκτοι. Μας χτυπούσαν οργανωμένα, πάνω σε μια ειδική
σκάλα για βασανισμό και εγώ δεν ένιωθα πόνους. Οι άλλοι φώναζαν:
-Φώναξε,
πάτερ, θα σε αφήσουν πιο γρήγορα!
-Μα δεν
με πονάει! Ήμουν μελανιασμένος, όμως δεν με πονούσε καθόλου. Τους έλεγα: “πως
να φωνάξω αφού δεν με πονάει”. Μας χτυπούσαν όλους με την σειρά με ρόπαλα.
Πατέρες, φαίνεται παράξενο, αλλά 22 χρόνια δεν φτερνίστηκα.
– Ήσασταν
αισιόδοξος, θαρραλέος και με τόλμη προς τον Θεό.
-Μετά το
τρίτο δάρσιμο ένιωσα κάποιον, σαν ένα αόρατο χέρι πάνω στον ώμο. Ήταν ένας
άγγελος. Ο άγγελος μου φύλακας τον οποίο τον πήρα στην Βάπτιση. Ναι δάρσιμο,
ψείρες, ψώρα, απάνθρωπες δουλειές και όμως, με τη βοήθεια του Σωτήρος Χριστού,
ήμουν ευτυχισμένος.
– Και σε
τόσα βάσανα δεν ήσασταν ποτέ άρρωστος. Σάς ενδυνάμωνε η χάρις του Θεού και η
ιερά προσευχή.
-Βγήκα με
το κεφάλι ψηλά. Πάντα προσευχόμουν στον Κύριο και τους αγαπούσα όλους! Δόξαζα
τον Θεό για όλα.
57.
-Αγαπητέ πάτερ Δημήτριε, πείτε μας τι διδαχτήκατε από την μεγάλη σχολή της
ταλαιπωρίας, από την οποία υποφέρατε τόσο πολύ.
-Το
πρόβλημα είναι, ότι όταν υποφέρεις, να δεχτής την ταλαιπωρία ως σωτήρια, που
έρχεται από τον Χριστό. Με αυτό τον τρόπο είναι εύκολο να την αποδεχτής την
ταλαιπωρία ακόμη πιο ευπρόσδεκτα και να σου φέρει και χαρά.
58. -Πως
μπορεί ο χριστιανός να ανέχεται με ωφέλεια την ταλαιπωρία, την ασθένεια, την
πτώχεια, την φυλακή, κάθε είδους αδικίας και τα βάσανα της ζωής;
– Ξέρουμε
ότι ο Κύριος μας ήταν ο πιο δίκαιος από τους ανθρώπους της γης, αναμάρτητος,
και παρ’ όλα αυτά αποδέχτηκε την βαρύτατη ταλαιπωρία και τη σταύρωση. Και αυτό
επέφερε την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Οι Απόστολοι και όλοι οι άγιοι,
ακολουθώντας τον Χριστό, υπέφεραν τις ταλαιπωρίες και τον θάνατο, και μετά τους
ανοίχτηκε σίγουρα η πύλη του Παραδείσου.
– Η
προσευχή μας στην φυλακή, όπως και μετά στην ζωή, έρεε γάργαρα, όπως το νερό
της πηγής, στην οποία έλεγες στο Θεό, με ευθύτητα, ό,τι σε πονούσε. Είχες πάντα
το αίσθημα ότι ο Θεός σε ακούει και σε βοηθάει να αντέχεις το βάρος.
–
Γνωρίσατε ανθρώπους στην φυλακή που προσευχόντουσαν πολύ, με δάκρυα;
– Ναι.
Δυο αγρότες: Θεόδωρος Ποπέσκου και Ιωάννης Μολδοβεάνου. Όταν προσευχόντουσαν το
πρόσωπο τους έλαμπε. Γιατί; Επειδή παραδίδονταν ολόκληροι στην προσευχή και δι’
αυτής στον Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου