«Ο Τελώνης και ο Φαρισαίος» στο Ηλεκτρικό Τρένο.
«Παίρνω το ηλεκτρικό τρένο Μόσχας-Πετούσκι. Ένας άστεγος από τον σταθμό Κούρσκι επιβιβάζεται. Έχει μαυρισμένο μάτι. Το πρόσωπό του είναι πρησμένο. Φαίνεται γύρω στα τριάντα. Κοιτάζει γύρω του και αρχίζει:
- Πολίτες και κύριοι, δεν έχω φάει τρεις μέρες. Ειλικρινά. Φοβάμαι να κλέψω γιατί δεν έχω τη δύναμη να το σκάσω. Αλλά πεινάω πολύ. Δώστε μου όσο μπορείτε. Μην κοιτάτε το πρόσωπό μου - πίνω. Και μάλλον θα πιω κι εγώ ό,τι μου δώσετε!» - και περπατάει κατά μήκος του βαγονιού. Οι άνθρωποί μας είναι ευγενικοί: πέταξαν γρήγορα στον άστεγο περίπου πεντακόσια ρούβλια. Στο τέλος του βαγονιού ο άστεγος σταμάτησε, γύρισε να κοιτάξει τους επιβάτες και υποκλίθηκε στα πόδια τους:
- Σας ευχαριστώ, πολίτες και κύριοι! Είθε ο Θεός να σας ευλογεί όλους!
Και ξαφνικά, ένας κακός άντρας που καθόταν στο τελευταίο παράθυρο, που έμοιαζε κάπως με τον φυτοκαλλιεργητή Λυσένκο, μόνο που φορούσε γυαλιά, φώναξε ξαφνικά στον άστεγο:
- Κάθαρμα, κάθαρμα, ζητάς λεφτά, ζητάς. Και ίσως δεν έχω τίποτα να θρέψω την οικογένειά μου. Και ίσως με απέλυσαν πριν από τρεις μέρες. Αλλά δεν ζητιανεύω όπως εσύ, κάθαρμα.
Ακούγοντας αυτό, ο άστεγος βγάζει ξαφνικά ό,τι έχει από τις τσέπες του (πιθανώς δύο χιλιάδες σε διαφορετικά χαρτονομίσματα με ρέστα) και τα δίνει στον άντρα:
- Ορίστε, πάρ' τα. Τα χρειάζεσαι.
- Τι; - ο άντρας μένει άναυδος. -
Πάρ' τα! Τα χρειάζεσαι κι άλλα! Και θα μου δώσουν κι άλλα. Είναι καλοί άνθρωποι! - Έβαλε τα χρήματα στα χέρια του άντρα, γυρίζει, άνοιξε διάπλατα τις πόρτες και μπήκε στον προθάλαμο.
- Ε, σταμάτα! - ο άντρας πετάγεται πάνω και τρέχει στον προθάλαμο με τα χρήματα στα χέρια του.
Όλη η άμαξα, χωρίς να πει λέξη, σώπασε. Για περίπου πέντε λεπτά ακούσαμε όλοι προσεκτικά τον διάλογο στον προθάλαμο. Ο άντρας φώναζε ότι οι άνθρωποι ήταν αποβράσματα. Ο άστεγος επέμενε ότι οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί και υπέροχοι. Ο άντρας προσπάθησε να επιστρέψει τα χρήματα στον άστεγο, αλλά δεν τα έπαιρνε πίσω. Όλα κατέληξαν με τον άστεγο να φύγει και ο άντρας έμεινε μόνος. Δεν βιαζόταν να επιστρέψει. Άναψε ένα τσιγάρο.
Το τρένο σταμάτησε στον επόμενο σταθμό. Οι επιβάτες κατέβηκαν και ανέβηκαν. Ο άντρας, αφού τελείωσε το τσιγάρο του, επέστρεψε κι αυτός στο βαγόνι και κάθισε στη θέση του δίπλα στο παράθυρο. Κανείς δεν του έδωσε ιδιαίτερη προσοχή. Το βαγόνι ζούσε ήδη την κανονική του ζωή. Το τρένο σταματούσε περιστασιακά. Κάποιος κατέβαινε, κάποιος ανέβαινε.
Περάσαμε περίπου πέντε στάσεις. Εδώ ήταν ο σταθμός μου. Σηκώθηκα και πήγα στην έξοδο. Προσπερνώντας τον άντρα, τον κοίταξα γρήγορα. Ο άντρας καθόταν, γύρισε προς το παράθυρο και έκλαιγε.
Ιερέας Ντιμίτρι Βιντούμκιν

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου