Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

ΕΝΑΣ ΛΕΒΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ (1790)




Ο ΛΕΒΑΝΤΙΝΟΣ γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη ό ιταλικής καταγωγής άλλα με ελληνική συνείδηση καθολικός κληρικός DELLA ROCCA έζησε πολλά χρόνια στη Σύρα πριν από τη Γαλλική Επανάσταση (ίσως κατά την εικοσαετία 1770 - 1790). Γνώστης της αρχαίας και νέας ελληνικής περιηγήθηκε πολλές φορές τις Κυκλάδες, μελέτησε την ιστορία του κάθε νησιού και συγκέντρωσε πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των κατοίκων και κυρίως για την οικιακή οικονομία. Στη Σύρα ό DELLA ROCCA ειδικεύτηκε στην μελισσοκομία και έγραψε ένα τρίτομο έργο με τις προσωπικές παρατηρήσεις του και πληροφορίες για τις μεθόδους των Ελλήνων μελισσοκόμων, καθώς και την εξέλιξη της μελισσοκομίας στην Γαλλία. Ένα κεφάλαιο όμως του Α' τόμου είναι αφιερωμένο σε μια γενική επισκόπηση τής ιστορίας και τής οικονομικής ζωής των Κυκλάδων και ιδιαίτερα τής Σύρας.

Ήταν πολυσύχναστο το συριανό λιμάνι στα χρόνια του DELLA ROCCA. Συχνά βρίσκονταν αραγμένα 15 - 18 γαλλικά καράβια.
Κάθε σπίτι είχε το χερόμυλό του, γιατί συνήθως οι Συριανοί άλεθαν μόνοι το στάρι τους. Το αλεύρι του χερόμυλου έδινε καλύτερο ψωμί από το αλεύρι των ανεμόμυλων (υπήρχαν εφτά ή οχτώ κοντά στην πόλη). Γενικά στην Σύρα έτρωγαν το καλύτερο ψωμί του Αιγαίου. Φημισμένα ήταν τα συριανά σύκα: τα γλυκομάρονα και τα ξυνομάρονα, πού μαζί με τα «μυτιληνέϊκα» τής Χίου ήταν τα καλύτερα τής Μεσογείου. 'Από τα σταφύλια ήταν ονομαστό ένα είδος, ή ξυλομαχαιρούδα, άσπρη και μαύρη. Τα μαύρα τσαμπιά ζύγιαζαν συχνά 12 λίτρες

Οι Συριανοί, γράφει o DELLA ROCCA, είναι καλοκαμωμένοι, εύρωστοι, λυγεροί και θαρραλέοι. Οι γυναίκες δεν παραμορφώνονται ούτε εξαντλούνται από τις γεωργικές εργασίες. Οι εύπορες περνούν ζωή χαρισάμενη, είναι όμορφες και τα φορέματά τους έρχονται από την Σμύρνη και την Πόλη.

Οι ετήσιες φορολογικές υποχρεώσεις των Συριανών ήταν 7 - 8.000 πιάστρα. Από' αυτά 4.500 πιάστρα ήταν ό έγγειος φόρος, το «δόσιμο». Τούρκοι φορατζήδες πήγαιναν στο νησί, μετρούσαν τις γαίες και ώριζαν την εισφορά ανάλογα με την έκταση και την ποιότητα: ένα άσπρο, δύο, δέκα κ.λπ. Πλήρωναν ακόμα τον κεφαλικό φόρο και τις αυθαίρετες εισφορές. Όλοι οι παντρεμένοι υποχρεώνονταν να καταβάλουν τέσσερα πιάστρα (οι νιόπαντροι είχαν μικρή έκπτωση). Τα παιδιά και οι κληρικοί πλήρωναν το μισό. Όταν πέθαινε ό αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε την θέση του ό γιός του, ανεξάρτητα από την ηλικία του. 'Υπήρχε και μια ειδική προσφορά, αποκλειστικά για τούς φαμελίτες, ή σπέντζα όπως την έλεγαν οι Τούρκοι, κάπου 15 σόλδια το άτομο. Σύνολο φορολογικών υποχρεώσεων 2.500 πιάστρα. Το υπόλοιπο ποσό καλυπτόταν από τον λεγόμενο «δεσποτικό φόρο» (taxe arbitraire) πού καταβαλλόταν από τούς νοικοκυραίους. Οι κληρικοί απαλλάσσονταν από την πρόσθετη αυτή επιβάρυνση, έκτος ανεμόμυλων το ποσό πού έπρεπε να πληρωθεί από την κοινότητα ήταν μεγάλο. Σ' αυτή την περίπτωση πρόσφεραν και οι ιερείς με την θέλησή τους ένα ποσό.

Ή κατανομή των φορολογικών επιβαρύνσεων και εισφορών γινόταν από μια επιτροπή προεστών πού είχε επικεφαλής τον επίτροπο, ετήσιο άρχοντα με ευρύτατες δικαιοδοσίες. Ό επίτροπος ήταν υποχρεωμένος να ελέγχει την τήρηση των παμπάλαιων εθίμων του τόπου, όπως καταγράφονταν στον κώδικα νομοθεσίας. Ό DELLA ROCCA μνημονεύει ένα παράδειγμα για να υπογράμμιση τούς διάφορους περιορισμούς στην πώληση αγαθών.
«Ό ιδιώτης πού αποφασίζει να εκποίηση τα υπάρχοντα του δεν είναι πάντοτε ελεύθερος να τα πουλήσει όπου επιθυμεί. Θα προτιμηθούν οι πιο κοντινοί συγγενείς και ύστερα οι γείτονες. Ή τιμή θα προσδιοριστή από τούς εμπειρογνώμονες.

Ύστερα πρέπει να ανακοινωθεί ή πώληση στην πολιτεία με δημόσιο ντελάλη. Κι' ανεμόμυλων μέσα σε 15 μέρες για τούς κατοίκους του νησιού, και σε ένα χρόνο για τούς ξενιτεμένους, δεν παρουσιαστή στην Καγκελαρία κανένας από όσους έχουν δικαιώματα, ό νοικοκύρης είναι ελεύθερος να πουλήσει το κτήμα του όπου θέλει και στην τιμή πού θέλει. Λέω στην τιμή πού θέλει, γιατί σε περίπτωση συγγενών θα είσπραξη το ποσό πού ορίζει ό εκτιμητής. Ό νόμος φαίνεται με την πρώτη ματιά άδικος. 'Αλλά δεν είναι. Στην Σύρα τα χτήματα έχουν χωριστή σχεδόν εξίσου σ' όλες τις οικογένειες. Αυτή ή ισότητα της ιδιοκτησίας εξασφαλίζει την ισότητα των περιουσιών και εμποδίζει συναλλαγές πού θα μπορούσαν να ανατρέψουν την τόσο πολύτιμη ισορροπία».

Ό επίτροπος με τούς προεστούς φρόντιζαν να λύσουν τις διαφορές ανάμεσα στους ιδιώτες. Άλλα όταν ή διαφορά αφορούσε διαθήκη ή προικοσύμφωνα, οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να καταφύγουν στο μητροπολίτη. Κι' αυτό για να ταχτοποιηθεί ή διαφορά φιλικά και χωρίς έξοδο και το κυριότερο για να αποτραπεί ή προσφυγή στον Τούρκο καδή πού αξίωνε το 10% για κάθε υπόθεση. Σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία τα έξοδα πληρώνονταν από το διάδικο πού κέρδιζε την δίκη. Μόνο στο ανώτατο δικαστήριο, το «πασά - καπισί», ήταν ανέξοδες οι δίκες. Τα έξοδα ορίζονταν σε 10% της συνολικής άξιας του αντικειμένου. Ό καδής, ωστόσο, δεν μπορούσε να εκδώσει απόφαση χωρίς την συγκατάθεση του επιτρόπου και των προεστών, πού ήταν υποχρεωμένοι να υπογράψουν όλες τις ετυμηγορίες. Και επειδή στην Σύρα γίνονταν λίγες δίκες, ό καδής ήταν μόνιμα εγκαταστημένος στην Άνδρο, όπου εύρισκε περισσότερες ευκαιρίες πλουτισμού, κι' όταν ταξίδευε στην Σύρα οι κοινοτικοί άρχοντες τον ξεφορτώνονταν πληρώνοντάς του 30 πιάστρα.

Ή Σύρα δεν ήταν υποχρεωμένη να προσφέρει δώρα στον καπουδάν πασά, στο δραγουμάνο του στόλου του και στους παρακατιανούς Τούρκους αξιωματούχους, όπως γινόταν στα άλλα νησιά, πού υποβάλλονταν σε κάθε λογής αυθαίρετες παροχές. Ό καπουδάν πασάς είχε δικαίωμα να στέλνει ταχυδρόμους, τα λεγόμενα μεντζίλια, με ειδικές αποστολές πού επιβάρυναν τα νησιά από όπου περνούσαν. Αυτά τα μεντζίλια ήταν συνήθως τυχοδιώκτες ή εκβιαστές πού, εξουσιοδοτημένοι από κατώτερους αξιωματικούς, ταξίδευαν με διάφορες προφάσεις από νησί σε νησί για άργυρολογία. Τα νησιά έπρεπε να τούς τρέφουν κάμποσες μέρες.
«Κι' αλίμονο στους νοικοκυραίους ανεμόμυλων σηκωνόταν φουρτούνα. Έπρεπε να τους τραπεζώνουν βδομάδες ολόκληρες, αυτούς και τα πληρώματα, να πληρώνουν τα ναύλα ως το άλλο νησί και να τούς προσφέρουν κι' από πάνω ρεγάλο κάμποσα πιάστρα».

Οι Συριανοί, γράφει ό DELLA ROCCA, ακολουθώντας τον καθολικισμό έχουν εξασφαλίσει την προστασία του γαλλικού θρόνου και απολαμβάνουν ελευθερίες και προνόμια. «Ή ευγνωμοσύνη των Συριανών στο βασιλιά της Γαλλίας εκδηλώνεται με πανηγυρικό τρόπο». Και αναφέρει περιστατικά πού οι Συριανοί πήραν τα όπλα για να προστατέψουν γαλλικά καράβια ενώ κινδύνευαν από Σφακιώτες πειρατές.
Ό DELLA ROCCA αντιμετωπίζει με σθένος τούς Ευρωπαίους συγγραφείς της εποχής του πού κατηγορούσαν τούς Έλληνες ότι έχουν ολότελα εκφυλισθεί κι' ότι είναι ανάξιοι των προγόνων τους. Αισθάνεται Έλληνας και εννοεί να υπερασπισθεί «το έθνος του».
«Άλλοι τούς παρουσιάζουν σαν ανθρώπους βυθισμένους στην αμάθεια και τη βαρβαρότητα, αγροίκους και τόσο εκφυλισμένους, ώστε έχασαν ακόμα και τα φυσικά χαρακτηριστικά, πού αποτελούν προϋπόθεση για να ακολουθούσουν τα ίχνη των αρχαίων προγόνων τους. Πιστεύω πώς θα μπορέσω να απαντήσω στις τόσο αυθαίρετες και τόσο άδικες κρίσεις αυτών των συγγραφέων, πού δεν έζησαν ποτέ κοντά στο λαό τον όποιο με τόση δυσμένεια μεταχειρίζονται και βασίζουν τα επιχειρήματα τους στα χρονικά κακοπληροφορημένων περιηγητών ή πού παρερμηνεύουν τα γεγονότα, ή ανεμόμυλων βρέθηκαν στην Ελλάδα, είδαν τον τόπο επιπόλαια και έγραψαν με προκαταλήψεις».


Ό DELLA ROCCA παραδέχεται ότι κανένα έθνος δεν έφθασε σε τέτοια ταπείνωση, σε τέτοιον εξευτελισμό, σε τέτοια αποκτήνωση, σε τέτοια απελπισία. «Κάτω από τη βαρβαρική καταπίεση των Τούρκων, οι Έλληνες θα ένοιωθαν ευτυχισμένοι ανεμόμυλων δεν έβλεπαν τούς Ευρωπαίους να συμμαχούν με τούς δυνάστες τους καθιστώντας αβάσταχτο το ζυγό τους. Ερωτώ: ποιος λαός θα μπορούσε να αντέξει σε τόσες δοκιμασίες χωρίς να καταπέσει σε κατάσταση νάρκης και βαρβαρότητας χειρότερης από εκείνη στην οποία βρίσκονται σήμερα οι Έλληνες, κι' από κείνη πού παρουσιάζουν μερικοί συγγραφείς;».

Ό DELLA ROCCA άπαντα κυρίως στο ανθελληνικό βιβλίο του Γερμανού PAUW πού μόλις είχε κυκλοφορήσει στην Ευρώπη με τον τίτλο «Φιλοσοφικές έρευνες περί των Ελλήνων». Ιδιαίτερα το κεφάλαιο πού είχε τον τίτλο «Εκφυλισμός των νέων Ελλήνων» προκάλεσε την οργή του.
((Είναι αδύνατο να εκφράσει κανείς την κατάπτωση των νεωτέρων Ελλήνων. Και γι' αυτή την κατάπτωση ευθύνονται αποκλειστικά οι ίδιοι, γιατί οι Τούρκοι πού επέτρεψαν την διατήρηση των μοναστηριών δεν θα σκέπτονταν ποτέ να απαγορεύσουν τα σχολεία, ανεμόμυλων οι Έλληνες επιθυμούσαν σχολεία. Ή πηγή των δεινών τους είναι ό φανατισμός. Αυτοί οι Ίδιοι έσφιξαν με τα χέρια τους τον κόμπο του πανιού πού τούς τυφλώνει».

Απαντώντας ό DELLA ROCCA υπενθυμίζει στον ΡAUW ότι οι Τούρκοι δεν ακολούθησαν την ίδια πολιτική με τούς άλλους κατακτητικούς λαούς της Ευρώπης.
«Οι Φράγκοι υποδούλωσαν τούς Γαλάτες. Αλλά οι δυο αυτοί λαοί ενώθηκαν σε λίγο με θρησκευτικούς και συμμαχικούς δεσμούς, δημιούργησαν ένα νέο έθνος κι' όλες οι διακρίσεις ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους εξαφανίσθηκαν. Οι Τούρκοι αντίθετα, αφού υποδούλωσαν τούς Έλληνες, άφησαν ελεύθερη την θρησκευτική λατρεία. Αλλά δεν συμμάχησαν ποτέ μαζί τους. Απέφυγαν κάθε επικοινωνία, ύψωσαν διαχωριστικό τείχος ανάμεσα στους Οθωμανούς και τούς Έλληνες, πού ακόμα στενάζουν μέσα στην δουλεία και την ταπείνωση. Ποιός λαός, εξουθενωμένος κάτω από ένα βάρβαρο ζυγό πού βαραίνει πάνω του κάπου 400 χρόνια, θα είχε αποφύγει την εξαχρείωση; Αλλά πώς να μη θαυμάσει κανείς το δυναμισμό πού όπλισε τούς Έλληνες με τόση αντοχή στους αιώνες της τυραννίας»;.


Αυτός ό λαός, έγραφε ό ΡAUW για τούς Έλληνες, έχει καταντήσει το πιο ελεεινό «άχθος άρούρης». «Οι σύγχρονοι Έλληνες ποδοπατούν τούς τάφους των προγόνων τους πού ούτε καν γνωρίζουν».

Άπαντα ό DELLA ROCCA:
«Στην Σμύρνη, στην Θεσσαλονίκη, στο Μοριά, στην Κρήτη, στο Βόλο, σ' όλες τις σκάλες της Ανατολής, αμέτρητα καράβια από όλα τα λιμάνια της Ευρώπης φορτώνουν αγαθά κάθε λογής. Στάρια, λάδια, κρασιά, μετάξια, μπαμπάκι, μέλι, κερί και άλλα είδη πρώτης ανάγκης μεταφέρονται ως την Βαλτική. Είναι προϊόντα του μόχθου και της φιλοπονίας των Ελλήνων. Όλοι οι λαοί της Ευρώπης απολαμβάνουν αυτά τα αγαθά, αλλά για τον κ. ΡAUW οι Έλληνες αποτελούν το «βάρος της γης».

Ό Γερμανός συγγραφέας χαρακτηρίζει στο έργο του τούς Μανιάτες «αηδιαστικούς ληστές, δειλούς, χωρίς καμιά πολεμική άξια».

Άπαντα ό DELLA ROCCA:

«Οι Μανιάτες πού αντιστάθηκαν ως τώρα σ' λες τις προσπάθειες των Τούρκων να τούς υποδουλώσουν δεν είναι ούτε ληστές ούτε ρέμπελοι. Υπερασπίζουν την ελευθερία τους. Τόλμησε κανείς να δώσει αυτό τον επαίσχυντο χαρακτηρισμό στους ορεσίβιους τής Χιλής, πού υπερασπίζονται την πατρίδα τους εναντίον των Ευρωπαίων;».

Ό Ρauw αποκαλούσε κακούργους τούς Μανιάτες επειδή λυμαίνονταν τις θάλασσες ασκώντας πειρατεία. «Αλλά ανεμόμυλων οι Μανιάτες», άπαντα ό Della Rocca, «δεν διστάζουν να επιτεθούν εναντίον των καραβιών των ευρωπαϊκών χωρών, δέχονται και οι ίδιοι επιθέσεις. Κι' όμως αυτός ό πόλεμος θα τέλειωνε αμέσως ανεμόμυλων μια μεγάλη δύναμη ανάγκαζε την Πύλη να αναγνώριση σαν ανεξάρτητη Δημοκρατία την Μάνη, όπως έγινε με την Ραγούζα. Τότε οι Μανιάτες θα περιορίζονταν αυτόματα στο εμπόριο και την ναυτιλία κι' αντίθετα να ενοχλούν τούς γείτονές τους θα γίνονταν χρήσιμοι».

Οι Μανιάτες, παρατηρεί ό Della Rocca, και όλοι γενικά οι Έλληνες έχουν επάγγελμα τους τα όπλα. Θα μπορούσαν να εξελιχτούν στους καλύτερους στρατιώτες του κόσμου με την κατάλληλη εκπαίδευση. Και υπενθυμίζει ότι οι Ρώσοι, κατά την εκστρατεία του 1770 στο Αιγαίο, έμειναν κατάπληκτοι με την ευκολία τής στρατιωτικής προσαρμογής των Ελλήνων πού έσπευσαν να καταταγούν κάτω από την σημαία τους.

Ειδικά για τούς Συριανούς, ό Della Rocca γράφει ότι είναι καλλιεργημένοι και προικισμένοι με όλες τις ικανότητες πού θα επέτρεπαν την πρόοδο τους και στις επιστήμες.

«Τώρα τελευταία έφερε κάποιος στη Σύρα ένα ξύλινο ρολόι αποκαλούσε' αυτά πού κατασκευάζονται στη Γερμανία. Πολλοί νεαροί Συριανοί το ξεσήκωσαν, και μάλιστα με τόση επιτυχία, πού πουλάνε ρολόγια τέσσερα ως πέντε τάληρα το κομμάτι. Ένας νεαρός παπάς ζωγραφίζει εικόνες. Πολλά από τα έργα του στολίζουν τώρα τις εκκλησίες τής Σύρας και άλλων νησιών του Αιγαίου»
Έχουν επίσης πνευματική ευστροφία, κρίση και επιδεξιότητα στο διάλογο και την ανάπτυξη θεμελιωμένης επιχειρηματολογίας. Και αφηγείται ένα περιστατικό:

«Δυο χωριάτες συζητούσαν ζωηρά πότε θα βγει το νέο φεγγάρι. Λογάριαζαν τις μέρες (δεν υπήρχαν καζαμίες στο νησί) και καθένας υποστήριζε την άποψή του με διάφορα επιχειρήματα. Ξαφνικά, εκείνος πού ισχυριζόταν πώς ήταν ή μέρα του νέου φεγγαριού, σηκώνει τα μάτια προς την ανατολή και ξεφωνίζει θριαμβευτικά:
— Νάτο ! Βγήκε! Δεν σου το έλεγα;
Ό άλλος κοιτάζει το φεγγάρι και λέει:
— Ναι, αλλά δεν είναι ή μέρα του! Δεν μπορεί!..
Και συνεχίζει την επιχειρηματολογίας για να απόδειξη στο συνομιλητή του ότι το φεγγάρι δεν έπρεπε να ανατείλει εκείνο το βράδυ. Ή φιλονικία άναψε κι' ό χωριάτης υποστήριζε με πάθος την άποψή του πιστεύοντας πώς οι υπολογισμοί του ήταν σίγουροι και προσπαθώντας να απόδειξη πώς το λάθος βρισκόταν στο φυσικό φαινόμενο.
«Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει πώς οι Έλληνες δεν άλλαξαν διόλου σ' ότι άφορα την κλίση τους για την επιστήμη και την τέχνη. Κι' όσα υποστηρίζουν μερικοί συγγραφείς για την άποβαρβάρωσή τους δεν έχουν καμιά σχέση με την αλήθεια.


Σημαίνει πώς «ανάγκαζε επιτρεπόταν στους Έλληνες να καλλιεργήσουν τα γράμματα, τις επιστήμες και τις τέχνες πού βρίσκονται μέσα στο αίμα τους, θα μπορούσαν να αναπτύξουν την άμιλλα πού χρειάζεται για την πρόοδο. Και τότε θα έβλεπε κανείς ένα πλήθος δημιουργικά πνεύματα, διόλου κατώτερα από εκείνα πού γέννησε άλλοτε σε τόση αφθονία ή Ελλάδα. Θα έβλεπε τα παιδιά των σημερινών Ελλήνων, πού μόνοι, χωρίς οδηγό, με τις παρορμήσεις μονάχα τής ιδιοφυΐας τους αποτολμούν τόσα πολλά, να τινάζονται με ένα γοργό πέταγμα πάνω από την σκοτεινιά τής αμάθειας, θα έβλεπε, λέω, στο φωτισμένο αιώνα μας, πού παρέχει τόσα μέσα και τόσες ευκολίες για την απόκτηση γνώσεων, τα παιδιά τους να κερδίζουν με τα δικά τους υπέροχα δημιουργήματα το θαυμασμό των άλλων λαών».


Ό Della Rocca καταγράφει μια σειρά στοιχεία σχετικά με την αγροτική ζωή του Αιγαίου και την οικιακή οικονομία.
Πώς διατηρούσαν τα δημητριακά στα νησιά του Αιγαίου; Άνοιγαν ένα λάκκο στα χωράφια, ανάλογα με την ποσότητα του σταριού πού ήθελαν να αποθηκεύσουν. Συνήθως ό λάκκος είχε διάμετρο πέντε πόδια και βάθος δύο ως τρία. Έντυναν το εσωτερικό με άχερο και έριχναν το στάρι έτσι πού να γίνει σωρός και να υψώνεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους δύο ως τρία πόδια. Ύστερα σκέπαζαν το σωρό με άχερο πάχους μισού ποδιού και πρόσθεταν ένα στρώμα χώμα τρία τέσσερα δάχτυλα πάχος. Στη Σύρα δεν ακολουθούσαν αυτή την πρακτική επειδή οι χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να ανοίγουν το λάκκο κατά το Νοέμβριο και να βγάζουν το στάρι για να μη καταστραφεί από την υγρασία. Προτιμούσαν να το ασφαλίζουν στις λεγόμενες «θεμωνιές», όπου αποθήκευαν και το άχερο των ζωντανών τους. Αυτές οι σιταποθήκες είχαν 20 πόδια μάκρος και οχτώ ως δέκα πλάτος και ύψος. Έστρωναν άχερο ώσπου να φθάση το μισό ύψος τής σιταποθήκης και το πατίκωναν καλά. Ύστερα έριχναν ένα σωρό στάρι, πιο πέρα άλλον, ανάλογα με το μήκος τής «θεμωνιάς». Όλοι οι σωροί σκεπάζονταν με άχερο ώσπου να γεμίσει ολόκληρη ή σιταποθήκη. Όταν ήθελαν να βγάλουν στάρι άρχιζαν από το σωρό πού βρισκόταν κοντά στην πόρτα. Αφαιρούσαν με μεγάλη προσοχή το άχερο. Κι' όσο πλησίαζαν το σωρό, τόσο περισσότερο πρόσεχαν. Για να αφαιρέσουν τα τελευταία άχερα από το στάρι χρησιμοποιούσαν σκουπάκια από σπαθόχορτο. Κι' ανάγκαζε απόμεναν ακόμα άχερα τα έδιωχναν κάνοντας αέρα με την στρογγυλή νησιώτικη καπελαδούρα τους. Έπειτα κουβαλούσαν το ελευθερωμένο στάρι στην πόλη, όπου το αποθήκευαν σε πήλινα πιθάρια, σκέπαζαν τον καρπό με άγριοσυκόφυλλα, πρόσθεταν μια στρώση στάχτη και τοποθετούσαν στο στόμα των πιθαριών πλάκες από αυτές πού χρησιμοποιούσαν στις σκεπές των σπιτιών.


Το κρασί αποθηκευόταν σε πήλινα πιθάρια αλειμμένα στο εσωτερικό με κερί. Ή επάλειψη γινόταν αμέσως μετά την εξαγωγή των πιθαριών από το φούρνο ή υστέρα από θέρμανση ώστε να απορροφηθεί ή κεραλοιφή. «Αυτό το στρώμα του κεριού διατηρείται όσο και το πιθάρι και εμποδίζει το ξίνισμα ή την εξάτμιση του κρασιού».


Οι Συριανοί είχαν μια αλάνθαστη μέθοδο να ξεχωρίζουν από ποιά αυγά τής κλώσας βγαίνουν κοκόρια και από ποιά πουλακίδες. Πρώτα πρώτα ξεδιάλεγαν τα στείρα, τα άβάτευτα : είναι εκείνα, πού κοιτώντας τα στο φως διακρίνουμε στο εσωτερικό μικρά σφαιρίδια, σαν άστρα. Αφού ξεκαθάριζαν τα γόνιμα κανόνιζαν να βγουν μονάχα δυο ή τρία κοκόρια. Όσα αυγά έχουν το στεφάνι τής στρογγυλής άκρης οριζόντιο θα γεννήσουν κοκόρια, όσα έχουν το στεφάνι πλαγιαστό θα δώσουν όρνιθες. Έτσι οι νοικοκυρές καθόριζαν από πριν το φύλο των ενοίκων του κοτετσιού (στη Γαλλία, σημειώνει ό Della Rocca, όπου δεν ήταν γνωστή αυτή ή μέθοδος, έβγαιναν από τα αυγά τής κλώσας μισά πετεινάρια και μισές πουλακίδες). Άρχιζε ή επώαση και σε έξη μέρες ξανακοιτούσαν οι νοικοκυρές τα αυγά στον ήλιο. Όσα δεν είχαν στο εσωτερικό αιμάτινες κλωστές ήταν ακατάλληλα και αποσύρονταν. Έτσι ήξεραν από πριν πόσα κλωσσόπουλα θα βγουν και το κυριότερο τα ακατάλληλα αυγά δεν χάνονταν. Τρώγονταν ακόμα. Και στη χειρότερη περίπτωση τα χρησιμοποιούσαν για τροφή των νεοσσών.


Ό Della Rocca περιγράφει και μια ειδική μέθοδο για το κυνήγι τής πέρδικα;. Ό κυνηγός παίρνει ένα κομμάτι πολύχρωμο πανί και ετοιμάζει ένα είδος σημαίας, τρία πόδια φάρδος και έξη ύψος. Στη μέση ανοίγει μια τρύπα για να περάσει το τουφέκι του. Εφοδιασμένος μ' αυτά τα εργαλεία ξεκινάει πρωί πρωί και μόλις ακούσει να λαλούν οι πέρδικες, οπλίζει το τουφέκι του, υψώνει την παντιέρα με το αριστερό χέρι, τοποθετεί την κάννη στο άνοιγμα και προχωρεί σιγά σιγά προς το θήραμα. Οι πέρδικες σαστίζουν από τα χρώματα τής σημαίας, μαζεύονται πάνω σε μια πέτρα ή κοντά σε μια μάντρα κι' αρχίζουν να κακαρίζουν λες και αναρωτιούνται για το παράξενο θέαμα. Στο μεταξύ ό κυνηγός ζυγώνει, σταματάει, πυροβολεί και συνήθως σκοτώνει δέκα και περισσότερα πουλιά. Αυτός ό τρόπος κυνηγιού είναι πιο αποτελεσματικός όταν οι πέρδικες συνοδεύονται από τα περδικόπουλά τους, καθώς και το χειμώνα πού μετακινούνται κοπαδιαστά.


Στη Σύρα είχαν ένα ειδικό αλάθευτο τρόπο να διαπιστώνουν τα εξαρθρώματα στα μέλη των βρεφών. Όταν ένα μωρό κλαίει επίμονα και δημιουργεί την υποψία ότι έχει υποστήριζε στραμπούληγμα ή, όπως λένε, «είναι λυγισμένο», το ξαπλώνουν στο κρεβάτι μπρούμυτα. Ύστερα πιάνουν το αριστερό χέρι και το δεξί πόδι και τα προσεγγίζουν το ένα στο άλλο. Αν εγγίζουν εύκολα και χωρίς το παιδάκι να βγάζει κραυγές πόνου όλα πάνε καλά. Αν όμως αισθάνεται έντονους πόνους, είναι βέβαιο πώς υποφέρει από εξάρθρωμα. Πρέπει, λοιπόν, να εξακριβωθώ το σημείο του τραυματισμού. Παίρνουν τότε ένα κρόκο αυγού και τον τοποθετούν απαλά στη ράχη του μωρού και ύστερα ανασηκώνουν το κορμάκι του πότε αποκαλούσε' εδώ και πότε αποκαλούσε' εκείνα, ώστε να κυλήσει ό κρόκος σ' όλο του το σώμα, από την μέση ως τούς ώμους. Το σημείο όπου ή μεμβράνη πού περιβάλλει τον κρόκο θα υποστήριζε ρωγμή, εκείνα βρίσκεται το «λειωμένο κόκαλο». Αρχίζει τότε ή θεραπεία πού είναι πάντοτε αποτελεσματική. Γι' αυτό δεν βλέπει κανείς στο Αιγαίο καμπούρηδες, κουτσούς, κουλούς και γενικά ανάπηρους. Στη Σύρα υπήρχε μονάχα ένα κοριτσάκι ανάπηρο κι' αυτό από λάθος τής παραμάνας. «Τής έπεσε το μωρό από τα χέρια και δεν είπε τίποτα στη μάνα του. Κι' έτσι έμεινε κουτσό σ' όλη του την ζωή».


Στα νησιά του Αιγαίου, μας πληροφορεί Della Rocca, έβαφαν τα μπαμπακερά βράζοντας φλούδες ροδιού. Είχαν και ένα ειδικό τρόπο για να θεραπεύουν το ανεμοπύρωμα. Τοποθετούσαν μερικά χρυσά νομίσματα πάνω στο άρρωστο σημείο του σώματος. Ύστερα από τρεις τέσσερες ώρες έπαιρναν τα νομίσματα, τα σφούγγιζαν και τα ξανακοιτούσαν τοποθετούσαν. Σε 24 ώρες το χρυσάφι απομυζούσε τα υγρά και το ανεμοπύρωμα εξαφανιζόταν. Καμιά αλοιφή δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί προηγουμένως, γιατί κλείνει τούς πύρους και εμποδίζει την απολαυστικότητα του μετάλλου.


Ό Della Rocca καταγράφει επίσης και μια μέθοδο θεραπείας τού ίκτερου, πού συνηθιζόταν σ' ολόκληρο το Αιγαίο. Έπαιρναν ένα χρυσό νόμισμα και το τοποθετούσαν σε ένα ποτήρι νερό ή άσπρο κρασί, το άφηναν την νύχτα στο ύπαιθρο και το έβγαζαν το πρωί πριν βγει ό ήλιος. Ό άρρωστος έπινε νηστικός το νερό τρία τέσσερα πρωινά και ή χρυσή εξαφανιζόταν. Σε καμιά περίπτωση δεν κρατούσε πάνω από τέσσερες μέρες ή αρρώστια.

Την ίδια τακτική εφάρμοζαν με επιτυχία και στην Πόλη. 'Αλλά και στην Τρανσυλβανία θεράπευαν τον ίκτερο μ' αυτή την μέθοδο. Με την διαφορά πώς εκείνος το κύπελλο αλειφόταν εσωτερικά με κίτρινο κερί.

ΒΙΒΛ. ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1700-1800 ΤΟΜΟΣ Β. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: