Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΞΙΦΟΜΑΧΙΑΣ. ΠΑΠΑ ΙΣΑΑΚ Ο ΛΙΒΑΝΕΖΟΣ ΚΑΙ Ο ALAIN DUREL.







 Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΞΙΦΟΜΑΧΙΑΣ.


Η ζωή μου στη Μονή Σταυρονικήτα είχε γίνει μια Κόλαση διανθισμένη με μικρές επισκέψεις στον Παράδεισο. Κι όσο περισσότερο βίωνα την Κόλαση, τόσο περισσότερο γευόμουν τον Παράδεισο. Ό Χριστός δεν είχε πει στον Σιλουανό, «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι»; Καθώς μάλιστα ό πνευματικός αγώνας διπλασιαζόταν κάθε μέρα, εγώ ένιωθα εγκλωβισμένος μεταξύ δύο πυρών, μεταξύ δαιμόνων και αγγέλων. Από τη μία, μέσα στον κόσμο δεν μπορούσα να ζήσω τη χριστιανική ζωή, από την άλλη, ό Άθως ήταν για μένα το απολύτως αναγκαίο και ταυτόχρονα αδιανόητο καταφύγιο. Ήμουν χωρίς ρίζες, χωρίς χριστιανική οικογένεια και κυρίως ή πίστη μου δεν μπορούσε να διεισδύσει στην πραγματικότητα τού σύγχρονου κόσμου.




 Το μόνο λοιπόν πού επιθυμούσα ήταν να ξεφύγω από μια κοινωνία πού με παρέσυρε στην άβυσσο της ματαιότητας της. Ή ορθοδοξία και ό μοναχισμός της δεν έδιναν άλλη απάντηση στο δράμα μου -ένα δράμα ταυτόσημο με αυτό τού δυτικού κόσμου- παρά μόνο την αναχώρηση, ή οποία φαινομενικά έμοιαζε τόσο πολύ με παραίτηση. Οι άγιοι αυτοί μοναχοί αντιστέκονταν, ήταν αγωνιστές, γενναίοι μαχητές της νέας ανθρωπότητας, επειδή είχαν επιλέξει να κρατήσουν τις θέσεις τους, με κάθε τίμημα, στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Εγώ, όμως; Τί ήμουν εγώ στη μάχη αυτή; Ένας εραστής του κάλλους, ένας διψασμένος για ηδονή, ένας αναζητητής της αλήθειας, ένας άνθρωπος πού, κρύβοντας μέσα του μια μυστική πληγή, αναζητούσε στην ένωση με το Θεό το μέσο για να σβήσει τον πόνο του χωρισμού; Φιλοξενούσα μέσα εκείνη τη βουβή βία πού κάνει τον Σάρλ ντέ Φουκώ ένα Ρεμπώ. 


’Ήξερα ότι ό Θεός ήταν ό μόνος πού μπορούσε να κορέσει την άπειρη δίψα μου. αγνοούσα όμως πού να καταφύγω για να ξεδιψάσω. Ταλανιζόμενος σφόδρα, έτρεξα λοιπόν να βρω καταφύγιο στη σχεδία τού παπά-Ισαάκ, ή οποία δε θα αργούσε να μεταμορφωθεί σε «Αίθουσα των Όπλων».
Ό Λιβανέζος ερημίτης με είδε να καταφθάνω με το κεφάλι σκυφτό, σαν πεινασμένος σκύλος πού μόλις σούφρωσε ένα κομμάτι ψωμί.
     Ξέρεις ποιό είναι το μεγαλύτερο σου πάθος; με ρώτησε απότομα.
     Ή σάρκα, απάντησα εγώ.
     Ακόμη πιο μεγάλο!
     Ό εγωισμός;
     Όχι, το μεγαλύτερο σου πάθος, αυτό πού πρέπει να καταπολεμήσεις πρώτο, είναι ή ακαταστασία, είπε ό ασκητής. Όταν θα το έχεις ελέγξει, όλα τά άλλα θα είναι δυνατόν να νικηθούν. ’Όχι όμως πριν το επιτύχεις αυτό.



Πρέπει να επιλέξεις ανάμεσα στη Μονή Σταυρονικήτα και στο μοναστήρι τού πατέρα Πλακίδα, και να μείνεις σταθερός στην απόφαση σου. Διαφορετικά, όπως τά δέντρα πού έχουν μεταφυτευθεί πολλές φορές, κινδυνεύεις κι εσύ να ξεραθείς, αλλά τότε πια θα είναι πολύ αργά.
     Παρά τις προσπάθειές μου, δεν καταφέρνω να εδραιώσω μια σχέση εμπιστοσύνης με τον ηγούμενο της Σταυρονικήτα.
     Κουταμάρες! Μην ακούς τούς κακούς λογισμούς, φώναξε ό Ισαάκ, μιμούμενος τη φωνή τού διαβόλου: «’Άνοιξέ μου!!!». Οι λογισμοί χτυπούν την πόρτα, αλλά εσύ μην απαντάς! Προσπάθησε να έχεις καλές σχέσεις με όλους τούς μοναχούς, όχι μόνο με τον ηγούμενο.
Όπως το συνηθίζαμε, άκολούθησε μια λεκτική αντιπαράθεση με ρυθμό πού θύμιζε ξιφομαχία. Σαν εκείνο τον ξιφομάχο, πού περιγράφει ό Χάινριχ φόν Κλάιστ . ό όποιος επιτίθεται σε μια ακίνητη αρκούδα, πού, εξοικονομώντας και ελέγχοντας απόλυτα τις κινήσεις της, αποτρέπει όλα τά χτυπήματα χωρίς να μετακινηθεί ούτε στο ελάχιστο, έτσι κι εγώ πεταγόμουν σε κάθε επίθεση του άτρωτου Άραβα ερημίτη.
     Ό Πλακίδας μιλάει με τρόπο πού σε παρηγορεί.
     Από λόγια, βρίσκουμε!
     Είμαι βαριά ασθενής, χρειάζομαι ένα σπουδαίο γιατρό.
     Όλοι οι γιατροί είναι καλοί, μόνο που πρέπει να παίρνεις τά φάρμακα πού σου δίνουν!
     Έχει συνεχώς πολλή φασαρία στο μοναστήρι.
     ’Αν έχει θόρυβο, εσύ να ψάλλεις και δε θα τον ακούς.
     Ή ξενιτειά έχει τις καλές και τις κακές της πλευρές.
     Σε ανταμείβει όμως πολύ περισσότερο.
Μείναμε για μια στιγμή αμίλητοι, σαν δύο αντίπαλοι
πού αναμετρούν προσεκτικά ό ένας τον άλλον, πριν ξαναρχίσουν τη μονομαχία. Μετά με ρώτησε ξαφνικά, με ευτράπελο τόνο:
     Πώς τά πάνε στη Γαλλία;
     Δεν έχω νέα.
     Τόσο το καλύτερο!

Ό αγώνας ξανάρχισε ξαφνικά:
     Ήρθε στον ’Άθωνα ό Πατριάρχης της Ρωσίας, έκανα εγώ.
     Τον είδα.
     ’Ήθελα κι εγώ να τον δώ, αλλά δε μου έδωσαν την άδεια.
     Οι δόκιμοι δεν πάνε στις πανηγύρεις!
     Μα εγώ δεν είμαι καν μοναχός! Δεν έχω δώσει τις υποσχέσεις! Επίσημα δεν είμαι παρά ένας προσκυνητής.
     Όλοι προσκυνητές είμαστε σ’ αυτή τη γη. Μην το σκέφτεσαι πια. Πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου δόκιμο και να ύπακούεις σε ότι σου λένε. Έχεις περιθώριο μέχρι το Σεπτέμβριο να πάρεις μιάν απόφαση.
Έκανα μια παύση, σαν να είχα φάει ξυστά μια σπαθιά. Αλλά, καθώς ή πληγή δεν ήταν βαθιά, επιτέθηκα με διπλό ενθουσιασμό.
     Οι νύχτες είναι πολύ μικρές στη Σταυρονικήτα!
     Παντού είναι μικρές, φυσικά, αφού είναι καλοκαίρι! ’Έλα το χειμώνα και να δεις τί μεγάλες θα σου φανούν.


Αυτή τη φορά είχα αφοπλιστεί, το ξίφος είχε ξεφύγει απ’ τά χέρια μου μ’ ένα χτύπημα από εκείνα πού μόνον ό Ζορρό μπορεί να καταφέρει.
Επιστρέφοντας στη Μονή Σταυρονικήτα, προσπάθησα να άκολουθήσω τις συμβουλές τού Ισαάκ και προσέγγισα τον ηγούμενο Τύχωνα. Κάθε φορά πού ένιωθα τις επιθέσεις τού «αοράτου εχθρού», χτυπούσα την πόρτα τού κελιού του. Εκείνος έβγαινε αμέσως και πηγαίναμε μαζί μια μικρή βόλτα στην παραλία.


     Δυσκολεύομαι πολύ να διώξω τούς λογισμούς και κατάντησα να σκέφτομαι ότι δε θέλω να σκέφτομαι!


     Να επαγρυπνείς περισσότερο, μου απάντησε εκείνος, να είσαι πιο γενναίος. Μην τούς επιτρέπεις να εισέρχονται μέσα σου, με τούς λογισμούς δεν πρέπει να είσαι φιλικός, αλλά αμείλικτος! ’Αν δεν αντέχεις τη δοκιμασία ήδη από την αρχή, πώς θα μπορέσεις να αντέξεις όταν δυσκολέψουν τά πράγματα; Αρχίζουμε κρίνοντας έναν αδελφό, μετά δύο, μετά τον ηγούμενο, μετά όλη την αδελφότητα! Να δυσπιστείς προς αυτό το θανάσιμο λογισμό, αυτός θα σε διώξει από το μοναστήρι, θα σε έδιωχνε κι από τον Παράδεισο, αν μπορούσε! Το κλειδί είναι ή εμπιστοσύνη. Να εμπιστεύεσαι τον ηγούμενο σου, όχι επειδή είναι άγιος αλλά επειδή με το στόμα του σού μιλάει ό Θεός. Διάλεξε τόπο και μην τον αφήσεις πια ποτέ. Πρέπει να αποφασίσεις εσύ ό ίδιος, με κάθε Ελευθερία.


«Με κάθε Ελευθερία». Τά τελευταία του λόγια αντηχούσαν για πολύ καιρό στο ραγισμένο μου πνεύμα. «Με κάθε ελευθερία». Αυτό ακριβώς δεν ήταν το πρόβλημά μου; Είμαστε άραγε ελεύθεροι να επιλέξουμε; Μήπως ή Ελευθερία βρίσκεται στο τέλος τού δρόμου και όχι στην αρχή; Αλλά τότε ήρθε στο μυαλό μου ένας άλλος λόγος πού έριξε βάλσαμο στην καρδιά μου: «Μακάριοι οι ραγισμένοι, γιατί αυτοί θ’ αφήσουν να περάσει το φώς», έλεγε ό Μισέλ Όντιάρ (MICHEL AUDIARD).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ  ALAIN DUREL

Δεν υπάρχουν σχόλια: