Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

Η ΓΙΑΓΙΆ ΜΑΡΊΑ


Η γιαγιά Μαρία, από το χωριό τους, Κάτω Παναγιά το λέγανε πριν την καταστροφή, από εκεί ψηλά αγνάντευε τη μεγάλη, τη γαλάζια θάλασσα, το απέραντο Αιγαίο πέλαγος, όπου όταν θύμωνε το νερό, “χόρευαν πεντοζάλη” τα νησιά και τα καράβια με τους κυματισμούς του κι ονειρεύονταν ταξίδια μακρινά, μικρά παιδιά, ο Αλέξανδρος κι η Μαριγώ.

–Το Δημητράκι μας δεν είχε γεννηθεί εκεί.

Έτσι άρχιζε πάντα, ή σχεδόν πάντα, η γιαγιά τις αφηγήσεις της, με έναν επίσημο θεατρικό λόγο. Μπορούσε την ίδια στιγμή, αυτοσχεδιάζοντας, να στήνει σκηνές καθημερινού βίου και να μιμείται τις φωνές των συμπαικτών της τέλεια.

Πόσα και πόσα δεν μας ιστορούσε η πολύπειρη γιαγιά Μαρία. Χαρτί και καλαμάρι, θαρρείς και τα είχε γραμμένα στο μυαλό της. Τα έλεγε απόξω κι ανακατωτά, όπως της έρχονταν, όπως η μνήμη της τ’ ανακαλούσε στην επιφάνεια, κάθε φορά που η σκέψη της έφευγε από τη Χίο, περνούσε άναυλη το Αιγαίο κι έφτανε απέναντι. Ασπαζόταν τ’ αγιασμένα, τα αιματοβαμμένα χώματα της Ιωνίας και θρονιαζόταν στο πλατύσκαλο του σπιτιού της. Το φανταζόταν όπως ήταν στις ομορφιές του, πριν η φωτιά το κάνει παρανάλωμα. Όλη τη Μικρασιατική Καταστροφή κουβαλούσε στην ψυχή και την ταλαίπωρη καρδιά της. Ο πόνος του ξεριζωμού ήταν αποτυπωμένος στο πετσί της.

Συχνά, όταν αναθυμόταν τα παλιά, σκοτείνιαζε ο νους και θόλωνε το βλέμμα της.

Τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες, η γιαγιά Μαρία τις έλεγε όταν μιλούσε με τον εαυτό της, εκεί που έπλεκε. Τα χέρια και η γλώσσα της δεν σταματούσαν. Πότε γελούσε δυνατά, πότε έκλαιγε σαν να μοιρολογούσε για τις “χαμένες πατρίδες” – μπορεί, και είναι το πιο πιθανό, να έκλαιγε για τον Τζαννή, το γειτονάκι, τον παιδικό της φίλο στα παιχνίδια. Παιδιά με ίδια ημερομηνία γέννησης ήταν. Την ίδια μέρα, στην ίδια γειτονιά, με δυο ώρες διαφορά είχαν γεννηθεί και μεγαλώνανε μαζί.

–Έλα να σου τα διηγηθώ, για να τα γράψεις, μου έλεγε η μακαρίτισσα η πεθερά μου, η γιαγιά Μαρία, φοβερή παραμυθού – όλοι “γιαγιά” την αποκαλούσαμε, κι ας μην της πολυάρεσε. Ήταν από εκείνη την πάστα των υλικών φτιαγμένη, που δεν έβαζε ο νους της πως θα γεράσει. Να τα γράψεις να μείνουν, να ξέρει ο κόσμος τι τραβήξαμε όσοι από μας σωθήκαμε τότε από τη μανία των γειτόνων μας, των Τούρκων. Μέχρι χτες δεν είχαμε τίποτα να μοιράσουμε. Χρόνια φευγάτα σαν τα φτερά, κόρη μου, γράψε τα, να δεις καλό.

 

 

Σταματούσε κι αναθυμούμενη παλιές περιπέτειες, άρχιζε πάλι να σκαρώνει δικές της ιστορίες με πραγματικά και φανταστικά γεγονότα. Η φαντασία του ανθρώπου έχει την ικανότητα να κάνει θαύματα, να καλύπτει τις ελλείψεις, να συμπληρώνει τα κενά της πραγματικότητας. Πάντα ο νους της ήταν απέναντι. Από τη Χίο, τις νύχτες, καθόταν με τις ώρες κι έβλεπε ακόμα και τα κινούμενα φώτα των αυτοκινήτων στην περιοχή του Τσεσμέ, ίσαμε την Κάτω Παναγιά, την πατρίδα της στην Ιωνία.

–Άλλος ο κόσμος πριν την καταστροφή. Όλοι φίλοι κι αγαπημένοι, τι Έλληνας, τι Τούρκος, όλοι άνθρωποι του ίδιου Θεού είμαστε. Πώς άξαφνα άλλαξαν τα πνεύματα κι έγιναν εχθροί, ίσα να βγάλει το μάτι ο ένας τ’ αλλουνού! Κακό μεγάλο ο πόλεμος και η έχθρα. Πότε κιόλα μεταβλήθηκε ο ρυθμός του κόσμου! Είδα τον Μιμή, ένα Τουρκάκι, μπροστά μου, μ’ ένα ρόπαλο ίσαμε το μπόι του στο ένα και μια μαχαίρα στο άλλο χέρι, εξαγριωμένο λύκο, άλλο πράμα, ένα αγρίμι, μ’ ένα βλέμμα αλλήθωρο… Ερχόταν καταπάνω μου ξεφωνίζοντας, πετώντας λέξεις άγνωστες ίσαμε τότε, “Γκιαούρ…”, έτοιμος να ριχτεί πάνω μου και… Αυτό ήταν η αρχή. Ύστερα ήρθαν τα δεινά. Μαύρα χρόνια κι άραχλα… Τι να τα λέω τώρα. Πονάνε τα μέσα μου. Κλαίει η ψυχή μου. Τι, που δεν ουρλιάζω; Κι αν ουρλιάξω, ποιος θα μ’ ακούσει εδώ έξω. Γέρασα πρόσφυγας και πρόσφυγας θ’ αφήσω πίσω μου τη ζωή, χωρίς να δουν τα μάτια μου εκείνη την ‘αποκατάσταση’, ένα δωμάτιο σπίτι, να πω κι εγώ πως έχω μια παλάμη γης δική μου, ένα καλύβι ν’ αφήσω πίσω μου, έτσι για να λέω πως θα έχουν πατρίδα τα κοκαλάκια μου. Να φύγει αναπαυμένη η ψυχή μου. Πάει, τέλειωσε! Η φωτιά και το μαχαίρι του Τούρκου δεν άφησαν τίποτα ολόρθο. Πάει η Σμύρνη, τέλειωσε η Ιωνία.

Από κει και μετά φωτιά, καπνοί, αλαλαγμοί…

Έπεσε σκοτάδι. Ένα μαύρο σύννεφο κάλυπτε τον κόσμο της. Ο νους της γιαγιάς θόλωνε. Δεν θυμόταν τίποτα. Μπορεί να μην ήθελε να θυμάται. Κάπου κάπου θυμόταν τον Τζαννή της.

–Τζαννή, πού είσαι, καλό μου; Σε περιμένω να ’ρθεις … να με παντρευτείς… Θυμάσαι που ορκιζόμασταν, μια σταλιά παιδιά, τόσα δα… Μεγαλώσαμε, Τζαννή, γέρασα, κι εσύ που είσαι;

Και τι περίεργο! Αν τύχαινε εκείνη την ώρα που έστηνε σκηνές με τον παρωχημένο της κόσμο κι έπαιζε το θέατρο που τη συντηρούσε στην αναμονή του γυρισμού, όποιου είχε βάλει ο νους της – αν τύχαινε να βρίσκεσαι έξω από την πόρτα της γιαγιάς Μαρίας, θα άκουγες με τα ίδια σου τ’ αυτιά τον Τζαννή να της αποκρίνεται με μια φωνή σταθερή, αντρίκεια:

–Ναι, Μαριγάκι μου, θα ρθω, να δεις που θα σου φέρω και καλούδια, να ανταμώσουμε τα δυο… Άι χάι… Από δω που είμαι, δεν έχει οδό, δεν έχει πλοίο…

–Αν δεν έρθεις… Να με περιμένεις εκεί… Καληνύχτα, ψυχή μου…

Έκλεινε τα μάτια, η γιαγιά κι αποκοιμόνταν.

Ποιος ξέρει πού να πήγαινε πετώντας πάνω από τις μνήμες, με τα φτερά του ονείρου της να συναντήσει τους παλιούς της φίλους, να ξαναχτίσει τον κόσμο της από την αρχή. Ποτέ δεν εντάχθηκε στη συμβατική πραγματικότητα. Κι ας απόκτησε σπίτι και οικογένεια. Ένιωθε σε όλη της τη ζωή ξεριζωμένη πρόσφυγας ίσαμε τα ογδόντα οχτώ της μετρημένα χρόνια, σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα με την απαντοχή της “επιστροφής στην πατρίδα”. Δεν συμβιβάστηκε ποτέ.

Έφυγε μόνη, ολομόναχη με τους καημούς και με τις αναμνήσεις της, η γιαγιά Μαρία, στον απόηχο της τελευταίας κραυγής:

– Η Σμύρνη καίγεται…

 

 

Παλαιό Φάληρο, 4 Σεπτεμβρίου 2022 

“Στον απόηχο της τελευταίας κραυγής. Η Σμύρνη καίγεται!”
Της Ελένης Χωρεάνθη



Δεν υπάρχουν σχόλια: