Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 20 Απριλίου 2023
ΣΤΟΥΣ ΕΡΗΜΊΤΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΎΚΑΣΟ. ΠΑΤΉΡ ΡΑΦΑΉΛ ΚΑΡΕΛΙΝ.
ΣΤΟΥΣ ΕΡΗΜΊΤΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΎΚΑΣΟ. ΠΑΤΉΡ ΡΑΦΑΉΛ ΚΑΡΕΛΙΝ.
Ὁ π. Σεραφεὶμ μᾶλλον δὲν εἶναι πλέον ἐν ζωῇ. Ἄφησε παρακαταθήκη
νὰ τὸν θάψουν κοντὰ στὸ κελλί του ὅπου ἀσκήτευε, καὶ τώρα τοὺς
ὁδοιπόρους στὰ Μπάργανα θὰ ὑποδέχεται πιὰ ὁ τάφος του μὲ ἕναν
ἁπλὸ καλογερικὸ σταυρό. Μέχρι σήμερα ἐνθυμοῦμαι τὸν ἀσπρομάλλη
Γέροντα σὲ λευκὸ πάνινο ζωστικό. Μοῦ θυμίζει ἀπομονωμένο πεῦκο
μέσα στὴν χειμωνιάτικη πεδιάδα, τὸ ὁποῖο ἔχει λυγίσει τὰ κλαδιά
του κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ χιονιοῦ, ὅπως αὐτὸς ὁ ἡλικιωμένος
ἐρημίτης τοὺς ὤμους του κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν χρόνων ποὺ ἔζησε
Καὶ ὅμως, ὅταν ἐνθυμοῦμαι τὴν συνάντησή μας, μὲ κατέχει αὐτὸ τὸ
διπλὸ αἴσθημα ποὺ τὸ βίωσα τότε. Ὁ Γέροντας προκάλεσε μεγάλο
σεβασμὸ σὲ μένα, ἢ μᾶλλον, τὸ μεγαλοπρεπὲς ὕφος καὶ ἡ ἀσκητική
του ζωή. Ὅταν συνομιλοῦσα μὲ ἄλλους ἐρημίτες, ἔνιωθα εἰρήνη στὴν
καρδία μου, μία ὑπερκόσμια γαλήνη, ἠρεμία, σὰν νὰ εἶχα εἰσέλθε
στὸν χῶρο τοῦ ἀοράτου φωτός. Ἄνοιγε ἡ καρδία μου, ἡ ὁποία ἤθελε
νὰ ἀφουγκραστεῖ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ὅπως ἡ ἄμμος τὸ νερό. Θαρρεῖς
ὅτι ὁ νοῦς ἡσυχάζει ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ προσέχει τὴν καρδία
Συχνὰ γίνεται καὶ τὸ ἑξῆς: Πηγαίνεις στὸν Γέροντα μ᾿ ἕναν σωρὸ
ἀπορίες ποὺ σὲ ἀπασχολοῦν, ἀλλὰ μόλις τὸν δεῖς, οἱ ἐρωτήσεις
λησμονοῦνται καὶ ἐξαφανίζονται, καὶ ἂν ρωτήσεις κάτι, θὰ εἶναι μόνο
γιὰ τὸ πρῶτο καὶ τὸ μόνο ζητούμενο – περὶ πνευματικῆς ζωῆς καὶ
σωτηρίας. Κοντὰ σ' ἕναν Γέροντα δὲν σὲ ἀπασχολεῖ πλέον τί γίνεται
στὸν κόσμο. Τὰ κύματα τῶν παθῶν, προσπαθειῶν, στενοχωριῶν,
μεριμνῶν καὶ φόβου ἠρεμοῦν, ὅπως τὰ κύματα τῆς θάλασσας τῆς
Γαλιλαίας, ὅταν ὁ Κύριος ἐπιτίμησε τοὺς ἀνέμους καὶ ἔγινε γαλήνη.
Κοντὰ σ' ἕναν Γέροντα ἐρημίτη σοῦ φαίνεται πώς, ἂν ὅλα ὅσα ἔχεις
στὸν κόσμο, ὅσα ἐκτιμᾶς καὶ ὅσα περιποιεῖσαι, ὅσα νομίζεις ὅτι σοῦ
δίνουν εὐτυχία, ἂν ὅλα αὐτὰ ξαφνικὰ χαθοῦν, ἡ καρδία σου θὰ μείνει
ἥσυχη. Θαρρεῖς πὼς ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ δὲν εἶναι δικά σου, εἶναι ξένα
στὴν ψυχή, καὶ τὸ μόνο στὸ ὁποῖο ἔγκειται ἡ ἀληθινὴ ζωὴ γιὰ τὸν
ἄνθρωπο εἶναι τὸ αἰώνιο θεῖο φῶς, καὶ ἕνεκα αὐτοῦ τοῦ φωτὸς ἀξίζει
κανεὶς νὰ ἀπαρνηθεῖ τὰ πάντα. Κοντὰ σ' ἕναν Γέροντα ζωντανεύει
τὸ πνεῦμα, ὁ νοῦς γίνεται διαυγής, ὁ ἄνθρωπος ξεχνάει τὶς ἀπορίες
καὶ τὰ προβλήματά του, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχαν, ἀκριβῶς γιὰ αὐτὸν τὸν
λόγο: διότι οἱ αἰτίες ποὺ τὰ προκαλοῦσαν, φαίνονται πιὰ μηδαμινές.
π. Σεραφεὶμ ὅμως ἦταν κάτι ἄλλο. Τὸν ἄκουγα προσεκτικά, ἀλλὰ
Ισως αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀπάντηση ποὺ παίρνει ἡ ψυχή. Μὲ τὸν
τὸ ἐνδιαφέρον ἦταν μᾶλλον τῆς διάνοιας, ἡ δὲ καρδία δὲν ἄνοιγε
ἀλλὰ συνέχιζε τὴν ζωή της. Βέβαια ἐγὼ ἐκτιμοῦσα τὴν ἀξία τοῦ
Γέροντος: μὲ τὸ μυαλό μου ἐνέκρινα τὸ ὅτι δὲν ἀποσχίστηκε απο
τὴν Ἐκκλησία, ὅτι ἡ θέση του στὴν ὀνοματολατρία ἦταν ἤπια καί συγκρατημένη, ὅτι πίστευε στὴν Χάρη ποὺ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία,
ἀκόμα καὶ τὸ ὅτι καταδέχτηκε νὰ πάρει εὐλογία ἀπὸ ἕναν ἄγνωστο
ἱερέα. Ἀλλὰ ὅταν τὸν εἶδα, δὲν μοῦ δημιουργήθηκε εἰκόνα ἀρχαίου
ἀναχωρητοῦ, ἀλλὰ πολιοῦ ἐπικοῦ ἥρωα, ραψωδοῦ. Σημειωτέον ὅτι
δὲν εἶχα καμμία προκατάληψη ἐναντίον του, μᾶς δέχτηκε μὲ τὴν
μοναχικὴ καλοσύνη, ἀλλὰ φεύγοντας ἀπὸ τὸ κελλί του αἰσθανόμουν
ὅτι πῆρα ὅλα ὅσα μποροῦσε νὰ μοῦ δώσει, καὶ ὅτι μᾶλλον ἡ καρδία
δὲν θὰ ἐπιθυμήσει νὰ τὸν ξανασυναντήσει. Περίεργο πράγμα:
τὸν σέβομαι, ἀλλὰ αἰσθάνομαι πὼς κάτι ἀόρατο μᾶς χωρίζει, παρόλο
ποὺ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς συνομιλίας κανένας δὲν πρόφερε οὔτε
ἕναν ἀντίλογο. Εξωτερικά, ἂς ποῦμε, τυπικά, τὰ εἶχε ὅλα ἐν τάξει,
μόνο ἕνα ἔλειπε: ἡ ψυχὴ δὲν ἄγγιζε τὴν ψυχή. Εμένα μοῦ φαίνεται,
ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐνταχθεῖ κανεὶς πλήρως στὴν Ἐκκλησία, μὴ
ἀπορρίπτοντας ξεκάθαρα καὶ σταθερὰ ὅλα ὅσα αὐτὴ δὲν ἀποδέχεται.
Ὁ Κύριος εἶπε: «Ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ
καρδία σας». Μεταξὺ δύο κρατῶν συνήθως ὑπάρχει μία λωρίδα
γῆς, ἡ ὁποία λέγεται οὐδέτερο ἔδαφος. Ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπὸ
μία χώρα, ἀλλὰ δὲν μπαίνει ἀκόμα στὴν ἄλλη. Κατὰ τὴν ἄποψή μου,
περίπου σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση βρισκόταν ὁ π. Σεραφείμ. Περνοῦσε
δίπλα στὰ σύνορα, ἡ διάνοιά του τρόπον τινὰ βρῆκε μία μέση ὁδὸ
μεταξὺ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ὀνοματολατρίας. Τὰ μυστήρια τὰ
δεχόταν ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους κληρικούς, ἀλλὰ ἡ καρδία του ἔμεινε
στὴν ἄλλη μεριὰ τῶν συνόρων, ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει ἡ ὀνοματολατρία.
Αὐτὴ ἡ κατάσταση δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ αἵρεση. Ἔμοιαζε πιὸ
πολὺ μὲ μία οικονομία ἐκ μέρους τοῦ Γέροντος, μία ἄνιση συμφωνία
ἐξ ἀνάγκης. Ἀλλὰ Ὀρθοδοξία σημαίνει ἑνότητα. Ἀπαιτεῖ ὅλη τὴν
ἀνθρώπινη καρδία καὶ τὴν ὑπακοὴ τοῦ νοῦ. Ἀκόμα καὶ σχετικὰ
μικρὴ παρέκκλιση ἀντανακλᾶται στὴν μυστικὴ κοινωνία τῶν ψυχῶν.
Γι' αὐτὸ στὴν τάξη τῆς ἐντάξεως στὴν Ὀρθοδοξία πρέπει κανεὶς
ὁπωσδήποτε καὶ κατηγορηματικὰ νὰ ἀρνηθεῖ κάθε ψευδο-διδασκαλία,
μὴ σωστὴ θεωρία, καὶ ὄχι μόνο νὰ συμφωνήσει μὲ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἴσως οἱ ἀναμνήσεις μου γιὰ τὸν π. Σεραφεὶμ καὶ οἱ σκέψεις
μου περὶ τῆς συναντήσεώς μας δὲν ἔχουν χρονολογική συνέπεια καὶ
ἀκεραιότητα, διότι αὐτὸς δὲν ἦταν ὁ σκοπός μου· ἤθελα νὰ γράψω
αὐτὸ ποὺ ἔνιωθα.
Εὐχαριστήσαμε τὸν μεγαλόσχημο μοναχὸ Σεραφεὶμ γιὰ τὴν
συνομιλία. Μᾶς ξεπροβόδισε μέχρι τὸ κατώφλι τοῦ κελλιοῦ του. Με
τὶς ἐλαφρὲς κινήσεις τῶν χειλέων του, ὑποθέσαμε ὅτι ἔλεγε τὴν
εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ.
Ἐπιστρέψαμε στὸ κελλὶ τοῦ π. Κασσιανοῦ (τότε Βσέβολοντ) καὶ
τοῦ π. Βιταλίου. Ἐκεῖ βρήκαμε καὶ ἄλλους δύο ἀγνώστους μοναχούς,
ποὺ κάθονταν στὴν τράπεζα. Σὲ ὅλο τὸ διάστημα ποὺ βρισκόμασταν
μαζί, ἀκούσαμε μόνο μερικές φράσεις ἀπὸ αὐτούς. Νόμιζες πως
αὐτοί, καὶ καθ᾿ ὁδὸν καὶ ὡς φιλοξενούμενοι τῶν ἄλλων, συνέχιζαν
τὴν ἡσυχία τους. Μετὰ τὴν τράπεζα ἔψαλαν τὶς εὐχαριστήριες εὐχές,
ἔκαναν τρεῖς ὑποκλίσεις στὶς εἰκόνες, ὕστερα στὸν καθένα μας, καὶ
βγῆκαν στὴν αὐλὴ μὲ τὸν π. Κασσιανὸ γιὰ κάποια ὑπόθεση.
Ἡ σιωπὴ εἶναι ἡ γλώσσα τῶν μοναχῶν, ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς
τοῦ ἐρημίτη. Ἡ σιωπὴ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῆς παρουσίας
τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ στὴν καρδία κάποιου.
Τὰ σιωπηλὰ χείλη εἶναι σὰν μία κλειδαριὰ ποὺ κλειδώνει τὴν
εἴσοδο τοῦ φραγμοῦ τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς αὐλῆς, ὅπου τὸ
ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Μητρὸς τοῦ Θεοῦ βλασταίνουν
ὡς θαυμάσια οὐράνια ἄνθη.
Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγουμε. Μᾶς κατευόδωσε ὁ π. Κασσιανός,
Εὐτυχισμένοι οἱ μοναχοὶ ποὺ ζοῦν στὴν ἔρημο. Ὁ βασιλιὰς ἀποκαλύπτει
τοὺς θησαυρούς του μόνο στοὺς πιὸ οἰκείους φίλους. Καὶ ὁ Κύριος
φύλαξε ἀπὸ τὸν κόσμο τὸ κάλλος τῶν ἐρημικῶν βουνῶν, γιὰ νὰ τὰ
δώσει ὡς κληρονομία στοὺς ἀναχωρητὲς καὶ σκητιῶτες μοναχούς. Στο
Ψαλτήρι ἀναφέρεται: «Φωτίζεις σὺ θαυμαστῶς ἀπὸ ὀρέων αἰωνίων».
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὄρη ἐκπέμπεται τὸ ἀόρατο φῶς, τὸ ὁποῖο δὲν ἀφήνει
τὸν κόσμο νὰ καταστραφεῖ. Μεγάλη εἶναι ἡ χαρὰ τῶν μοναχῶν γιὰ
τοὺς ὁποίους ἡ ἔρημος έγινε πατρικὸς οἶκος. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸ κελλί
κόσμο. Ὅποιος ἔζησε στὴν ἔρημο ἔστω μερικὰ χρόνια, καὶ ὕστερα
του ὡς τὴν νύμφη του, ἐκεῖνος δὲν θὰ τὸ ἀνταλλάξει μὲ τίποτε στὸν
ἔφυγε ἀπὸ τὸ ἡσυχαστικό της βασίλειο, αὐτὸς ὅλη τὴν ζωή του,
ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο, θὰ βλέπει ὀροσειρές, σχισμένες μὲ βαθειές
χαράδρες. Θὰ ἐνθυμεῖται τὰ δάση ὅπου βασιλεύει ἡ σιγή, ἡ ὁποία
διακόπτεται μόνο ἀπὸ τὴν λεπτὴ αὔρα στὰ φύλλα τῶν δένδρων, τὸ
κελάηδημα μοναχικοῦ πουλιοῦ ἢ ἀπὸ τὸν ἤρεμο θόρυβο τοῦ ποταμοῦ.
Ἀλλάζουν οἱ ἐποχές, ἀλλάζει ἡ μορφὴ τῆς ἐρήμου, ἀλλὰ εἶναι τὸ
ἴδιο ὡραία καὶ τὸν χειμώνα καὶ τὸ καλοκαίρι, καὶ τὸ φθινόπωρο καὶ
τὴν ἄνοιξη, μάλιστα καθ' ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας: στὴν αὐγή, στὸ
μεσημέρι, στὴν δύση καὶ στὴν βαθειὰ νύχτα. Ὅταν σκοτεινιάζει, τὰ
βουνὰ φαίνονται σὰν σκιές, τὶς ὁποῖες ἔριξαν στὴν γῆ ἀπὸ μακρινὸ
διαπλανητικὸ διάστημα. Ὄχι μόνο ἡ γῆ, ἀλλὰ καὶ ὁ οὐρανὸς πάνω
ἀπὸ τὴν ἔρημο εἶναι διαφορετικός. Στὶς πόλεις αὐτὸς φαίνεται ὡς
ἀνοιχτὸ πέπλο, διαμέσου τοῦ ὁποίου, ἴσα ἴσα ποὺ περνάει τὸ ἀμυδρὸ
φῶς τῶν ἀστέρων. Στὴν δὲ ἔρημο ὁ οὐρανὸς μοιάζει μὲ ἕναν παλαιὸ
πίνακα, τὸν ὁποῖο ξεσκόνισαν καὶ ἔλαμψε μὲ ἀνανεωμένα χρώματα.
Στὴν πόλη τὰ ἀστέρια σοῦ φαίνονται σπίθες τῆς φωτιᾶς ποὺ σβήνει,
οἱ ὁποῖες μόλις ποὺ διακρίνονται στὴν στάχτη, ἐνῶ στὴν ἔρημο τὰ
ἀστέρια μοιάζουν μὲ πολύτιμους λίθους ποὺ ἀπόκεινται στὸν πυθμένα
μίας τεράστιας διαφανοῦς λίμνης.
Βαθιὰ τὴν νύχτα στὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν ἀνάβει φῶς. Σηκώνονται
γιὰ τὴν προσευχή τους. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς παρέδωσαν νὰ
μοιράζουμε τὴν νύχτα μεταξὺ τοῦ ὕπνου καὶ τῆς ἐγρήγορσης. Ενίοτε
ἡ σιγὴ τῆς νύχτας διακόπτεται ἀπὸ τὸν θόρυβο τοῦ ἀνέμου στὶς
χαράδρες, που μοιάζει μὲ τὸ ροχαλητὸ κάποιου γίγαντα. Στὴν αὐγὴ
πρῶτα ἀπ' ὅλα ξυπνοῦν τὰ βουνά. Οἱ γραμμές τους, μὲ παρασκήνιο
τον οὐρανό, προβάλλονται καθαρὲς καὶ κάπως ἐλαστικές. Οι χαράδρες
εἶναι ἀκόμα βυθισμένες στὸν ὕπνο καὶ τὸ σκοτάδι. Θαρρεῖς ἀπὸ
τὰ βάθη τους ἀνέρχονται δαχτυλίδια σταχτογάλαζου καπνοῦ. Ἡ
αὐγὴ μὲ τὴν πνοὴ τοῦ ἀνέμου σβήνει τὰ ἀστέρια, ὅπως ὁ ἄνεμος
σβήνει τὰ κεριὰ μεγάλου πολυελαίου. Ἕνα ἀόρατο χέρι ἀποβάλλει
τὴν νυκτερινὴ μαυρίλα ἀπὸ τὴν κρυσταλλικὴ σφαιρικὴ ἐπιφάνεια
τῆς οὐράνιας ἁψῖδος, ἡ ὁποία γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο φωτεινή.
Νά ἡ αὐγὴ ἔλαμψε στὴν ἀνατολὴ σὰν τὸ οὐράνιο τόξο μετὰ τὴν
βροχή. Τὰ ἁπαλά της καὶ διαφανῆ χρώματα μοιάζουν μὲ φύλλα τῶν
οὐρανίων ἀνθέων, τὰ ὁποῖα βλάστησαν τὴν νύχτα καὶ τώρα ἅπλωσαν
τὰ θαυμάσια μπουμπούκια τους. Ἀστράπτοντας στὴν καμάρα τοῦ
οὐρανοῦ μὲ ποικίλα χρώματα, τρόπον τινὰ χαιρετώντας τὴν γῆ
γιὰ τὴν ἐρχομένη ἡμέρα, πάλι ἐξαφανίζεται, σὰν νὰ λιώνει καὶ νὰ
βυϑίζεται στὸ γαλάζιο ἀχανὲς τοῦ οὐρανίου πελάγους.
Ἦταν φθινόπωρο. Στὴν γῆ εἶχαν ἁπλωθεῖ σὰν χαλὶ τὰ πεσμένα
φύλλα. Μέσα στοὺς κιτρινισμένους θάμνους διακρίνονταν οἱ πετρώδεις
πλευρὲς τῶν βράχων. Ιδιαίτερα ὄμορφες ἦταν οἱ λαμπερὲς μαῦρες
πέτρες. Ἡ ὀμορφιὰ τῶν ἀνοιξιάτικων ἀνθέων παραχώρησε τὴν θέση
της στὸ κάλλος τῶν λίθων, οἱ ὁποῖοι μοῦ φάνηκαν μαῦροι σὰν
τριαντάφυλλα τῶν βουνῶν ἢ σὰν ἀπομεινάρια ἀστρικῆς βροχῆς ποὺ
κάποτε ἔσχισε τοὺς βράχους.
Ὑπάρχουν τόποι στὰ ὄρη, ὅπου τὸ ὕφος τῶν λίθων γεμίζει τὴν
ψυχὴ μὲ μία ἀνησυχία, σὰν νὰ συναντοῦν κάποιον ξένο οἱ φύλακες
τῶν ἐχθρῶν. Μερικὲς πέτρες μοιάζουν μὲ τὰ μάτια τῶν φιδιῶν, μερικὲς
στὰ κομμάτια τῆς κάρας, μερικὲς μὲ τὰ σκυλόδοντα ποὺ φυτρώνουν
ἀπὸ τοὺς βράχους σὰν ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς θηρίου. Ἀλλὰ ὅταν τὶς
προσπερνᾶς τὴν ἑπόμενη φορά, σοῦ φαίνεται ὅτι σὲ ἀναγνωρίζουν,
ὅπως ἀναγνωρίζει ὁ σκύλος τὸν φιλοξενούμενο ποὺ ἔχει ξαναέρθει.
Σὲ μερικὰ σημεῖα τὸ μονοπάτι πάνω στὸν γκρεμὸ στενεύει τόσο
πολύ, ποὺ οὔτε δύο ἄτομα δὲν μποροῦν νὰ περάσουν ταυτόχρονα
Ὁ ὁδοιπόρος, βλέποντας τὴν ἄβυσσο κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του
ἀγκαλιάζει τὸν βράχο σὰν φίλο, αἰσθανόμενος τὴν θέρμη τοῦ
πετρώδους στήθους του.
Ὁ π. Κασσιανὸς πήγαινε μαζί μας σ' ἕνα δάσος ὅπου δὲν ὑπῆρχαν
μονοπάτια. Νόμιζες πὼς ἀναγνωρίζει τὸν δρόμο μέσῳ τῶν δένδρων,
σὰν νὰ ἦταν πινακίδες. Τὸ δάσος ἄρχισε νὰ ἀραιώνει καὶ ὕστερα
ἄλλαξε μὲ θάμνους. Βγήκαμε σὲ κατηφορικὴ πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ πολ
κατέβαινε στὴν πεδιάδα. Μᾶς φαινόταν ὅτι ὁ ὁρίζοντας μπροστά μας
φάρδυνε καὶ ὑψώθηκε γιὰ νὰ κατακτήσει περισσότερους χώρους.
Στὸν γαλάζιο φωτοβόλο οὐρανὸ τὰ σύννεφα εἶχαν σταματήσει σὰν
ἕνα νησὶ ἀπὸ λευκὰ κοράλλια.
«Τί ὀμορφιά!» – μοῦ βγῆκε αὐθόρμητα, ἀπευθυνόμενος στὸν π.
Κασσιανό. Μὲ κοίταξε μὲ ἀπορία καὶ ρώτησε: «Ποῦ;» Τοῦ ἔδειξα
τὸν οὐρανό. Κοίταξε πρὸς τὴν κατεύθυνση ποὺ τοῦ ὑπεδείκνυα,
προσπαθώντας νὰ δεῖ κάτι ἀσυνήθιστο, ὕστερα δὲ εἶπε: «Φαίνεται
ὅτι ϑὰ ἔχουμε καλὸ καιρό, θὰ προλάβουμε νὰ ἀλλάξουμε τὴν στέγη
τῆς κατοικίας μας». Καὶ πρόσθεσε: «Οἱ Γέροντες μᾶς ἔδωσαν τὴν
ἐντολὴ νὰ περπατοῦμε ξεχωριστά, εἴκοσι-τριάντα βήματα ὁ ἕνας πίσω
ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἐμποδίζουμε τὴν προσευχὴ τοῦ ἄλλου».
Ακούγοντάς τον σκέφτηκα: «Νά ἡ ὀμορφιὰ γιὰ ἕναν ἐρημίτη. Τί νὰ
βλέπει τὸν οὐρανό; Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ στὴν καρδία,
ἔχει καὶ τὸν οὐρανὸ μέσα του».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου