Έκθεμα υπ’
αριθμόν 12125
ή ένας άγιος που
επιστρέφει
Ιρίνα Βασίλιεβα
Παράδοξο, αλλά
γεγονός: Διωκόμενοι δεν είναι μόνο οι ζώντες, αλλά και οι τεθνεώτες. Η
ανθρώπινη κακία μπορεί να επεκταθεί στους συγγενείς και τους φίλους του
αποθανόντος, σε εκείνα τα πράγματα που χρησιμοποίησε κατά τη διάρκεια της ζωής
του, ακόμα και στα λείψανά του. Ακούγεται βάναυσο, αλλά δεν χρειάζεται να πάμε
μακριά για παραδείγματα: στη χώρα μας, μόλις πριν από μερικές δεκαετίες, οι
λεγόμενες αποκαλύψεις συνέβαιναν παντού. Από τις λειψανοθήκες Αγίων αφαιρούσαν
πολύτιμους λίθους, τα τίμια λείψανα διασύρονταν και όσοι προσπάθησαν να
υπερασπιστούν ένα ακριβό ιερό κειμήλιο, είτε εκτελούνταν επί τόπου, είτε
διώκονταν, συλλαμβάνονταν και εξορίζονταν και συχνά τελείωναν τη ζωή τους πίσω
από συρματοπλέγματα. Ένα από τα θύματα του σοβιετικού καθεστώτος ήταν ο
προστάτης Άγιος της γης των Ουραλίων, ο Δίκαιος Συμεών Βερχοτούρσκι, ο οποίος
πέθανε πριν από περισσότερα από 300 χρόνια. Η νέα εξουσία καταδίκασε τα λείψανά
του σε αφανισμό αρκετές φορές, κι έτσι ο Άγιος απελάθηκε από την ανδρική Μονή
Βερχοτούρσκι Νικολάγιεβσκι, όπου αναπαυόταν ειρηνικά για αρκετούς αιώνες, ενώ
τα λείψανά του μεταφέρονταν από μουσείο σε μουσείο, περιφερόμενα από τη μια
πόλη των Ουραλίων στην άλλη.
Την παράκληση
μετά του Ακαθίστου ενώπιον των λειψάνων του Δικαίου Συμεών του Βερχοτούρσκι
διευθύνει ο Αρχιεπίσκοπος Μελχισεδέκ, Σβερντλόφσκ και Κουργκάν (Λέμπεντεφ).
Αριστερά του είναι ο Επίσκοπος Ανατόλιος, Ούφα και Στερλιτάμακ (Κουζνετσόφ)
το1989.
Ο υπηρέτης του
Θεού είναι απαράδεκτος στις αρχές
Σε τι δεν
ικανοποιούσε, ο Δίκαιος Συμεών, τη νέα εξουσία; Πρώτα απ' όλα, το γεγονός, ότι
απεδείχθη πιο δημοφιλής από τους ιεροκήρυκες της νέας ιδεολογίας. Από την ημέρα
της πρώτης εύρεσης των λειψάνων του Αγίου Συμεών, πολλά θαύματα και θεραπείες
έγιναν μέσω των προσευχών των πιστών. Πριν από την επανάσταση, το όνομα αυτού
του θαυματουργού ήταν τόσο γνωστό, ώστε δεν υπήρχε καμία γωνιά στην
απεραντοσύνη της Ρωσίας, όπου οι προσκυνητές δεν είχαν κάτι ακούσει γι' αυτόν,
ακόμη κι από πού θα πήγαιναν στο Βερχοτούριε. Ανίκανοι να αντέξουν ή να
μιλήσουν για "ανταγωνισμό", οι Μπολσεβίκοι ήθελαν να δυσφημίσουν
δημόσια το όνομα του Δικαίου: αποφάσισαν να ανοίξουν την ασημένια λειψανοθήκη,
να βγάλουν τα λείψανα του Αγίου από αυτήν και επιδεικτικά να γνωστοποιήσουν
δημόσια σε όλους τους πιστούς, ότι το ιερό που λατρεύουν τόσο προσεκτικά, δεν
είναι τίποτα περισσότερο από νεκρά οστά. Ο κόκκινος Επίτροπος, Σαμπούροβ, ήταν
ο πρώτος που τόλμησε τη βλασφημία. Παίρνοντας μαζί μερικούς θαρραλέους
ομοϊδεάτες του, πήγε για τη “δουλειά”. Οπλισμένοι με περίστροφα, οι σύντροφοι,
κατέφθασαν το πρωί με πολεμικά άλογα, μπήκαν στην αυλή του μοναστηριού,
κατέβηκαν και με αποφασιστικό βάδισμα κατευθύνθηκαν προς το ναό. Μπήκαν χωρίς
να κάνουν το σταυρό τους. Ήταν σαφές, ότι δεν θα ήταν δυνατό να πειστούν για να
εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους και θα ήταν αχρείαστο να τους φέρουν φυσική
αντίσταση. Μετά από λίγα λεπτά, η λειψανοθήκη άνοιξε, ενώ πραγματοποιήθηκε
εξωτερική εξέταση. Και μερικές μέρες αργότερα, ακριβώς στο μέσον της πλατείας
της πόλης, μέρα μεσημέρι, ο επίτροπος έπεσε από το άλογό του και έσπασε την
κλείδα του. "Αυτή είναι η τιμωρία του Θεού", είπαν οι άνθρωποι:
φυσικά, ολόκληρη η γειτονιά γνώριζε, ήδη, για την πρόσφατη εισβολή στο
μοναστήρι.
Μετά από αυτή
την ιστορία, ο Σαμπούροβ άλλαξε εντελώς. Ζήτησε συγχώρεση από τον ηγούμενο της
Μονής, αρχιμανδρίτη Ξενοφώντα, πήγε στα ίδια εκείνα τα λείψανα, έκλαψε και
φίλησε εκείνα τα "νεκρά οστά", τα οποία θέλησε πρόσφατα να
δυσφημίσει. Σύντομα, η κλείδα του επουλώθηκε. Μαζί με τη σωματική θεραπεία,
έλαβε μια πνευματική. Για πολύ καιρό, ο Σαμπούροβ προστάτευε τη Μονή
Βερχοτούρσκι και έτσι, με κάθε τρόπο, προστάτευε την ησυχία του Δικαίου Συμεών
που αναπαυόταν σε αυτή. Αλλά σύντομα οι αρχές στο Βερχοτούριε άλλαξαν και ο
Άγιος συνέπεσε και πάλι με δυσμενή κατάσταση.
«Σας ζητώ να μην
βλασφημήσετε!»
Στις 25
Σεπτεμβρίου 1920, την ημέρα της μνήμης του Δικαίου Συμεών, περίπου 15 χιλιάδες
προσκυνητές έφτασαν στη Μονή Βερχοτούρσκι. Και αυτή την ημέρα, οι τοπικές αρχές
αποφάσισαν να ανοίξουν ξανά τη λειψανοθήκη του μεγάλου Αγίου του Θεού. Μια
ειδική επιτροπή διορίστηκε για να διαπράξει εκ νέου βλασφημία.
Η αυτοψία
προοριζόταν να πραγματοποιηθεί αμέσως μετά το τέλος της λειτουργίας, περίπου
στη μία μετά το μεσημέρι. Ωστόσο, μοναχοί και ιερείς, με επικεφαλής τον
αρχιμανδρίτη Ξενοφώντα, τελούσαν επίσημα και επίτηδες αργά τη λειτουργία,
ακολουθούμενη και από μια λειτουργία προσευχής εξίσου αργά, Ένας Ακάθιστος
διαβάστηκε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της προσευχής... και τότε, ένοπλοι
στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού άρχισαν να σπρώχνουν τους ανθρώπους έξω από τον
καθεδρικό ναό με στρατιωτικό τρόπο. Η λειψανοθήκη μεταφέρθηκε από τον Καθεδρικό
Ναό του Τιμίου Σταυρού στo προαύλιο του ναού. Έτσι ξεκίνησε η βεβήλωση των
λειψάνων του θαυματουργού Βερχοτούρσκι. Τα ιερά λείψανά του, υποβλήθηκαν σε
βλάσφημο διαμελισμό, αφαιρέθηκαν από το φέρετρο σε τεμάχια και τοποθετήθηκαν
στο τραπέζι. Μετά από αυτό, τα μέλη της επιτροπής αναποδογύρισαν το φέρετρο και
τίναξαν ό,τι απέμεινε πάνω στο τραπέζι. Ήταν τα κύκνεια πούπουλα, στα οποία
αναπαύονταν τα λείψανα.
Εκείνη τη
στιγμή, στις κύριες πόρτες του καθεδρικού ναού, ο αρχιδιάκονος της μονής,
Βενιαμίν, ζήτησε μεγαλόφωνα: «Σας ζητώ να μην βλασφημήσετε!». Την ίδια μέρα,
αυτός, μαζί με τον αρχιμανδρίτη Ξενοφώντα, συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στην επαρχιακή
ΕΕ (σ.τ.μ. Έκτακτη Επιτροπή) του Εκατερίνμπουργκ.
Πώς αντέδρασαν
εκείνοι για τους οποίους σχεδιάστηκε όλη αυτή η άθλια παράσταση; – "οι
σκοτεινές μάζες ναρκώθηκαν με το όπιο του Ποποβισμού"; Οι άνθρωποι
έκλαιγαν, έκλαιγαν πικρά και δεν έκρυβαν τα δάκρυά τους. Μερικοί έκαναν το
σταυρό τους και κατάφεραν να πάρουν κρυφά τα κύκνεια πούπουλα από το τραπέζι.
Φοβούμενοι την οργή του λαού, οι αρχές επέτρεψαν την επιστροφή των ιερών
λειψάνων στον καθεδρικό ναό.
Προσκύνημα ...
στο μουσείο
Αφού δεν κατέστη
δυνατό να δυσφημιστεί δημοσίως ο Άγιος Συμεών, οι Μπολσεβίκοι αποφάσισαν να
λάβουν ακραία ριζοσπαστικά μέτρα – φυσική εξάλειψη. Το γεγονός, ότι ο Δίκαιος
είχε ήδη πεθάνει πριν από 300 χρόνια και η αντιπαράθεση διεξήχθη με τα
ανθρώπινα λείψανα, στη θαυματουργή δύναμη και την αθανασία των οποίων οι νέες
αρχές δεν φαινόταν να πιστεύουν, δεν τους ενοχλούσε καθόλου. Ζωντανός, δεν θα
ήταν τόσο επικίνδυνος για αυτούς, όσο νεκρός. Επειδή, κατά τη διάρκεια της ζωής
του έζησε ως σαλός [σ.τ.μ. 1], δεν ήταν γνωστός σε κανέναν και με κάθε τρόπο
απέφευγε τους ανθρώπους για τη ματαιοδοξία τους, και αφού πέθανε, άρχισε να
κάνει τόσα πολλά θαύματα και θεραπείες, που η δόξα του διαδόθηκε όχι μόνο σε
όλη τη Ρωσία, αλλά και πέραν αυτής. Προσκυνητές από όλη τη χώρα, συνέχισαν να
καταφθάνουν και να έρχονται σε αυτόν για βοήθεια, αδιαφορώντας παντελώς για το
γεγονός, ότι η συμπεριφορά τους σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχούσε στην ηθική
εικόνα ενός σοβιετικού προσώπου. Τα λείψανα του Δικαίου Συμεών αποφασίστηκε να
κατασχεθούν και να καούν.
Το ιερό
κατασχέθηκε πράγματι και μόνο ένα θαύμα το έσωσε από τη φωτιά. Πιο
συγκεκριμένα, το θάρρος του διευθυντή του μουσείου τοπικής ιστορίας του Νίζνυ
Ταγκίλ, Αλεξάντρ Νικολάγιεβιτς Σλοβτσόφ, ο οποίος έπεισε τις αρχές να μην
καταστρέψουν τα λείψανα, αλλά να τα στείλουν στο μουσείο του με σκοπό την
"αντιαιρετική εκπαίδευση των εργαζομένων". Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν
πήγαιναν στο μουσείο γι αυτό, αλλά αντίθετα για να προσκυνήσουν τον Δίκαιο
Συμεών και έτσι οι προσκυνητές ήταν έτοιμοι να πληρώσουν κάθε χρηματικό ποσό
για την αγορά εισιτηρίων. Όταν άρχισε το ανοιχτό προσκύνημα, τα λείψανα
αφαιρέθηκαν από το εκθετήριο και το περιοδικό «Σοβιετική Τοπική Ιστορία»
δημοσίευσε ένα άρθρο σκληρής κριτικής στο οποίο "κατήγγειλε" τον
διευθυντή του μουσείου για θρησκευτική προπαγάνδα. Τον Οκτώβριο του 1934, ο
Αλεξάντρ Νικολάγιεβιτς συνελήφθη. Πέθανε δέκα χρόνια αργότερα στο στρατόπεδο
εργασίας του Χαμπάροφσκ.
Σταδιακά
Από το μουσείο
του Νίζνυ Ταγκίλ, τα λείψανα του Αγίου Συμεών μεταφέρθηκαν στο Σβερντλόφσκ και
εκτέθηκαν στο μουσείο αθεϊσμού, που στεγάζεται στο σπίτι του Ιπάτιεφ – στο
υπόγειο αυτού του σπιτιού, πυροβολήθηκαν οι βασιλικοί απολογητές, το 1918. Στην
αρχή, τα ιερά λείψανα εκτέθηκαν, αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκαν σε αποθήκες,
ενώ μετά από αυτό πολλοί πιστοί, μη γνωρίζοντας τον ακριβή τόπο μεταφοράς τους,
τα θεωρούσαν ανεπανόρθωτα χαμένα.
Στο σπίτι του
Ιπάτιεφ, τα λείψανα του Δικαίου Συμεών φυλάσσονταν μέχρι το 1946, ενώ στη
συνέχεια όταν διαλύθηκε το αθεϊστικό μουσείο, το ιερό μεταφέρθηκε στο Ίδρυμα
του Περιφερειακού Μουσείου Τοπικής Ιστορίας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα
λείψανα βρίσκονταν στο κτίριο του καθεδρικού ναού προς τιμήν του Αγίου
Αλεξάνδρου Νέβσκι της κλειστής Μονής Νόβο-Τιχβίν, σε μια ειδικά διαμορφωμένη
αποθήκη, που αναφέρεται ως «έκθεμα υπ’ αριθμόν 12125». Παραδόξως, ακόμη και το
προσωπικό του μουσείου τα αντιμετώπισε με κάποιο σεβασμό. Σύμφωνα με την
τελευταία φύλακα των λειψάνων, Νίνα Αλεξάντροβνα Γκοντσαρόβα, ανώτερη
ερευνήτρια στο μουσείο, υπήρξαν περιπτώσεις που μερικοί από τους υπαλλήλους της
ζήτησαν να τους επιτρέψει να πλύνουν το πάτωμα στο θησαυροφυλάκιο όπου
βρίσκονταν τα λείψανα, ώστε να "μένουν δίπλα στον Άγιο Συμεών". Κατά
τα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, το ζήτημα της καταστροφής των λειψάνων ή της
ταφής τους, εξετάστηκε αρκετές φορές, αλλά παρά το γεγονός αυτό, το ιερό
διατηρήθηκε.
Ήρθε η ώρα να
αποδοθούν και να επιστραφούν
Οι αρχές των
κληρικών γνώριζαν πού βρίσκονταν τα λείψανα του Δικαίου Συμεών, οι προσπάθειες
επιστροφής τους έγιναν επανειλημμένα, αλλά αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν
ήταν εφικτό.
Στα τέλη της
δεκαετίας του 1980, όταν οι Εκκλησίες άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν ιερά
κειμήλια και ναούς, ο επίσκοπος Μελχισεδέκ (από το 1984 – αρχιεπίσκοπος
Σβερντλόφσκ και Κουργκάν, από το 1993 – Εκατερίνμπουργκ και Βερχοτούρσκι,
σήμερα κεκοιμημένος) αποφάσισε και πάλι να ζητήσει την επιστροφή των λειψάνων.
Αρχικά, δέχτηκε για συνάντηση τη Νίνα Αλεξάντροβνα Γκοντσαρόβα και τη ρώτησε
για τα λείψανα καθώς και για τις συνθήκες υπό τις οποίες βρίσκονταν αυτά στο
μουσείο. Ξεκίνησαν μακρές διαπραγματεύσεις με τις αρχές, ενώ ο επίσκοπος
Μελχισεδέκ θα έπρεπε να επικοινωνήσει με το Υπουργείο Πολιτισμού και το
Συμβούλιο Υπουργών της ΕΣΣΔ. Τελικά, ελήφθη η απόφαση που ανέμεναν πολλά
χρόνια.
Οι ίδιοι οι
φύλακες θεώρησαν ότι τα λείψανα, φυσικά και θα έπρεπε να επιστραφούν στους
ορθόδοξους πιστούς ανθρώπους, αλλά λυπήθηκαν πολύ που χώρισαν αυτούς με τον
Δίκαιο Συμεών. Αλλά ο πρώην διευθυντής του μουσείου τοπικής ιστορίας, Αλεξάντρ
Ντμίτριεβιτς Μπαλτσουγκόφ, ανέφερε στους μαθητές του, δηλαδή στο προσωπικό του
μουσείου: «Ποιο είναι το καθήκον των αρχειοφυλάκων-συντηρητών; Να διασώσουν. Να
αποθηκεύσουν. Να αποδώσουν. Ήρθε η ώρα να επιστραφούν».
Στις 11 Απριλίου
1989, ο αρχιεπίσκοπος Μελχισεδέκ και κάποιοι ιερείς, έβγαλαν τα τίμια λείψανα
του Δικαίου Συμεών, έξω από το Μουσείο. Ο ζεστός άνεμος κυμάτιζε τα άμφια κάτω
από τις φωτεινές ακτίνες του ήλιου του Απριλίου και το χαρούμενο κελάηδισμα των
πουλιών έσμιγε με τη δοξολογία του κλήρου…
Όλο αυτό το
διάστημα, ενώ προετοιμαζόταν ένα αντάξιο μέρος για τα ιερά λείψανα, αυτά
φυλάσσονταν στο κελλί του επισκόπου. Σύντομα, στις 25 Μαΐου 1989, τα λείψανα
του Δικαίου Συμεών του Βερχοτούρσκι, μεταφέρθηκαν πανηγυρικά με τη σημαντική
συμβολή κληρικών και πιστών, στην εκκλησία του Ελεήμονος Σωτήρος στο Σβερντλόφσκ
(σημερινό Εκατερίνμπουργκ). Αυτή η μέρα – 25 Μαΐου – καθιερώθηκε ως
εκκλησιαστική αργία – η ημέρα της δεύτερης ανεύρεσης των λειψάνων του Δικαίου
Συμεών του Βερχοτούρσκι.
Τα ιερά λείψανα
παρέμειναν στην εκκλησία του Ελεήμονος Σωτήρος για δύο χρόνια. Εις ανάμνησίν
αυτού, ένα μέρος των λειψάνων του Δικαίου διατηρείται ακόμα εκεί. Κατά τη
διάρκεια αυτής της περιόδου, ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση των Ναών της Μονής
Βερχοτούρσκι Νικολάγιεβσκι, που επέστρεψε στην Εκκλησία το 1990.
Στις 24
Σεπτεμβρίου 1992, μετά τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία του Ελεήμονος Σωτήρος,
τα τίμια λείψανα του Δικαίου Συμεών Βερχοτούρσκι περιφέρθηκαν στους δρόμους του
Εκατερίνμπουργκ σε μια μεγαλοπρεπή πομπή, μετά την οποία το ιερό κειμήλιο
μεταφέρθηκε στο Βερχοτούριε. Σε όλες τις πόλεις μέσω των οποίων μεταφέρθηκαν τα
λείψανα, πολλοί πιστοί βγήκαν για να τα συναντήσουν. Στο ίδιο το Βερχοτούριε, η
συνάντηση με τον Δίκαιο Συμεών, κατέστη εθνική εορτή: εκατοντάδες προσκυνητές και
ντόπιοι στάθηκαν με αναμμένα κεριά κατά μήκος του δρόμου κατά μήκος του οποίου
επρόκειτο να μεταφερθούν τα λείψανα. Κωδωνοκρουσίες και μια θάλασσα από φώτα,
χαιρέτησαν την επίσημη πομπή, και όλη τη νύχτα – όπως και στις μακρινές εποχές!
– οι προσκυνητές προσήλθαν σε ένα ατελείωτο ρεύμα, για να προσκυνήσουν το
νεοαποκτηθέν ιερό κειμήλιο. Έτσι, μετά από 70 χρόνια εξορίας και δοκιμασίας
στις αποθήκες του μουσείου, ο ντροπιασμένος Άγιος επέστρεψε στη Μονή
Νικολάγιεβσκι, στην οποία και αναπαύεται ίσαμε σήμερα.
Ιρίνα Βασίλιεβα
Μετάφραση για
την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος Θώδης
Pravoslavie.ru
12/20/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου