Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Τα παθήματα τοῦ κυρ-Γώγου τοῦ γεροδάσκαλου.




Τα  παθήματα τοῦ κυρ-Γώγου τοῦ γεροδάσκαλου. Ἱεροψάλτης καὶ ἐκεῖνος καὶ ὁμοίως ἀγαθόψυχος
καὶ πρόθυμος ὑμνωδὸς ὅπου παρίστατο ἀνάγκη καὶ τὸν καλοῦσαν. Ἀκούραστος, μποροῦσε νὰ βγάλει μέχρι καὶ ὁλόκληρη ἀγρυπνία μόνος του, μαζὶ καὶ μὲ τὰ λόγια τοῦ
ἱερέως ἂν μποροῦσε, δίχως νὰ καταλάβει κάματο.
- Ἔ, ἔχω συνηθίσει, ἔλεγε. Σαράντα χρόνια δάσκαλος, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ φούρναρης στὴν παλαιὰ διαφήμιση, ὅλο
μιλοῦσα· τώρα πιὰ δὲν μπορῶ νὰ σιγήσω. Τουλάχιστον,
ἀπὸ τὸ νὰ λέμε ἀργολογίες, κάλλιο νὰ ψάλλουμε καὶ νὰ ὑμνοῦμε τὴν Μητροπάρθενον.
Πάλαι ποτέ, σὰν ἦταν νεαρὸς δάσκαλος καὶ γυρνοῦσε μὲ
τὰ πόδια τὰ βουνὰ τῆς ἐπαρχίας γιὰ νὰ πάει στὸ μονοθέσιο
σχολειὸ ποὺ τὸν εἶχαν διορισμένο, ἕνα μικρὸ φίδι βγαίνοντας ἀπὸ τὰ στάχυα τὸν κοιτοῦσε κατάματα. Ἄκουγε κι
αὐτὸ τὴν μουσικὴ ἀπὸ τὸ τρανζίστορ τοῦ δασκάλου καὶ ἔτσι μαγνητίστηκε. Ἀμέσως ὁ δάσκαλος, σὰν κατάλαβε τὸν
κίνδυνο, ἔμεινε σύξυλος κι αὐτὸς κι ἀσάλευτος σὰν πεθαμένος, γιὰ νὰ μὴν τὸν φάει τὸ φίδι, ὅπως ἔλεγε. Μία ὥρα
ἀκριβῶς ἔκατσε ἔτσι σὰν στήλη ἅλατος καὶ ὅταν πέρασε ἕνας χωρικὸς ἀπὸ κοντὰ καὶ τὸν χαιρέτησε τοῦ ἀπάντησε
μὲ ἀγωνία μέσα ἀπὸ τὰ δόντια του:
Δὲν μπορῶ τώρα νὰ σοῦ μιλήσω. Θὰ σοῦ πῶ σὲ λίγο!
Βλέπει ἐπίσης καὶ ὀνείρατα θεϊκά, ἀφοῦ ἁγιωτικὴ εἶναι
ὅλη ἡ ζωὴ του. Ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ του στὴν ἐκκλησία καὶ τ᾿ ἀνάπαλιν. Ὀνειρεύεται πὼς σεργιανίζει
στὰ ἐνδιαιτήματα τοῦ παραδείσου μαζὶ μὲ τὴ μακαρίτισσα τὴν ἁγία μητέρα του, χτυπᾶ τὶς καμπάνες στὶς
οὐράνιες μονὲς καὶ συναγάλλεται μὲ τοὺς ἁγίους καὶ
τὶς ὁσίες ἀμνάδες τοῦ παραδείσου. Κάποτε εἶχε ἰδεῖ τὴν
μακαρίτισσα γειτόνισσά του, τὴν Ρουμπινῆ, στὸν ὕπνο του
νὰ τὸν καθοδηγεῖ σὲ ἕνα δίλημμα ποὺ εἶχε προκύψει καὶ
κατόπιν νὰ τοῦ λέει:
Τ' ἀκοῦς, Γῶγο; Ἄντε κάμε ὅ,τι σοῦ λέω, γιατὶ ἐγὼ
τώρα καπούτ!
Γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἐβεβαίωσεν πὼς στὴν ἄλλη ζωὴ
μιλοῦνε καὶ ξένες γλῶσσες.
Ὅταν ἤτανε φαντάρος καὶ τὸν εἴχανε βάλει νὰ βοηθεῖ
στὴν γραφομηχανὴ στὸ δεύτερο Γραφεῖο, στὶς πληροφορίες, εἶδε ἕνα χειμωνιάτικο πρωινὸ στὸν ὕπνο του τὸν
ἀρχάγγελο Μιχαὴλ μὲ μιὰ ὁλόμαυρη μπέρτα μὲ ἀσημένιες πούλιες νὰ τοῦ μιλᾶ μὲ ὕφος αὐστηρὸ μὰ καὶ ἱλαρὸ
συνάμα, κρατῶντας ἕνα μεγάλο κιτάπι στὰ χέρια του,
καὶ νὰ τοῦ ζητᾶ νὰ τοῦ δώσει πληροφορίες γιὰ ὅσους
μένουν στὴν ἀπάνω γειτονιά. Πράγματι, ἐκεῖνο τὸν καιρὸ
ἀνεπαύθησαν πολλὰ γεροντάκια στὸν ψαρομαχαλᾶ.
Εὐθυτενὴς καὶ μὲ βῆμα γοργὸ διατηρεῖ εἰσέτι τὴν πλούσια μπλαβιὰ κόμη του παρὰ τὰ ἑβδομήκοντα χρόνια του,
γιὰ τὴν ὁποία πολλοὶ ζηλόφθονοι τὸν κατηγοροῦν πὼς τὰ
βάφει μὲ χένα ἀπὸ τὸ φαρμακεῖον καὶ πὼς σὰν πάει στὴν
θάλασσα νὰ κάνει μπάνιο, το νερὸ γύρω-γύρω γίνεται
σκοῦρο σὰν νὰ πέρασε ὀκτάπους.
Δὲν τὸν ἀφήσανε νὰ νυμφευθεῖ οἱ ἐπίσης ἀνύπανδρες
θειάδες του, ποὺ τὸν ὑπεραγαπούσανε. Τὸν εἴχανε παραχαϊδεμένο καὶ δὲν θέλανε νὰ τόνε χάσουνε. Ψάλτριες καὶ
ἐκεῖνες καὶ ντουέτο ξεχωριστὸ σὲ ἐκκλησιὲς καὶ ἀγρυπνίες, παρέμειναν ἁγνὲς καὶ κοπέλες ὥς τὰ ἐνενήντα τους,
ἀφιερωμέναι εἰς τὴν Χριστιανικὴν Ἕνωσιν.
Μάλιστα, πολλάκις τὸν παίρνανε καὶ πηγαίνανε σὲ
ἑστιατόρια τῆς πάλαι ποτὲ ὡραίας Ὁμονοίας καὶ ἀφοῦ
τρώγανε τὸ μισὸ μαγαζί -ἤτανε μερακλοῦδες στὸ φαΐ-
ὕστερα, γιὰ νὰ χωνέψουν, παίρνανε τὸ τρόλεϊ καὶ κάνανε
βόλτες μέχρι νὰ ξαναπεινάσουν καὶ μετὰ ἴσια γιὰ γλυκὸ
καὶ λουκουμάδες στὴν Αἰόλου.
Τὴν μισή του ζωὴ ὁ κυρ-Γῶγος τὴν ἐπέρασε, ἀφότου
ἔχασε γονεῖς καὶ θειάδες, στὸ κοιμητήρι νὰ ἀνάπτει τὰς κανδηλια των καὶ νὰ περιποιεῖται τὰ μνημεῖα, προσκλαίοντας σὰν τὴν Μαρία τοῦ Λαζάρου ἐκεῖ
Εἴχανε πληρώσει μία μέρα ρεφενὲ μὲ τὴν κυρα-Κούλα
ένα ταξὶ νὰ τοὺς πάει στὸ νεκροταφεῖο, γιὰ νὰ κλαύσουνε
τοὺς ἀποθαμένους τους.
Τότε τοῦ παραγγέλνει ἡ κυρα-Κούλα:
- Γῶγο μου, ρίξε νερὸ κάργα, θέλουν νερὸ οἱ πεθαμένοι.
- Σοβαρά; Δὲν τὸ ξερα.
Πάει λοιπὸν καὶ παίρνει ἕναν πεντόκιλο κουβᾶ καὶ τὸν
γεμίζει μὲ νερὸ ἀπὸ τὴν βρύση καὶ σὰν τὸν προφήτη Ἠλία
στὸ θυσιαστήριο ἀρχίζει νὰ ρίχνει δεκάκις καὶ εἰκοσάκις
νερὸ ἐπάνω στὸ μνῆμα τοῦ πατέρα του. Γέμισε ὅλο τὸ
κοιμητήρι νερά, ὥσπου καὶ ἡ νεωκόρισσα, ἡ κυρα-Λευκοθέα, τοῦ ἔβαλε τὶς φωνές.
Τὸ βράδυ καταλαγιασμένος καὶ ἱκανοποιημένος ἀπὸ
τὸ υἱϊκό του χρέος πρὸς τὸν πατέρα του, κοιμήθηκε γαλήνια καὶ ἐλαφρὰ καὶ βλέπει σὰν ζωντανὸ τὸν πατέρα του
φορῶντας μαγιὸ μέσα στὴν θάλασσα τῆς Καραθώνας νὰ
τοῦ φωνάζει μπαϊλντισμένος κουνῶντας τὰ χέρια του:
- Βρὲ μανία μὲ τὰ νερά σας ὅλη τὴν ἡμέρα, μούσκεμα
μὲ κάνατε!
Ἄλλη φορὰ πάλι, ἱστάμενος ὁ Γῶγος παρὰ τῷ μνῆμα
τοῦ ἥρωος πατρός του, ὁ ὁποῖος εἶχε πολεμήσει καὶ στὴν
Μικρὰ Ἀσία, σὰν ἔγειρε ὁ ἥλιος στὴν κλίνη του γιὰ νὰ δύσει, τοῦ ἔβαλε ἡ καντηλανάφτισσσα καὶ πάλι τὶς φωνές,
διότι ἤθελε νὰ κλείσει τις πόρτες. Ἀποχαιρετᾶ, λοιπόν, τὸν
πατέρα του καὶ τοῦ λέει:
- Ἄντε, πατέρα μου, τώρα φεύγω, νὰ εἶσαι καλὰ ἐκεῖ
ποὺ εἶσαι.
Καὶ ξάφνου ἀπὸ τὸ πουθενά, σὰν φωνὴ καὶ σάλπιγγα
ἀγγέλου, ἀκούει μία βαθιὰ φωνή:
- Καὶ τώρα νὰ μένεις ἥσυχος, σὲ ἄκουσε ὁ πατέρας σου.
Κόκκαλο ὁ δάσκαλος...
- Κούλα, Κούλα, ἔλα γρήγορα, μίλησε ἀπὸ τὸν τάφο
ὁ πατέρας μου!
Μὰ τί λές, καημένε, καὶ μὲ σκιάζεις; Μιλοῦν οἱ ποθα-
μένοι;
-
Ναί, μόλις μοῦ ἀπάντησε.
- Ε, τότε ξαναμίλα του νὰ δοῦμε.
- Ἄντε, πατέρα, σὲ χαιρετῶ.
- Καὶ τώρα νὰ μένεις ἥσυχος, σὲ ἄκουσε ὁ πατέρας σου,
ἐπανέλαβε ἡ φωνὴ ἐνῶ πρόβαλαν συνάμα ἀπὸ τὸ διπλανὸ
μνημούρι μιὰ ψάθινη παλαιὰ σκούπα καὶ ἕνα ἀνθρωπάριο
μὲ ψάθινο καπέλο (μπαγιασόν) τῆς δεκαετίας τοῦ '20.
Ξανὰ κόκκαλο ὁ δάσκαλος. Ὥσπου τρεμάμενος ἔλαβε
λίγο θάρρος καὶ ρώτησε τὸν ξεπροβάλλοντα «βρικόλακα»:
- Τί εἶσαι ἐσύ; Ζωντανὸς ἢ πεθαμένος;
- Ζωντανός!
- Καὶ τί κάνεις ἐδῶ;
- Φροντίζω τὸν τάφο τῆς γυναίκας μου.
Τῷ ὄντι καὶ πράγματι, ἔκανε νὰ γείρει πρὸς τὰ κάτω ὁ
Γῶγος καὶ ἀντικρίζει στὸν παραδιπλανὸ τάφο ἕνα μικρὸ
δωματιάκι κάτω ἀπὸ ἕνα ἐλενίτ, ποὺ εἶχε λογιῶ-λογιῶ
καθαριστικά, τζέτ, χλωρίνες καὶ ἄλλα.….. Ἀπὸ ἐκεῖ, λοιπόν,
τοῦ ἀπαντοῦσε προθύμως τὸ γερόντιο καὶ ἔτσι διεσαφηνίσθη ἡ παρεξήγησις.
Ἀλλὰ ἂς πᾶμε λίγο πιὸ πίσω, ὅταν πέθανε ἡ γλυκυτάτη
καὶ φιλόστοργος μήτηρ του. Ἔγινε κλαυθμὸς καὶ σπαραγμὸς στὴν κηδεία. Μέχρι καὶ τὰ λιθάρια σπαράξανε ἀπὸ τὶς
γοερὲς φωνὲς τοῦ κυρ-Γώγου. Μάλιστα, ὅταν κατεβάζανε
τὴν κάσα στὸν τάφο, δὲν ἄντεξε ἄλλο καὶ ὅλο φώναζε:
- Ἀφῆστε με νὰ πέσω..., ἀφῆστε με...
Καὶ τὸν κρατοῦσαν μὲ ὅση δύναμη εἴχανε οἱ γειτόνισσες σιμά του.
Μὰ ἐκεῖνος δὲν ἔλεγε νὰ ἠρεμήσει. Ἀφῆστε με νὰ πέσω,
τί νὰ τὴν κάνω τὴν ζωή;
Σὰν ἀπόειδε ἡ κυρα-Δήμητρα, ποὺ ἀναβαστοῦσε τὴν
χεῖρα του, λέει ἀγανακτισμένη:
- Ἄντε στὸ καλό, πέσε! Μᾶς ἔπρηξες! καὶ τὸν ἀφήνει
νὰ αἰωρεῖται ἡ παλάμη του πέντε πόντους ἀπὸ τὰ ἔγκατα
τοῦ τάφου.
Τότε, κατατρομαγμένος ὁ Γῶγος ἀπὸ τὴν ἀπροσδό-
κητη κίνηση τῆς κυρα-Δήμητρας, μαζεύτηκε, χαμήλωσε
τὴν φωνή του, γύρισε στὸ ἀφτὶ τῆς γειτόνισσας καὶ τῆς
ἀποκρίθηκε μυστικὰ καὶ ψύχραιμα:
- Ἂς λέω ἐγώ, ἐσὺ κράτα με!
Ὅμως, πολλὲς φορὲς δὲν τοῦ ᾿μενε πουλόβερ γιὰ πουλόβερ ἀκέραιο, ἀφοῦ συχνὰ πιανότανε ἀπὸ τὰ μάρμαρα
καὶ τὶς γωνιὲς τῶν τάφων. Μιὰ φορά, μάλιστα, ποὺ τοῦ συνέβη αὐτό, δειλιάζοντας νὰ γυρίσει πίσω, φώναξε:
- Ἄτιμε πεθαμένε, δὲν θὰ μὲ φᾶς! καὶ ἔδωσε ἕνα σάλτο
μπροστά, γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ ἀπειλητικὰ χέρια τοῦ
ἐπισκιάζοντος φαντάσματος, ξεσκίζοντας οἰκτρὰ τὴν μάλλινη καζάκα του.
Ψυχὴ παιδιοῦ, ἀπονήρευτου, ἀμάλαγου καὶ ἀμόλευτου
ἀπὸ τὴν κακία τοῦ κόσμου. Τί ἄλλο νὰ γράψεις; «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι...»

Βιβλιογραφία :Ἅγιοι ποὺ γελοῦν καὶ περιγελοῦν τὴν ματαιότητα.Πατηρ Διονύσιος Ταμπακης!

Δεν υπάρχουν σχόλια: