Μια ανομολόγητη αμαρτία
«Κάθε αμετανόητη αμαρτία, είναι αμαρτία μέχρι το θάνατο».
Άγιος Εφραίμ ο Σύρος
«Θυμήσου, ότι η εξομολογούμενη αμαρτία μικραίνει,
αλλά η ανομολόγητη αμαρτία μεγαλώνει».
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Συχνά συμβαίνει, ότι ένας Χριστιανός, έχοντας διαπράξει
κάποια σοβαρή αμαρτία, ντρέπεται να την ομολογήσει, γι' αυτό κατά τη διάρκεια
του μυστηρίου της Μετάνοιας σιωπά, επιβαρύνοντάς την. Συνήθως, σιωπώντας για
την αμαρτία του στην Εξομολόγηση, ελπίζει να την διορθώσει ενώπιον του Θεού με
κατά μόνας μετάνοια, ελεημοσύνη και άλλες πράξεις καλοσύνης. Αλλά, δυστυχώς,
μια τέτοια ελπίδα για τη δική του δύναμη είναι ατελέσφορη. Η βαρύτητα της
θανάσιμης αμαρτίας είναι τόσο μεγάλη, που η αδύναμη μετάνοια μας και οι
αδύναμες προσευχές μας, δεν θεραπεύουν την παραπαίουσα ψυχή από αυτήν. Μόνο η
Χάρις του Θεού, που δίδεται με το μυστήριο της Μετάνοιας, είναι τόσο ισχυρή,
που μπορεί να καθαρίσει την ψυχή από τη θανάσιμη αμαρτία και να την ελευθερώσει
από τους βαρείς δεσμούς της. Και αν στερήσουμε τον εαυτό μας από τη βοήθεια του
μυστηρίου του Θεού, μένουμε με μια ψυχή κατεστραμμένη, ανάπηρη, σκοτεινιασμένη
από την αμαρτία. Και αυτό το αμαρτωλό σκοτάδι καταστρέφει τόσο την ψυχή, όσο
και το σώμα όλο και περισσότερο, αλλάζει ολόκληρη τη ζωή και στερεί την ελπίδα
της σωτηρίας.
«Μόνο στο μυστήριο της μετάνοιας συγχωρούνται εκείνες οι
αμαρτίες, τις οποίες ο χριστιανός έχει κατά νου, έχει μετανοήσει γι αυτές και
έχει αποκαλύψει στην εξομολόγηση. Οι ξεχασμένες και ανομολόγητες αμαρτίες
συνεχίζουν να επιβαρύνουν την ανθρώπινη ψυχή, καταστρέφοντάς την, ενώ
καθίστανται πηγή ψυχικών και σωματικών παθήσεων», γράφει ο πρωθιερέας Αλεξάντρ
Τόρικ.
Μαρτυρίες τέτοιων παρόμοιων δεινών, κρούουν σε μας τον
κώδωνα του κινδύνου από τα βάθη των αιώνων ίσαμε σήμερα, καλώντας σε ειλικρινή
μετάνοια, τη στιγμή που υπάρχει ακόμη χρόνος. Προτείνω, στην προσοχή των
αναγνωστών, αρκετές τέτοιες ιστορίες, προτρέποντάς τους να μην αποφεύγουν τη
μετάνοια εξαιτίας μιας επίπλαστης ντροπής και να φοβούνται «περισσότερο, όποιον
μπορεί να καταστρέψει τόσο την ψυχή όσο και το σώμα στην κόλαση» (Κατά
Ματθαίου, Κεφ. 10:28).
Ο Άγγελος του θρόνου
Ο πρεσβύτερος Πιάμμων έλαβε τη χάρη της Αποκάλυψης. Μια
μέρα, ενώ πρόσφερε μια αναίμακτη θυσία στον Κύριο, είδε έναν άγγελο του Κυρίου
κοντά στο θρόνο. Ο άγγελος είχε ένα βιβλίο στα χέρια του, στο οποίο έγραφε τα
ονόματα των μοναχών που εισέρχονταν στην Αγία Τράπεζα. Ο γέροντας παρατήρησε
προσεκτικά τα ονόματα των μοναχών που παρέλειψε να γράψει ο άγγελος. Μετά το
τέλος της λειτουργίας, κάλεσε κοντά του καθένα από αυτούς, τους οποίους δεν
έγραψε ο άγγελος και τους ρώτησε αν είχαν κατά νου διαπράξει κρυφά κάποια
αμαρτία. Και μέσω αυτής της Ομολογίας, αποκάλυψε ότι καθένας από αυτούς ήταν
ένοχος μιας θανάσιμης αμαρτίας. Τότε, τους έπεισε να μετανοήσουν και μαζί με
αυτούς κι ο ίδιος και γονατίζοντας ενώπιον του Κυρίου, προσευχόταν μέρα και
νύχτα με δάκρυα, σαν να είχε κι αυτός εμπλακεί στις αμαρτίες τους. Παρέμεινε δε
σε μετάνοια και δάκρυα, μέχρι που είδε ξανά έναν άγγελο να στέκεται μπροστά στο
θρόνο και να γράφει τα ονόματα εκείνων που πλησίαζαν στα Ιερά Μυστήρια. Έχοντας
γράψει τα ονόματα όλων, ο άγγελος άρχισε να τους καλεί όλους, ακόμη και με το
μικρό όνομά τους, προσκαλώντας τους να έρθουν στο θρόνο για συμφιλίωση με τον
Θεό, και όταν το είδε αυτό ο γέροντας, τότε συνειδητοποίησε, ότι η μετάνοιά
τους έγινε αποδεκτή και με χαρά επέτρεψε σε όλους την είσοδο στο θρόνο[1].
Η ιστορία του πολεμιστή Ταξιώτη
(Ημέρα Μνήμης η 28η Μαρτίου)
Στην Καρχηδόνα ζούσε ένας άνδρας ονόματι Ταξιώτης,
στρατιώτης, που πέρασε τη ζωή του σε μεγάλες αμαρτίες. Μια μέρα, η πόλη της
Καρχηδόνας υπέστη μια μεταδοτική ασθένεια, από την οποία πέθαναν πολλοί
άνθρωποι. Ο Ταξιώτης φοβήθηκε, στράφηκε προς τον Θεό και μετανόησε για τις
αμαρτίες του. Φεύγοντας από την πόλη, αυτός και η σύζυγός του αποσύρθηκαν σε
ένα χωριό, όπου διέμειναν, περνώντας το χρόνο του με τη σκέψη στο Θεό.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, με τη δράση του
διαβόλου, υπέπεσε στο αμάρτημα της μοιχείας με τη σύζυγο ενός αγρότη, που
διέμενε στη γειτονιά του. Όμως, λίγες μέρες μετά τη διάπραξη αυτής της
αμαρτίας, τσιμπήθηκε από ένα φίδι και πέθανε.Υπήρχε ένα μοναστήρι σε απόσταση
ενός σταδίου, από το μέρος που διέμεναν. Η σύζυγος του Ταξιώτη πήγε σε αυτό το
μοναστήρι και παρακάλεσε τους μοναχούς να έρθουν να πάρουν το σώμα του νεκρού
και να το θάψουν στην εκκλησία. Πράγματι, τον έθαψαν την τρίτη ώρα της ημέρας.
Όταν έφτασε η ένατη ώρα, ακούστηκε μια δυνατή κραυγή από τον τάφο: «Ελεήστε,
ελεήστε με!» Όταν οι μοναχοί ήρθαν στον τάφο και άκουσαν την κραυγή του
θαμμένου, έσκαψαν αμέσως και βρήκαν τον Ταξιώτη ζωντανό. Φοβισμένοι τον
ρώτησαν, θέλοντας να μάθουν τι του συνέβη και πώς επανήλθε στη ζωή. Αλλά
εκείνος, δεν μπορούσε να τους πει τίποτα λόγω του δυνατού κλάματος και του
λυγμού. Τους ζήτησε μόνο να τον πάνε στον Επίσκοπο Ταράσιο, όπως κι έγινε.
Με πολλά δάκρυα, διηγήθηκε τα εξής:
— Όταν πέθαινα, είδα μερικούς Αιθίοπες να στέκονται
μπροστά μου. Η εμφάνισή τους ήταν πολύ τρομερή και η ψυχή μου μπερδεύτηκε. Τότε
είδα δύο πολύ όμορφους νεαρούς άνδρες και η ψυχή μου έσπευσε προς αυτούς και
αμέσως, σαν να πετούσαμε από τη γη, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στον ουρανό,
συναντώντας στο δρόμο τo δεινοπάθημα που κρατάει την ψυχή κάθε ανθρώπου και ο
καθένας βασανίζεται για μια ιδιαίτερη αμαρτία. Ένας για το ψέμα, άλλος για το
φθόνο κι ένας τρίτος για την υπερηφάνεια του. Έτσι, κάθε αμαρτία στον αέρα έχει
τις δοκιμασίες της. Και ιδού, είδα στην κιβωτό που κρατούσαν οι άγγελοι όλες
τις καλές μου πράξεις, τις οποίες οι άγγελοι συνέκριναν με τις κακές μου
πράξεις. Έτσι αντιπαρερχόμαστε αυτές τις δοκιμασίες. Όταν εμείς, πλησιάζοντας
τις πύλες του ουρανού, φτάσαμε στη δοκιμασία της πορνείας, οι φύλακες με
κράτησαν εκεί και άρχισαν να μου δείχνουν όλες τις πορνικές σαρκικές πράξεις
μου που διαπράχθηκαν από εμένα από την παιδική μου ηλικία μέχρι το θάνατο και
οι άγγελοι που με οδηγούσαν, μου είπαν: «Όλες οι σωματικές αμαρτίες που
διέπραξες, ενώ βρισκόσουν στην πόλη, ο Θεός σου τις έχει συγχωρήσει από τότε
που μετανόησες γι αυτές». Αλλά τα εχθρικά πνεύματα μου είπαν: «Αλλά, όταν
έφυγες από την πόλη, πήγες στο χωράφι με τη γυναίκα του γεωργού σου». Όταν οι
άγγελοι άκουσαν αυτό, δεν βρήκαν μια καλή πράξη που θα μπορούσε να αντιταχθεί
σε αυτή την αμαρτία και, αφήνοντας με, έφυγαν. Τότε τα κακά πνεύματα, με πήραν,
άρχισαν να με χτυπούν και μετά με κατέβασαν κάτω. Η γη χωρίστηκε στα δύο και
εγώ, οδηγούμενος από στενές εισόδους μέσα από στενά και βρωμερά πηγάδια,
κατέβηκα στα βάθη των μπουντρουμιών της κόλασης, όπου οι ψυχές των αμαρτωλών
φυλακίζονται στο αιώνιο σκοτάδι, όπου δεν υπάρχει ζωή για τους ανθρώπους, αλλά
μόνο αιώνιο μαρτύριο, απαρηγόρητο κλάμα και ανείπωτο τρίξιμο των δοντιών.
Υπάρχει πάντα μια απεγνωσμένη κραυγή: «Ουαί, ουαί κι αλίμονο σε εμάς! Αλίμονο,
αλίμονο!» Και είναι αδύνατο να μεταφέρω όλα τα βάσανα εκεί, είναι αδύνατο να
επαναλάβω όλα τα βάσανα και τις ασθένειες που έχω δει εκεί. Στενάζουν από τα
βάθη της ψυχής τους, και κανείς δεν είναι ελεήμων γι' αυτούς. Κλαίνε, και δεν
υπάρχει παρηγοριά, προσεύχονται και δεν υπάρχει κανείς που να τους ακούσει και
να τους γλιτώσει. Φυλακίστηκα σε εκείνα τα σκοτεινά μέρη, τα γεμάτα τρομερή
θλίψη, και έκλαψα και έκλαψα πικρά από την τρίτη ώρα έως την ένατη. Τότε είδα
ένα μικρό φως και δύο αγγέλους που είχαν έρθει εκεί, κι άρχισα επιμελώς να τους
ικετεύω να με βγάλουν από εκείνο το άθλιο μέρος για να μετανοήσω ενώπιον του
Θεού.
Οι άγγελοι μου είπαν:
— Μάταια προσεύχεσαι: κανείς δεν φεύγει από εδώ μέχρι να
έρθει η ώρα της καθολικής Ανάστασης.
Αλλά καθώς συνέχισα να τους παρακαλάω και να τους ικετεύω
έντονα και υποσχόμενος, ότι θα μετανοήσω για τις αμαρτίες μου, ένας άγγελος
είπε σε έναν άλλο:
— Εγγυάσαι γι' αυτόν ότι θα μετανοήσει με όλη του την
καρδιά, όπως υποσχέθηκε;
Ο άλλος είπε:
— Στο εγγυώμαι!
Τότε του έδωσε το χέρι του. Τότε με μετέφεραν από εκεί
στη γη και με απέθεσαν στον τάφο όπου βρισκόταν το σώμα μου, και μου είπαν:
— Μπες σε αυτό το μέρος, το οποίο αποχωρίστηκες.
Τότε είδα ότι η ψυχή μου έλαμπε σαν χάντρα, ενώ το νεκρό
μου σώμα ήταν μαύρο σαν βρωμιά και έβγαζε μια δυσοσμία, και ως εκ τούτου δεν
ήθελα να μπω σε αυτό. Οι άγγελοι μου είπαν:
— Είναι αδύνατο να μετανοήσεις χωρίς το σώμα με το οποίο
διέπραξες τις αμαρτίες.
Αλλά τους παρακάλεσα να μην μπω στο σώμα.
—Μπες — είπαν οι άγγελοι,— αλλιώς θα σε πάμε πίσω από
εκεί που σε πήραμε.
Τότε μπήκα, αναβίωσα και άρχισα να φωνάζω: «Ελεήστε με!»
Ο Άγιος Ταράσιος του είπε τότε:
— Δοκίμασε το φαγητό.
Δεν ήθελε να φάει, αλλά, περπατώντας από εκκλησία σε
εκκλησία, έπεσε στα γόνατα και ομολόγησε τις αμαρτίες του με δάκρυα και βαθιούς
αναστεναγμούς και είπε σε όλους:
— Αλίμονο στους αμαρτωλούς: τους περιμένει αιώνιο
μαρτύριο. Αλίμονο σε όσους δεν μετανοούν εφόσον έχουν ακόμη καιρό. Αλίμονο σε
όσους μολύνουν το σώμα τους!
Μετά την ανάστασή του, ο Ταξιώτης έζησε για 40 ημέρες και
καθαρίστηκε με τη μετάνοια. Σε τρεις ημέρες προέβλεψε το θάνατό του και
αναχώρησε στον Ελεήμονα και Φιλάνθρωπο Θεό, ο οποίος κατεβάζει στην κόλαση και
δίνει σωτηρία σε όλους. Του Οποίου αιωνία εστί η δόξα. Αμήν.
Το δώρο της θεραπείας από τον Άγιο Ιλαρίωνα της Όπτινα
Όσοι έπασχαν από νευρικές και ψυχικές ασθένειες συχνά
μεταφέρονταν στον Άγιο Ιλαρίωνα της Όπτινα. Ο γέροντας ήταν σταθερά
πεπεισμένος, ότι η αιτία τέτοιων ασθενειών είναι η ασυμβίβαστη εχθρότητα, οι
διχόνοιες και οι βαριές αμετανόητες αμαρτίες. Θεράπευσε εκείνους που στράφηκαν
προς αυτόν με τη γεμάτη χάρη δύναμη του μυστηρίου της Μετάνοιας.
Σωτηρία από την αυτοκτονία
Ο Άγιος Ιλαρίωνας της Όπτινα
Στην επαρχία της Τούλα, στην περιοχή Μπογκοροντίτσκι,
ένας 35χρονος έμπορος, νηφάλιος, υπέφερε από μια ψυχική ασθένεια για
περισσότερο από ένα χρόνο. Του φαινόταν ότι όλοι τον κορόϊδευαν για τις πράξεις
του και ότι κάποιοι άγνωστοι σε αυτόν, όπου κι αν πήγαινε, τον καταδίωκαν με
σκοπό να του αφαιρέσουν τη ζωή. Με αυτές τις σκέψεις δεν ησύχαζε μέρα και
νύχτα, και είχε σκεφτεί αρκετές φορές την ιδέα της αυτοκτονίας, ενώ με αυτό τον
τρόπο ενέπνευσε φόβο σε ολόκληρη την οικογένειά του. Σύμφωνα με την πειθώ της
μητέρας του, ο Ι. Β. προσήλθε στο μοναστήρι και περιέγραψε την κατάστασή του
στον γέροντα Ιλαρίωνα. Ο γέροντας ασχολήθηκε μαζί του για μεγάλο χρονικό
διάστημα και αρκετές φορές και βρήκε μια κρυμμένη αμαρτία σε αυτόν, την οποία
δεν ομολόγησε στον ιερέα, αμφισβητώντας για τη συγχώρεσή της. Ο γέροντας τον
έπεισε, ότι δεν υπήρχε αμαρτία που η φιλανθρωπία του Θεού δεν θα συγχωρούσε, αν
κάποιος μετανοούσε γι' αυτήν, και ο έμπορος μετανόησε γι' αυτήν στην
εξομολόγηση και, έχοντας λάβει την άδεια, αξιώθηκε με την κοινωνία των Αγίων
Μυστηρίων.
Στον αποχαιρετισμό, ο γέροντας του είπε: «Λοιπόν, πήγαινε
με τον Θεό. τώρα δεν θα σε καταδιώκουν και δεν θα σε μπλέξουν». Αυτό συνέβη
πράγματι και ο Ι.Β. ανέκαμψε πλήρως από την οδυνηρή ασθένειά του[1].
Θεραπεία από δαιμονισμό
Μια σαραντάχρονη αγρότισσα της περιοχής Οντογιέφσκι, που
επισκεπτόταν συχνά το μοναστήρι, διηγήθηκε αυτοπροσώπως, ότι κατά τη διάρκεια
πολλών ετών υπέφερε πολύ από επιληπτικές κρίσεις, συνοδευόμενες από
στραβομουτσουνιάσματα, σπασμούς, ουρλιάζοντας με διάφορες κραυγές. Σε μια εκ
των καταστάσεων κρίσης, φώναζε οργισμένα, καταριόταν, ενώ έδειχνε τέτοια
αφύσικη δύναμη, που αρκετοί άνδρες δεν μπορούσαν να την συγκρατήσουν. Έχοντας
ακούσει πολλά για τον Άγιο Ιλαρίωνα, στράφηκε προς αυτόν για βοήθεια.
Όπως πάντοτε, έτσι και σε αυτή την περίπτωση, ο γέροντας
την εξομολόγησε για όλες τις αμαρτίες, ιδιαίτερα για τις αμετανόητες, και με τη
γεμάτη χάρη δύναμη του μυστηρίου της Μετανοίας, θεραπεύτηκε τελείως μέσω του
γέροντα. Οι επιληπτικές κρίσεις εξαφανίστηκαν και κατέστη υγιής και ήσυχη,
βαθιά ευγνωμονούσα για τη βοήθεια που έλαβε. Ήταν ζωντανή κατά το έτος 1877 και
προσωπικά γνωστή σε πολλούς αδελφούς[2].
Από τη ζωή του Οσίου Γέροντα Βαρσανούφιου της Όπτινα
Το 1912, ο μοναχός Βαρσανούφιος ορίστηκε ηγούμενος της
Μονής Σταρο-Γκολούτβιν των Θεοφανείων. Υπομένοντας με θάρρος τη θλίψη του
αποχωρισμού από την αγαπημένη του Όπτινα, ο γέροντας άρχισε να βελτιώνει τη
δόμηση του μοναστηριού που του είχε ανατεθεί, εξαιρετικά αναστατωμένος και
παραμελημένος. Και οι άνθρωποι, όπως και πριν, άρχισαν να προσέρχονται στον
μοναχό Βαρσανούφιο για βοήθεια και παρηγοριά. Και, όπως και πριν, αυτός, ο
οποίος ο ίδιος ήταν ήδη εξαντλημένος από τις πολλές και οδυνηρές ασθένειες,
τους υποδέχονταν όλους χωρίς άρνηση, θεραπεύοντας τις σωματικές και ψυχικές
τους ασθένειες, δίδοντας οδηγίες και καθοδηγώντας τους σε ένα στενό και
θλιβερό, αλλά το μοναδικό σωτήριο μονοπάτι. Εδώ, στο Στάρο-Γκολούτβιν, έλαβε
χώρα μια θαυμαστή θεραπεία ενός κωφάλαλου νεαρού μέσω των προσευχών του. «Μια
τρομερή ασθένεια, συνέπεια ενός βαρύτατου αμαρτήματος που διαπράχθηκε από έναν
νεαρό άνδρα στην παιδική ηλικία»,— είπε ο γέροντας στη δυστυχισμένη μητέρα του
και ψιθύρισε κάτι απαλά στο αυτί του κωφάλαλου. «Πάτερ, δεν μπορεί να σε
ακούσει», αναφώνησε η μητέρα του με σύγχυση, «είναι κουφός...». — «Δεν σε
ακούει», απάντησε ο γέροντας, «αλλά εμένα με ακούει»,— και πάλι είπε κάτι
ψιθυριστά στο αυτί του νεαρού. Τα μάτια του άντρα γούρλωσαν με τρόμο και
κούνησε υπάκουα το κεφάλι του... Μετά την εξομολόγηση, ο μοναχός Βαρσανούφιος
τον κοινώνησε και η ασθένεια εγκατέλειψε τον άρρωστο.
Ένα τρομερό όραμα
«Στην εποχή μας,— διηγήθηκε ένας ερημίτης,— υπήρχε ένας
αδελφός ονόματι Ιωάννης. Αυτός, ως ειδικός στην ανάγνωση των βιβλίων, ορίστηκε
ως ο κατ’ εξοχήν αναγνώστης μαζί μας. Αυτός ο αδελφός πέθανε, ενώ μετά από λίγο
διάστημα, δεν εμφανίστηκε στο όνειρο, αλλά στην πραγματικότητα στον πνευματικό
του πατέρα Σάββα. Στεκόταν στην πόρτα του κελλιού, γυμνός και καμένος σαν
κάρβουνο με μια πικρή θλίψη, ζητώντας έλεος και συγχώρεση, ενώ ομολόγησε στον
πνευματικό του πατέρα την αμαρτία για την οποία υπέφερε τόσο τρομερά
βασανιστήρια». «Εγώ,— είπε, —πάντα αντιστέκομαι στο νόμο και περιγελώ τις
Γραφές».
Σύντομα αυτό το τρομερό όραμα εξαφανίστηκε από τα μάτια
του πνευματικού πατέρα, που από τον τρόμο του, δεν το είπε σε κανέναν, ούτε σε
μένα, που ήμουν πάντα μαζί του, φοβούμενος ότι ήταν δαιμονική εμμονή. Μετά από
πολύ καιρό, το όραμα επαναλήφθηκε ξανά. Με μια οδυνηρή κραυγή, ο ατυχής πάσχων
ζήτησε από τον πνευματικό του πατέρα: «Πες, πες σε όλους για την αμαρτία μου!
Διαφορετικά, θα βασανιστείς εσύ ο ίδιος. Μόνον τότε ο Σάββας μου είπε τα πάντα.
Έχοντας μάθει λεπτομερώς για τη ζωή του αποθανόντος αδελφού, ήμασταν
πεπεισμένοι ότι ήταν πραγματικά ο τρόπος που εξομολογήθηκε μετά το θάνατο
ενώπιον του πνευματικού του πατέρα»[3].
Αναστηθείς για εξομολόγηση
«Στο Ορλόφ, της επαρχίας Βιάτκα,— γράφει ένας άλλος
Αγιορείτης, — υπάρχει ένας ιερέας, ο Μ. Λ., στενός συγγενής μου. Μου ανέφερε
την ακόλουθη περίπτωση: στην ενορία του, δέκα βέρστια (σημ. τ. μεταφρ. = 1
βέρστι ήταν 1066,8 μέτρα) μακριά από την πόλη, ζούσε ένας χωρικός που
διακρινόταν για τον πράο χαρακτήρα και τη σεμνότητά του.
Το 1848 ή το 1849, δεν ενθυμούμαι την ακρίβεια, αυτός ο
χωρικός αρρώστησε απεγνωσμένα. Κατόπιν αιτήματός του, ο πατήρ Μ. τον κατηύθυνε
προς τα Άγια Μυστήρια και αφού αυτός τα δέχτηκε, ο ασθενής αυτός απέθανε
σύντομα. Τον έπλυναν, τον εναπόθεσαν στο τραπέζι και ετοίμασαν το φέρετρο.
Είχαν περάσει δύο ώρες από τη στιγμή που ο άρρωστος παρέδωσε το πνεύμα και
ξαφνικά ανοίγει τους οφθαλμούς του, κάθεται στο κρεβάτι μόνος του, ενώ καθ' όλη
τη διάρκεια της ασθένειάς του δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, παραμένοντας σε
άκρα εξάντληση της δύναμής του. Τα πρώτα του λόγια, μόλις άνοιξε τους οφθαλμούς
του και κάθισε, ήταν, ότι έπρεπε να του στείλουν ιερέα το συντομότερο δυνατό,
πράγμα το οποίο και εκπληρώθηκε αμέσως».
«Όταν εγώ,— λέει ο πατήρ Μ.,— έφτασα στον αναστηθέντα,
αυτός ζήτησε από όλους να εξέλθουν από το δωμάτιο, ανακοινώνοντάς τους, ότι
ήθελε να μιλήσει μόνος του στον ιερέα. Οι συγκατοικούντες εξήλθαν, ο αναστηθείς
πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε: «Πατέρα! Πράγματι, απέθανα, παρελήφθην από τους
αγγέλους και παρουσιάστηκα στον Κύριο. Όταν παρουσιάστηκα μπροστά Του και
υποκλίθηκα σε Αυτόν, Αυτός με κοίταξε τόσο καλοκάγαθα, με τέτοια αγάπη που δεν
μπορώ να την εκφράσω. Η εμφάνισή Του — δεν μπορώ να περιγράψω πόσο καλή ήταν!
«Γιατί τον πήρατε αυτόν; — τελικά είπεν ο Κύριος με πραότητα στους αγγέλους που
με έφεραν. — Έχει ακόμα μια αμαρτία στην ψυχή του, την οποία δεν έχει
ομολογήσει ποτέ σε έναν εξομολογητή, έχοντάς την ξεχάσει για πολύ καιρό. Και
ταυτόχρονα, ο Κύριος μου θύμισε την ανομολόγητη αμαρτία μου. Εκείνη τη στιγμή
ένιωσα μόνο τον εαυτό μου ότι, σίγουρα, είχα μια τέτοια αμαρτία, αλλά την
ξέχασα και ποτέ δεν μετανόησα γι' αυτήν στον ιερέα. «Πάρτε τον, — συνέχισε ο
Κύριος, — για να καθαρίσει τη συνείδησή του ενώπιον του εξομολογητή και μετά να
τον φέρετε ξανά εδώ». «Εγώ ο ίδιος δεν ξέρω, — είπε ο αναστηθείς μετά από αυτό,
— πώς κατέστην πάλι ζωντανός». Εδώ, συναισθανθείς ομολόγησε την ξεχασμένη
αμαρτία του και ο πατέρας Μ. διάβασε μια αποδεχτή προσευχή πάνω του, ζητώντας
του να την θυμάται, όπως και αυτόν ως πνευματικό του πατέρα όταν εμφανιστεί ξανά
ενώπιον του Θεού. Μόλις ο πατήρ Μ. έφτασε στο σπίτι του, ο μετέπειτα αναστηθείς
ειρηνικά και χωρίς αμηχανία παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Έτσι καλοκάγαθος
είναι ο Κύριος»[4].
Μια ευσεβής γυναίκα, που περνούσε πάντα τις μέρες της
στην προσευχή και τη νηστεία, είχε μεγάλη πίστη στην Υπεραγία Δέσποινα, τη
Θεοτόκο μας και πάντα την ικέτευε για προστασία. Αυτή η γυναίκα βασανιζόταν
πάντοτε στη συνείδησή της για κάποια αμαρτία που είχε διαπράξει στα νεανικά
χρόνια της, την οποία, από ψευδή σεμνότητα, δεν ήθελε να αποκαλύψει στον
εξομολογητή της, αλλά όταν την ενθυμόταν, εκφραζόταν αόριστα με τα εξής λόγια:
«μετανοώ και για εκείνες τις αμαρτίες, που είτε δεν ανέφερα, είτε δεν
θυμήθηκα». Ιδιαιτέρως, στη μυστική προσευχή της, καθημερινά μετανοούσε γι αυτή
την αμαρτία της στη Μητέρα του Θεού, πάντα ικέτευε την Δέσποινα για να
μεσιτεύσει γι' αυτήν και για τη συγχώρεση της αμαρτίας της κατά την κρίση του Χριστού.
Έτσι, έχοντας ζήσει σε αρκετά μεγάλη ηλικία, απέθανε. Όταν την τρίτη μέρα
ετοιμάζονταν να θάψουν το σώμα της, η νεκρή αναστήθηκε ξαφνικά και είπε στην
φοβισμένη και έκπληκτη κόρη της: «Έλα πιο κοντά μου, μην φοβάσαι, κάλεσε τον
πνευματικό μου».
Όταν ήρθε ο ιερέας, αυτή είπε ενώπιον της συγκέντρωσης
του κόσμου:
«Μην τρομάζετε για μένα. Με το έλεος του Θεού και τη
μεσολάβηση της Πάναγνης Μητέρας Του, η ψυχή μου επέστρεψε για μετάνοια. Μόλις η
ψυχή μου χωρίστηκε από το σώμα μου, την ίδια στιγμή σκοτεινά πνεύματα την
περικύκλωσαν και ετοιμάζονταν να την αποπλανήσουν στην κόλαση, λέγοντάς της,
ότι ήταν άξια, διότι από ψευδή σεμνότητα, δεν αποκάλυψε την μυστική αμαρτία
της, την οποία είχε διαπράξει στα νεανικά της χρόνια. Σε μια τόσο λυσσώδη
στιγμή, εμφανίστηκε η άμεση Βοηθός, η Υπεραγία Δέσποινά μας, και, σαν πρωινό
αστέρι ή σαν αστραπή, διέλυσε αμέσως το σκοτάδι των κακών πνευμάτων και,
προστάζοντάς με να ομολογήσω την αμαρτία μου ενώπιον του πνευματικού πατέρα,
διέταξε την ψυχή μου να επιστρέψει στο σώμα μου. Τώρα λοιπόν, τόσο ενώπιόν σου,
άγιε πατέρα, όσο και ενώπιον όλων, ομολογώ την αμαρτία μου: αν και ήμουν
ευσεβής καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής μου, αλλά η αμαρτία που βρισκόταν στη
συνείδησή μου και την οποία ντρεπόμουν να ομολογήσω στους πνευματικούς πατέρες
από δειλία, θα με έφερνε στην κόλαση αν η Μητέρα του Θεού δεν είχε μεσολαβήσει
για μένα».
Λεχθέντων τούτων, ομολόγησε την αμαρτία της και στη
συνέχεια, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο της κόρης της, μεταφέρθηκε στην
αιώνια και μακάρια ζωή[1].
Συμβούλιο των αγγέλων
Ανάγνωση σύμφωνα με το βιβλίο του Ιερομονάχου Σεραφείμ
(Ρόουζ). «Η ψυχή μετά το θάνατο»:
Αρχιμανδρίτης Κυπριανός: «Σχετικά με αυτό, σας στέλνω μια
ιστορία ενός γνωστού σε μένα ανθρώπου, που απέθανε και επανήλθε στη ζωή.
Πιστεύω, ότι θα είναι ενδιαφέρον για εσάς ως παράδειγμα για τη σειρά άρθρων
σας.
Πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, λάβαμε ένα τηλεφώνημα
που μας ζητούσε να παρουσιάσουμε τα Ιερά Μυστήρια σε μια ηλικιωμένη γυναίκα,
μια χήρα που ζούσε στα προάστια της Αθήνας. Ήταν γηρασμένη και επειδή ήταν
σχεδόν εντελώς κλινήρης, δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησία. Παρόλο που συνήθως
δεν ικανοποιούμε τέτοια αιτήματα έξω από το μοναστήρι και στέλνουμε ανθρώπους
στον ενοριακό ιερέα, ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση είχα την αίσθηση, ότι έπρεπε
να πάω και έχοντας προετοιμάσει τα Άγια δώρα, ξεκίνησα από το μοναστήρι.
Βρήκα την άρρωστη ξαπλωμένη σε μια καμαρούλα, χωρίς να
έχει τα δικά της μέσα διαβίωσης, εξαρτημένη από τους γείτονες, που της έφερναν
φαγητό και άλλα απαραίτητα πράγματα. Απέθεσα τα Άγια Δώρα και τη ρώτησα αν
ήθελε να εξομολογηθεί για κάτι. Απάντησε: “Όχι, τα τελευταία τρία χρόνια δεν
υπάρχει τίποτα στη συνείδησή μου, που να μην έχει ήδη ομολογηθεί, αλλά υπάρχει
μια παλιά αμαρτία, για την οποία θα ήθελα να σας αναφέρω, αν και την έχω
ομολογήσει σε πολλούς ιερείςˮ. Της απάντησα, ότι, αν την είχε ήδη ομολογήσει,
δεν θα έπρεπε να το επαναλάβει. Αλλά επέμεινε, και γι αυτό μου είπε:
Όταν ήταν σε νεαρή ηλικία, αμέσως μόλις παντρεύτηκε, πριν
από περίπου 35 χρόνια, έμεινε έγκυος σε μια εποχή που η οικογένειά της
βρισκόταν σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση. Η υπόλοιπη οικογένεια επέμενε
σε άμβλωση, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά. Παρ' όλα αυτά, τελικά, παρά τη θέλησή
της, υπέκυψε στις απειλές της πεθεράς της και η επέμβαση έγινε. Ο ιατρικός
έλεγχος των παράνομων επεμβάσεων ήταν πολύ πρωτόγονος, με αποτέλεσμα να πάθει
σοβαρή λοίμωξη και πέθανε λίγες μέρες αργότερα, χωρίς να προλάβει να ομολογήσει
την αμαρτία της.
Τη στιγμή του θανάτου, που ήταν το βράδυ, ένιωσε ότι η
ψυχή της χωριζόταν από το σώμα της και με τον τρόπο που περιγράφουν συνήθως, η
ψυχή της παρέμενε κοντά και παρακολουθούσε καθώς το σώμα πλενόταν, ντυνόταν και
τοποθετείτο στο φέρετρο. Το πρωί, ακολούθησε την πομπή στην εκκλησία,
παρακολούθησε την νεκρώσιμο ακολουθία και είδε πώς τοποθετήθηκε το φέρετρο σε
μια νεκροφόρα για να μεταφερθεί στο νεκροταφείο. Η ψυχή φαινόταν να ίπταται
πάνω από το σώμα σε χαμηλό υψόμετρο.
Ξαφνικά, όπως περιέγραψε, δύο “διάκονοι” εμφανίστηκαν στο
δρόμο ενδεδυμένοι σε έκλαμπρα στιχάρια και οράρια. Ένας από αυτούς διάβαζε από
έναν πάπυρο. Καθώς πλησίαζε το αυτοκίνητο, ένας από αυτούς σήκωσε το χέρι του
και το αυτοκίνητο έσβησε. Ο οδηγός βγήκε για να δει τι συνέβη στον κινητήρα και
εν τω μεταξύ άγγελοι άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους. Αυτός που κρατούσε τον
πάπυρο, ο οποίος αναμφίβολα περιείχε μια λίστα με τις αμαρτίες της, διέκοψε την
ανάγνωση και είπε: “Είναι κρίμα, υπάρχει μια πολύ σοβαρή αμαρτία στη λίστα της
και προορίζεται για την κόλαση, γιατί δεν την ομολόγησε”. — “Ναι, — είπε ο
δεύτερος, — αλλά είναι κρίμα που πρέπει να τιμωρηθεί, γιατί δεν ήθελε να το
κάνει και η οικογένειά της την ανάγκασε. — “Πολύ καλά”, — απάντησε ο πρώτος, —
“το μόνο που μπορεί να γίνει, είναι να την στείλει πίσω για να ομολογήσει την
αμαρτία της και να μετανοήσει γι αυτήν”.
Με αυτά τα λόγια, ένιωσε ότι την έσυραν πίσω στο σώμα,
στο οποίο εκείνη τη στιγμή ένιωσε απερίγραπτη αηδία και αποτροπιασμό. Μια
στιγμή αργότερα, ξύπνησε και άρχισε να χτυπά μέσα από το φέρετρο, το οποίο ήταν
ήδη κλειστό. Μπορεί κανείς να φανταστεί τη σκηνή που ακολούθησε.
Αφού άκουσα την ιστορία της, την οποία περιέγραψα εδώ εν
συντομία, της έδωσα τη Θεία Κοινωνία και έφυγα, δοξάζοντας τον Θεό, ο οποίος
μου χάρισε την ευκαιρία να την ακούσω. Όσον αφορά την Εξομολόγηση, δεν μπορώ να
αποκαλύψω το όνομά της, αλλά μπορώ να σας ενημερώσω ότι βρίσκεται ακόμα εν τη
ζωή. Αν νομίζετε, ότι αυτή η ιστορία μπορεί να είναι χρήσιμη για τους άλλους,
τότε έχετε την άνευ όρων άδειά μου να τη δημοσιεύσετε.»
Τρεις μέρες για μετάνοια
Ο ιερέας Ντμίτρι Κόνιτσεφ, εφημέριος της Εκκλησίας της
Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Βέρχνι Ακτάς (Ταταρστάν), διηγήθηκε:
«Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς την ιστορία που πρόκειται
να διηγηθώ, αλλά ήμουν αυτόπτης μάρτυρας. Και επιπλέον, αυτό που συνέβη, δεν
μου φαίνεται περίεργο. Αλλά περισσότερα γι αυτό, αργότερα.
Αυτό συνέβη πριν από 3 χρόνια. Ο παππούς μου πήγαινε
πάντα στην εκκλησία μας, το όνομά του ήταν Αλεξέι Μιχάιλοβιτς Γκορόχοβ. Η
σύζυγός του Μαρία πέθανε πριν από 15 χρόνια και από τότε ζούσε μόνος του. Καθώς
πλησίαζε η Σαρακοστή, ο Αλεξέι Μιχάιλοβιτς αρρώστησε και μεταφέρθηκε στο
περιφερειακό νοσοκομείο. Δυστυχώς, οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα.
‟Ο Αλεξέι Μιχαΐλοβιτς πέθανεˮ, μας είπαν οι γιατροί και πιστοποίησαν τον θάνατό
του.
Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Αλμέτιεφσκ, στο νεκροτομείο της
πόλης. Ωστόσο, λίγες ώρες αργότερα, ο παθολόγος παρατήρησε ξαφνικά ότι στο
σώμα... υπάρχουν σημάδια ζωής. Έστειλε επειγόντως τον Αλεξέι Μιχάιλοβιτς στη
μονάδα εντατικής θεραπείας — και την επόμενη μέρα ο παππούς ήρθε στα καλά του.
Αμέσως μετά ζήτησε να καλέσουν έναν ιερέα να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει.
Μετά το μυστήριο της Μετάνοιας και την αποδοχή των Αγίων
Μυστηρίων του Χριστού, ο Αλεξέι Μιχάιλοβιτς μοιράστηκε με τον ιερέα αυτό που
είδε μετά τον ‟θάνατόˮ του. Και είδε τη σύζυγό του Μαρία, που τον κοίταξε
σιωπηλά και έφυγε. Την επόμενη στιγμή ο Αλεξέι Μιχάιλοβιτς είδε πολλούς
ανθρώπους στην άκρη ενός φλεγόμενου λάκκου. Οι άνθρωποι έπεφταν εκεί κατά
εκατοντάδες. Υπήρχαν κραυγές και βάσανα παντού. Ξαφνικά δύο νεαροί άνδρες με
λευκά ρούχα ήρθαν και είπαν: ‟Είναι πολύ νωρίς για να είσαι εδώ. Πήγαινε να
μετανοήσεις. Έχεις 3 ημέρεςˮ, και μετά από αυτό ο Αλεξέι Μιχάιλοβιτς ξύπνησε
στο νεκροτομείο.
Και μια μέρα αφότου ο ιερέας δέχτηκε την Μετάνοιά του,
ενημερωθήκαμε ότι ο Αλεξέι Μιχαήλοβιτς είχε πεθάνει — και αυτός ήταν ήδη
πραγματικός θάνατος. Τρεις ημέρες μετά το ασυνήθιστο όραμά του.
Αργότερα μίλησα με την κόρη του και μου είπε, ότι ο
πατέρας της, όταν ήταν πολύ νέος, εργαζόταν ως οδηγός μεταγωγών για το Λ.Κ.Ε.Υ
(σημ.τ.μεταφρ. Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσων) και μετέφερε κρατούμενους
στην εξορία. Έναν παγωμένο χειμώνα, μετήγαγε μια ηλικιωμένη μοναχή σε
καταστολή, που ήταν ελαφρώς ντυμένη και παγωμένη. Τότε ο πατέρας την κάλυψε με
την κάπα του από δέρμα προβάτου, και αυτό της έσωσε τη ζωή. Σε ευγνωμοσύνη, η
καλόγρια υποσχέθηκε να προσευχηθεί γι' αυτόν.
Η κόρη ήταν σίγουρη — και εγώ είμαι σίγουρη — ότι μέσω
των προσευχών της δόθηκαν στον Αλεξέι Μιχαήλοβιτς αυτές οι τρεις ημέρες. Για να
μετανοήσετε, μεταλάβετε την θεία κοινωνία — και μεταβείτε στην αιώνια ζωή ως
αληθινός Χριστιανός.
Το γεγονός, ότι αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της
Σαρακοστής μου φαίνεται συμβολικό. Μετά από όλα αυτά, η νηστεία είναι μια εποχή
προσευχής, μετάνοιας και καλών πράξεων. Και για τις καλές πράξεις, με εντολή
του Θεού, ακόμη και ο θάνατος υποχωρεί για να μας δώσει χρόνο για μετάνοια».
Βαλεντίνα Ουλιάνοβα
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος
Θώδης
Pravoslavie.ru
4/24/2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου