Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Πατήρ Σίμων Αρβανίτης.ΚΤΙΤΩΡ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΠΕΝΤΕΛΗΣ.Μερικές προσωπικές μαρτυρίες γύρω ἀπὸτὸ χτίσιμο τῆς Ἱ. Μονῆς.




2. Μερικές προσωπικές μαρτυρίες γύρω ἀπὸ
τὸ χτίσιμο τῆς Ἱ. Μονῆς


1. ΜΑΣΤΡΟ-ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ


Εἶχε πεῖ στὸν π. Σίμωνα, λέει ο μαστρο-Γιώργος, νὰ χτίσουμε μια στέρνα για να μαζεύει το βρόχινο νερό. Μὲ τὸ
νερό της στέρνας αὐτῆς, ποὺ πράγματι ἔγινε, ποτιζόταν τὸ
περιβόλι καὶ ἐξυπηρετοῦσε ὅλη τὴ λάτρα τῆς κουζίνας. Αν
καμμιὰ φορὰ δὲν ἐπαρκοῦσε τὸ νερὸ αὐτό, γέμιζε ή στέρνα
ἀπὸ τὸ πηγάδι. Το μεγαλύτερο μέρος τῆς στέρνας τὸ ἔσκαψε ὁ π. Σίμων καὶ εἶχε χωρητικότητα 36 κυβικών.
Μετὰ τὸ χτίσιμο τῆς στέρνας, συνεχίζει ὁ κ. Πανταζής,
μοῦ ἀνέθεσε ὁ Γέροντας τὸ χτίσιμο του ξενώνα γυναικῶν.
Η τάξη ποὺ εἶχε ὁ Γέροντας στὴ Μονὴ ἦταν καλή. Τὸν
ξενῶνα τὸν ἔκανε πιο κάτω ἀπὸ τὰ κελλιὰ τῶν Μοναχῶν
στην Πύλη τῆς Μονῆς. Ἔτσι ἀποφευγόταν νὰ μένουν ἄνδρες καὶ γυναῖκες μαζί, πράγμα ανάρμοστο γιὰ Μοναστήρι.
Οἱ γυναῖκες, ἂν ἔπρεπε νὰ μείνουν ἐκεῖ, φιλοξενούνταν
στον ξενώνα γυναικών. Μια κοπέλλα ποὺ ἤθελε νὰ μείνη
καὶ νὰ διακονῆ στὴ Μονὴ χειροθετήθηκε Μοναχὴ μὲ σκοπὸ
νὰ ἐξυπηρετεῖ τὶς γυναῖκες ποὺ ἐρχόντουσαν ἀπὸ τὴν ἐπαρχία αποβραδίς γιά νά λειτουργηθοῦν ἐκεῖ.
Τρεῖς ἀδελφὲς ἀπὸ τὸ Βόλο, ποὺ ἔρχονταν στὸν Γέροντα, προσέφεραν ἑκατὸν πενήντα χιλιάδες γιὰ νὰ χτιστεῖ τὸ
ἐκκλησάκι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸν γυναικεῖο ξενώνα. Ο Γέροντας προσευχόταν ἐπὶ τρεῖς μέρες
προκειμένου νὰ μᾶς ὑποδείξει ποῦ θὰ ἔπρεπε νὰ χτιστεῖ ἡ
ἐκκλησία αὐτή.
Σε κάθε έργο που γινόταν αντιμετωπίζαμε τεράστιες
δυσκολίες, συνεχίζει ο μαστρο-Γιώργος. Φαινόταν καθαρά
πὼς ὅλες προέρχονταν από τον πονηρό. Τὰ ἔργα ποὺ γίνονταν στη Μονή χέρι ανθρώπου δὲν θὰ μποροῦσε νά τά κάνει.
Επρεπε νὰ ἀγωνιζόμαστε συνεχῶς ἐναντίον τοῦ πονηροῦ,
πού προσπαθούσε να θάψει τό ξαναζωντάνεμα τοῦ «Ὄρους
τῶν ᾿Αμώμων».

Εργολάβος τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἦταν ένας, ο Κύριος.Προκειμενου  νὰ ἀρχίσουμε τὸ ἔργο τοῦ χτισίματος τῆς Μονῆς ὁ π. Σίμων 
ἔθεσε στη διάθεσή μου 50.000 δρχ. Στην αρχή ήταν όλα
πολύ δύσκολα. Οὔτε ἐργάτες υπήρχαν ούτε μεταφορικά
κακίες ανάμεσα στους εργάτες που βρίσκαμε. Ο π. Σίμων δὲν ἀνεχόταν τις κακότητες. Όταν σε κάποια
μέσα περίπτωση
ἕνας ἐργάτης κατηγόρησε έναν άλλον, ό π. Σίμων τὸν ἔδιωξε ἀμέσως. Δὲν ἤθελε στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου να υπάρχουν
σκάνδαλα. Ὅπως δὲ εἶπα, οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγάλες,
Κάποτε έφτασα στὸ σημεῖο νὰ θέλω νὰ ἐπιστρέψω τὰ χρήματα γιὰ τὴν οἰκοδομὴ καὶ νὰ ἀφήσω τὴν ἐργολαβία. Δεν
ἔβρισκα ἀνθρώπους. Ἐκεῖνο ὅμως τὸ βράδυ είδα ἕνα ὄνειρο
ποὺ μὲ ταρακούνησε, ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα μοῦ ἔδωσε καὶ
πολύ θάρρος. Παρουσιάστηκε ή 'Αγία Βαρβάρα καὶ μοῦ εἶπε
πὼς καὶ αὐτὴ θὰ βοηθοῦσε γιὰ νὰ γίνει τὸ ἔργο. Καὶ πράγματι. Ἦρθε ἀμέσως ή βοήθειά της. Το πρωΐ μαζεύτηκαν κάπου δέκα ἐργάτες στο σπίτι μου καὶ μοῦ εἶπαν πως θέλουν
νὰ ἔρθουν νὰ δουλέψουν στο Μοναστήρι. Είχε πέσει άνεργία στις δουλειές τους. Όταν πήγαμε ἐπάνω, ὁ π. Σίμων
μᾶς καλοδέχτηκε χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε γιατί ἀργήσαμε να
ἀνεβοῦμε. Καὶ ἐπὶ πλέον βρέθηκε καὶ ἄνθρωπος ποὺ θὰ
μᾶς πήγαινε καὶ θὰ μᾶς ἔφερνε πίσω. Ο ξενώνας θά γινόταν
μὲ διαστάσεις 20x8 μ. Την πέτρα θὰ τὴν παίρναμε ἀπὸ ἕνα
μεγάλο βράχο ποὺ εἶχε κυλίσει πρίν ἀπό πολλά χρόνια ἀπὸ
τὴν κορυφὴ τοῦ βουνού.
Ὅ,τι κάναμε, τὸ κάναμε πάντα μὲ εὐλογία τοῦ Γέροντα,
γιατὶ πάντα τὸν ρωτοῦσα πάνω στην πορεία τοῦ ἔργου. Ο π. Σίμων δὲν μποροῦσε νὰ παρακολουθήσει ἀπὸ κοντὰ τὸ
ἔργο, γιατί ἦταν πολὺ ἀπασχολημένος μὲ τὸ πνευματικό του
ἔργο, ἀκολουθίες, ἐξομολόγηση κλπ. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες ποὺ ἐπισκέφθηκε τον π. Σίμωνα τὸν ρώτησε:
– Δὲν σὲ βλέπω, Γέροντα, νὰ πηγαίνεις να παρακολουθεῖς τὸ ἔργο ποὺ γίνεται ἀπὸ κοντά.
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε:
Βρήκα άνθρωπο! Βρήκα άνθρωπο!
Ὅταν ἦταν νὰ ρίξουμε την πλάκα γιὰ τὸν ξενώνα, στην
ἀρχὴ συμφωνήσαμε νὰ ἔρθει μπετονιέρα. Η μπετονιέρα ἦρθε ὡς ἕνα σημεῖο, ἀλλὰ μέχρι το Μοναστήρι δὲν μποροῦσε
νὰ ἔρθει ἐξαιτίας τοῦ δρόμου που ουσιαστικὰ δὲν ὑπῆρχε.
Ἔπρεπε ὅμως νὰ ρίξουμε την πλάκα. Καὶ τὸ κάναμε κουβαλώντας τὸ χαρμάνι στον ώμο. Εκείνη τὴν ἡμέρα μαζεύτηκαν
σαρανταπέντε ἄτομα, μικροί, μεγάλοι, εργάτες, ἐπισκέπτες,
οἱ πάντες, σᾶς λέω. Καὶ ἐκείνη τὴν ἡμέρα κανένας ἐργάτης
δὲν θέλησε πληρωμή. Γιὰ ὅσους δούλεψαν, ὁ Γέροντας μου
εἶπε νὰ πάρω ἕνα ἀρνὶ γιὰ νὰ φᾶνε ὅλοι,
Κάτι πολύ ενδιαφέρον εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς ἀναφέρω τώρα. Είχαμε ετοιμάσει τὸ ἀστάρωμα τῆς μισῆς πλάκας καὶ διαπιστώσαμε πώς τὸ νερὸ εἶχε τελειώσει. Τὸ παίρναμε ἀπὸ τὸ πηγαδάκι, γιατί ή στέρνα δὲν εἶχε νερό. Εἴπαμε
στὸν π. Σίμωνα πώς νερὸ δὲν ὑπῆρχε. «Φᾶτε, μᾶς εἶπε, τὸ
φαγητό ποὺ εἶναι ἕτοιμο καὶ σᾶς περιμένει καὶ τὸ νερὸ θὰ
ἔρθει». Καὶ ἐνῶ ἦταν καλοκαιρία, τὴν ὥρα ποὺ τρώγαμε ἔπιασε δυνατή βροχὴ καὶ χαλάζι. Γέμισε ὅλος ὁ λάκκος μὲ
νερό. Περίπου δυόμιση μέτρα βάθος. Όλοι βοήθησαν καὶ
τὸ ἔργο τῆς ἡμέρας τελείωσε χωρίς κανένας νὰ παραπονεθεῖ πὼς κουράστηκε ἢ νὰ βαρυγκομήσει γιὰ ὁ,τιδήποτε.
Οταν ὁλοκληρώθηκε ο ξενώνας, ἔγινε ἕνα ὡραῖο κτίριο.
Έκανα λογαριασμό καὶ εἶδα πώς ξόδεψα μόνο 49.500 δρχ.
Ἦταν τὰ χρήματα που προορίζονταν για πληρωμὴ τῶν ἐργατῶν. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς ἔκαναν δωρεὲς καὶ χάριζαν τὰ μεροκάματά τους. Τα υλικά τά πλήρωνε ὁ π. Σίμων καὶ ἔφθα-
σαν καὶ αὐτὰ τὶς 49.500 δρχ. Καὶ εἶναι θαῦμα μεγάλο πῶς
ἔγινε ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο καὶ στοίχισε μόνο τόσο λίγα
χρήματα, μάλιστα σε μια εποχή πού ή ζωή εἶχε γίνει πολύ
δύσκολη καὶ ἀκριβή.
Θυμᾶμαι πώς, ὅταν πρωτοαρχίσαμε τὶς ἐργασίες, εἶχε
πεῖ στοὺς ἐργάτες, ὅτι, ὅποιος δουλέψει γιὰ τὸν Ἅγιο Παντελεήμονα, θὰ πάρει ἔπειτα καλὴ καὶ μόνιμη θέση. Καὶ αὐτὸ
ἔγινε πράγματι. Όλοι τακτοποιήθηκαν καλά.
Εἶχα πεῖ στὸν π. Σίμωνα πώς καλό θά ἦταν νὰ χτίζαμε μιὰ μεγάλη εκκλησία, γιατὶ τὸ μικρὸ ἐκκλησάκι δεν χωρούσε
τόσον πολύ κόσμο που ερχόταν επάνω. Τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ᾿Αγίου Παντελεήμονος ερχόταν ό π. Χρυσόστομος ἀπὸ τὴν Πάρο καὶ λειτουργοῦσε, ἐνῶ ὁ π. Σίμων εύλογούσε
τὸ λαό. Κάποια στιγμή μοῦ εἶπε πώς, όταν τελειώσει ή θ. Λειτουργία, θὰ ἔβγαινε στο πεζουλάκι τῆς ἐκκλησίας γιὰ νὰ
βγάλει λόγο. Εσύ, μοῦ εἶπε, νὰ εἶσαι κοντά. Έξω φύσαγε
δυνατὸς ἀέρας ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Θα πρέπει να διευκρινησω πώς στὸ πανηγύρι μόνος μου έπαιρνα καὶ ἔβγαζα δίσκο
χωρὶς νὰ τὸ θέλει ὁ Γέροντας καὶ τοῦ ἔδινα κατόπι τὰ χρήματα. Μιὰ μέρα μάλιστα τοῦ λέω:
-
- Ἂν μια μέρα δὲ ἔχεις λεφτά, τί θὰ κάνεις, π. Σίμων;
Ὅσα χρειάζεται νὰ ξοδέψω, μοῦ εἶπε, βρίσκονται με
σα στὸ παγκάρι. Αν κρατήσω καὶ μιὰ δραχμὴ γιὰ τέτοιες
– έκτακτες – ἀνάγκες, τὰ χρήματα δὲν αὐξάνονται. Τὸ παγκάρι μένει άδειο!
Ὁ π. Σίμων ἔξω στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας ἔβγαλε τὸ λόγο του καὶ εἶπε:
Ἡ ἐκκλησία εἶναι μικρή. ᾿Απὸ αὔριο θὰ βάλουμε ἐμ-
πρὸς γιὰ νὰ χτίσουμε τὴ μεγάλη εκκλησία. Θὰ τὴν ἀναλάβει
ὁ μαστρο-Γιώργης ἀπὸ ἐδῶ. Καὶ στὰ ἐγκαίνια θὰ ἔρθει Πατριάρχης νὰ τὴν ἐγκαινιάσει.
Ἐγὼ γύρισα μὲ τὸ δίσκο καὶ μάζεψα ὅ,τι πρόσφεραν οι πιστοί. Τελευταῖα μιὰ μαυροφόρα γυναίκα ἄφησε κάτι δίφραγκα καὶ δεκάρες.
-
- Πάρτα κι αὐτὰ γιὰ γούρι! μοῦ εἶπε.
Στὸν π. Σίμωνα πρότεινα να πάρουμε μηχανικό τὸν κ. Νικολαΐδη, ὁ ὁποῖος εἶχε χτίσει καὶ τὴν ῾Αγία Βαρβάρα στὴ
Λυκόβρυση καὶ τόν Αγιο Γεώργιο στα Μελίσσια.
Τὴν ἄλλη μέρα ήρθε να σκάψει ὁ ἐκσκαφέας. Μόλις
σκάψαμε, φάνηκε τὸ μέρος ὅπου ὑπῆρχε παλαιότερα ή 'Αγία
Τράπεζα. Εἴπαμε στο χειριστὴ νὰ μὴ σκάψει ἄλλο, γιατὶ θὰ
τὸ σκάβαμε μὲ τὰ χέρια. Αὐτὸς δὲν μᾶς ἄκουσε καὶ συνέχι
σε τὸ σκάψιμο. Όταν ακούμπησε τὴν ῾Αγία Τράπεζα τῆς
παλιᾶς ἐκκλησίας, βλαστήμησε. ᾿Αμέσως τὸ μηχάνημα ἔσπασε! Χρειάστηκαν δεκαοκτώ μέρες νὰ ἐπισκευαστεί. Ὁ Θεὸς
ἤθελε νὰ σκάψουμε μὲ τὰ χέρια, γιατὶ ὁ χῶρος ἦταν ἱερός.
Είχαμε καλουπώσει τὴν πρώτη πλάκα τῆς ἐκκλησίας, συνεχίζει ὁ μαστρο-Γιώργος, καὶ ἦταν νὰ τὴ ρίξουμε. Εγώ κοιμόμουν πίσω ἀπὸ τὴν ἀποθήκη, ὅπου είχαμε βάλει ξύλα καὶ
σκαλωσιές. Τὸ φεγγάρι ἔφεγγε σὰν νὰ ἦταν μέρα. Δὲν ξέρω
πῶς μοῦ ἐρχόταν στὸ νοῦ ἡ τόλμη τῆς ῾Αγίας Μαρίνας που
ἔπιασε τὸ σατανᾶ ἀπὸ τὰ κέρατα. Ακούω τὴ στιγμὴ ἐκείνη
γρατσουνίσματα. Καμμιά γάτα θὰ εἶναι, σκέφθηκα, ὁπότε
βλέπω ένα πράγμα μαύρο που γινόταν σαν τουλούμι μεγάλο
καὶ ἦταν ἕτοιμο νὰ μοῦ ἐπιτεθεῖ. Τὸ φύσηξα καὶ τοῦ κάνω,
φοῦ! καὶ ἀμέσως ἔγινε καπνὸς καὶ χάθηκε! Νά, ἡ δύναμή
σου, σατανᾶ! εἶπα μέσα μου. ᾿Από τότε δὲν φοβάμαι τους
δαίμονες. Τὸ πρωΐ λέω στον π. Σίμωνα, «παραλίγο νὰ σοῦ
ἔφερνα τὸν σατανά πιασμένον ἀπὸ τὰ κέρατα σὰν τὴν ᾿Αγία
Μαρίνα»! Γέλασε ὁ π. Σίμων. «Νά, ή δύναμή του»!
Εἴχαμε ρίξει τὴν πλάκα γιὰ νὰ χτίσουμε επάνω τὴ μεγάλη ἐκκλησία τοῦ ῾Αγίου Παντελεήμονος. ᾿Απὸ κάτω δὲν τὴν
εἴχαμε ξεκαλουπώσει ἀκόμα. Τα δοκάρια ήταν μισό μέτρο
κοντὰ τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. Ένας εργάτης εἶδε τὸ Γέροντα
νὰ περνάει σὰν ἀστραπὴ βαδίζοντας μισό μέτρο πάνω ἀπὸ
τὴ γῆ καί, περνώντας ἀστραπιαῖα ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ στημένα
δοκάρια, βρέθηκε μέσα στη μικρή εκκλησία. Ο εργάτης,
ποὺ τὸν εἶδε καὶ τὸ ἔλεγε σὲ ὅλους μας, τὰ ἔχασε ἀπὸ τὴν
έκπληξή του».

Πολλές φορές, όταν βοηθούσα τους μαστόρους κάνοντας λάσπη, τύχαινε νὰ ἔρχονται οἱ μαστόροι καὶ νὰ μὴ βρίσκουν υλικά. Τότε μοῦ ἔλεγαν οἱ μάστοροι νὰ εἰδοποιήσω
τὸν π. Σίμωνα πὼς θὰ φύγουν, γιατὶ δὲν ἔχουν ὑλικὰ νὰ
δουλέψουν. Πήγαινα στον π. Σίμωνα καὶ τοῦ ἔλεγα αὐτὸ
ποὺ μοῦ εἶπαν οἱ μάστοροι. Ὁ Γέροντας μοῦ ἀπαντοῦσε:
Πές τους νὰ μὴ φύγουν. Θὰ ἔρθει ἡ ἄμμος.
-
Οι μάστοροι ανησυχούσαν, γιατί μεσημέριαζε καὶ μὲ ἔστελναν νὰ πληροφορήσω τον Γέροντα πὼς ἔφευγαν.
Πές τους, ξανάλεγε, νὰ μὴ φύγουν, γιατὶ ἡ ἄμμος έρχεται!!!
Καὶ πραγματικὰ ἡ ἄμμος ἐρχόταν! Εβλεπα τό φορτηγό
νὰ ἀνεβαίνει μὲ ἄμμο στὸ ὕψωμα! Καὶ φυσικὰ δὲν ὑπῆρχαν
τηλέφωνα τότε ἐκεῖ καὶ δὲν εἶχε προηγηθεί καμμιά προσυνεννόηση, ὅταν τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Γέροντας. Τὸ ἴδιο ἴσχυε
καὶ σὲ κάθε παρόμοια περίπτωση ελλείψεως ὑλικῶν. Ὁ Γέροντας μέσα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία – χωρὶς νὰ ὑπάρχει δυνατότητα νὰ μπορεῖ νὰ ἰδεῖ τὸ δρόμο— ἔβλεπε μολοντοῦτο το
αὐτοκίνητο ποὺ ἐρχόταν!
Πόσο ἀγαποῦσε ὁ κόσμος τὸ Γέροντά μας! Είχε μαζέψει
ὅλους τοὺς μαστόρους, τοὺς χτίστες, τοὺς σοβατζήδες,
τοὺς καλουπατζήδες, τοὺς μαρμαράδες, τοὺς μαραγκούς
καὶ ἄλλους, ποὺ μόλις τελείωναν τὸ μεσημέρι τὸ μεροκάματό τους ἐρχόντουσαν ὅλοι στὸ Μοναστήρι. Οὔτε σπίτι τους
δὲν πήγαιναν. Ερχόντουσαν καὶ ἔχτιζαν, καλούπωναν, σουβάτιζαν, ἐντελῶς δωρεάν. Πόσο ὅλοι τους μᾶς ἀγαποῦσαν!
Ἐμεῖς δὲν χρειαζόταν να κάνουμε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ δείχνουμε τὴν ἔμπρακτη υπακοή, οπότε ὁ Θεὸς ἔστελνε τὰ
πάντα στὸ Γέροντά μας. Καὶ ὅταν ἦταν νὰ ρίξουμε μπετόν,
ἐρχόντουσαν τόσο πολλοὶ μάστοροι ποὺ τὸ ἔργο τελείωνε
πολύ γρήγορα. Ὁ κόσμος ἀποροῦσε γιὰ τὴν ταχύτητα, μὲ
τὴν ὁποία γινόταν τὸ ἔργο. Ἔρχονταν τότε στοὺς ἐργάτες
πλούσια φαγητά, λουκουμάδες, πίττες, κρέας, ψάρια, τὸ καλὸ κρασί, ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ γινόταν πραγματικό πανηγύρι.
Θυμᾶμαι ἐπίσης, ὅτι, ὅταν εἴχαμε καλουπώσει τὸν
τρούλλο τοῦ ῾Αγίου Παντελεήμονος, εἶχα ἑτοιμάσει ἀπὸ τὴν
προηγούμενη μέρα 90 χαρμάνια μπετόν (δηλ. δόσεις τσιμέντου μὲ τὸ ἀνάλογο υλικό, ἄμμο, χαλίκι, κλπ. ανακατεμένα
καὶ ἕτοιμες γιὰ ἀνάμιξή τους με νερό γιὰ νὰ ριχθοῦν). Όμως
ἐκείνη τὴ μέρα δὲν εἶχε ἔρθει κανένας ἀπὸ τοὺς μαστόρους
ποὺ εἶχα εἰδοποιήσει. Λέω στὸ Γέροντα, ὅτι δὲν ἔχει ἔρθει
κανένας γιὰ τὰ μπετά. Εκείνη την μέρα βρισκόντουσαν στὸ
Μοναστήρι δεκαπέντε νέα παιδιὰ καὶ ζήτησα ἀπὸ τὸ Γέροντα νὰ τοὺς πεῖ νὰ ἔρθουν νὰ μὲ βοηθήσουν. Ο Γέροντας
μοῦ εἶπε τότε νὰ κάνω τὸ σταυρό μου καὶ νὰ τοὺς πῶ νὰ
ἔρθουν. Αὐτὸ καὶ ἔκανα. Πήγα σὲ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τοῦ
εἶπα τί συνέβη. Τα παιδιά ήρθαν ευχαρίστως να βοηθήσουν.
Τα δώδεκα ἀπό αὐτά ήταν οικοδόμοι καὶ τὰ ἄλλα τρία φοιτητές. Κουβαλούσαν τούς τενεκέδες στη σκαλωσιὰ καὶ πρίν
να σχολάσει ἡ ἐκκλησία τελείωσαν τα χαρμάνια καὶ εἶχε
πέσει όλο το μπετόν στον τρούλλο.
Ο μαστρο-Γιώργος ἔλεγε: «Παιδιά μου, ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων σᾶς ἔστειλε σήμερα». Ήταν όλοι τους Σαντοριναῖοι,
ὁ ᾿Αρτέμης καὶ ἄλλοι. ᾿Απὸ ἐκείνη τήν ἡμέρα ὅλοι τους έρχόντουσαν τακτικά στις οικοδομικές εργασίες τῆς Μονῆς.
Μάλιστα ἐξομολογήθηκαν για πρώτη φορά στο Γέροντα. Μιὰ
μέρα παρακάλεσαν τὸ Γέροντα νὰ τοὺς ἐπιτρέψει, ὅταν θὰ
τελειώσει ὁ μεγάλος Ναός, νὰ κάνουν ἕνα μεγάλο προσκυνητάρι πρὸς τιμὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καὶ νὰ ἔρχονται κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου να τιμοῦν καὶ νὰ πανηγυρίζουν τὴν Παναγία. Ο Γέροντας δέχτηκε εὐχαρίστως
την πρότασή τους καὶ κάθε χρόνο ερχόντουσαν στὴ Χάρη
της καὶ τὴν πανηγύριζαν. Έφερναν μαζί τους ψάρια ἀπὸ τὴ
Σαντορίνη καὶ φάβα καὶ τὰ ἔτρωγαν μαζί μας στην τράπεζα
μετά τη θεία Λειτουργία. Πρόσφατα ρώτησα τὸν ᾿Αρτέμη
Πώς γιόρτασαν φέτος την πανήγυρη τῆς Θεοτόκου. Μου
ἀπάντησε: «Καλά, ὄχι ὅμως ὅπως πρίν μὲ τὸν Γέροντά μας.
Τώρα το Μοναστήρι μᾶς φαίνεται πώς εἶναι ἄδειο χωρίς
αὐτόν, πως κάτι λείπει...».
Ένα πρωϊνό, πρώτη του μηνός, ο μαστρο-Γιώργος μου
εἶπε: «π. Ζωσιμά, σήμερα θα κάνεις λάσπη γιὰ νὰ χτίσουμε
τὴν ἀποθήκη, ἐκεῖ ποὺ ἔχει μια τρύπα». Πήγαμε τότε μαζί
στὴν ἀποθήκη καὶ ἐκεῖνος ἔβγαλε κάτι ἄδεια πιθάρια λαδιού. Τὰ ἔβαλε ἀπέναντι καὶ ἄρχισε νά χτίζει την τρύπα.
Μόλις σχόλασε ή έκκλησία, ήρθε ὁ Γέροντας μέσα μαζί
μὲ ἄλλους καὶ ἔκαναν ἁγιασμό. Διάβασαν ὡραῖες εὐχὲς γιὰ
τα τρόφιμα πού ὑπῆρχαν μέσα καὶ ἔφυγαν. Τότε ο μαστρο-
Γιώργος, ὅταν τελείωσε το χτίσιμο, πήγε να πάρει τά πιθάρια γιά νά τά ξαναβάλει στη θέση τους. Καὶ τὶ βλέπει! Ὤ,
τοῦ θαύματος! Τα πιθάρια, ποὺ ἦταν ως τότε άδειανά, ἦταν
γεμάτα λάδι! Έβγαλε ἀμέσως την τραγιάσκα του καὶ ἔκανε 
τὸ Σταυρό του λέγοντας: «Μεγάλο θαῦμα ἐτοῦτο σήμερα 
 ὁ μαστρο-Γιώργος, ἔκανε πάντα τό Σταυρό του.
Ἐγὼ τρελλὸς δὲν εἶμαι!...». Όταν μᾶς διηγιόταν το γεγονός

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ὁ Γέροντας δὲν εἶχε μόνο συνεργεῖα ἀνδρῶν, μαστόρων, οἰκοδόμων, κλπ., 
είχε και συνεργεῖα γυναικῶν ποὺ καθάριζαν το Μοναστήρι, την έκκλησία, τὴν τραπεζαρία και γενικά ὅλο τὸ χῶρο τῆς Μονῆς.
Η κ. Κυριακή (Πανταζή) καὶ ἡ κ. Ουρανία - ό Θεός να
ἀναπαύσει τις ψυχές τους!- μαζί με κάποιες ἄλλες ἐρχόντουσαν κάθε δεκαπέντε μέρες καὶ ἔκαναν την καθαριότητα
τῆς Μονῆς καὶ τῶν κελλιῶν. Ἔπαιρναν τὰ ροῦχα τοῦ Γέροντα, τὰ ἔπλεναν στο σπίτι καί τά ἔφερναν ὅλα σιδερωμένα.
ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὴν ἀπορρύπανση τῶν χώρων χωρίς να
Καὶ ἐπὶ πλέον φρόντιζαν καὶ ψώνιζαν καὶ τὰ ἀπορρυπαντικά
ἐπιβαρύνουν το Μοναστήρι. Καὶ δούλευαν με τόση χαρά
καὶ ἐνθουσιασμό σάν νά ἦταν κοπελλίτσες, ἐνῶ ἦταν μεγάλης ἡλικίας καὶ δὲν τοὺς ἔλειπαν οἱ ἀρρώστιες καὶ οἱ διάφορες δοκιμασίες.
Επίσης ἐρχόταν καὶ ἕνα συνεργεῖο ἀπὸ τὸν Πειραιά
δυό-τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο καὶ ἔκαναν μεγάλη καθαριότητα
ἀπὸ τὸ πρωΐ μέχρι τὸ βράδυ σὲ ὅλους τοὺς χώρους. Ήταν
πράγματι ἄξιες καὶ ἀκούραστες γυναῖκες. Δὲν ξέρω τὰ ὀνόματά τους. Τὰ ξέρει ὁ Γέροντας καὶ βεβαίως ό Θεός. Καὶ θὰ
ἀπολαύσουν τώρα ἀπό τόν Κύριο πολλαπλάσια αὐτῶν ποὺ ἔκαναν γιὰ τὴν ἀγάπη του. Καὶ ἐκεῖ ψηλὰ ποὺ βρίσκεται ὁΓέροντας δὲν θὰ παύσει να πρεσβεύει γιὰ ὅλους ὅσοι μὲ ἀπαράμιλλο ζῆλο εργάστηκαν γιὰ τὴ Μονή.



Δεν υπάρχουν σχόλια: