. Θά αναφέρω αναλυτικώς δύο θαυμαστά γεγονότα, τά οποία επαληθεύουν αυτή τήν αλήθεια, αλλά αποδεικνύουν καί τήν παρρησία τού π. Γερβασίου ενώπιον τού Θρόνου Κυρίου Παντοκράτορος.
Ήταν παραμονή τής Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος, αρχές τής δεκαετίας τού ’70. Στήν κατασκήνωση τών κοριτσιών στά Συχαινά αρχηγός ήταν η αείμνηστη Αικατερίνη Ανδρικοπούλου. Παρά τίς προσπάθειες τών υπευθύνων δέν βρισκόταν Ιερέας νά λειτουργήσει τήν επόμενη μεγάλη εορτή γιά τά παιδιά. Ούτε γιά πρόσφορο εφρόντισαν. Εξάλλου, τί νά τό έκαναν; Στενοχωρημένες έπεσαν γιά ύπνο, αφού προσκύνησαν γεμάτες παράπονο τόν τάφο τού Γέροντα. Τό πρωί τούς ξύπνησε ο κτύπος τής καμπάνας τού Ναού τής Αγίας Παρασκευής. Πετάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ποιός χτυπά τήν καμπάνα; Έσπευσαν στήν Εκκλησία, όπου έκπληκτες βλέπουν τόν ενάρετο αείμνηστο Ιερέα π. Νικόλαο Κογιώνη νά στέκεται εκεί καί νά περιμένει. «Πάτερ ποιός σάς είπε νά έλθετε σήμερα νά λειτουργήσετε, αλλά καί ποιός σάς άνοιξε τήν κλειδωμένη πόρτα τής Κατασκήνωσης;» «Ο Παπούλης, ο π. Γερβάσιος εμφανίστηκε σέ μένα καί μέ κάλεσε νά λειτουργήσω γιά τά παιδιά του. Ο ίδιος μού άνοιξε τήν πόρτα» αποκρίθηκε ο π. Νικόλαος. «Πάτερ, δέν έχουμε πρόσφορο» ξαναρώτησαν τό ίδιο απορημένες. «Θά φροντίσει καί γι’ αυτό ο Παπούλης» είπε καί πάλι ο ευλαβέστατος Ιερεύς. Καί πράγματι. Μιά γυναίκα κατηφορίζει από τήν πύλη πρός τήν Εκκλησιά, κρατώντας σέ καθαρή πετσέτα τό πρόσφορό της. «Κυρία μου, πού έμαθες ότι έχουμε Εκκλησιασμό καί πώς ήρθες τόσο πρωί;» «Ξεκίνησα νά πάω τό πρόσφορό μου, πρωί-πρωί στόν Άγιο Νικόλαο τών Συχαινών γιά νά προλάβω τήν Προσκομιδή. Αλλά στό δρόμο ένας γέροντας παπάς μέ σταμάτησε καί μού είπε: Κόρη μου, πού πάς; Στόν Άγιο Νικόλαο έχει ο παπάς πρόσφορα. Νά τό πάς στήν Κατασκήνωση, γιά νά λειτουργήσουν, μού είπε καί εξαφανίστηκε. Έτσι ήλθα». «Ποιός ήταν ο παπάς;» Η απάντηση είναι φανερή.
Ήταν βράδυ στήν Κατασκήνωση τών κοριτσιών. Στό μεγάλο θάλαμο τά παιδιά κοιμούνται. Μιά ομαδάρχισσα πού είναι παρούσα ανάμεσά μας, παρέμενε ξύπνια, προσέχωντας τίς κατασκηνώτριες. Έκανε ζέστη καί η ομαδάρχισσα βγήκε στήν πόρτα νά πάρει αέρα. Ξαφνικά ακούει σουρτά βήματα καί κτύπους από μπαστούνι νά πλησιάζουν από τήν Εκκλησία. Δέν φαινόταν κάποιος, μόνο ήχος. Φοβισμένη η κοπέλα μπήκε μέσα καί στάθηκε όρθια καί προσευχόμενη δίπλα στό κρεβάτι της. Ο ήχος πλησίασε. Ο αόρατος άνθρωπος έκανε ένα γύρο εξωτερικά τού θαλάμου καί στήν συνέχεια μπήκε στό εσωτερικό του. Όταν πλησίασε στήν ομαδάρχισσα αυτή έκανε τό Σταυρό της. Καί τότε ο αόρατος επισκέπτης άρχισε νά απομακρύνεται καί συνάμα μιά άρρητη ευωδία απλώθηκε.
Ποιός ήταν αυτός, πού περπάταγε στήν Κατασκήνωση, ανάμεσα στά παιδιά; Είναι αυτός πού τό πανωφόρι του, δηλαδή τό αγιασμένο σώμα του είναι θησαυρισμένο πίσω από τόν Ναό τής Αγίας Παρασκευής. Είναι αυτός πού περιπολεύει τήν κατασκήνωση, τήν πόλη, τήν Οικουμένη, διότι έχει πρεσβεία. Τά μικρά παιδιά ακούνε στόν τάφο του κτύπους από τό μπαστουνάκι του. Είναι μιά διαρκής υπόμνηση. Δέν κτυπά μόνο για τά παιδιά αλλά καί γιά μάς. «Ξυπνήστε» ώρα εξ ύπνου ημάς εγερθήναι. Τά παιδία μου! Στά “παιδία του” αυτά αφιέρωσε τίς ύστατες σκέψεις του καί τούς παλμούς τών τελευταίων του ημερών. Έλεγε λίγο πρίν τήν αποστολική ημέρα τής 30ης Ιουνίου 1964, κατά τήν οποία εξεδήμησε πρός Κύριον: “Σάς εμπιστεύομαι τά παιδία μου, τά νήπιά μου, τό αύριον τού Έθνους, τάς χρυσάς ελπίδας τού αιωνίου μέλλοντός μου...”.
http://www.i-m-patron.gr/news1/news_2011/trisagio_gerbasiou_om_ambrosiou.html#1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου