Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

ΜΟΝΑΧΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΟΥ. ΤΗΝΟΣ ΣΥΡΟΣ 2





Ξαφνικά αυτές τις ουράνιες και μοναδικές σκέψεις μου, που λες και τις ζούσα ξανά εκείνη τη στιγμή, τις διακόπτει ένας ήχος καμπάνας, που ό αέρας την φέρνει σ’ εμένα, πολύ καθαρά, αν και ή απόσταση πού μας χωρίζει είναι αρκετά μεγάλη - είναι ή καμπάνα της Ύπεραγίας Θεοτόκου στη νήσο την ευλογημένη στην Τήνο. Τί συγκίνηση Θεέ μου! Όταν ό καιρός είναι καλός ακούγεται ό ήχος της ευλογημένης καμπάνας και εδώ στο πανέμορφο νησί των Κυκλάδων, στη Σύρο στην πολυαγαπημένη μας Ερμούπολη στην ευλογημένη μου πατρίδα, πού μου έδωσε τόσους πόνους, μα και χαρές - απόσταση με το πλοίο της γραμμής μισή ώρα στην Ύπεραγία Θεοτόκο κι οι σκέψεις με τριγυρίζουν - αλήθεια πώς λαχταρώ πάλι να ξαναζήσω ότι έζησα πηγαίνοντας στο άγιο αυτό νησί της Παναγίας μας - ζέστη πολύ έκανε κείνη τη μέρα που πάτησε το πόδι μου στην παραλία της Τήνου, Αύγουστος 14 του μηνός, παραμονή της Ύπεραγίας Θεοτόκου - κόσμος, ανθρώπινη θάλασσα κινείτο στην ανηφόρα προς την αγία Εκκλησία που ευλογεί ή Ύπεραγία Θεοτόκος εδώ και χρόνια - μεγάλη υπομονή πρέπει να έχεις έως ότου φτάσεις στην Αγία εικόνα της, να την παρακαλέσεις, να κλάψεις μπροστά στην Υπέρμαχο Στρατηγό - θα σ’ ακούσει, θα σέ λυτρώσει, θα σέ χαϊδέψει και ίσως, ακούσεις που θα σου πει κουράγιο παιδί μου, ψηλά το κεφάλι - στη δική μου αγκαλιά άφησε σέ μένα τους πόνους σου κι εγώ στην αγκαλιά μου σ’ έχω, όπως όλους τους ανθρώπους του κόσμου, ξεκουράσου κοντά σ’ έμενα κι εγώ θα σε θεραπεύσω - κλάψε, θα γίνεις καλά από το βαρύ φορτίο που σηκώνεις. Εγώ είμαι γιάτρισσα, σάς γιατρεύω και σάς αγαπώ όλους. 



Πονεμένοι γαληνέψετε κοντά μου ξεκουραστείτε από τους πόνους της ζωής. Βρέθηκα κι εγώ κάποια στιγμή μπροστά της τόσα είχα να της πω. Μα που πήγανε όλ’ αυτά τά λόγια τά πονεμένα που ήθελα να της πω; τίποτε, καμία λέξη δεν έβγαινε από το στόμα μου μόνο κλάματα, αναφιλητά ατελείωτα - μόνο ένα γιατί; Μπόρεσαν να ψελλίσουν τά χείλη μου και πάλι γιατί; Χαμένη έφυγα κάπου κάθισα μήπως και ηρεμήσω - σ’ άλλον κόσμο ζούσα; Όχι έδώ στη Γή; και το μάτι μου συνεχώς εκεί σ’ Εκείνη που τόσα άκουγε. Θεέ μου. ’Έφυγα, θα επέστρεφα στον εσπερινό -κοντά στη θάλασσα. Κάθισα στην παραλία ήσυχη, πανέμορφη ή θάλασσά μας, σαν λαμπερό γυαλί - ψαράκια μικρά έτρεχαν, να και μικρά καβουράκια. Τί τρέξιμο κι αυτό; Όλα μαγεμένα, όλα θεία, μία ομορφιά που μόνο συγκίνηση και δάκρυα στα μάτια σου έφερνε. 


Κι εγώ ζούσα και ευχαριστούσα Εκείνον που μου έδωσε ζωή απ’ τη ζωή του που μπορούν τά μάτια μου να χαίρονται όλες αυτές τις ομορφιές που βλέπω γύρω μου. «Κύριε Σ’ ευχαριστώ» μονολογούσα. Άπειρες ευχαριστίες στο θειο και ιερό πρόσωπο Σου Κύριε, και ή ώρα πέρασε. ’Έφυγα πάλι για την εκκλησία για τον εσπερινό, στην Παναγία. Κάθισα μαζί με χιλιάδες ανθρώπους και ό εσπερινός άρχισε. Αρχιερείς, ιερείς τιμούν το πανάγιο πρόσωπο την μητέρα του Ιησού Χριστού. Ασθενείς να φωνάζουν, άνθρωποι με ακάθαρτα πνεύματα να ουρλιάζουν, άλλοι να φωνάζουν παρακαλώντας να θεραπεύση το παιδί τους. «Πλούσιοι επτώχευσαν και έπείνασαν, οι δέ έκζητούντες τον Κύριο ουκ έλαττωθήσονται παντός αγαθού» λέει ό Αρχιερέας. Και ξαφνικά ακούγεται ένας ήχος βαρύς λες και πέφτουν κανονιές μες’ την εκκλησία. Ό κόσμος πάγωσε. Δεν ξέραμε οι βροντές από που είναι και είδαμε - έβγαιναν από την αγία εικόνα της Ύπεραγίας Θεοτόκου και στη συνέχεια μετά τις βροντές εκτυφλωτικές λάμψεις έβγαιναν από την θεία εικόνα. Μετά τις λάμψεις, βγήκε ένα σώμα φωτεινό, μία γυναίκα πού άστραφτε όλη ολοκάθαρα. Την είδαμε όλοι. Ήταν ή Ύπεραγία Θεοτόκος. Πετούσε ψηλά μέσα στην εκκλησία. Σταμάτησε σέ μία εικόνα του Ιησού Χριστού, πέταγε μέσα στην εκκλησία. 


Ό κόσμος είχε παγώσει τίποτα δεν ακουότανε ούτε οι αναπνοές χιλιάδων ανθρώπων. Μόνο οι ασθενείς στρίγγλιζαν και περιμέναμε και μείς οι αμαρτωλοί με τρόμο να δούμε τί θα γινόταν. Και τά θαύματα άρχισαν, ασθενείς δεμένοι κάτω με αλυσίδες ξαφνικά σταμάτησαν τις φωνές και ακούγαμε τις αλυσίδες πού έσπαγαν κομμάτια και οι άνθρωποι σηκώθηκαν πού ήταν ασθενείς και με κλάματα την ευχαριστούσαν και έπειτα άλλα. Ούτε θυμάμαι πόσοι έγιναν καλά και μετά τις θεραπείες και τά θαύματα στάθηκε στο κέντρο του ναού και ευλογούσε εμάς που κλαίγαμε και έβλεπε χέρια υψωμένα σ’ Εκείνη και κλάματα. Οι Αρχιερείς συνέχισαν να την δοξολογούν, παγωμένοι κι αυτοί από τη θέα της μητέρας του Θεού. Αγάπη γλυκεία, ευλογημένη, θεία, άπιαστη ονειρεμένη Δέσποινα, αγάπα μας πάντα. Άνθρωποι αδύναμοι είμαστε, συγχώρα μας ΕΣΥ και ό Γιός σου. Εσείς είσαστε ή ζωή και ή ανάσταση μας, εσείς είσαστε το φως, ή Αγάπη μας, ότι ωραίο και αληθινό, εμείς με το βάρος των αμαρτιών μας κουρασμένοι, κυρτωμένοι, βαδίζομε και προχωρώντας στο φοβερό παρόν και στο άγνωστο αύριο, ζητάμε το έλεος Σας. Συγγνώμη για τις αποστασίες μας, για τις πολλές πίκρες που Σάς δώσαμε και που ίσως εγώ Σάς έδωσα τις περισσότερες απ’ όλους - γονατιστή ζητώ τη συγγνώμη Σας. Τι ωραίες άγιες στιγμές αξέχαστες βλέπω το πλοίο πού μπαίνει στο λιμάνι, σφυρίζει, χαιρετάει τον 'Αγ Νικόλαο μία εκκλησία σπουδαία, μοναδικής αρχιτεκτονικής. Όμως βλέπω πώς εχομε επισκέψεις χαρούμενες. 


Ήρθαν και τά χελιδόνια τρέχουν ευτυχισμένα γύρω μας και ψάχνουν να χτίσουν κάποια φωλιές νάτες και οι σουσουράδες χαρούμενες τιτιβίζουν δεξιά και αριστερά - οι συκιές μας άρχισαν να εμφανίζουν και αυτές την παρουσία τους με τον τρυφερό φύλλο τους αρχίζουν και αυτές την αποστολή τους πάνω στη γη. Το δάσος αυτό το αγαπημένο μου δάσος περιμένει να πάω κοντά του, να περπατήσω πλάι  και να μυρίσω τη μυρωδιά του πού τόσο αγαπώ, σε λίγο θα σπείρω σιτάρι στα χωράφια μας και κριθάρι, περιμένουν ολ’ αυτά εμένα για να εκτελέσουν την αποστολή τους και αυτά, πόσες φορές όταν τά βλέπω να έχουν ψηλώσει και να είναι ώριμα τά στάχυα και να έχουν τον ευλογημένο καρπό, τρέχω σαν παιδί μέσα στα χωράφια και σχεδόν δεν φαίνομαι καθόλου, τόσο πολύ ψηλώνουν και ή σκέψη μου πηγαίνει στους μαθητές του Κυρίου - κείνη τη μέρα, πριν 2.000 χρόνια που πεινούσαν και έκοβαν στάχυα να φάνε για να χορτάσουν - οδοιπόροι ό Κύριος και οι μαθητές του με όλες τις δύσκολες συνθήκες να προχωρούν από το ένα μέρος στο άλλο, το χειμώνα με το δυνατό κρύο και το καλοκαίρι, με τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες ακούραστα για να κηρύττουν την μετάνοια και την βασιλεία των ουρανών. Πόσοι και πόσοι θεραπεύτηκαν; 


Πολλοί πίστεψαν, πολλοί Τον αρνήθηκαν, μολονότι έβλεπαν και καταλάβαιναν ότι είναι ό Μεσσίας, όμως ή καρδιά τους παρέμεινε σκληρή και αμετανόητη, υποστηρίζοντας το καθεστώς της εποχής εκείνης, αρνούμενοι την πραγματικότητα, τη θεότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Απόδειξη «εάν αυτόν αθωώσεις ουχί φίλος ει του Καίσαρος» Έτσι φώναζαν όλοι στο δικαστήριο την ώρα της δίκης του Κυρίου στον Πόντιο Πιλάτο. Αυτό ήτανε - να του που είναι ότι δεν θέλει τη φιλία του Καίσαρος, ή ότι δεν είναι φίλος; Έ, τότε πάει ή θέση του ή υψηλή, χάνεται και προτιμάει τη δόξα, την τιμή και προχωράει στη μεγάλη αδικία
της ζωής του. Το ξέρει ότι είναι αθώος πολύ καλά. Και νομίζοντας ότι ξεπλένει την κατάρα που τον κυνηγάει με λίγο νερό πλένει τά χέρια του. Ποιά χέρια; Όμως, αφού ματωμένα έμειναν από κείνη τη στιγμή; Ότι δεν κατάφερε να ξεπλύνει την ψυχή του και να μή λέμε «Σταυρωθέντα υπέρ ημών επί ποντίου Πιλάτου και παθόντα και ταφέντα». ’Έτσι έμεινε στην ιστορία, φονιάς του Ιησού Χριστού, διπλή ευθύνη φέρει λοιπόν. Γιατί είδε την αλήθεια και τη δολοφόνησε. Δεν σωνόσουν λοιπόν όσο νερό και αν έριχνες επάνω σου. Σέ τί σέ ωφέλησε μετά το σταυρικό θάνατο του Κυρίου ή φιλία με τον Καίσαρα;



Αφού για πάντα έγινες δικαστής ενός αθώου, του Θεού. Φυσικά κανένας Καίσαρας δεν κατάφερε να σέ σώσει δυστυχισμένε από την αιώνια κόλαση. Κύριος δικάστηκε και καταδικάστηκε σέ σταυρικό θάνατο - για να σώσει εμάς από την κόλαση την αιώνια, αλλά ή απέραντη Αγάπη Του μάς έδωσε και μία άλλη ενθαρρυντική υπόσχεση την υπόσχεση που είχε δώσει στους μαθητές την πιο δραματική ώρα πριν από το σταυρικό πάθος στο Μυστικό Δείπνο - τότε που οι καρδιές ήταν σέ αγωνία και σέ πόνο για τον αποχωρισμό του θείου Διδασκάλου, ακούσθηκε παρήγορη και ενισχυτική, ή θεϊκή φωνή «Μη ταρασσέσθω υμών ή καρδία, πιστεύετε εις τον Θεό και εις εμέ πιστεύετε. Εν τη οικία του πατρός μουμοναί πολλαί εισίν• πορεύομαι έτοιμάσαι τόπον ύμίν. Και εάν πορευθώ και ετοιμάσω ύμίν τόπον πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς έμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ και υμείς ήτε».


Ό αρχηγός της ζωής και νικητής του θανάτου, ό παντοδύναμος Κύριος, μάς διαβεβαίωσε κατηγορηματικά - πορεύομαι έτοιμάσαι τόπον ύμίν. Και αφού ετοιμάσω τον τόπο της διαμονής σας, θα έλθω εγώ να σάς παραλάβω. Τί σημαίνει αυτό; Όσοι έχουν ταξιδέψει σέ άγνωστες χώρες, μπορούν να το καταλάβουν καλύτερα πόση σημασία έχει όταν ταξιδεύεις σέ άγνωστο τόπο, να ξέρεις πώς κάποιος εκεί σέ περιμένει να σέ παραλάβει και ότι σου έχει ετοιμάσει το σπίτι της διαμονής σου. Πόση σιγουριάκαι πόση ασφάλεια σου δημιουργεί ή σκέψη πώς δεν ταξιδεύεις πια στο άγνωστο. Ή σκέψη του μεγάλου γνωστού εξουδετέρωσε το φόβο του αγνώστου. Και εμείς δεν θα βρεθούμε σέ άγνωστο τόπο και δεν θα μάς είναι άγνωστος αν από τώρα προγευόμαστε τις ομορφιές του. Και το πιο σπουδαίο θα συναντήσουμε εκεί τον πιο μεγάλο φίλο μας που από εδώ τον έχουμε αγαπήσει. Αυτός θα μάς οδηγήσει στο σπίτι του Πατέρα εκεί που έχει ετοιμάσει τη θέση του κάθε παιδιού της απέραντης αγάπης του - και τη δική μας θέση - Κύριε, έλα σέ περιμένουμε, το ξέρεις ότι ζούμε για Σένα, το ξέρεις πως τά δάκρυα της συγγνώμης μας τρέχουν ασταμάτητα, ζητώντας τη συγχώρεση. Σέ σταυρώσαμε, σέ πονέσαμε σ’ απαρνηθήκαμε.
Συγγνώμη Κύριε, δες με σαν το ληστή στο σταυρό που σ’ αγάπησε την τελευταία στιγμή. Σηκώνω τά χέρια ψηλά και σου φωνάζω κι εγώ «Μνήσθητί μου Κύριε εν τη βασιλεία Σου».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΥΔΩΡ ΕΚ ΠΕΤΡΑΣ. ΜΟΝΑΧΗΣ ΕΚ ΠΕΤΡΑΣ. ΔΟΚΙΜΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: