Ή πατρική του καρδιά ήταν μεγάλη και ευρύχωρη, χωρούσε τούς πάντας. Τούς δεχόταν όλος με καλοσύνη. Ήταν
καταδεκτικός, προσηνής, γλυκομίλητος και ευγενής. Πάντοτε ενεργοποιούσε την αρετή της αγάπης άμεσα. Κάποτε έδωσε λίγες
χρυσές λίρες από την εικόνα της Άγιας Σκέπης σε ένα φτωχό πατέρα. για να βοηθήσει το βαριά άρρωστο παιδί του. Κλαίγοντας ό φτωχός πήγε στο σπίτι του. όπου βρήκε το παιδί του ζωηρό και υγιές γεγονός πού διαπίστωσε και ό γιατρός.
Με ευγνωμοσύνη ό πατέρας τού παιδιού βιάστηκε να επιστρέψει στο Γέροντα τις λίρες. Αυτός όμως δεν τις δέχτηκε πίσω. Κάποτε στην πανήγυρη της Αγίας Σκέπης έβαλε στο παγκάρι τού μοναστηριού υπεύθυνο κάποιον φτωχό χωρικό. Μετά από λίγη ώρα ή μοναχή Ευαγγελίστρια είπε αναστατωμένη στον Γέροντα ότι είδε τον χωρικό να βάζει κρυφά χρήματα στην τσέπη του. Της απάντησε τότε Γέροντας: «Για αυτό τον έβαλα! ’Έχει δέκα παιδιά να θρέψε: κα ντρεπόταν να πει στο χωριό ότι τα παιδιά του πεινάνε! 'Άλλοτε πέρασε με τα άγια πάνω από ένα ξαπλωμένο άρρωστο παιδάκι και εκείνο θεραπεύθηκε την ίδια στιγμή. Κάποια φορά έπιασε στον Δαφνώνα φωτιά και εξαπλώθηκε τόσο, ώστε κινδύνευσε να καεί το Μοναστήρι του. Προσευχήθηκε ένθερμα και φώναξε στο φοβισμένο πλήθος: «Ή Αγία Σκέπη θα μάς προστατέψει. Το Μοναστήρι δεν θα καεί». ’Έτσι και έγινε! Άλλη φορά ή Παναγία τον ειδοποίησε να φύγει από το κελί του. ’Έφυγε προς την Νέα Μονή, όταν ξέσπασε θεομηνία με πολλά αστροπελέκια και ισχυρή νεροποντή. 'Ένας κεραυνός χτύπησε το κελί του και έπεσε στο κρεβάτι του ή Παναγία τον είχε σώσει από βέβαιο θάνατο. Τον Ιούλιο τού 1974 μια μεγάλη πυρκαγιά προχωρούσε από το χωριό προς τα βουνά και οι καπνοί έζωσαν την Μονή. Οι αγροφύλακες διέταξαν την εκκένωση τού χώρου. Εκείνος ατάραχος προσευχόταν και παρότρυνε όλους στην προσευχή, ή οποία έφερε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα...
Ήταν τύπος ασκητικός και ησυχαστικός αλλά και φιλάνθρωπος έναντι των αναγκών των συνανθρώπων του. Με ιδιαίτερη επιμέλεια διάβαζε τούς πάσχοντες από ακάθαρτα πνεύματα μέχρι να
θεραπεύουν. Σκέπασε κάποτε και επιδιόρθωσε το σπίτι μιας φτωχής γυναίκας ζητιανεύοντας ό ίδιος χρήματα και υλικά. Σε άλλη έδωσε το ύφασμα πού θα έραβε ράσο, παρόλο που το δικό του ήταν κουρελιασμένο. Όσοι ανηφόριζαν με προβλήματα στο Μοναστήρι, κατηφόριζαν παρηγορημένοι, εφοδιασμένοι με τα υλικά δώρα της άγάπης του και ψυχικά ξεκούραστοι. Στην Κατοχή έδωσε τα κουκιά που θα έτρωγαν οι μοναχές σε φτωχούς, αν και εκείνες διαμαρτύρονταν. Την άλλη μέρα πήρε διπλάσια ποσότητα κουκιών από κάποιον πλούσιο. Ανέλαβε να μεγαλώσει με τον κόπο του τα 4 παιδία μιας φτωχής χήρας που
έπρεπε να εργαστεί και τα φιλοξένησε στο Μοναστήρι. Το Ίδιο έκανε και για το τετράχρονο ορφανό κοριτσάκι μιας άλλης φτωχής γυναίκας.
Αναφέρεται το έξης χαριτωμένο περιστατικό: Κάποτε ένας προσκυνητής.
Καθώς προσκυνούσε την εικόνα της Αγίας Τριάδος. πρόσεξε ότι ήταν σαρακοφαγωμένη. θέλοντας να πειράξει τον Γέροντα τού επισήμανε το γεγονός λέγοντας ότι είναι αδύνατο να τον σώσει ό Χριστός, αφού δεν μπορεί να διορθώσει την εικόνα που την έφαγε το σαράκι. Όντως διαβολική σκέψη! Όμως ό σοφός Γέροντας του είπε ατάραχος: - Είναι αλήθεια, αλλά εγώ θα σου απαντήσω στην δική σου γλώσσα. Ο Χριστός αν ήθελε, σαν Παντοδύναμος πού είναι, θα μπορούσε να κάνει όλες τις εικόνες όχι μόνο να λάμπουν, αλλά και να μιλούν μέσα στην Εκκλησία. "Όμως αν γινόταν αυτό και πήγαιναν οι προσκυνητές στην Εκκλησία και άκουγαν τις εικόνες να μιλούν, ποιος ξέρει πόσες συγκοπές από φόβο θα είχαμε την ημέρα; Γι’ αυτό ό Θεός από φιλανθρωπία δεν θέλησε να αποκαλύψει στον αδύνατο άνθρωπο τούς θείους και υπερφυσικούς νόμους»...
Ένα βράδυ κάποιοι περαστικοί είδαν το κελί του Γέροντα να καίγεται. Όμως δεν ήταν φωτιά ουράνιο καθώς τον είχε περιλούσει κατά την ώρα της προσευχής!...
πού είχε κατασκηνώσει στην καθαρή καρδία του. Ή αγάπη γι’ αυτόν ήταν το ουράνιο φάρμακο πού θεράπευε τη πάντα. Σχετικά έλεγε:
μάς περιβάλλει. Μέσα μας ρέει το αίμα του Χριστού και πως να μην έχουμε αγάπη αφού είμαστε αδέλφια και κληρονόμοι της Βασιλείας του ; Η ένωση με τον θεό είναι το παν. Με τον χωρισμό και την απομάκρυνση από εκείνον έρχονται τα δεινά. Είναι ασύλληπτη ή χαρά που μάς προσφέρει ό ουράνιος Πατέρας είναι αφάνταστη ή ευσπλαχνία Του πού μάς φέρνει την λύτρωση.
Αυτός ό αυστηρός νηστευτής, πού έζησε και σε σπηλιά μέσα, με σκληρή άσκηση και με σίδερα, όπως διηγούνται, στο σώμα, κατά το Παύλειον: «ύποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ» , ήταν έν τούτοις μαλακός άπέναντι τών συνανθρώπων του και ποτέ δεν τούς «επέβαλε φορτία βαρέα και δυσβάστακτα».
Ό ίδιος βέβαια αντιπαρερχόταν τα πάντα με σιωπή και προσευχή. Πονούσε, άλλα δεν εκφραζόταν. Προσευχόταν και ό Θεός φώτιζε τον Μητροπολίτη να βλέπει ότι όλα ήταν παγίδες του διαβόλου. Εξάλλου ό Γέροντας ήταν πάμπτωχος και εντελώς ακτήμονας τελείως αποκολλημένος από την όλη και τα αποκτήματα της...
Ό Γέροντας έλεγε ότι το μεγαλύτερο έργο του ήταν «να κερδίζει ψυχές στον Χριστό». Με την αγάπη, την προσευχή, το παράδειγμα και κυρίως με το μυστήριο της εξομολογήσεως οικοδομούσε τις ψυχές των ανθρώπων και τις οδηγούσε στην σωτηρία. Για την εξομολόγηση διέθετε αφειδώς τον χρόνο του- ήταν σιωπηλός, άκουγε προσεκτικά, συμβούλευε διακριτικά, έδειχνε κατανόηση και στοργή. Μετά τα λειτουργικά του καθήκοντα αφιερωνόταν στους ανθρώπους πού κουρασμένοι ψυχικά έπαιρναν το ανηφορική τού Μοναστηριού για να εξομολογηθούν. Αγκάλιαζε στοργικά τούς μετανοημένους αμαρτωλούς και μοιραζόταν μαζί τους τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Προσπαθούσε να τούς ξεκουράσει από το βάρος της ενοχής πού ένιωθαν και να τους οδηγήσει στον Χριστό. Μονολότι ήταν αυστηρός στον εαυτό του, στους άλλους ήταν επιεικής και πολύ συγκαταβατικός. Ή χαρά του ήταν απερίγραπτη, όταν βοηθούσε τις ψυχές να γνωρίσουν τον Χριστό και να ορθοποδήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου